«Ο φίλος μου, ο Πάντσο». Ο Γιάννης Διακογιάννης για τον Φέρεντς Πούσκας

«O Θεός σου δίνει το χάρισμα να παίξεις, να τραγουδήσεις ή να γίνεις καλλιτέχνης, αλλά εσύ πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος. Κι αυτό είναι το παράδειγμα του Πούσκας. Eκτός από καλός παίκτης ήταν και καλός άνθρωπος».

H παραπάνω φράση ανήκει στον Πελέ, τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του 20ού αιώνα, σύμφωνα με ψηφοφορία που είχε διενεργήσει ο οργανισμός IFFHS με τη συμμετοχή δημοσιογράφων και παλαιμάχων άσων.

Η ίδια ψηφοφορία είχε αναδείξει στην 6η θέση τον Φέρεντς Πούσκας, πίσω από τους Γιόχαν Κρόιφ, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Αλφρέδο ντι Στέφανο και Ντιέγκο Μαραντόνα.

Στις 17 Νοεμβρίου 2006, ο «Πάντσο» ή «καλπάζων συνταγματάρχης» απεβίωσε σε ηλικία 79 ετών και βύθισε στο πένθος τον ποδοσφαιρικό πλανήτη.

Το γεγονός ότι από το 2009 υφίσταται το «FIFA Puskás Award», ένα βραβείο για το ομορφότερο γκολ της χρονιάς, φανερώνει ότι η πεμπτουσία του αθλήματος προσωποποιείται στη μορφή του θρυλικού Ούγγρου.

Το Sport-Retro.gr δεν θα επικεντρωθεί προς το παρόν στα επιτεύγματα του αξέχαστου ποδοσφαιριστή και προπονητή, αλλά παραθέτει στους αναγνώστες του ένα κειμήλιο.

Ο Γιάννης Διακογιάννης, η εξέχουσα αυτή προσωπικότητα της διεθνούς (χωρίς υπερβολή) δημοσιογραφίας, είχε αποκαλύψει πολλές σκόρπιες ιστορίες για τον Πούσκας πριν από αρκετά χρόνια στο ένθετο «Super Ομάδα».

Μεταξύ άλλων, θα διαβάσετε για τον χαμένο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, την άρνησή του να επιστρέψει στην εξεγερμένη Βουδαπέστη, τη συνύπαρξη με τον Αλφρέδο ντι Στέφανο στη Ρεάλ Μαδρίτης, τον Παναθηναϊκό, το «Γουέμπλεϊ», τα γλέντια του…

Καθίστε αναπαυτικά, βάλτε ένα ποτηράκι κρασί (θα το εκτιμούσε βαθύτατα ο Πούσκας) και διαβάστε τι είχε γράψει ο Γιάννης Διακογιάννης για «τον φίλο του, τον «Πάντσο».

***

«Τον Πούσκας ως ποδοσφαιριστή είχα την ευκαιρία να τον δω στη Γαλλία με την εθνική του ομάδα εναντίον των «τρικολόρ» (Γαλλία-Ουγγαρία στο «Κολόμπ», είχε λήξει 2-2). Ήταν η μεγάλη ομάδα της Ουγγαρίας το 1955, έναν χρόνο μετά την ήττα της στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Τον είχα δει, επίσης, μερικές εβδομάδες πριν από την εισβολή των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη από την επανάσταση που έκαναν στην Ουγγαρία τον Οκτώβριο του ’56, σε ένα παιχνίδι όπου η ομάδα του, η Χόνβεντ, είχε νικήσει 5-2 τη Ρασίνγκ στο Παρίσι, στο παλιό «Παρκ ντε Πρενς».

Αυτές ήταν οι δύο φορές που είχα δει τον Πούσκας, διότι όταν είχα παρακολουθήσει τη Ρεάλ στα τέσσερα πρώτα κύπελλα σε τελικούς, δεν αγωνιζόταν.

Θα έλεγα ότι δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος παίκτης, αλλά ήταν και ένας πολύ μεγάλος ηγέτης. Τον θυμάμαι κυρίως με τον Τσίμπορ, ο οποίος ήταν Τσιγγάνος. Ο Τσίμπορ ήταν ατομιστής, μποέμ τύπος, λίγο μέθυσος και συνέχεια τον έβριζε ο Πούσκας.

Στο 5-2 με τη Ρασίνγκ, ο Τσίμπορ δημιούργησε με δύο ασίστ ισάριθμα γκολ. Ο Πούσκας τον χειροκρότησε, αλλά εκείνος έκανε μια χειρονομία, διέσχισε διαγωνίως το γήπεδο και πήγε στα αποδυτήρια, αφήνοντας την ομάδα του με δέκα παίκτες. Βέβαια, ήταν φιλικό παιχνίδι.

Από τη μεγάλη ομάδα της Χόνβεντ και της Ουγγαρίας μόνον ο Γκρόσιτς ζει (σ.σ. πλέον όχι). Ο Κόκτσις αυτοκτόνησε, ο Τσίμπορ, ο Λόραντ και ο Μπόζικ πέθαναν. Μάλιστα, ο τελευταίος ήταν επιστήθιος φίλος του Πούσκας, αφού γεννήθηκαν στον ίδιο δρόμο και ξεκίνησαν μαζί στην Κίσπεστ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Χόνβεντ.

Πάνω απ’ όλα ο Πούσκας ενέπνεε εμπιστοσύνη, σεβασμό. Ακόμα και στον Μπόζικ, ο οποίος ήταν μεγαλύτερός του. Του έλεγα ‘’χρησιμοποιείς μόνο το αριστερό πόδι’’ και μου απαντούσε ‘’το δεξί το έχω μόνο για να πατάω όταν ανεβαίνω στο λεωφορείο. Τι να το κάνεις; Αν είχα και το δεξί θα ήμουν τεράστιος’’.

Mε τον Κώστα Νεστορίδη

Όταν έγινε η επανάσταση στη Βουδαπέστη, η Χόνβεντ ήταν στο εξωτερικό. Ο Πούσκας δεν επέστρεψε στη Βουδαπέστη. Θα έπαιζε κόντρα στην Μπιλμπάο για το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Το πρώτο ματς έγινε στην Ισπανία και έληξε 2-0. Λόγω των γεγονότων, η ρεβάνς δεν έγινε στη Βουδαπέστη, αλλά στις Βρυξέλλες. Η Χόνβεντ παραχώρησε ισοπαλία 3-3 και αποκλείστηκε.

Ήταν το τελευταίο παιχνίδι της μεγάλης Χόνβεντ. Και αυτό, διότι μετά τον αγώνα μαζεύτηκαν όλοι και ο Πούσκας τους είπε: ‘’Εγώ θα μείνω. Δεν θα επιστρέψω στη Βουδαπέστη’’.

Μου διηγήθηκε: ‘’Εκεί έγινε ένα φοβερό βράδυ. Καθίσαμε μέχρι τα ξημερώματα και τα λέγαμε. Ο Μπόζικ, ο οποίος ήταν κομμουνιστής και μέλος του ουγγρικού κοινοβουλίου, είπε ότι θα επιστρέψει. Ήταν ένα συγκλονιστικό βράδυ. Όλοι κλαίγαμε. Όχι για τον αποκλεισμό, αλλά επειδή γνωρίζαμε ότι δεν θα ξαναϊδωθούμε’’.

Από εκεί σκορπίστηκαν οι Πούσκας, Κόκτσις, Λόραντ, Τσίμπορ και μερικοί άλλοι. Βέβαια, η παραμονή στις Βρυξέλλες δημιούργησε στον Πούσκας μεγάλο πρόβλημα, διότι η γυναίκα του Ελισάβετ και η κόρη του βρίσκονταν στη Βουδαπέστη. Τελικά, εκείνος πήγε για λίγο στη Γερμανία και την Ελβετία, όπου προσπάθησε να γυμναστεί με τη Γιουνγκ Μπόις στη Βέρνη.

Εκεί τον μάζεψαν κάποιοι συμπατριώτες του και τον τάισαν, αφού δεν είχε καθόλου λεφτά. Από εδώ κι από ‘κει, με τη βοήθεια και ορισμένων Αυστριακών κατέληξε το 1959 στη Ρεάλ Μαδρίτης.

Είχε πάρει 13 κιλά! Γυμναζόταν, αλλά έπαιζε για πλάκα, αφού δεν μπορούσε να πάρει άδεια για να αγωνιστεί. Τελικά έγινε μεγάλη μάχη στο παρασκήνιο και εξαιτίας του Μπερναμπέου (παρενέβη η κυβέρνηση του Φράνκο), ο Πούσκας πήρε την ισπανική υπηκοότητα.

Όμως, πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος και δεν μπορούσε να αγωνιστεί σε επίσημα παιχνίδια. Ο ίδιος έκανε το παν για να επανέλθει. Γυμναζόταν πάρα πολύ, ενώ σταμάτησε και το ποτό. Το 1960 κατόρθωσε να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης εναντίον της Άιντραχτ στον τελικό της Γλασκώβης (7-3), ενώ κατάφερε να αναδειχθεί 4 φορές πρώτος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος.

Κάποια στιγμή τον ρώτησα πώς τα πήγε στη Ρεάλ, διότι γνώριζα ότι ο Ντι Στέφανο είναι κακός χαρακτήρας, δύστροπος, σε αντίθεση με τον Φέρεντς που είναι γλυκός άνθρωπος. Μου είπε: ‘’Όταν μετακόμισα στη Ρεάλ, συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να γίνω ηγέτης, όπως ήμουν στη Χόνβεντ, διότι υπήρχε ο Αλφρέδο. Και του το είπα ξεκάθαρα. Εσύ είσαι ο αρχηγός, εγώ είμαι το εκτελεστικό όργανο. Ήταν ο μόνος τρόπος για να συνεργαστούμε’’.

Συνδυάστηκαν πολύ καλά οι δυο τους με μεγάλη αποτελεσματικότητα, αλλά ο Πούσκας εξακολουθούσε να λέει στον Ντι Στέφανο ότι δεν σκοπεύει να του κλέψει τη δόξα. Μάλιστα, ο Ντι Στέφανο ήταν γεννημένος νικητής και ήθελε να κερδίζει στα πάντα.

Μου έλεγε ο Φέρεντς: ‘’Παραμονή κάθε αγώνα, παίζαμε πόκερ στο ξενοδοχείο και είχαμε συμφωνήσει όλοι οι παίκτες από πριν, ακόμα και όταν είχαμε καλό φύλλο, να αφήνουμε τον Αλφρέδο να κερδίσει, ώστε να είναι σε καλή κατάσταση και να έχει κέφι την επόμενη μέρα. Αν έχανε δεν μπορούσε να κοιμηθεί και βλασφημούσε συνεχώς’’.

Ο Πούσκας κατάφερε να αγωνιστεί επίσημα στη Ρεάλ για 4 χρόνια (1960-1964), αναδείχθηκε ισάριθμες φορές πρώτος σκόρερ, έγινε Ισπανός υπήκοος, ενώ έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962 στη Χιλή με τη φανέλα της Ισπανίας. Με την εθνική Ουγγαρίας αγωνίστηκε 84 φορές, από το 1945 μέχρι το 1956 που έγιναν τα επεισόδια. Μάλιστα, κατέκτησε το ολυμπιακό τουρνουά στο Ελσίνκι το 1952.

Δυο χρόνια αργότερα αγωνίστηκε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπου η Ουγγαρία ήταν αήττητη για 34 παιχνίδια, όμως έχασε στον αγώνα που δεν θα έπρεπε να χάσει. Έλεγε: ‘’Όταν κατεβήκαμε να παίξουμε με τους Γερμανούς, προηγήθηκαμε στο 12’ με 2-0 και με δεδομένο ότι στο ματς του πρώτου γύρου τους είχαμε συντρίψει με 8-3, θεωρήσαμε ότι θα κάνουμε περίπατο.

Δεν προσέξαμε στην άμυνα, πιστέψαμε ότι θα πετύχουμε κι άλλα γκολ, ανοιχτήκαμε, αλλά δεχθήκαμε τρία τέρματα. Εγώ, πάντως, προτιμώ να παίξω και να νικήσω 6-5, παρά να επικρατήσω 1-0. Πολλοί λένε ότι το 4-2-4 το εφάρμοσαν πρώτοι οι Βραζιλιάνοι το 1958 στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας, όμως δεν ήταν έτσι. Εμείς το εφαρμόσαμε πρώτοι’’.

Αλησμόνητα είναι τα παιχνίδια του Πούσκας κόντρα στην Αγγλία. Το 6-3 στο «Γουέμπλεϊ» και το 7-1 στη Βουδαπέστη. Υπερηφανευόμασταν για τα 13 γκολ που πέτυχε η ομάδα του απέναντι στα σκληρά «λιοντάρια».

Όμως δεν είχε ποτέ εκτίμηση στους Άγγλους, στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Και έλεγε συνέχεια: ‘’Είναι καλοί ποδοσφαιριστές, αλλά δεν έχουν φαντασία, φινέτσα και ο κάθε αντίπαλος γνωρίζει πώς θα τους αντιμετωπίσει’’.

Αυτό τον βοήθησε ιδιαίτερα στον αγώνα με την Έβερτον το 1971 που ήταν προπονητής στον Παναθηναϊκό. Είπε στους παίκτες: ‘’Γνωρίζουμε πώς παίζει η Έβερτον, το παιχνίδι της είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι κλασική αγγλική ομάδα, οι εξτρέμ κάνουν σέντρες και πηδούν για κεφαλιά τα σέντερ φορ’’.

Ιδιαίτερη συνομιλία είχε με τον Καψή, τον οποίο χρησιμοποίησε ως σέντερ μπακ: ‘’Μην φοβάσαι Άνθιμε. Σέντρα εκείνοι, μπουμ (κεφαλιά) εσύ’’. Από εκεί καθιερώθηκε ο Καψής.

Κατά την άποψή μου, ο Πούσκας δεν υπήρχε ποτέ προπονητής με την έννοια της λέξης. Ήταν κάτι σαν μάνατζερ. Δεν γνώριζε να γυμνάσει την ομάδα, ήταν περισσότερο εμπειρικός προπονητής.

Με συνεργάτη του τον Γαβρίλο Γαζή, ο Πούσκας κατάφερε να δώσει άλλη προσωπικότητα και να ανεβάσει την ψυχολογία των ποδοσφαιριστών του Παναθηναϊκού. Ιδιαίτερα στα νέα παιδιά: τον Καψή, τον Τομαρά, τον Ελευθεράκη, τον Αθανασόπουλο, τον Γραμμό, τον Φυλακούρη.

Όλοι αυτοί «ανέβηκαν» χάρη στον Πούσκας. Μου έλεγε: ‘’Ποιον να φτιάξω; Τον Δομάζο; Ο Δομάζος είναι ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής. Ο Καμάρας είναι εγκεφαλικός παίκτης και καλός αθλητής’’. Μάλιστα, ο Πούσκας έκανε μια μεγάλη επιτυχία με τον Καμάρα.

Τον πήρε από δεξί μπακ και τον έβαλε αμυντικό χαφ, μπροστά στους δύο σέντερ μπακ, τον Καψή και τον Σούρπη. Κι αυτό το έκανε επειδή ‘’ο Καμάρας είναι καλός αμυντικός, είναι έξυπνος και με δεδομένο ότι ο Ελευθεράκης δεν μπορεί να μαρκάρει, έπρεπε να είχα έναν μεγάλο μαρκαδόρο στη μεσαία γραμμή. Επίσης, δεν θέλω να πω στον Δομάζο να γυρίσει πίσω για να μαρκάρει. Εγώ τους έδωσα αέρα. Τους είπα ποιος είναι ο Κρόιφ, ποιος είναι ο Ρόιλ, ποιος είναι ο Μπολ’’.

Κατά τον Πούσκας, το καλύτερο παιχνίδι που έκανε ο Παναθηναϊκός στην πορεία προς το «Γουέμπλεϊ» ήταν το 3-0 με τη Σλόβαν. Εκεί έδειξε για μια ακόμα φορά πώς κυνήγησε το γκολ. Ιδιαίτερα το τρίτο. Διότι σκέφτηκε ότι το 2-0 μπορεί να σταθεί ανατρέψιμο και να μην είναι αρκετό για τη ρεβάνς στην Μπρατισλάβα, η οποία ήταν μεγάλη ομάδα.

Στο τέλος αντικατέστησε τον Φυλακούρη που έπαιζε πιο πίσω με τον Δεληγιάννη, χρησιμοποιώντας τρεις επιθετικούς: τους Γραμμό, Δεληγιάννη, Αντωνιάδη, προκειμένου να πετύχει και τρίτο γκολ.

Η ακτινοβολία του Φέρεντς βοηθούσε τους παίκτες του Παναθηναϊκού και συγχρόνως έδινε μεγαλύτερη αίγλη στον σύλλογο. Όποτε πήγαιναν οι «πράσινοι» να δώσουν φιλικά ή επίσημα ματς, όλοι οι δημοσιογράφοι «έπεφταν» πάνω στον Πούσκας. Κι εκείνος τους έπαιρνε στο μπαρ και τους κερνούσε όλους. Ήταν σπάταλος.

Όταν ηττήθηκε ο Παναθηναϊκός από τον Άγιαξ στο «Γουέμπλεϊ» δεν στεναχωρήθηκε καθόλου. Όπως και όταν έχασε από τον Ερυθρό Αστέρα με 1-4 στο Βελιγράδι. Το βράδυ στο ξενοδοχείο επικρατούσε μουγγαμάρα. Άλλοι κατηγορούσαν τον Οικονομόπουλο για τα γκολ που δέχθηκε, άλλοι τα έριχναν στον Δομάζο, επειδή κρατούσε πολλή ώρα την μπάλα, γενικώς υπήρχε γκρίνια.

Στον πιο κάτω όροφο του ξενοδοχείου ήταν μια ουγγρική τσιγγάνικη ορχήστρα. Ο Πούσκας είχε πάρει και τη γυναίκα του την Ελισάβετ. Όσο ο Φέρεντς ήταν γλεντζές και διαχυτικός, άλλο τόσο η Ελισάβετ ήταν σοβαρή. Τη λάτρευε, τη σεβόταν και τη φοβόταν! Του έλεγε κάποιες φορές: ‘’Φέρεντς, σταμάτα να μιλάς! Σταμάτα να πίνεις!’’ Κι εκείνος την άκουγε και δεν έλεγε κουβέντα.

Ήταν ένας ωραίος τύπος γυναίκας, πρώην μπασκετμπολίστρια, μιλούσε και αγγλικά. Κατέβηκαν, λοιπόν, να ακούσουν την ορχήστρα μαζί με κάτι άλλους συμπατριώτες τους. Πήγα κι εγώ, ο μοναδικός Έλληνας δημοσιογράφος που κατέβηκε, αφού οι άλλοι δεν είχαν κέφι μετά την ήττα.

Μου είπε: ‘’Έλα Γιάννη, κάθισε εδώ μαζί μας. Τους βλέπεις τους άλλους; Οι χαζοί κάθονται και κλαίνε. Γιατί δεν έρχονται εδώ να πιουν, να ξεχάσουν; Μπάλα είναι, σήμερα κερδίζεις, αύριο χάνεις. Εγώ έχασα τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Θα κλάψω επειδή έχασα με τον Παναθηναϊκό; Αυτό είναι το ποδόσφαιρο’’.

Κάθισε εκεί πέρα όλο το βράδυ και τραγούδησε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Μερικοί τον κατηγόρησαν λέγοντας ότι ο Πούσκας μετά την ήττα πήγε και γλέντησε με τη γυναίκα του. ‘’Το ποδόσφαιρο είναι ένα σπορ που τραβάει τον κόσμο. Κι εμείς ζούμε από τον κόσμο’’, έλεγε.

Είχε τεράστια αδυναμία στον Παναθηναϊκό και ήθελε να ξαναγυρίσει. Κι επίσης ήταν πολύ δημοσιογραφικός τύπος. Μας έλεγε: ‘’Παιδιά, όποιος θέλει ας με ξυπνήσει και στις 03:00. Μπορεί και να μην κοιμάμαι’’. Ουδέποτε μας είπε ότι δεν μπορεί να μας δώσει την ενδεκάδα που θα αγωνιστεί κι όλα αυτά που λένε οι περισσότεροι προπονητές.

‘’Τι να κρύψω; Δεν ξέρει ο αντίπαλος πώς παίζει ο κάθε παίκτης;’’, έλεγε. Ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσε να αλλάζει την ομάδα. Είτε έχανε είτε κέρδιζε χρησιμοποιούσε τους ίδιους παίκτες. Εκτός, βέβαια, αν το απαιτούσαν οι συνθήκες.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μετά την ήττα στο Βελιγράδι από τον Ερυθρό Αστέρα, ο Οικονομόπουλος ήταν ψυχολογικά ράκος! Και στη ρεβάνς του 3-0 χρησιμοποίησε τον Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν πιο γρήγορος στα ρεφλέξ και πιο νταής. Μάλιστα, πραγματοποίησε εκπληκτική απόκρουση στο 82’ και κράτησε όρθιο τον Παναθηναϊκό.

Στον τελικό γνωρίζαμε τους 10 που θα έπαιζαν. Όμως υπήρχε το αίνιγμα: Οικονομόπουλος ή Κωνσταντίνου; Γίνεται, λοιπόν, η τελευταία προπόνηση την Τρίτη το βράδυ. Ήμασταν όλοι οι δημοσιογράφοι εκεί. Τον πλησιάζω σε μια ιδιαίτερη στιγμή και του λέω: ‘’Φέρεντς, τελικά ποιον θα χρησιμοποιήσεις;’’ ‘’Εσύ ποιον θα έβαζες;’’, μου απαντάει. ‘’Εγώ δεν είμαι προπονητής’’, του τονίζω. Με ξαναρωτάει και του απαντάω: ‘’Νομίζω, τον Τάκη’’. Και μου απαντάει: ‘’Και, βέβαια, τον Τάκη θα χρησιμοποιήσω. ‘’Γουέμπλεϊ’’ είναι αυτό’’.

Τον Κωνσταντίνου τον συμπαθούσε πολύ, διότι ήταν γλεντζές σαν κι εκείνον. Μπαρόβιος, γυναικάς, γενικά του άρεσε η νυχτερινή ζωή. Τον χαρακτήριζε «ο καλός αλήτης». Μάλιστα, του είχε μεγαλύτερη αδυναμία απ’ ότι στον Οικονομόπουλο, αλλά αυτός ήταν «ο τερματοφύλακας».

Ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός. Όταν ο Πούσκας είχε φέρει τον Βερόν, του είπε κάποιος από τον Παναθηναϊκό. ‘’Φέρεντς, παρατήρησα ότι έχει ένα σκίσιμο στο πόδι’’. Και τον αποστόμωσε: ‘’Αν δεν είχε το σκίσιμο στο πόδι δεν θα ερχόταν στον Παναθηναϊκό, αλλά θα πήγαινε στη Ρεάλ Μαδρίτης’’.

Επίσης, είχε αδυναμία στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, αλλά και στο γιουγκοσλαβικό. Έλεγε: ‘’Αν οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ουσία στο ποδόσφαιρό τους, θα ήταν για πολλά χρόνια μέσα στις καλύτερες ομάδες στον κόσμο. Όμως έμαθαν μπάλα από εμάς τους Ούγγρους, που είμαστε μποέμ άνθρωποι, δεν αξιοποιούμε τα ταλέντα μας, αλλά και δεν προσέχουμε τη ζωή μας. Πίνουμε και ξενυχτάμε χωρίς μέτρο’’. Μάλιστα, δυο-τρεις απ’ αυτούς πέθαναν από κίρρωση του ήπατος.

Γενικά, ο «χοντρός» έτρωγε κι έπινε ασταμάτητα, ιδιαίτερα όταν δεν βρισκόταν δίπλα του η Ελισάβετ. Θυμάμαι ένα βράδυ πήγαμε σε ένα ταβερνάκι στα Ιλίσια μαζί με τη γυναίκα του, τον Στέφαν Κόβατς και τον εκπρόσωπο της ρουμανικής πρεσβείας. Μέχρι να παραγγείλουμε, ο Πούσκας με τον Κόβατς ήπιαν μόνοι τους ένα μπουκάλι άσπρο κρασί!

Διασκεδάσαμε πολύ εκείνο το βράδυ. Λίγο πιο μετά φώναξαν τις κιθάρες και τραγούδησαν στα ουγγρικά. Κι έπιναν κι έπιναν μέχρι το χάραμα. Αυτός ήταν ο Πούσκας. Ένας ευχάριστος, γλεντζές, σπάταλος και απίστευτα προσιτός τύπος».

*Το Sport-Retro.gr ευχαριστεί θερμά τον εξαίρετο δημοσιογράφο Γιώργο Δόγα για την παραχώρηση του υλικού

 

Διαβάστε ακόμη:

Τo match programme του Έβερτον-Παναθηναϊκός

Τα θεμέλια της μαγικής Ουγγαρίας του ’50 μπήκαν με κομμουνισμό κι ένα χρυσό μετάλλιο

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!