Ο Αντώνης Φώτσης έκανε ντεμπούτο και ο Κόμπι Μπράιαντ τον έβλεπε…

Ήταν ο πρώτος Έλληνας που έπαιξε στο ΝΒΑ και ο πρώτος που σκόραρε στο ίδιο παιχνίδι.

Μεσολάβησαν 17 χρόνια από τη 10η Νοεμβρίου του 2001, την ημέρα που ο ατρόμητος Αντώνης Φώτσης μπήκε στον αγώνα με τους «άρχοντες των δαχτυλιδιών» Λέικερς στος Λος Άντζελες, και το Sport-Retro.gr πατάει στο παρκέ του «Staples Center» ξαναζώντας όλη τη συμμετοχή του.

Όσα έκανε στην πρεμιέρα του ο Έλληνας «Μπάτμαν», τη ώρα που ο Κόμπι Μπράιαντ τον χάζευε από τον πάγκο και η πορεία της πιο ξεχωριστής σεζόν της καριέρας του.

***

Από το Βανκούβερ της δυτικής ακτής του Καναδά στο Μέμφις της ενδοχώρας των ΗΠΑ (Τενεσί). Μια απόσταση 3.941 χλμ. που «διένυσαν» μέσα σ’ ένα καλοκαίρι οι Γκρίζλις βρίσκοντας νέα μπασκετική στέγη. Ήταν το καλοκαίρι του 2001, όταν ο τότε ιδιοκτήτης Μαρκ Χέισλι, έχοντας προχωρήσει όλες τις διαδικασίες και λάβει την έγκριση της λίγκας, είχε μεταφέρει την ομάδα στη καινούργια βάση της.

Για έξι σεζόν το Βανκούβερ φιλοξενούσε τον οργανισμό, ουδέποτε όμως δέθηκε μαζί του ή τον αγκάλιασε σφιχτά, με συνέπεια την εξεύρεση καταλληλότερων συνθηκών. Το Μέμφις καλοδέχθηκε τις «αρκούδες» και η ιστορία άρχισε να γράφεται από την αρχή.

Διότι το ίδιο καλοκαίρι οι Γκρίζλις φρόντισαν με τις συμφωνίες που είχαν κλείσει να διαθέτουν προνομιούχες επιλογές στο γεμάτο ταλέντο ντραφτ του ’01 και τη δυνατότητα, με σωστές κινήσεις, να γεμίσουν με ποιοτικούς νέους και φρεσκάδα το ρόστερ τους. Μπίνγκο!

Η αρχή έγινε με τον Ισπανό Πάου Γκασόλ (που ήρθε μέσω Χοκς για τον Αμπντούλ-Ραχίμ και το Νο27), καθώς Γουίζαρντς και Κλίπερς τον προσπέρασαν προτιμώντας τον Κουάμε Μπράουν και τον Τάισον Τσάντλερ αντίστοιχα, κατόπιν διάλεξαν τον Σέιν Μπατίε (απόφοιτο του Ντιουκ), ενώ πιο κάτω (Νο33) βρήκαν τον Γουίλ Σόλομον.

Η τέταρτη στη σειρά επιλογή τους ήταν στο Νο48. Τότε που από τον κομισάριο Ντέιβιντ Στερν ακούστηκε το όνομα του Αντώνη Φώτση. Δεν ήταν ο πρώτος Έλληνας που επιλεγόταν στο ντραφτ, λίγους μήνες αργότερα ωστόσο ήταν ο πρώτος που έπαιζε σε επίσημο αγώνα του ΝΒΑ.

«Σκεφτήκαμε πως είναι η ώρα για μια αλλαγή», δήλωσε ο τότε τζένεραλ μάνατζερ των «αρκούδων», Μπίλι Νάιτ.

 

Δεν φοβήθηκε ποτέ. Ούτε τότε

Στα 20 του ο γιος του παλαίμαχου καλαθοσφαιριστή Βαγγέλη Φώτση είχε άγνοια κινδύνου. Στοιχείο που τον συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.

Γι’ αυτό και, μολονότι η συμφωνία που πήρε από τους Γκρίζλις δεν ήταν η εγγυημένη τριετής, αλλά μονάχα τα 332.817 δολάρια της πρώτης και μια οψιόν ανανέωσης για άλλη μία σεζόν, δεν δίστασε να την αποδεχθεί. Θα ζούσε το όνειρό του, το ήθελε πολύ.

Με περίσσια πίστη στις δυνατότητές του και τα σωματικά προσόντα ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός πρωταθλήματος με αθλητικές απαιτήσεις, ο Φώτσης εντάχθηκε στους Γκρίζλις (που πλήρωσαν 300 χιλιάδες στον Παναθηναϊκό ως αποζημίωση) και με προπονητή τον Σίντνι Λόου δοκίμασε τις αντοχές του στο κορυφαίο επίπεδο.

 

Η πρώτη βουτιά σε κρύα νερά

Οι «αρκούδες» είχαν δώσει τα πρώτα πέντε παιχνίδια στην κανονική περίοδο και στην έδρα των Λος Άντζελες Λέικερς έδιναν το έκτο. Μέχρι τότε ο Έλληνας άσος δεν είχε αγωνιστεί. Ήταν η 10η Νοεμβρίου (για την Ελλάδα είχε αλλάξει η ημέρα) όταν ήρθε η σειρά του. Ο 20χρονος φόργουορντ έλαβε εντολή να μπει στο παρκέ και να παίξει απέναντι στους πρωταθλητές «λιμνάνθρωπους».

Την παρέα του Κόμπι Μπράιαντ, του Σακίλ Ο’Νιλ, του Μιτς Ρίτσμοντ, του Ρόμπερτ Χόρι, του Ρικ Φοξ και φυσικά του κόουτς Φιλ Τζάκσον. Ένας κι ένας όλοι τους. Ιδανικότερο συναπάντημα δεν θα ήταν δυνατόν να έχει κατά νου ο Έλληνας πιτσιρικάς.

Ο οποίος στο 110-86 των Λέικερς έπαιξε συνολικά 12 λεπτά και ήταν ο μόνος των 11 παικτών των Γκρίζλις που είχε θετική επίδραση (+3) στο ματς, όταν βέβαια, για να μην λέμε ψέματα, όλα είχαν κριθεί.

Ο Φώτσης μπήκε για πρώτη φορά με την έναρξη της τέταρτης περιόδου και δεν πέρασαν 90” προτού δοκιμάσει να σκοράρει. Ήταν τρίποντο και βρήκε σίδερο.

Έχασε και το δεύτερο, όπως κι ένα δίποντο ακολούθως. Δεν πτοήθηκε, είχε πάρει ενδιάμεσα ένα ριμπάουντ. Με «κρύο αίμα» να κυλάει στις φλέβες του, συνέχισε να σημαδεύει το στόχο.

Στα 7’21” πριν από τη λήξη του αγώνα πέτυχε διάνα, διαμορφώνοντας το 96-66. Τελείωσε συνολικά επτά επιθέσεις (2/4 δίποντα, 0/3 τρίποντα) της ομάδας του στην τελευταία περίοδο σκοράροντας 4 πόντους και μέτρησε ακόμη 2 ριμπάουντ και 1 κλέψιμο.

Όχι κι άσχημα, αν σκεφτεί κανείς πως ο Μπατίε είχε 0/9 σουτ και μόλις 2 πόντους – ο Γκασόλ είχε 12 (6/13) με 12 ριμπάουντ.

«Ήταν σαν να ζούσα σ’ ένα όνειρο», έλεγε μετά το τέλος του αγώνα ο Φώτσης, εκφράζοντας τα συναισθήματα του με απλές λέξεις. «Ήταν πολύ όμορφα, ήξερα πως κάπως έτσι θα είναι», συμπλήρωνε. Πανευτυχής προφανώς, παρόλο που δεν συνεβρέθη απέναντι σε Μπράιαντ και Ο’Νιλ που ξεκουράζονταν στην τελευταία περίοδο.

Τι έκανε μετά

Ο Έλληνας φόργουορντ έπαιξε μόλις ένα χρόνο στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου, αφού το συμβόλαιό του δεν ανανεώθηκε. Ήταν κοινή επιθυμία των δύο πλευρών, δεδομένης της εξέλιξης που είχε η σεζόν. Οι Αμερικανοί αναλυτές τού καταλόγισαν έλλειψη καρδιάς και υπομονής.

Ο Αντώνης Φώτσης με αριθμούς

«Δεν θέλει να δουλέψει πολύ», έγραφαν όταν έφυγε αφήνοντας να εννοηθεί πως δεν το ήθελε πολύ. Ότι απογοητεύτηκε γρήγορα και εγκατέλειψε την προσπάθεια ένταξης σ’ ένα ούτως ή άλλως σκληρό και ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Συνολικά εμφανίστηκε σε 28 παιχνίδια της κανονικής περιόδου (6 νίκες, 22 ήττες), σ’ ένα ως βασικός, αφού ούτως ή άλλως οι Γκρίζλις ήταν η ομάδα με το δεύτερο χειρότερο ρεκόρ στη δυτική περιφέρεια (23-59), τρίτο χειρότερο στο ΝΒΑ, πάνω μονάχα από τους σήμερα κραταιούς Γουόριορς (21-61) και τους Μπουλς (21-61).

Είχαν φτιάξει πάντως δύο σταρ, αφού Γκασόλ και Μπατί ψηφίστηκαν μέλη της καλύτερη ρούκι πεντάδας στο φινάλε της σεζόν, παρέα με Τόνι Πάρκερ, Αντρέι Κιριλένκο και Τζέισον Ρίτσαρντσον.

Η καλύτερη βραδιά του Φώτση καταγράφηκε στη στατιστική ως η 19η Ιανουαρίου 2002. Οι Γκρίζλις ηττήθηκαν 119-103 από τους Ορλάντο Μάτζικ του Τρέισι Μακ Γκρέιντι, αλλά ο Έλληνας άσος, μπαίνοντας λίγο μετά τα μέσα της δεύτερης περιόδου (στο -32), είχε 21 πόντους και 7 ριμπάουντ σε 28 λεπτά (με 7/11 δίποντα, 1/3 τρίποντα, 4/4 βολές).

Διψήφιος ήταν επίσης απέναντι στους Νιου Τζέρσεϊ Νετς του Τζέισον Κιντ έχοντας 11 πόντους με 5/8 σουτ και 9 ριμπάουντ με 2 κλεψίματα σε 14 λεπτά.  Παρά πάντως τις σποραδικές εκλάμψεις, δεν κατάφερε να στεριώσει και να δικαιώσει όσους πίστευαν ότι ήταν (γιατί ήταν) φτιαγμένος για το ΝΒΑ.

Το Μέμφις δεν αποδείχθηκε η… Γκόθαμ Σίτι του δικού μας «Μπάτμαν».

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!