Τον έλεγαν Άλφρεντ Φλάτοφ και παρά τα μετάλλια που χάρισε στη Γερμανία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα, πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης λόγω της εβραϊκής του καταγωγής…
Με αφορμή τη συμπλήρωση 72 ετών από τον τραγικό του θάνατο, το Sport-Retro.gr καταγράφει τη ζωή και τη σπουδαία αθλητική καριέρα ενός εκ των πρώτων Ολυμπιονικών στη γυμναστική.
Από το Γκντανσκ στη δόξα
O Άλφρεντ Φλάτοφ γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1869 στο Γκντανσκ, ένα λιμάνι της Βόρειας Ευρώπης που προσαρτήθηκε οριστικά στην Πολωνία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τότε αποτελούσε ακόμη κομμάτι της γερμανικής επικράτειας.
Η πόλη έχει μεγάλη ιστορία καθώς από εκεί άρχισαν οι μεγάλοι αγώνες ενάντια στο καθεστώς Γιαρουζέλσκι και το τοπικό κομουνιστικό κόμμα, με την ίδρυση του συνδικάτου “Αλληλεγγύη” και την απαρχή των δράσεων του Λεχ Βαλέσα.
Περίπου έναν αιώνα, όμως, πριν από τα παραπάνω, το Γκντανσκ μπορεί να περηφανεύεται για το γεγονός ότι “έβγαλε” έναν από τους πρώτους Ολυμπιονίκες της γυμναστικής.
Ο Άλφρεντ Φλάτοφ, όπως και ο ξάδελφός του Γκούσταβ, ήταν 2 από τα 10 μέλη της γερμανικής αποστολής κατά τους πρώτους Σύγχρονους Αγώνες το 1896 στην Αθήνα.
Στα 26 του χρόνια κατέκτησε 3 χρυσά μετάλλια (σε ατομικό-ομαδικό στο δίζυγο και στο ομαδικό του μονόζυγου) και 1 αργυρό (στο ατομικό του μονόζυγου), με συνέπεια να αποτελεί έναν από τους κορυφαίους Ολυμπιονίκες.
Παράλληλα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, ο Άλφρεντ Φλάτοφ συμμετείχε ακόμα στο αγώνισμα των κρίκων, του πλάγιου ίππου, καθώς και του άλματος σε πλάγιο ίππο.
Δυστυχώς τα μετάλλια και η τιμή που έδωσε στη χώρα του δεν ήταν αρκετά για να τον σώσουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ναζιστικού καθεστώτος μερικά χρόνια αργότερα.
Αποκλεισμός παρά τις διακρίσεις
Μέλος του γυμναστικού σωματείου στο Γκντανσκ από την ηλικία των 8 ετών, στα 18 του ταξιδεύει στο Βερολίνο όπου διαπρέπει στο Εθνικό Πρωτάθλημα γυμναστικής.
Με τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη στο εσωτερικό της χώρας, η φήμη μεγαλώνει και παρά τη ρητή απαγόρευση της ομοσπονδίας για συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, λόγω διεθνισμού, ο Φλάτοφ, ο ξάδερφος Γκούσταβ και άλλοι 9 συναθλητές του κατηφορίζουν στην Αθήνα.
Οι διακρίσεις της γερμανικής ομάδας ώθησαν τον εντυπωσιασμένο βασιλιά Γεώργιο Α’ να προσκαλέσει σε επίσημο δείπνο τα μέλη της, προτού αυτά πάρουν τον πικρό δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα τους.
Πράγματι, η ομοσπονδία τιμώρησε με διετή αποκλεισμό από κάθε δραστηριότητα την πλειοψηφία των αθλητών που αγνόησε την επιθυμία της περί μη συμμετοχής στους Αγώνες.
Εντούτοις, ο Φλάτοφ συμμετείχε στο Φεστιβάλ Γυμναστικής του 1898 στο Αμβούργο, όπου διακρίθηκε με τη νίκη του και στα 6 αγωνίσματα, πήρε… συγχωροχάρτι και ταξίδεψε στο Παρίσι για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900, χωρίς ωστόσο να κατακτήσει μετάλλιο.
Μετά την απόσυρσή του από τη δράση, ο σπουδαίος αθλητής ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων σχετικά με τα αγωνίσματα της γυμναστικής και συνέχισε να απασχολείται ως καθηγητής φυσικής αγωγής, όπως έκανε από το 1890.
Στην Ολλανδία με τον Γκούσταβ
Το 1903 συμμετείχε ενεργά στην ίδρυση του Εβραϊκού Γυμναστικού Συλλόγου, ενός από τους πιο ιστορικούς πρωτοποριακούς αθλητικούς οργανισμούς στην Ευρώπη.
Την άνοιξη του 1933, όμως, με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ στην κυβέρνηση και τον αντισημιτισμό να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα, αναγκάστηκε μετά από πιέσεις που του ασκήθηκαν να αποχωρήσει από τον σύλλογο, έπειτα από 46 ολόκληρα χρόνια.
Ωστόσο, παρά τις αυξανόμενες διώξεις κατά του εβραϊκού πληθυσμού, παρέμεινε ενεργός στα δρώμενα του αγαπημένου του αθλήματος και δεν αποχώρησε από το Βερολίνο.
Κατά τη διάρκεια των Αγώνων στη γερμανική πρωτεύουσα, μάλιστα, το 1936, βραβεύθηκε για την προσφορά του μαζί με όλους τους μέχρι τότε Γερμανούς Ολυμπιονίκες και αμέσως μετά αποβλήθηκε διά παντός από το ναζιστικό καθεστώς.
Ο ξάδερφός του, ο Γκούσταβ Φλάτοφ, αφού αποσύρθηκε από τη δράση το 1904, ασχολήθηκε με άλλες δραστηριότητες κατά τη δεκαετία του 1920, όπως η ποδηλασία και ο εβραϊκός σύλλογος πυγμαχίας “Maccabi Boxklubs”, όπου άρχισε την καριέρα του και ο γιος του.
Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει στη χώρα για τους Εβραίους, το 1933 μετανάστευσε στο Ρότερνταμ και άρχισε να ειδικεύεται στο εμπόριο υφασμάτων, ενώ το 1938 τον ακολούθησε και ο Άλφρεντ.
Η εισβολή των Ναζί στις Κάτω Χώρες τον Μάιο του 1940 σήμαινε πλέον πως ούτε εκεί ήταν ασφαλή τα 2 ξαδέρφια που είχαν δοξάσει τη Γερμανία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.
Ήταν Εβραίοι…
Ο Άλφρεντ και ο Γκούσταβ διέφευγαν για 2 χρόνια, εν τέλει όμως συνελήφθησαν, με μία εκδοχή να λέει ότι τους κατέδωσε ο Κρίστιαν Μπους, ανώτατο στέλεχος της γυμναστικής ομοσπονδίας εκείνη την εποχή.
Οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερεζίν στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία, όπου στις 28 Δεκεμβρίου του 1942, ο 73χρονος πια Άλφρεντ άφησε την τελευταία του πνοή από ανεπανόρθωτες βλάβες που του προκάλεσε η ασιτία.
Mαρτυρίες ανέφεραν ότι ο πάλαι ποτέ ένδοξος αθλητής της γυμναστικής και Ολυμπιονίκης της Αθήνας το 1896 στο τέλος της ζωής του ζύγιζε μόλις 20 κιλά…
Πιο άτυχος αποδείχθηκε ο Γκούσταβ, ο οποίος πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1945, λίγο πριν από την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τους Συμμάχους.
***
Χρειάστηκε να περάσει σημαντικό χρονικό διάστημα, προτού η γερμανική ομοσπονδία γυμναστικής θυμηθεί τους πρώτους της Εβραίους Ολυμπιονίκες, αλλά τελικά τα ονόματά τους αποκαταστάθηκαν και τιμήθηκαν.
Από το 1987 απονέμεται το “Μετάλλιο Φλάτοφ” που αφορά άριστες επιδόσεις, ενώ 6 χρόνια νωρίτερα ο Άλφρεντ και ο Γκούσταβ είχαν εισαχθεί Διεθνές Αθλητικό Εβραϊκό Hall of Fame.
Το 1996 η Deutsche Post AG εξέδωσε σειρά 4 γραμματοσήμων για την 100ή επέτειο των Ολυμπιακών Αγώνων και ένα εξ’ αυτών απεικονίζει τα 2 ξαδέρφια.
Το 1997 η πόλη του Βερολίνου τους τίμησε με τη μετονομασία της οδού Reichssportfeldstraße (σ.σ. βρίσκεται κοντά στο Ολυμπιακό Στάδιο) σε Flatowallee, ενώ το όνομα Φλάτοφ δόθηκε σε αθλητική αίθουσα της περιοχής Κρόιτσμπεργκ.
Τέλος, στις 13 Σεπτεμβρίου του 2012 τοποθετήθηκαν τιμητικές πλάκες στο σπίτι που διέμενε ο Άλφρεντ με την οικογένειά του, στην οδό Landshuter Straße 33 στο Σένεμπεργκ της γερμανικής πρωτεύουσας.
Διαβάστε ακόμη:
Το πιο λαμπρό αστέρι των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων δεν ήταν ο Σπύρος Λούης…
Μπερντ Ροζεμάγερ: Απαρνήθηκε τη ναζιστική στολή, σκοτώθηκε για το Παγκόσμιο ρεκόρ