Το Sport-Retro.gr, με αφορμή τη συμπλήρωση 12 ετών από την ημέρα που ο θάνατος έβαλε στο στόχαστρο έναν από τους πιο μποέμ και αυτοκαταστροφικούς ποδοσφαιριστές που πάτησαν στη γη, αναδεικνύει πέρα από τα επιτεύγματά του, μια σπάνια συνέντευξή του, που απαντάει στις πιο απίθανες ερωτήσεις αναγνωστών.
Πρόκειται για τον άνθρωπο που, κατά δήλωσή του, αν ήταν πιο άσχημος, ίσως να μην είχαμε γνωρίσει τον Πελέ. Κυρίες και κύριοι… τα best of the Best.
Πέρασαν κιόλας δώδεκα χρόνια από τότε που ο Τζoρτζ Μπεστ έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων. Συνοδευόμενος όμως μέχρι και την τελευταία στιγμή από τους διαόλους του. Ή καλύτερα ένας ήταν ο διάολός του. Το ρημάδι το ποτό που τον μεταμόρφωνε σε τέρας. Αυτός ο διάολος που δεν τον άφησε να γίνει ποτέ αυτό για το οποίο ήταν πλασμένος. Ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.
Ήταν ο λεγόμενος πέμπτος Μπιτλ. Ένας τίτλος που του έδωσαν τα πορτογαλικά ΜΜΕ, μετά τον αγώνα της Γιουνάιτεντ με την Μπενφίκα το 1966, εκεί όπου ο Μπεστ σκόραρε δις μέσα σε 12 λέπτα. Ο Τζον Λένον, ο Πωλ Μακ Κάρτνει, ο Τζορτζ Χάρισον και ο Ρίνγκο Σταρ όσο μεσουρανούσαν ίσως να μην δέχονταν κι ένα πέμπτο μέλος, γιατί με βεβαιότητα θα τους «έκλεβε» τις θαυμάστριες.
Το παρουσιαστικό του τον έκανε ακαταμάχητα γοητευτικό για το γυναικείο φύλο και αυτός κάθε βράδυ, χωρίς να το μετανιώσει μέχρι το τέλος της ζωής του, αφέθηκε στις γυναίκες, τα ποτά και τα ακριβά αυτοκίνητα. Εκεί «ξόδεψε όλα του τα χρήματα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησε», όπως είχε δηλώσει. Τελικά το μετάνιωσε λίγο πριν το τέλος του, όταν σε μία από τις τελευταίες εκλάμψεις του, στο κρεβάτι του πόνου, ψέλλισε: «Μην πεθάνετε σαν κι εμένα».
Η αλήθεια είναι πως και δέκα ζωές αν ζούσε πάλι τα ίδια θα έκανε. Ζούσε έντονα. Μέχρι τα 26 του είχε προλάβει να ζήσει τα πάντα, να πάρει Κύπελλο Πρωταθλητριών, να σκοράρει στον τελικό, να πάρει τη “Χρυσή Μπάλα” και μέσα σε τέσσερα χρόνια να βρεθεί στα «αζήτητα». Ήταν πληθωρικός σε όλα του. Σε αυτά που έλεγε και σε αυτά που έκανε. Έχουν αφήσει εποχή οι ατάκες του:
Για την πολυτάραχη ζωή του:
«Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου».
“Ίσως πάω στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, αλλά νομίζω ότι θα ήταν δύσκολο να παραμείνω ανώνυμος”.
“Ξόδεψα πολλά χρήματα σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα”.
“Έχω σταματήσει να πίνω, αλλά μόνο όταν κοιμάμαι”.
Για τον Ντέιβιντ Μπέκαμ:
“Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ δεν έχει καλό αριστερό πόδι, δεν έχει καλή κεφαλιά, δεν μαρκάρει και δεν σκοράρει συχνά. Κατά τα άλλα είναι καλός παίκτης”.
Για τις φιλοδοξίες του:
“Πάντα ήθελα περισσότερα, περισσότερα από τα πάντα!”
Για το ποδόσφαιρο:
“Το ποδόσφαιρο είναι ένα στενάχωρο παιχνίδι”.
Για τα χρήματα:
“Τα λεφτά δεν σου αγοράζουν την αγάπη”.
Για τη μοναξιά:
“Μπορεί το «μοναχικός» να είναι μια δύσκολη λέξη, αλλά εμένα μου αρέσει να περνάω χρόνο μόνος μου”.
Για τον τρόπο ζωής του:
«Ήμουν ένας νεαρός άνδρας, αγαπούσα τη ζωή και τη ζούσα μέχρι τα άκρα. Κέρδιζα πάρα πολλά λεφτά, έκανα κάτι που αγαπούσα, ταξίδευα σε όλο τον κόσμο, έμενα στα καλύτερα ξενοδοχεία, μετά τα παιχνίδια τα Σαββατοκύριακα μπορούσα να έρχομαι στο Λονδίνο για να χαλαρώνω, να βρίσκω γκόμενες και να περνάω καλά, οπότε νόμιζα πως έτσι είναι η ζωή».
Ακόμα περισσότεροι έχουν μιλήσει γι’αυτόν.
Ο Πελέ τον είχε χαρακτηρίσει ως τον καλύτερο παίκτη του κόσμου και ο Μπεστ δεν μπορούσε παρά να του ανταποδώσει τη φιλοφρόνηση λέγοντας: «Ο Πελέ με αποκάλεσε καλύτερο παίκτη του κόσμου. Είναι η κορυφαία διάκριση της ζωής μου».
Ο Σερ Αλεξ Φέργκιουσον είχε αναγνωρίσει το μεγαλείο του «Ήταν απίστευτος, δεν παιζόταν και δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς».
Ο Σερ Ματ Μπάσμπι ήταν λακωνικός αλλά απόλυτος: «Όποτε μπορείτε δώστε την πάσα στον Μπεστ».
Ο Έρικ Καντονά είχε δηλώσει λίγο μετά το θάνατο του Μπεστ: «Μετά την πρώτη του προπόνηση στον Παράδεισο, ο Θεός που έπαιζε αριστερά, γύρισε να δει ποιος ήταν δεξιά. Θα ήθελα να είμαι στην ομάδα του, όχι του Θεού, αλλά του Μπεστ».
Ο Μπεστ με τη σειρά του είχε αποθεώσει τον Καντονά λέγοντας: «Θα έδινα όλη τη σαμπάνια που έχω καταναλώσει να παίξω μαζί του ένα ματς στο “Ολντ Τράφορντ”».
Ο Πολ Γκασκόιν έχει δηλώσει για τον Μπεστ, φοβούμενος ότι οι καταχρήσεις του θα τον οδηγήσουν στα ίδια μονοπάτια: «Δεν θέλω να καταλήξω σαν και αυτόν».
Η κινηματογραφική ζωή του, η γρήγορη άνοδος και η απότομη πτώση
Η πρώτη μέρα που είδε το φως του ήλιου ήταν στις 22 Μαΐου 1946, στην ανατολική πλευρά της πρωτεύουσας της Βόρειας Ιρλανδίας και την εργατική γειτονιά του Γκρέγκαφ. Η Αν Μπεστ γέννησε τότε το πρώτο παιδί της εξαμελούς οικογένειας της με τον Ντίκι Μπεστ.
Ήταν «κοκαλιάρης», όμως, αυτό δεν εμπόδισε τον Μπομπ Μπίσοπ, σκάουτερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να πάει στο Μπέλφαστ για να τσεκάρει τον πιτσιρικά. Από την αρχή είδε κάτι ιδιαίτερο σε αυτόν και τις κινήσεις του και έστειλε ένα μήνυμα στο σπουδαίο Ματ Μπάσμπι, τον προπονητή της ομάδας του, γράφοντας του συνοπτικά και ουσιαστικά: «Σου βρήκα μια ιδιοφυΐα».
Έκανε ντεμπούτο, το 1963, σε ηλικία μόλις 17 ετών απέναντι στη Γουέστ Μπρομ, και ήδη από τα πρώτα δείγματα γραφής ανάγκασε τον… σκληρό Γκράχαμ Ουίλιαμς, που ανέλαβε το μαρκάρισμα του να του δώσει το χέρι για να τον συγχαρεί λέγοντάς του, μετά το τέλος του αγώνα: «Μικρέ, κάτσε λίγο ακίνητος να προσέξω το πρόσωπο σου. Σ’ όλο το ματς βλέπω την πλάτη σου, έχει φύγει ο ασβέστης απ’ την πλάγια γραμμή».
Πέτυχε το πρώτο του γκολ λίγες ημέρες αργότερα απέναντι στην Μπέρνλι, σε μια μεγάλη νίκη με 5-1 αρχίζοντας να μπαίνει στη λίστα ως το καινούργιο «Busby Babe». Στο τέλος της σεζόν 1963-1964 είχε πραγματοποιήσει 26 εμφανίσεις είχε σημειώσει έξι γκολ. Ως πρωταγωνιστής της ομάδας Νέων, την οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου, το πρώτο απ’ το δυστύχημα του Μονάχου το 1958.
Το τέλος της σεζόν 1964-1965 τον βρήκε να έχει σημειώσει 14 γκολ σε 59 συμμετοχές, οδηγώντας τη Γιουνάιτεντ στο πρώτο πρωτάθλημα μετά το δυστύχημα του 1958. Στα 19 του ήταν ήδη ο απόλυτος σταρ.
Το 1966 σκόραρε για πρώτη φορά και μάλιστα δύο φορές σε ευρωπαϊκό αγώνα, στο “Λουζ” απέναντι στην Μπενφίκα.
Το 1967 κατέκτησε ακόμα ένα πρωτάθλημα με απολογισμό 10 γκολ σε 45 παιχνίδια.
Το 1968 σημείωσε 28 γκολ στο πρωτάθλημα, όμως η ήττα απ’ τη Μάντσεστερ Σίτι μέσα στο Ολντ Τράφορντ στέρησε από τους κόκκινους διαβόλους την κούπα.
Την ίδια χρονιά η Μάντσεστερ με απόλυτο πρωταγωνιστή τον Μπεστ, έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το προηγούμενο βράδυ πριν τον τελικό με την Μπενφίκα στο “Γουέμπλεϊ”, ο Μπεστ το πέρασε με μια κοπέλα που γνώρισε το ίδιο βράδυ. Στον τελικό, όντας πια στην παράταση (1-1), έκανε μια ασύλληπτη κούρσα, προσποιήθηκε στον τερματοφύλακα, τον έριξε κάτω και έσπρωξε απλώς την μπάλα στα δίχτυα.
Είχε δηλώσει γι’ αυτή τη φάση ότι μπήκε στον πειρασμό να σταματήσει την μπάλα πάνω στη γραμμή και να τη σπρώξει μέσα με το κεφάλι. Δυο γκολ ακόμα έγραψαν το τελικό 4-1 και έκαναν το όνειρο του Μπάσμπι πραγματικότητα. Είχε βάλει στόχο να φτάσει με τα τρομερά μωρά του, σε αυτό που η μοίρα είχε στερήσει τόσο βάναυσα από την ομάδα του με το αεροπορικό δυστύχημα της 6ης Φεβρουαρίου 1958. Στην κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης.
Τότε ο Μπεστ πήρε τη «Χρυσή Μπάλα». Την επόμενη χρονιά σε 55 συμμετοχές σημείωσε 22 γκολ και μαζί με τον Λο και τον Τσάρλτον έφτασαν στην κατάκτηση του 11ου τίτλου του Μπάσμπι προτού αποσυρθεί.
Η απόσυρση του Μπάσμπι κόστισε πολύ στον Μπεστ. Είχαν μια πατρική σχέση και ο σπουδαίος προπονητής τον πρόσεχε πάρα πολύ.
Την επόμενη σεζόν 1969-1970 πέτυχε 23 γκολ. Μάλιστα τα έξι μαζεμένα μάλιστα απέναντι στην Νόρθάπτον Τάουν. Στο έκτο πάλι «ξάπλωσε» τον τερματοφύλακα Κιμ Μπουκ και περπάτησε με τη μπάλα μέσα στο τέρμα. «Ήταν πολύ καλός για μένα», παραδέχθηκε ο Μπουκ.
Τη σεζόν 1970-1971 πέτυχε 22 γκολ, ενώ το 1971-1972 πέτυχε 27 τέρματα. Δεν κατάφερε όμως να σηκώσει κάποιο άλλο τρόπαιο. Τα παραπτώματά του είχαν αρχίσει να του κοστίζουν ακριβά. Τον Ιανουάριο του 1972 αποβλήθηκε στον αγώνα με την Τσέλσι και δεν εμφανίστηκε στην προπόνηση για μια ολόκληρη εβδομάδα, την οποία πέρασε με τη Μις Μεγάλη Βρετανία 1971, Καρολίν Μουρ με συνοδεία πάντα ουίσκι, σαμπάνιας, τζιν και κρασιού.
Τη σεζόν 1972-1973 είχε ανακοινώσει την απόσυρση του απ’ το ποδόσφαιρο στα 26 του, αλλά τελικά το μετάνιωσε. Εμφανίστηκε ξανά στο “Ολντ Τράφορντ”, τη στιγμή που η Γιουνάιτεντ είχε αρχίσει να παρακμάζει και αυτός δε βοήθησε καθόλου στο κλίμα.
Αντιθέτως, έφτιαξε κλίκα με τους παλιούς και δεν μίλαγαν στους νέους, λιγότερο ταλαντούχους παίκτες. Η ομάδα έπαψε να τον υπολογίζει και τον έβαλε στη λίστα παικτών προς πώληση. Ο Μπεστ εξαφανίστηκε για όλο τον Δεκέμβρη και πήγε στο Λονδίνο, όπου κάθε μέρα γυρνούσε από το ένα κλαμπ στο άλλο μεθυσμένος. Γύρισε στο Μάντσεστερ, όμως δεν βρήκε ποτέ ηρεμία.
Επανήλθε σε κανονικούς ρυθμούς προπόνησης τον Απρίλιο, όμως οι ώρες που περνούσε στα μπαρ ήταν περισσότερες από το σπίτι του ή το γήπεδο. Είχε δηλώσει ο ίδιος πως «πολλά πράγματα και κυρίως το ποτό δεν μου επέτρεπαν να είμαι σε καλή φυσική κατάσταση».
Αγωνίστηκε για τελευταία φορά με τα χρώματα της Γιουνάιτεντ κόντρα στην ΚΠΡ την Πρωτοχρονιά του 1974 στο Λόφτους Ρόουντ, όπου η Γιουνάιτεντ υπέστη ταπεινωτική ήττα με 3-0. Ο Ντόχερτι, που είχε αναλάβει προπονητής, τον έδιωξε απ’ την ομάδα, αφού εμφανίστηκε μεθυσμένος στην προπόνηση μετά από 3 μέρες.
Στο τέλος εκείνης της σεζόν όταν η Μάντσεστερ βίωνε έναν εξευτελιστικό υποβιβασμό, η αστυνομία συλλάμβανε τον Μπεστ για κλοπή της γούνας, του διαβατηρίου και του μπλοκ επιταγών της Μάρτζορι Γουάλας, που ήταν η καινούργια του «παρέα».
Φεύγοντας απ’ τη Γιουνάιτεντ το 1974 άλλαζε τις ομάδες πιο γρήγορα και από όσο άλλαζε τις γυναίκες. Έπαιξε στα πέρατα της γης, απ’ τη Νότια Αφρική στη Σκωτία κι απ’ το Μεξικό στην Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ Μέχρι το 1984, όταν και πήρε την απόφαση να αποσυρθεί σε ηλικία 37 ετών, ποτέ ξανά δεν ήταν αυτό που θαύμασε όλη η ποδοσφαιρική γη.
Η μεγάλη του συνέντευξη
Το Sport-Retro.gr βρήκε μία συνέντευξη που είχε δώσει ο Μπεστ το 2001 στο περιοδικό «Four Four Two», στην οποία απάντησε σε ερωτήσεις αναγνωστών. Ήταν τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει και ένα χρόνο πριν κάνει μεταμόσχευση ήπατος. Φυσικά η μεταμόσχευση δεν τον πτόησε από το να συνεχίσει να πίνει. Όταν δεν ήταν μεθυσμένος ήταν ειλικρινής στις συνεντεύξεις του και πολύ επικοινωνιακός.
Η συνέντευξη είναι συγκλονιστική. Απαντάει σε ερωτήσεις από το αν προτιμούσε τις ξανθιές μέχρι τη σχέση του με τον Μπόμπι Τσάρλτον και από το αν το σπίτι των ονείρων του έμοιαζε τελικά με τουαλέτα μέχρι το όνειρό του για μια ενιαία ποδοσφαιρικά Ιρλανδία και το φόβο του για το θάνατο. Και στη συνέντευξη είναι κορυφαίος. Είναι Best.
Ιδού η εκπληκτική του συνέντευξη:
-Ποιος ήταν ο πιο εθισμένος στα ποτά και τις καταχρήσεις, εσύ ο Κιθ Μουν( πασίγνωστος ντράμερ που πέθανε στα 32) ή ο Όλιβερ Ριντ(σπουδαίος Άγγλος ηθοποιός με προβλήματα αλκοολισμού που πέθανε το 1999);
Αν αναλογιστείς πως κατέληξαν οι άλλοι δύο, πρέπει να είχαν λίγο μεγαλύτερο θέμα από εμένα! Είμαι ο μοναδικός από τους τρεις που ζει ακόμα!
-Όταν στο παρελθόν ήσουν «γκομενομαγνήτης», αισθάνθηκες ποτέ κενός ή ήταν τόσο απίστευτα όμορφο όσο φαίνεται;
(Γελάει). Πίστεψε με ήταν πάντα τέλειο. Ήταν ένα από τα πράγματα με τα οποία δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Πώς να ένιωθα κενός; Θα είμαι πάντα ευγνώμων που έζησα τα 60’s και 70’s. Ήταν υπέροχα χρόνια. Η ζωή ήταν ελεύθερη και εύκολη και δεν υπήρχαν οι ασθένειες που υπάρχουν σήμερα.
Η ζωή είχε να κάνει με γυναίκες, κάποιες μπύρες, ποδόσφαιρο καλή μουσική και να είσαι «γκομενομαγνήτης». Ήταν μέρος της ζωής μου και αγάπησα κάθε λεπτό. Ποτέ δεν ήμουν απογοητευμένος από το σεξ. Είναι σαν το ποδόσφαιρο- αν είχες ένα καλό αγώνα θέλεις να συνεχίσεις και αν είχες ένα κακό ανυπομονείς για το επόμενο παιχνίδι.
-Υπάρχει κανένας που θεωρείς ότι ήταν καλύτερος παίκτης από εσένα;
Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση ανάμεσα στους φίλους της Γιουνάιτεντ ήρθα δεύτερος στην ψηφοφορία για τον κορυφαίο παίκτη της ομάδας που έπαιξε ποτέ. Πρώτος βγήκε ο Καντονά. Νομίζω ότι μίλησαν περισσότερο τα παιδιά. Αν ρωτήσεις μια παλιότερη γενιά τότε θα είχα κερδίσει. Πάντοτε αναφερόμουν στην ίδια κατηγορία με τον Κρόιφ, τον Πελέ, το Μαραντόνα και αυτό χωρίς να έχω παίξει σε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Είναι μεγάλο κοπλιμέντο ότι και αυτοί οι παίκτες με αναγνωρίζουν επίσης. Θυμάμαι το Μαραντόνα να τρελαίνεται όταν τον ρώτησαν πόσο καλός παίκτης ήμουν και φυσικά ο Πελέ που είπε ότι ήμουν ο καλύτερος παίκτης που υπήρξε ποτέ. Πάντα σκεφτόμουν ότι ήμουν ο καλύτερος παίκτης που υπήρξε ποτέ – έτσι πρέπει να το βλέπεις. Ποτέ δεν κοίταξα κάποιον άλλο παίκτη και να ένιωσα δέος.
-Γιατί προτιμάς τις ξανθιές;
Αυτό δεν είναι αλήθεια, απλώς οι ξανθιές μου φιλενάδες πάντοτε τύγχαναν μεγαλύτερης προσοχής από τα μίντια. Το γεγονός ότι ονόμασα ένα από τα κλαμπ μου «Ξανθιές» προφανώς συνετέλεσε να δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση. Είχα και αρκετές σχέσεις με μελαχρινές.
-Αισθάνεσαι ένοχος γιατί η παρακμή της Γιουνάιτεντ τη δεκαετία του 70 ξεκίνησε αφού έφυγες;
Όχι, δεν αισθάνομαι ένοχος. Άρχισε η παρακμή της γιατί πολύ απλά δεν είχαν αρκετά καλούς παίκτες και δεν μπορείς να κατηγορήσεις εμένα γι’ αυτό. Δεν αγόρασα τους παίκτες. Αντικατέστησαν εξαιρετικούς παίκτες με μέτριους, χωρίς να αρπάξουν την ευκαιρία να πάρουν εξαιρετικούς παίκτες όπως ο Άλαν Μπολ και ο Μάικ Ίνγκλαντ. Δε θεωρώ, επίσης, ότι ο Ντόχερτι ήταν ικανός προπονητής. Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά δεν είχα τους κατάλληλους παίκτες δίπλα μου.
-Ποιος είναι καλύτερος ο Γκιγκς ή ο Μπέκαμ;
Ο Γκιγκς γιατί «μιλάει» στην μπάλα. Όταν επιτίθεται ο Γκιγκς κόντρα στους αμυντικούς, με κάνει να σηκώνομαι από την καρέκλα μου. Ο Ντέιβιντ είναι ένας υπέροχος παίκτης, θα ήσουν τρελός να πιστεύεις το αντίθετο, αλλά θεωρώ ότι μπορεί να τα πάει και καλύτερα. Θα μπορούσε να σκοράρει περισσότερα γκολ, για παράδειγμα και να χρησιμοποιεί το αριστερό του πόδι περισσότερο αλλά φαντάζομαι ότι δεν το χρειάζεται.
-Ο Σερ Ματ Μπάσμπι σου άφηνε υπερβολική ελευθερία κινήσεων;
Όχι τελείως. Ήταν σαν τον Φέργκιουσον. Εάν έφευγες από τα όρια που είχε θέσει πάντοτε θα σε τιμωρούσε, αλλά πάντοτε πίσω από κλειστές πόρτες. Θυμηθείτε ότι είχα φάει πολλά πρόστιμα από αυτόν. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσε να με προσέχει συνέχεια. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό όταν έχεις 20 παίκτες.
-Τη δεκαετία του ’70 έχτισες το σπίτι των ονείρων σου στο Μπράμχολ. Ήταν μια εκπληκτική αρχιτεκτονική σύλληψη ή, όπως είπαν κάποιοι ντόπιοι, μια τεράστια τουαλέτα ανδρών;
Ήταν μια αρχιτεκτονική σύλληψη αλλά έγινε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκαν τέτοια πλακάκια τα οποία χρησιμοποιούνται κάπως τώρα, οπότε υποθέτω ότι έμοιαζε κάπως με τουαλέτα. Για εμένα πάντως ήταν ένα ωραίο σπίτι. Είναι ακόμα εκεί, έχει αλλάξει χέρια πολλές φορές ωστόσο.
-Σε «απήγαγαν» μαθητές κάποτε μαθητές τη δεκαετία του’60;
Ναι ήταν ένα «φιλανθρωπικό κόλπο». Με απήγαγαν μετά την προπόνηση, με έβαλαν σ ένα αμάξι, με κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο με έξι κορίτσια. Δε διαμαρτυρήθηκα. Ντροπή τους που με άφησαν ελεύθερο.
-Ποιον θα διάλεγες ανάμεσα στον Άντι Κόουλ, τον Σόλσκιερ, το Γιορκ και το Φαν Νιστελρόι για να παίξετε μαζί(τότε έπαιζαν και οι τέσσερις στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ);
Σίγουρα δε θα ήταν ο Άντι Κόουλ. Είναι εξαιρετικός παίκτης αλλά φαίνεται να μην απολαμβάνει αυτό που κάνει και το βλέπει μόνο σαν δουλειά. Μου αρέσει ο τρόπος που παίζει ο Ντουάιτ Γιορκ γιατί παίζει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ο Σόλσκιερ είναι περισσότερη ώρα στον πάγκο αλλά είναι εξαιρετικός όταν μπαίνει μέσα. Αν έπρεπε να διαλέξω έναν, αυτός θα ήταν ο Φαν Νιστελρόι. Πιστεύω ότι θα είχαμε ταιριάξει καλά. Θα είναι εξαιρετικός επιθετικός για τη Γιουνάιτεντ και ανυπομονώ να τον δω στο μέγιστο της απόδοσής του. Θα σκοράρει πολλά γκολ. Σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι θα το κάνει – είναι στη dream team μου.
-Ποιος είναι πιο σπουδαίος προπονητής; Ο Μπάσμπι ή ο Φέργκιουσον;
Κατ’ αρχάς είμαι ευλογημένος που έπαιξα υπό τις οδηγίες του Μπάσμπι για τόσα χρόνια. Ο Ματ Μπάσμπι δεν ήταν απλώς ένας εξαιρετικός προπονητής, αλλά και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Ο Φέργκιουσον έχει τα «κολλήματά» του αλλά κρίνω τους ανθρώπους όταν τους συναντάω και πάντοτε μου έχει φερθεί με πολύ σεβασμό.
-Πώς θα είχες αντιδράσει αν είχες σκοράρει εναντίον της Γιουνάιτεντ και την υποβίβαζες, όπως έκανε ο Ντένις Λο;
Μάλλον κατά τον ίδιο τρόπο – Θα ήμουν τρελός γι’αυτό, αλλά δε θα ήμουν στην ίδια θέση καθώς δε θα μπορούσα ποτέ να είχα παίξει για τη Μάντσεστερ Σίτι. Ξέρω ότι ήταν διαφορετικό για το Λο και ότι ήθελε να μείνει στο Μάντσεστερ όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του. Αλλά ο Ντένις είναι οπαδός της Γιουνάιτεντ στην καρδιά- υποστηρίζει την ομάδα και η κόρη του Ντιάνα, δουλεύει επίσης εκεί. Προσπαθεί να το διακωμωδεί, αλλά τον «στοιχειώνει» ακόμα αυτό το γκολ.
-Αν μπορούσες να ξεκινήσεις τα πάντα από την αρχή τι θα άλλαζες;
Ούτε ένα πράγμα, είχα μια τέλεια ζωή. Δεν ήθελα να πάω στη φυλακή, δεν ήθελα να τιμωρηθώ και να μην μπορώ να οδηγάω και δεν ήθελα να μπλεχτώ σε τσαμπουκάδες. Αλλά όλα αυτά είναι μια διαδικασία από την οποία μαθαίνεις και μέσα από την οποία πρέπει να περάσεις.
-Φοβάσαι το θάνατο;
Δεν φοβάμαι το θάνατο, αλλά δεν θέλω να πεθάνω! Δεν έχω κανένα φόβο να πεθάνω Ποτέ δεν είχα. Προετοιμάζω, μάλιστα, μια πτώση με αλεξίπτωτο σύντομα. Η σύζυγός μου η Άλεξ έχει ήδη κάνει μία, οπότε θα πάω μαζί της την επόμενη φορά.
-Γιατί κάποιες φορές είχες μούσι αλλά ποτέ μουστάκι;
Είχα μουστάκι για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά ήμουν άσχημος. Πάντα ήμουν δύσπιστος με το μουστάκι. Ή το κάνεις ολοκληρωμένο και αφήνεις μούσια ή δεν το κάνεις καθόλου. Η μοναδική μου απόπειρα για μουστάκι το’60 ήταν απαίσια. Τότε άνοιγα ένα φούρνο και με έβαλαν να φοράω και ένα καπέλο, ώστε μαζί με το μουστάκι να δείχνω φοβερός. Είδα την επόμενη μέρα τη φωτογραφία και το ξύρισα κατευθείαν.
-Ποια είναι η χειρότερη κατσάδα που σου έκανε ο Σερ Ματ Μπάσμπι;
Πρέπει να ήταν η φορά που μου είπε να νοικοκυρευτώ με ένα ωραίο κορίτσι αλλά όταν το έκανα τρελάθηκε. Αρραβωνιάστηκα με ένα κορίτσι λίγες μόνο εβδομάδες αφού την είχα γνωρίσει και θεώρησα ότι ο Μπάσμπι θα ήταν πολύ χαρούμενος που ακολούθησα τη συμβουλή του, αλλά τελικά αυτό τον έστειλε …στα κάγκελα. «Πώς είναι δυνατόν να αρραβωνιάζεσαι ενώ την έχεις γνωρίσει μόνο δύο εβδομάδες;» Σκέφτηκα «Εσύ μου είπες να το κάνω».
-Οι ποδοσφαιριστές το ’60 και το ’70 έκαναν ναρκωτικά;
Ποτέ. Δεν το είδα να συμβαίνει. Πραγματικά πέρασα μια φορά τα γενέθλιά μου στο Χάι – Άσμπερι του Σαν Φρανσίσκο και ήταν όλοι σε τέτοια διάθεση. Δεν ήταν για μένα αυτά.
-Ποιο είναι το πράγμα για το οποίο μετανιώνεις περισσότερο;
Έχασα ένα πέναλτι κόντρα στην Τσέλσι μέσα στο Ολντ Τράφορντ. Είναι το μόνο πέναλτι που θυμάμαι να έχω χάσει, οπότε εύχομαι να μπορούσα να το εκτελέσω ξανά.
-Πότε συνειδητοποίησες πρώτη φορά ότι έχεις πρόβλημα αλκοολισμού;
Μόνο τον προηγούμενο χρόνο. Ήξερα ότι είχα πρόβλημα, αλλά υπάρχει διαφορά μεταξύ του να το γνωρίζεις και να το παραδέχεσαι και εγώ δε θα το παραδεχόμουν ποτέ. Τελικά, το συνειδητοποίησα πέρυσι όταν έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο και με μάζεψαν από το πάτωμα. Τώρα κάθε τρεις μήνες, έχω ένα κοκτέιλ ναρκωτικών στο στομάχι μου που με σταματάει από το να πίνω, οπότε ακόμα και να το ήθελα δε θα μπορούσα. Γίνεται ευκολότερο όσο περνάει ο καιρός.
-Ποιος ήταν ο καλύτερος αμυντικός που έπαιξες αντίπαλος;
Ήταν δύο. Ο Πολ Ρίνει από τη Λιντς και ο Σαντσίς από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ήταν και οι δύο γρήγοροι και τους άρεσε να μένουν κολλημένοι πάνω σου.
-Τσακώθηκες ποτέ με κάποιον συμπαίκτη σου;
Όχι ποτέ και ήμουν μάλιστα ένας από τους λίγους που δεν το έκαναν. Είχαμε κάποιες δυνατές μονομαχίες στη Γιουνάιτεντ με τον Πάντι Κρέραρντ και το Νόμπυ Στάιλς. Μπορεί να έχεις μια κόντρα στο γήπεδο, αλλά μετά θα είστε πάλι φίλοι. Δίνετε τα χέρια και προχωράτε- αυτός είναι ο τρόπος για τους άνδρες να διαχειρίζονται τα πράγματα.
-Ποιο ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι;
Είναι πολλά. Το πιο σημαντικό είναι το νικηφόρο του 1968, όταν πήραμε το Πρωταθλητριών, αλλά η καλύτερη προσωπική μου εμφάνιση ήταν για τη Βόρεια Ιρλανδία εναντίον στη Σκωτία το ’60. Περίμεναν ότι θα διασυρθούμε καθώς οι Σκοτσέζοι είχαν κάποιους εξαιρετικούς παίκτες, αλλά κερδίσαμε 1-0. Ό,τι προσπαθούσα μου «έβγαινε» και θα είχα βάλει τέσσερα γκολ αλλά ο αντίπαλος τερματοφύλακας έκανε τέλειο παιχνίδι. Ακόμα μιλάνε γι’αυτό το παιχνίδι. Για τη Γιουνάιτεντ, θα έλεγα αυτό ενάντια στην Μπενφίκα το1966. Σκόραρα δύο φορές σε 12 λεπτά και είχα ένα εκπληκτικό βράδυ.
-Γιατί δεν τα πήγαινες καλά με τον Μπόμπι Τσάρλτον;
Αυτό είναι μύθος. Τα πηγαίνουμε αρκετά καλά τώρα, το θέμα ήταν ότι ήμασταν πολύ διαφορετικοί όταν ήμασταν νεότεροι. Δεν πολυταιριάζαμε. Ήμουν εργένης και αυτός παντρεμένος με οικογένεια. Δεν υπήρχε κάποιο περιστατικό μεταξύ μας. Κάποιες φορές αισθανόμουν ότι ήταν πιο απόμακρος, αλλά όλοι έτσι ήταν. Ποτέ δεν είχαμε κόντρα, απλώς δεν είχαμε πολλά κοινά σημεία.
-Θα τα έβρισκες ποτέ με τον Τόμι Ντόχερτι;
Ποτέ σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Είναι πολύ ανειλικρινής άντρας. Θα ήθελα να του δώσω ένα ορό αλήθειας και να πει τους λόγους που άφησα τη Γιουνάιτεντ. Ακόμα λέει ότι κοιμήθηκα με ένα κορίτσι πριν από ένα αγώνα. Ακόμα το πιστεύει. Αλλά πραγματικά δε μου αρέσουν τα ψέματα. Θα έπρεπε να έχει το θάρρος να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Αλλά ποτέ δεν θα το κάνει.
-Ποια είναι η ιστορία πίσω από την πρόταση του Μπίλι Μπίνγκαμ να παίξεις στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982;
Ήμουν σε καλή φυσική κατάσταση εκείνο το διάστημα, παίζοντας κάθε εβδομάδα για μια αμερικανική ομάδα, παίζοντας επίσης ρακέτες τρεις ώρες καθημερινά. Το πρόβλημα ήταν ότι η αμερικανική μου ομάδα ήταν πραγματικά κακή και ο Μπίλι Μπίνγκαμ ήρθε να με δει σε ένα παιχνίδι προετοιμασίας και διασυρθήκαμε.
Ήταν υπό πίεση να με καλέσει και υποθέτω ότι μπορούσε να δικαιολογήσει το να με αφήσει απέξω αφού αυτό που είδε δεν ήταν και πολύ εντυπωσιακό. Δεν θα περίμενα να παίζω κάθε παιχνίδι, αλλά ευχόμουν να με είχε πάρει ως μέλος της αποστολής και να με έβαζε 15 λεπτά, ώστε να είχα παίξει σε ένα Μουντιάλ.
-Πιστεύεις θα μπορούσε να υπάρξει μια ενιαία ιρλανδική εθνική ομάδα;
Πιστεύω θα έπρεπε να υπάρχει. Και οι δύο είναι μικρές χώρες και η μοναδική πιθανότητα να κάνουν κάτι αξιόλογο είναι να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Το γεγονός ότι και οι δύο έχουν προκριθεί στα τελικά του Μουντιάλ τα τελευταία χρόνια τις έχει κρατήσει πίσω στο πλάνο να δημιουργήσουν μια Ιρλανδική εθνική ομάδα. Το κάνουν στο ράγκμπι και σε άλλα αθλήματα, οπότε γιατί όχι και στο ποδόσφαιρο; Επίσης, αν αυτό βοηθήσει να λυθούν και άλλα προβλήματα τότε η ιδέα θα έπρεπε να προωθηθεί. Θα βοηθούσε να υπάρξει ένα αίσθημα ομοψυχίας.
-Μετανιώνεις που έπαιξες τόσο λίγα παιχνίδια για τη Βόρεια Ιρλανδία;
Αυτό οφείλεται στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πιο πολύ. Τα παιχνίδια της Βορείου Ιρλανδίας έπεφταν πάνω σε αυτά της Γιουνάιτεντ. Αν το καλοσκεφτείτε, έκανα το ντεμπούτο μου μαζί με τον Πατ Τζέννινγκς, ο οποίος έκανε πάνω από 100 εμφανίσεις και εγώ κόλλησα στις 30 και κάτι. Οπότε, ναι μετανιώνω που δεν έπαιξα πιο πολύ γι’ αυτή.
-Εύχεσαι να είχες γεννηθεί Άγγλος;
(γελάει) Όχι, φυσικά όχι. Θα μου άρεσε να έχω παίξει σε ένα Μουντιάλ, αλλά μόνο για τη Βόρειο Ιρλανδία ή ακόμα για την ομάδα της Μεγάλης Βρετανίας.
-Τα αδέρφια Νέβιλ είναι «σκουπίδια». Παρακαλώ σχολίασε…
Δεν θα έλεγα ότι είναι «σκουπίδια» αλλά σίγουρα δεν είναι οι αγαπημένοι μου παίκτες. Πρέπει να βλέπει κάτι ο Φέργκιουσον και ο προπονητής της Εθνικής για να τους επιλέγουν. Αλλά σίγουρα έχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης.
-Εάν μπορούσες να ζητήσεις μια συγγνώμη, σε ποιον θα την έλεγες;
Στον τερματοφύλακα της Νορθάμπτον, τον Κιμ Μπουκ, στον οποίο είχα βάλει έξι γκολ το ’60. Τον συνάντησα πρόσφατα και μου είπε ότι ακόμα βλέπει «εφιάλτες» γι’αυτό το παιχνίδι. Οπότε, Κιμ σου ζητάω συγγνώμη.
***
Αυτός ήταν ο Τζορτζ Μπεστ, με τα καλά του και τα κακά του. Με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του. Πήρε τη “Χρυσή Μπάλα” στα 22 του χρόνια και μέχρι τα 26 είχε κατ’ ουσίαν σταματήσει την μπάλα.
Έζησε την απόλυτη καταξίωση και την απόλυτη παρακμή τόσο γρήγορα, όσο γρήγορος ήταν και στον αγωνιστικό χώρο. Ό,τι έκανε, το έκανε στο υπέρτατο σημείο. Τόσο τις καταχρήσεις του, όσο και τα μαγικά του στον αγωνιστικό χώρο. Γι’αυτό κάποτε ειπώθηκε το ακόλουθο:
Maradonna good, Pele better, George Best!”
*** Για περισσότερες σπορ ιστορίες LIKE στη σελίδα O Sivas στο Facebook και FOLLOW στο Instagram ***