Κροατία 1996-1998: Από τον πόλεμο, στις καρδιές όλων των φιλάθλων

Η Εθνική Ελλάδας υποδέχεται την αντίστοιχη της Κροατίας, αναζητώντας το θαύμα για την πρόκριση. Θαύμα που έψαχνε εξ αρχής, αφού απέναντί της είχε ένα από τα καλύτερα ρόστερ στην Ιστορία του αντιπάλου, ένα ρόστερ που συγκρίνεται μόνο με εκείνο που έφτασε μία ανάσα από την κορυφή του κόσμου, τη δεκαετία του ’90.

Τώρα είναι ο Λούκα Μόντριτς, ο Μάριο Μάντζουκιτς, ο Ίβαν Πέρισιτς, τότε ήταν μία πλειάδα ποδοσφαιριστών που, προεξάρχοντος του νυν προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της χώρας και του νυν αναπληρωτή γενικού γραμματέα της FIFA, έγινε η “αγαπημένη ομάδα των ουδέτερων”, στο Euro 1996 και -κυρίως- στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1998.

Το Sport-Retro.gr θυμάται αυτήν την υπέροχη ομάδα του Νταβόρ Σούκερ, του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν και των άλλων αστέρων, που είτε πήραν μεταγραφή στην Ελλάδα είτε εν τέλει όχι, μάγεψαν και το ελληνικό φίλαθλο κοινό με τα κατορθώματά τους.

 

Ο Τίτο τους κρατούσε ενωμένους

Όταν προσφέρεις μία ανθοδέσμη στην Κροατία, τα λουλούδια πρέπει να είναι σε μονό αριθμό, διαφορετικά θεωρείται κακοτυχία. Μην δώσεις ποτέ χρυσάνθεμα, όμως, διότι συμβολίζουν τον θάνατο. Στις αρχές του ’90, η Γιουγκοσλαβία φαίνεται πως είχε γεμίσει χρυσάνθεμα, αφού τουλάχιστον 20.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 500.000 αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες εν μια νυκτί.

Ήταν το αποτέλεσμα μιας εθνικιστικής έντασης που κόχλαζε για χρόνια, από τη δημιουργία κιόλας του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1929, η χώρα μετονομάστηκε σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε Δημοκρατική Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία, όπου δέσποζε μία μορφή, εκείνη του Γιόσιπ Μπροζ ή αλλιώς στρατηγού Τίτο.

Ο ηγέτης της κομμουνιστικής αντίστασης στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και 1ος πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας κατάφερε, με πυγμή αλλά και συχνά δικτατορικές πρακτικές, να κρατήσει ενωμένη μία γεωγραφική περιοχή που μύριζε “μπαρούτι” για δεκαετίες. Αν και Κροάτης, κατέστειλε κάθε προσπάθεια των συμπατριωτών του για ανεξαρτησία, μέχρι το 1980 και τον θάνατό του.

 

Το ποδοσφαιρικό ντέρμπι που άρχισε τον πόλεμο

Τη δεκαετία του ’80 σμιλεύτηκαν όλα τα πάθη και όλα τα μίση μεταξύ Σέρβων, Κροατών, Βόσνιων, Σλοβένων, Σκοπιανών και Μαυροβουνίων. Η έκρηξη, έστω και σε ανεπίσημο επίπεδο, προσδιορίζεται από πολλούς ιστορικούς σε ένα ποδοσφαιρικό γεγονός, το ντέρμπι της Ντίναμο Ζάγκρεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα της 13ης Μαΐου 1990, λίγες ημέρες μετά από μία εκλογική διαδικασία στην Κροατία που ουσιαστικά μεταφραζόταν σε πρώτο βήμα απόσχισης.

Η Δημοκρατική Ένωση Κροατίας, το εθνικιστικό κόμμα της περιοχής, κέρδισε τις εκλογές και πλέον απέκτησε το υπόβαθρο ώστε να εξαπλώσει τις ιδέες του περί ελεύθερης Κροατίας. Με τους Γιουγκοσλάβους να αποτελούν αναντίρρητα ένα έθνος που λατρεύει να χρησιμοποιεί αθλητικούς χώρους ως τόπο διαμαρτυρίας, εκείνο το ντέρμπι πρωταθλήματος στο “Μάκσιμιρ” αποτέλεσε το απαύγασμα της ιδεολογικής τοποθέτησης κάθε πλευράς.

Από τη μία, οι Κροάτες και δη οι οργανωμένοι της Ντινάμο, “Bad Blue Boys”, από την άλλη, οι Σέρβοι και δη οι οργανωμένοι του Αστέρα, “Delije”. Αμφότερες οι παρατάξεις με αρκετά ισχυρό το στρατιωτικό στοιχείο και μάλιστα οι περίπου 1.500 Σέρβοι είχαν μαζί τους και το πρωτοπαλίκαρο των “Delije” και εκ των πλέον καταζητούμενων εγκληματιών (λόγω ληστειών και αποδράσεων κυρίως μέχρι τότε) στη λίστα της Interpol, τον Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, μετέπειτα εγκληματία πολέμου, γνωστού και ως Άρκαν.

Συγκρούσεις άρχισαν να σημειώνονται πριν από τη σέντρα, στους δρόμους της πόλης, ωστόσο η κλιμάκωση που επήλθε στις κερκίδες ήταν αδιανόητη. Μετά από πρόκληση των “Bad Blue Boys”, μέλη των “Delije” άρχισαν να καταστρέφουν διαφημιστικές πινακίδες και φράχτες, στην προσπάθειά τους να βγουν από τον χώρο των φιλοξενουμένων και να πλησιάσουν τους αντιπάλους τους.

 

Η κλοτσιά του Μπόμπαν σε αστυνομικό

Οι Κροάτες επίσης αποπειράθηκαν να πλησιάσουν και σύντομα οι αστυνομικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν για να συγκρατήσουν τα πλήθη. Όταν κατέφθασαν ενισχύσεις με κανόνια νερού, το παιχνίδι εξελίχθηκε σε γενική σύρραξη.

Μάλιστα, μία εικόνα που έκανε τον γύρο του κόσμου ήταν ενός από τους πιο φερέλπιδες ποδοσφαιριστές της Γιουγκοσλαβίας, του Κροάτη Μπόμπαν, να επιτίθεται και να κλοτσάει έναν αστυνομικό, όταν τον είδε να ετοιμάζεται να χτυπήσει έναν συμπατριώτη φίλαθλο.

Ο Μπόμπαν τιμωρήθηκε με εξάμηνο αποκλεισμό από το ποδόσφαιρο, όμως ταυτόχρονα έγινε ήρωας μιας χώρας. “Βρέθηκα εδώ, ένα δημόσιο πρόσωπο έτοιμο να ρισκάρει τη ζωή του, την καριέρα του και όλα όσα μπορεί να φέρει η φήμη, όλα λόγω μιας ιδέας, ενός σκοπού, του κροατικού σκοπού”, δήλωσε μετά από το περιστατικό, ο τότε playmaker της Ντινάμο Ζάγκρεμπ.

 

Η “γέννηση” της εθνικής Κροατίας μέσω… ΗΠΑ

Οι αρμόδιες αθλητικές αρχές της χώρας δεν αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και όρισαν στο ίδιο γήπεδο, στις 3 Ιουνίου, ένα φιλικό παιχνίδι μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ολλανδίας. Μπορεί να μην σημειώθηκαν νέα βίαια επεισόδια, όμως η νίκη των “οράνιε” με 2-0 συνδυάστηκε με επευφημίες από το -κατά βάση- κροατικό κοινό στις κερκίδες.

Λίγους μήνες αργότερα, οι φίλαθλοι της Χάιντουκ προκάλεσαν την αναβολή αγώνα προγραμματισμένου για τις 26 Σεπτεμβρίου, γιατί έσκισαν και κατέβασαν τη σημαία της Γιουγκοσλαβίας που βρισκόταν στο γήπεδό τους.

Το τελειωτικό χτύπημα σε ποδοσφαιρικό επίπεδο ήρθε στις 17 Οκτωβρίου 1990. Ο Κροάτης επιχειρηματίας Γιούρε Κλάριτς έπεισε την εθνική ΗΠΑ, που πραγματοποιούσε περιοδεία στην Ευρώπη, να κάνει μία παράκαμψη στο Ζάγκρεμπ για φιλικό αγώνα.

Μία άτυπη εθνική Κροατίας συγκεντρώθηκε στον αγωνιστικό χώρο του “Μάκσιμιρ”, την ώρα που 30.000 φίλαθλοι βρίσκονταν στις εξέδρες για την αποθέωση. Οι Κροάτες νίκησαν με 2-1, πανηγυρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη “γέννηση” της δικής τους εθνικής ομάδας.

Σημαντική σημείωση; Από την κροατική ομάδα έλειπαν αρκετοί παίκτες που θα μπορούσαν να αγωνιστούν σε εκείνο το φιλικό.

Τον ίδιο καιρό, η εθνική Γιουγκοσλαβίας αντιμετώπιζε την εθνική Σοβιετικής Ένωσης (ένα πολύ συμβολικό παιχνίδι για τα μετέπειτα γεγονότα σε πολιτικό επίπεδο) στον διπλό τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος κ-21, έχοντας στις τάξεις της και σπουδαίους Κροάτες παίκτες όπως ο Σούκερ, ο Μπόμπαν, ο Άλεν Μπόκσιτς, ο Ρόμπερτ Προσινέτσκι κι ο Ρόμπερτ Γιάρνι.

Παρ’ όλα αυτά, οι Κροάτες φίλαθλοι γύρισαν την πλάτη σε αυτήν την ομάδα, η οποία εν τέλει έχασε το τρόπαιο με δύο ήττες από την ΕΣΣΔ.

 

Το δικό τους ’87 και η… τιμωρία σε Προσινέτσκι

Η εθνική Γιουγκοσλαβίας, που έφτασε μία “ανάσα” από την κατάκτηση του έσχατου τίτλου της με αυτήν τη μορφή, ουσιαστικά αποτέλεσε τη μετεξέλιξη της εθνικής ομάδας που ταξίδεψε το 1987 στη Χιλή για το Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων. Μία ομάδα με παίκτες που δεν ήθελαν να πραγματοποιήσουν εκείνο το ταξίδι στα μέσα Οκτωβρίου, αφού συνέπεφτε με τις υποχρεώσεις των συλλόγων τους εντός κι εκτός συνόρων.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Προσινέτσκι, ο οποίος έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία που του απαγόρευσε η FIFA να φύγει από διοργάνωσή της. Αυτό συνέβη όταν η τότε ομάδα του, Ερυθρός Αστέρας, αντιμετώπιζε την Μπριζ στον 2ο γύρο του Κυπέλλου UEFA και είχε ανάγκη τα προσόντα του έφηβου οργανωτή της.

Οι συμπαίκτες του Προσινέτσκι στην εθνική Γιουγκοσλαβίας έμαθαν για το αίτημα επιστροφής του από τον Ερυθρό Αστέρα, διαμαρτυρήθηκαν στη FIFA κι έτσι ο ποδοσφαιριστής όχι μόνο παρέμεινε στη Χιλή, αλλά οδήγησε τη χώρα του στην κατάκτηση του τροπαίου (νίκη στα πέναλτι επί της Δυτικής Γερμανίας) κι ο ίδιος στέφθηκε MVP του τουρνουά.

Μαζί του σε αυτήν τη θαυμάσια ομάδα, ο Σούκερ, πρώτος σκόρερ της χώρας και δεύτερος της διοργάνωσης με 6 γκολ, ο Μπόμπαν που σημείωσε 3 γκολ, ο Ίγκορ Στίματς, ο Άλιοσα Ασάνοβιτς, ο Μπόκσιτς κι ο Γιάρνι.

Επτά Κροάτες ποδοσφαιριστές που σχημάτισαν τη “μαγιά” για την εθνική ομάδα που δημιουργήθηκε ανεπίσημα το 1990 και που η ομοσπονδία της επέστρεψε στη FIFA τον Ιούλιο του 1992 (ήταν μέλος της και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και αναγνωρίστηκε από την UEFA τον Ιούνιο του 1993.

Οι πρωταγωνιστές του θριάμβου

Αρχηγός εκείνης της ομάδας αλλά και πνευματικός ηγέτης μετά από όσα είχαν συμβεί εκείνον τον Μάιο του 1990 ήταν αδιαμφισβήτητα ο Μπόμπαν. Εξάλλου, ήταν και ο Κροάτης με την πιο σπουδαία καριέρα μέχρι το 1998, αφού αποτελούσε εξέχον στέλεχος της σπουδαίας Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο, σχηματίζοντας ένα τρομερό δίδυμο με τον Ντεμέτριο Αλμπερτίνι στον άξονα. Έχοντας πανηγυρίσει ήδη τρία πρωταθλήματα και ένα Champions League, ήταν σε θέση να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας.

Το “βαρύ πυροβολικό” ήταν φυσικά ο Σούκερ, πρώτος σκόρερ στην Κροατία μέχρι σήμερα με 45 γκολ σε 69 αγώνες. Διεθνής με την εθνική Γιουγκοσλαβίας, αν και στα 22 του δεν κατάφερε να αγωνιστεί ούτε λεπτό στην πορεία μέχρι τα προημιτελικά του Μουντιάλ 1990, κάνοντας ντεμπούτο το 1991. Η

Σεβίλλη πόνταρε πάνω του την ίδια χρονιά και ο Κροάτης ανταποκρίθηκε με 98 γκολ σε πέντε σεζόν σε όλες τις διοργανώσεις. Μετά από το καλοκαίρι του 1996, πήρε νέα μεγάλη μεταγραφή, στη Ρεάλ Μαδρίτης, όπου μέχρι το Μουντιάλ είχε να επιδείξει 34 γκολ σε 67 αγώνες, ένα πρωτάθλημα και ένα Champions League, που πέρασε ως αλλαγή στον τελικό.

Ακόμα ένας ποδοσφαιριστής που βρισκόταν στην αποστολή εκείνης της Γιουγκοσλαβίας στα γήπεδα της Ιταλίας ήταν ο Προσινέτσκι. Με εξαίρεση τον Μπόμπαν (που ήταν τιμωρημένος λόγω των επεισοδίων στο Ζάγκρεμπ), ήταν ο μοναδικός Κροάτης που είχε… τύχη να πάρει λεπτά συμμετοχής από τον Ίβιτσα Όσιμ.

Ο μετέπειτα προπονητής του Παναθηναϊκού τον χρησιμοποίησε αρχικά ως αλλαγή σε δύο παιχνίδια, σκόραρε και τον είχε βασικό στον προημιτελικό απέναντι στην Αργεντινή, όπου οι “πλάβι” αγωνίζονταν με 10 παίκτες από το 31′ λόγω δεύτερης κίτρινης κάρτας του Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς.

Το παιχνίδι πήγε στην παράταση και από εκεί στα πέναλτι, ο Προσινέτσκι ευστόχησε, ο Ντιέγκο Μαραντόνα όχι, όμως η Γιουγκοσλαβία αποκλείστηκε. Ο Κροάτης, πάντως, κατέκτησε το βραβείο του Κορυφαίου Νεαρού Παίκτη της διοργάνωσης.

Μαζί με το Κύπελλο Πρωταθλητριών που κατέκτησε με τον Ερυθρό Αστέρα το 1990-1991, πήρε άκοπα πολυέξοδη μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά οι τραυματισμοί δεν του επέτρεψαν να ξεδιπλώσει το ταλέντο του.

Μία σεζόν στην Οβιέδο ήταν το… ανάχωμα για τη μετάβαση στην Μπαρτσελόνα το 1995-1996 και από εκεί στη Σεβίλλη το 1996-1997 (θητείες επίσης με τραυματισμούς), προτού επιστρέψει στην Ντίναμο Ζάγκρεμπ και από εκεί να πάει στο Μουντιάλ 1998.

Ο Σλάβεν Μπίλιτς παραμένει ακόμα και σήμερα όνομα της επικαιρότητας στο διεθνές ποδόσφαιρο. Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού λόγω του γνωστού Κροάτη σεπαρατιστή πατέρα του, δεν δεχόταν κλήσεις στις “μικρές” εθνικές ομάδες ή στην ανδρική της Γιουγκοσλαβίας.

Στο προσκήνιο ήρθε μετά από τη διάσπαση, με τις πρώτες κλήσεις του στα 24 στην εθνική Κροατίας, λίγο πριν πάρει τη μεταγραφή στο εξωτερικό, αρχικά για την Καρλσρούη, όπου έφτιαξε το όνομά του, το 1996 για τη Γουέστ Χαμ και έναν χρόνο αργότερα για την Έβερτον.

Αντιθέτως, ο Γιάρνι ήταν μέλος και της εθνικής ομάδας Νέων του 1987 και της εθνικής Γιουγκοσλαβίας Κ21 που έφτασε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ενώ έπαιξε ως αλλαγή και σε ένα παιχνίδι του Μουντιάλ 1990.

Μπορεί στον Παναθηναϊκό να μην έκανε πολλά πράγματα και να τελείωσε άδοξα την καριέρα του, ωστόσο πέρασε από Χάιντουκ, Μπάρι, Τορίνο, Γιουβέντους, με τις μεγάλες διακρίσεις στα μέσα του ’90 να τον βρίσκουν στην Μπέτις και στην Κόβεντρι.

Ο Στίματς άρχισε κι αυτός από την ομάδα του ’87, ως παίκτης της Χάιντουκ, πήγε στην Κάδιθ, επέστρεψε στη Χάιντουκ και ακολούθησε μία αξιόλογη τετραετία στην Ντέρμπι, όπου η δύναμη και η εμπιστοσύνη του τον βοηθούσαν ώστε να αγωνίζεται τόσο ως στόπερ όσο κι ως λίμπερο.

Ο Ντάριο Σίμιτς ήταν ένας πολυθεσίτης αμυντικός της Ντινάμο Ζάγκρεμπ (αργότερα έπαιξε σε Ίντερ, Μίλαν, Μονακό) και η δυνατότητά του να αγωνίζεται σε όλες τις θέσεις της άμυνας τον κατέστησε τον πρώτο Κροάτη στην ιστορία που έφτασε σε τριψήφιο αριθμό συμμετοχών.

Στα δεξιά, ο Μάριο Στάνιτς είχε κάνει δική του όλη την πλευρά, έστω κι αν αποτελούσε επιθετικογενή ποδοσφαιριστή. Πρωτόπαιξε στην εθνική το 1995, ως παίκτης της Μπενφίκα, ενώ ακολούθησε μία σεζόν στη Μπριζ και από εκεί και πέρα η πετυχημένη θητεία του στην Πάρμα.

“Κυματοθραύστης” της ενδεκάδας ήταν ο Ζβόνιμιρ Σόλντο, ο οποίος άρχισε το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στα 21 του, διότι τα προηγούμενα τρία χρόνια προτίμησε τις σπουδές.

Η μετακίνησή του στη Στουτγκάρδη όπου έκανε σπουδαία καριέρα συνδυάστηκε με τις επιτυχίες της Κροατίας.

Ο Ασάνοβιτς υπήρξε ένας από τους πιο ηλικιωμένους παίκτες εκείνου του ρόστερ, αφού είχε συμπληρώσει μία δεκαετία ως επαγγελματίας οργανωτής πριν από το Euro 1996.

Χάιντουκ, Μες, Κάνες, Μονπελιέ και Βαγιαδολίδ προηγήθηκαν, η Ντέρμπι ήρθε ενδιάμεσα και τη σεζόν 1997-1998 αγωνίστηκε στη Νάπολι. Ο απόηχος του Mundial στη Γαλλία τον βρήκε στον Παναθηναϊκό, όπου κάθισε για δύο σεζόν, προκαλώντας ανάμικτα συναισθήματα.

Ο παρτενέρ του Σούκερ στην επίθεση, ο Μπόκσιτς, ήταν μέλος της εθνικής Γιουγκοσλαβίας στο Μουντιάλ 1990, αλλά ούτε κι αυτός πήρε χρόνο συμμετοχής. Δυνατός, γρήγορος και αεικίνητος, πραγματοποίησε μία καταπληκτική σεζόν στη Μαρσέιγ το 1992-1993 που κατέληξε στην κατάκτηση του Champions League. Ακολούθησε η θητεία του σε Λάτσιο και Γιουβέντους, παράλληλα με την πορεία της Κροατίας στο Euro 1996, ωστόσο ήταν τραυματίας και δεν συμμετείχε στο Μουντιάλ δύο χρόνια αργότερα.

Τη θέση του πήρε ένας ποδοσφαιριστής που κι αυτός ακολούθως φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Ο Γκόραν Βλάοβιτς υπήρξε οπορτουνιστής επιθετικός, ο οποίος το 1993-1994 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος Κροατίας με 29 γκολ ως παίκτης της Ντίναμο Ζάγκρεμπ, ρεκόρ που καταρρίφθηκε 13 χρόνια μετά από τον Εντουάρντο ντα Σίλβα. Το καλοκαίρι του 1996 πήρε μεταγραφή από την Πάντοβα στη Βαλένθια.

Ο Ντράζεν Λάντιτς, ο επί 15 χρόνια τερματοφύλακας της Ντίναμο, επικρίθηκε αρκετά πριν από το Μουντιάλ 1998 για τις συχνές γκάφες του, ωστόσο πραγματοποίησε ορισμένες εκπληκτικές αποκρούσεις στα γήπεδα της Γαλλίας.

Ο Κρούνοσλαβ Γιούρτσιτς αποτελούσε τον μπαλαντέρ του ρόστερ. Παίζοντας ως μέσος ή αμυντικός, έμπαινε σχεδόν πάντα ως πρώτη αλλαγή και η είσοδός του άλλαξε οποιαδήποτε θέση στην ενδεκάδα με εσωτερικό rotation.

Στην αποστολή βρισκόταν και ο Πέταρ Κρπαν της Όσιεκ, ο οποίος μπορεί να μην είχε τύχη ως επιθετικός λόγω της παρουσίας των Σούκερ, Μπόκσιτς και Βλάοβιτς στη γραμμή κρούσης, ωστόσο αποτελούσε τον πραγματικό ήρωα του ρόστερ της Κροατίας, όπως εξηγεί ο Μπόμπαν.

“Ο μοναδικός αληθινός ήρωας εκείνης της γενιάς είναι ο Πέταρ Κρπαν, επειδή ενώ εμείς κάναμε πόλεμο από το Μιλάνο, τη Μαδρίτη, τη Γερμανία και τη Γαλλία, εκείνος ήταν ανήλικος στο Όσιεκ με ένα τουφέκι στο χέρι”. Ο Κρπαν όντως πολέμησε στη γενέτειρά του σε ηλικία 17 ετών και κατόρθωσε να απωθήσει μία σερβική επίθεση.

“Αρχιτέκτονας” εκείνης της ομάδας ήταν ο Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς. Δεν ήταν ο πρώτος προπονητής της εθνικής Κροατίας μετά από την ανεξαρτητοποίηση, αυτός ήταν ο Ντράζαν Γέρκοβιτς. Δεν ήταν καν ο δεύτερος (Στάνκο Ποκλέποβιτς) ή ο τρίτος (Βλάτκο Μάρκοβιτς). Ανέλαβε τον Μάρτιο του 1994, έχοντας πάνω από 25 χρόνια εμπειρίας στην προπονητική. Μάλιστα, δύο χρόνια νωρίτερα βρισκόταν στον πάγκο του ΠΑΟΚ (1991-1992), χωρίς να διακριθεί.

Στην πατρίδα του, όμως, είχε σπουδαίες επιτυχίες με την Ντινάμο Ζάγκρεμπ, είχε συνεργαστεί ήδη με αρκετούς από τους μετέπειτα παίκτες του στην εθνική, ενώ είχε αποκτήσει και το παρατσούκλι “trener svih trenera” (=”προπονητής όλων των προπονητών”).

Γνωστός για τις εμψυχωτικές, εθνικιστικές ομιλίες του, το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, την ενέργεια που έφερνε σε κάθε ομάδα όπου εργάστηκε, ο Μπλάζεβιτς κατόρθωνε να συσπειρώνει τους παίκτες και να τους βγάζει τον καλύτερο εαυτό.

Θεωρεί ότι εκείνος οδήγησε στη διάδοση της διάταξης με τρεις στόπερ στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’80, με την άμυνα να χαίρει πάντοτε της προσοχής του, αν και στα σχήματά του αναζητούσε δημιουργικό και ενθουσιώδες κέντρο, σε συνδυασμό με “θανάσιμη” επίθεση.

Η φήμη του σπιλώθηκε για λίγο το 1995, όταν πέρασε δύο εβδομάδες σε φυλακή της Γαλλίας όπου εργαζόταν ως τεχνικός της Ναντ, στο πλαίσιο του σκανδάλου των στημένων αγώνων με πρωταγωνίστρια τη Μαρσέιγ του Μπερνάρ Ταπί, ωστόσο αποφυλακίστηκε χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες.

 

Επίδειξη δύναμης μέσα στην Ιταλία

Μετά από την ανεξαρτητοποίηση της χώρας στις 8 Οκτωβρίου 1991 κι ενώ μαινόταν ο πόλεμος με τη Σερβία, το μεγαλύτερο μέρος των αθλητικών διοργανώσεων έβαλε “χειρόφρενο”.

Η εθνική Κροατίας, πάντως, βρέθηκε στην Αυστραλία το καλοκαίρι του 1992 και μπροστά σε ένα μεγάλο ομογενειακό κοινό έδωσε τρία φιλικά με την τοπική ομάδα σε Μελβούρνη, Αδελαΐδα και Σίδνεϊ, τα τρία πρώτα, αναγνωρισμένα πανταχόθεν, παιχνίδια στην ιστορία της.

Δεν κέρδισε κανένα, απέσπασε ισοπαλία 0-0 στο τρίτο, ωστόσο ακολούθησε φιλικός αγώνας με το Μεξικό τον Οκτώβριο στον οποίο πήρε την πρώτη νίκη, με 3-0. Το 1993, μετά από την είσοδό της στην UEFA, έπαιξε μόλις μία φορά, με την Ουκρανία σε φιλικό (νίκη με 3-1).

Πλέον, ήταν αργά να μπει στα προκριματικά του Μουντιάλ 1994 και έτσι, μετά από ακόμα μία σειρά φιλικών στις αρχές του 1994 (που περιελάμβαναν νίκη μέσα στην Ισπανία με 2-0, 0-0 με την Αργεντινή λίγο πριν από τις υποχρεώσεις της “αλμπισελέστε” στις ΗΠΑ), ήρθε η ώρα για το πρώτο παιχνίδι για κάποια διοργάνωση.

Πρώτη αντίπαλος για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος η Εσθονία στις 4 Σεπτεμβρίου 1994. Δύο γκολ του Σούκερ έδειξαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει, μετά από τη νίκη με 2-0 στο Ταλίν. Το μήνυμα εστάλη δύο μήνες αργότερα, όταν οι παίκτες του Μπλάζεβιτς ταξίδεψαν στο Παλέρμο για να αντιμετωπίσουν τη φιναλίστ κόσμου, Ιταλία.

Ο Σούκερ έβαλε μπροστά τους Κροάτες με δύο γκολ και το μόνο που κατάφερε η “σκουάντρα ατζούρα” του Αρίγκο Σάκι ήταν να μειώσει στο 89′ στο τελικό 1-2 με τον Ντίνο Μπάτζιο.

Η Κροατία άντεξε στο πρώτο δυνατό crash test, διέλυσε Ουκρανία και Εσθονία στην πορεία και τερμάτισε πρωτοπόρος στον 4ο προκριματικό όμιλο με μόλις δύο ισοπαλίες και μία ήττα, συγκεντρώνοντας όσους βαθμούς είχε και η Ιταλία. Η πρώτη πρόκριση στην τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης ήταν γεγονός, με τον Σούκερ να σημειώνει 12 γκολ σε 10 αγώνες, επίδοση ρεκόρ για πολλά χρόνια.

 

Όταν ο Σούκερ… διέλυσε τον Σμάιχελ

Η Κροατία ταξίδεψε στα αγγλικά γήπεδα με πολύ υψηλό φρόνημα. Ο πόλεμος ανήκε στο παρελθόν εδώ και έναν χρόνο περίπου και όλο αυτό το διάστημα, το συγκρότημα του Μπλάζεβιτς αποτελούσε την καλύτερη διαφήμιση της χώρας. Περισσότεροι γνώριζαν την Κροατία μέσω της εθνικής ομάδας, παρά μέσω γεωγραφίας. Τώρα είχε έρθει η ευκαιρία να αποδείξουν ότι υπήρχε λόγος γι’ αυτό.

Πρώτος αντίπαλος στον 4ο όμιλο η Τουρκία. Η ομάδα του Φατίχ Τερίμ, με γνωστούς παίκτες όπως ο Χακάν Σουκούρ, ο Τουγκάι Κερίμογλου, ο Ρουστού Ρετσμπέρ και ο Αρίφ Ερντέμ, είχε ακόμα μέλλον μπροστά της, αφού σε εκείνη τη διοργάνωση έγινε η πρώτη ομάδα στην ιστορία των Euro δίχως βαθμό και γκολ. Οι Κροάτες αρκέστηκαν σε ένα τέρμα μιας αλλαγής (στη θέση του Μπόκσιτς), του Βλάοβιτς στο 86′, το πρώτο στην ιστορία τους σε τελική φάση τουρνουά, ώστε να πάρουν τη νίκη με 1-0.

Το δεύτερο παιχνίδι είχε άκρως συμβολικό χαρακτήρα. Απέναντι στην Κροατία, η κάτοχος του τίτλου, η έκπληξη του προηγούμενου τουρνουά, Δανία. Τα αδέρφια Μίκαελ και Μπρίαν Λάουντρουπ ήταν εκεί, όπως κι ο Μπρίαν Στεν Νίλσεν, ο Τόμας Χέλβεγκ, ο Μαρκ Ρίπερ, ο Στιγκ Τέφτινγκ και ο Γιάκομπ Λάουρσεν.

Το παιχνίδι ήταν αμφίρροπο για ένα ημίχρονο, ωστόσο στο 54′ η Κροατία κέρδισε πέναλτι και ο Σούκερ άνοιξε λογαριασμό στη διοργάνωση. Στο 81′ ήταν η σειρά του Μπόμπαν να σκοράρει και στο 90′ σημειώθηκε μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της διοργάνωσης.

Ο Ασάνοβιτς είχε την μπάλα στο γήπεδο της Κροατίας και δεξιά, με τους Δανούς να έχουν ανέβει ψηλά, διεκδικώντας την ανατροπή. Ο Σούκερ κάνει κίνηση στην πλάτη της αντίπαλης άμυνας και αριστερά, με τον Ασάνοβιτς να του βγάζει μία “συστημένη” μπαλιά.

Ο Σούκερ κάνει το τέλειο πρώτο άγγιγμα, κατεβάζοντας στο έδαφος την μπάλα και ταυτόχρονα προωθώντας την όσο χρειαζόταν ώστε να μην την κουβαλάει και τον καθυστερεί στην κούρσα, αλλά και να μην χάσει τον έλεγχό της. Ο Γες Χεγκ είχε μείνει πίσω και έτρεχε να κλέψει, αλλά ήταν πολύ μακριά.

Τελευταία ελπίδα των Δανών, ο κορυφαίος τερματοφύλακας του κόσμου εκείνη την περίοδο, Πέτερ Σμάιχελ, ο οποίος, όμως, ήταν αργός στην έξοδό του, αφού δεν περίμενε την προώθηση από το πρώτο άγγιγμα του Σούκερ, με συνέπεια να βρεθεί σε μία… λίμπο κατάσταση. Ο Σούκερ είχε φτάσει στην περιοχή και με τον Σμάιχελ εξουδετερωμένο, έπιασε μια λόμπα που τοποθετήθηκε για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

 

Το λάθος του Μπλάζεβιτς

Το 3-0 έστειλε τους Κροάτες στην κορυφή του ομίλου, αφού είχαν καλύτερη διαφορά τερμάτων από τους Πορτογάλους, που επίσης έκαναν στο 2/2. Ο μεταξύ τους αγώνας θα έκρινε την πρωτιά, ωστόσο ο Μπλάζεβιτς εκτίμησε λάθος τα γεγονότα και υποτίμησε τους Ίβηρες και τη δική τους “χρυσή γενιά”, που επίσης έκανε ντεμπούτο σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης σε επίπεδο ανδρών.

Λούις Φίγκο, Φερνάντο Κόουτο, Ζοάο Πίντο και Πάουλο Σόουζα, συνεπικουρούμενοι από Βίτορ Μπαΐα, Ρικάρντο Σα Πίντο, Σεκρετάριο και Ντομίνγκος Πασιένσια, συνέθεταν ένα ρόστερ ικανό για τεράστια πράγματα.

Οι Κροάτες, όμως, παρατάχθηκαν χωρίς τους Σούκερ, Μπόμπαν και Ασάνοβιτς στο βασικό σχήμα, με συνέπεια να το πληρώσουν ακριβά, όπως αποδείχθηκε. Ο Φίγκο άνοιξε το σκορ μόλις στο 4′, ο Ζοάο Πίντο έκανε το 2-0 στο 33′ και ο Ντομίνγκος διαμόρφωσε το τελικό 3-0 στο 82′.

Η Κροατία ηττήθηκε και περιορίστηκε στη 2η θέση του ομίλου, η οποία την έστελνε πάνω στη Γερμανία, την ώρα που οι Πορτογάλοι έπεφταν πάνω σε ακόμα μία “πρωτάρια” της διοργάνωσης, τη μετέπειτα φιναλίστ Τσεχία.

 

Το “μάθημα” από τους Γερμανούς

Το ρόστερ των “πάντσερ” ήταν το πιο πλήρες που θα είχαν για πολλά χρόνια, ένα μίγμα της γενιάς των παγκόσμιων πρωταθλητών του ’90 με την επόμενη “φουρνιά”.

Ο Αντρέας Κέπκε στο τέρμα είχε αφήσει στον πάγκο τον Όλιβερ Καν, στην άμυνα δέσποζε η μορφή του Ματίας Ζάμερ, μαζί με τους Τόμας Χέλμερ, Μάρκους Μπάμπελ, Γιούργκεν Κόλερ, Κρίστιαν Τσίγκε να βοηθούν, στο κέντρο υπήρχαν οι Αντρέας Μέλερ, Τόμας Χάσλερ, Μεχμέτ Σολ, Μάριο Μπάσλερ, Τόμας Στρουντς, ενώ στην επίθεση οι Γιούργκεν Κλίνσμαν και Όλιβερ Μπίρχοφ.

Μοναδικός απών, ο Λόταρ Ματέους, ο οποίος ήταν τσακωμένος τόσο με τον προπονητή, Μπέρτι Φογκτς, όσο και με τον αρχηγό Κλίνσμαν.

Η “νάτσιοναλμανσαφτ” προερχόταν από ένα κακό Μουντιάλ στις ΗΠΑ και την ήττα έκπληξη στον τελικό από τη Δανία στο προηγούμενο Euro, με συνέπεια το κίνητρό της να είναι πολύ υψηλό. Αποτελούσε το φαβορί ούτως ή άλλως, ωστόσο εάν ο Βλάοβιτς έστελνε το ανεπανάληπτο τετ α τετ του 1ου ημιχρόνου στα δίχτυα, η Κροατία θα ήταν μπροστά στο σκορ. Αντιθέτως, το χέρι του Νίκολα Γέρκαν έστειλε τον Κλίνσμαν στη βούλα του πέναλτι για το 1-0.

Οι Κροάτες είχαν χάσει εμφανώς την ψυχραιμία τους και οι Γέρκαν, Στίματς και Μπίλιτς χτύπησαν αντιπάλους εκτός φάσης, σε περιπτώσεις που εν έτει 2017 θα προκαλούσαν γενική κατακραυγή. Είχαν, πάντως, περισσότερες τελικές και στο 51′, ένα λάθος του Στέφαν Ρόιτερ έδωσε την ευκαιρία στον Σούκερ να βγει μόνος του με τον Κέπκε, να τον περάσει σαν σταματημένος και σε κενή εστία να ισοφαρίσει σε 1-1.

Η χαρά κράτησε για πολύ λίγο, αφού στο 56′ ο Στίματς αντίκρισε δεύτερη κίτρινη κάρτα και τρία λεπτά αργότερα ο Ζάμερ από κοντά έκανε το 2-1. Ο Σούκερ είχε τρεις ευκαιρίες στη συνέχεια, ο Σολ αστόχησε σε κενή εστία και η νίκη των Γερμανών οδήγησε τελικά στη στέψη τους για τρίτη φορά ως πρωταθλητές Ευρώπης.

Ο Μπλάζεβιτς παραιτήθηκε, τον κράτησε ο πρόεδρος

Τα κεφάλια των Κροατών παρέμειναν ψηλά. Μία εθνική ομάδα πέντε ετών που εκπροσωπούσε μόλις 4.700.000 κατοίκους, προερχόμενη από τη φρίκη του πολέμου, κατόρθωσε να υψώσει ανάστημα απέναντι σε μεγαθήρια του ποδοσφαίρου και να φτάσει ένα γκολ μακριά από τα ημιτελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.

Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές βρίσκονταν στην καλύτερη ηλικία για να συνεχίσουν στην ομάδα και το έπραξαν στην επόμενη διοργάνωση, το Μουντιάλ της Γαλλίας. Η προκριματική φάση δεν κύλησε αναίμακτα, πάντως. Μετά από μία “τεσσάρα” στη Βοσνία, ακολούθησαν τρεις σερί εντός έδρας ισοπαλίες, η μία εκ των οποίων με την Ελλάδα (1-1 με τον Ντέμη Νικολαΐδη να ανοίγει το σκορ και τον Σούκερ να ισοφαρίζει).

Οι φίλαθλοι ζητούσαν την “κεφαλήν επί πίνακι” του Μπλάζεβιτς και η ομοσπονδία της χώρας απαίτησε την παραίτησή του. Αυτός υπάκουσε, ωστόσο ο πρόεδρος της χώρας, Φράνιο Τούτζμαν, παρενέβη και απείλησε την ομοσπονδία να πάρει πίσω τον Μπλάζεβιτς. “Εάν δεν ήταν αυτός, δεν θα ήμουν ποτέ προπονητής της Κροατίας και η εθνική δεν θα ερχόταν τρίτη”, δήλωνε αργότερα ο Μπλάζεβιτς.

Η αντεπίθεση άρχισε από το “Καυτανζόγλειο”, όπου μπροστά σε μόλις 10.000 θεατές, ο Σούκερ ντύθηκε ξανά “δήμιος” της Ελλάδας, σημειώνοντας το μοναδικό τέρμα του αγώνα. Ακολούθησε δύσκολη νίκη επί της Βοσνίας με 3-2, με γκολ του επίσης μετέπειτα “πράσινου” Σίλβιο Μάριτς, αλλά η Δανία πήρε την εκδίκησή της για το 1996 και νίκησε με 3-1 στον Κοπεγχάγη.

Την τελευταία αγωνιστική, σε μία πολύ γνωστή ιστορία, η Ελλάδα κρατούσε την πρόκριση στα χέρια της απέναντι στη Δανία στο Ολυμπιακό Στάδιο, ωστόσο ο Αλέξης Αλεξανδρής δεν κατάφερε να νικήσει τον Σμάιχελ. Μάλιστα, η ισοπαλία 0-0 αποδείχθηκε καταστροφική, αφού η Κροατία νίκησε 3-1 εκτός έδρας τη Σλοβενία του Ζλάτκο Ζάχοβιτς και προσπέρασε τη χώρα μας στη 2η θέση, παίρνοντας την ύστατη στιγμή το “εισιτήριο” για τα μπαράζ.

 

Τα μπαράζ κόντρα σε Σεβτσένκο – Ρεμπρόβ

Η διοργάνωση της Γαλλίας ήταν η πρώτη με 32 φιναλίστ και ως εκ τούτου είχαν μεταβληθεί και τα προκριματικά.

Στην ευρωπαϊκή ζώνη, οι χώρες που προστέθηκαν στην προκριματική φάση μετά από τον κατακερματισμό ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβίας οδήγησαν στη δημιουργία εννέα προκριματικών ομίλων, με τους νικητές και τον καλύτερο 2ο να παίρνουν απευθείας “εισιτήριο” για τη Γαλλία και τις υπόλοιπες χώρες στη 2η θέση να δίνουν για πρώτη φορά αγώνες μπαράζ.

Έτσι, από τις 12 θέσεις για την Ευρώπη για 37 ομάδες του 1994, οι συσχετισμοί μετατράπηκαν σε 14 θέσεις για 49 ομάδες (συν το “εισιτήριο” της διοργανώτριας Γαλλίας) το 1998.

Αντίπαλος της Κροατίας στα μπαράζ, ακόμα ένα νεοσύστατο κράτος, η Ουκρανία. Με τον Γιόσεφ Σάμπο στο “τιμόνι” και τους Αλεκσάντρ Σοβκόβσκι, Αλεξάντερ Γκολόβκο, Αντρέι Γκούσιν, Σεργκέι Ρεμπρόβ, Όλεγκ Λούζνι και Αντρέι Σεβτσένκο στην ομάδα, οι Ουκρανοί δεν αποτελούσαν αμελητέα ποσότητα.

Ωστόσο, ο Μπίλιτς σημείωσε το πρώτο τέρμα στην ιστορία των ευρωπαϊκών μπαράζ για το Μουντιάλ στο “Μάκσιμιρ” (και το τελευταίο με το εθνόσημο στο στήθος) και ο Βλάοβιτς έκανε το 2-0 στο 49′, δίνοντας σημαντικό προβάδισμα στην Κροατία στο πρώτο παιχνίδι. Ο Σεβτσένκο έκανε το 1-0 μόλις στο 5′ της ρεβάνς του Κιέβου, ωστόσο ο Μπόκσιτς “απάντησε” λίγο αργότερα και το 1-1 έστειλε τους Κροάτες στα γαλλικά γήπεδα.

 

Η “μαγεία” από τον Προσινέτσκι

Ο τραυματισμός και η απουσία του Μπόκσιτς στέρησε από τον Σούκερ τον μόνιμο παρτενέρ του στην επίθεση, όμως η Κροατία, πλέον, πήγαινε σε μία διοργάνωση με πολύ μεγάλες βλέψεις, αφού ήταν το “μαύρο άλογο” για αρκετό κόσμο. Στον 8ο όμιλο, κληρώθηκε μαζί με ένα φαβορί, την Αργεντινή, καθώς και δύο βατούς αντιπάλους, την Ιαπωνία και την Τζαμάικα.

Η χώρα από την Καραϊβική πραγματοποιούσε κι αυτή το ντεμπούτο της σε τελική φάση Μουντιάλ και ο ενθουσιασμός τόσο των παικτών όσο και των φιλάθλων στις κερκίδες ήταν υπέρμετρος. Μόνο που οι Κροάτες τους έδωσαν ένα καλό μάθημα.

Ο Στάνιτς άνοιξε το σκορ για τους Κροάτες, ο Ρόμπι Ερλ ισοφάρισε στην εκπνοή του 1ου μέρους. ωστόσο στο 53′, ο Προσινέτσκι απέδειξε γιατί αρκετός κόσμος στις αρχές της δεκαετίας τον θεωρούσε το next-big thing του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Σε μία εκτέλεση φάουλ αριστερά της μεγάλης περιοχής των Τζαμαϊκανών, έδωσε δίπλα του στον Γιάρνι, ο οποίος ακινητοποίησε την μπάλα και περίμενε τη σέντρα του συμπαίκτη του. Ο Προσινέτσκι προτίμησε να ντριμπλάρει τον αντίπαλο που εφορμούσε για να κλέψει την κατοχή και με το αριστερό έκανε μία λόμπα σαν σέντρα σουτ, “κρεμώντας” τον Γουόρεν Μπάρετ. Η Κροατία ανέκτησε το προβάδισμα στο σκορ και ο Σούκερ έγραψε το 3-1 στο 69′.

 

Πρόκριση με Ιαπωνία, ήττα με Αργεντινή

Ο Προσινέτσκι έγινε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων που σκοράρει με δύο διαφορετικές εθνικές ομάδες και αυτό το τέρμα του για αρκετό κόσμο αποτέλεσε το κομβικό σημείο για την πορεία της Κροατίας. Οι παίκτες του Μπλάζεβιτς δεν ταξίδεψαν για τουρισμό στη Γαλλία, αλλά για ουσία, κάτι που έδειξαν και την επόμενη αγωνιστική με αντίπαλο την Ιαπωνία.

Η “χώρα του ανατέλλοντος ηλίου” είχε στις τάξεις της έναν δαιμονιώδη Χιντέτοσι Νάκατα, αλλά ο Σούκερ βρισκόταν σε εκπληκτική φόρμα. Μία φανταστική ατομική ενέργειά του κατέληξε στο δοκάρι, ωστόσο βρήκε δίχτυα στο 77′ και το 1-0, σε συνδυασμό με τη νίκη της Αργεντινής στο άλλο παιχνίδι της αγωνιστικής, διασφάλισε την πρόκριση στα νοκ άουτ.

Ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα είχε σημειώσει ήδη τέσσερα γκολ για την “αλμπισελέστε”, ο Αριέλ Ορτέγα δύο, ενώ στο ρόστερ υπήρχαν και οι Ρομπέρτο Αγιάλα, Ματίας Αλμέιδα, Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν, Μαρσέλο Γκαγιάρδο, Χαβιέρ Σανέτι, Κλάουντιο Λόπες, Ντιέγκο Σιμεόνε, Νέστορ Σενσίνι, Άμπελ Μπάλμπο, Ερνάν Κρέσπο και Μαρσέλο Ντελγάδο.

Η ήττα 0-1 ήταν φυσιολογική απέναντι σε τέτοια ομάδα, που για πρώτη φορά μετά από τέσσερις διοργανώσεις έπαιζε δίχως τον Ντιέγκο Μαραντόνα σε Mundial. Ο σκόρερ, πάντως, ήταν αναπάντεχος: Μαουρίσιο Πινέδα, στόπερ της Ουντινέζε που δεν ξανάπαιξε στην εθνική μετά από αυτήν τη διοργάνωση.

Η Κροατία προκρίθηκε ως 2η του ομίλου και κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία από τις εκπλήξεις του προηγουμένου Μουντιάλ, τη Ρουμανία.

Απέναντι στο… ξανθό γένος του Άνχελ Ιορντανέσκου (οι παίκτες είχαν βάψει τα μαλλιά τους ως ένδειξη ενότητας), ήτοι τους Μπόγκνταν Στελέα, Γκίκα Ποπέσκου, Νταν Πετρέσκου, Ντορινέλ Μουντεάνου, Κονσταντίν Γκάλκα, Άντριαν Ίλιε, Βιορέλ Μολντοβάν και φυσικά Γκέοργκε Χάτζι, οι Κροάτες τα βρήκαν σκούρα.

Το παιχνίδι ήταν άκρως ισορροπημένο, χωρίς φάσεις και μόνο ένα πέναλτι, που μάλιστα εκτέλεσε δύο φορές ο Σούκερ στις καθυστερήσεις του 1ου ημιχρόνου, ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων.

 

Η εποποιία με τη Γερμανία

Η ψυχολογία των Κροατών βρισκόταν στα ύψη. Δεν ήταν μόνο η πρόκριση στα προημιτελικά της κορυφαίας ποδοσφαιρικής διοργάνωσης ή η ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση από τη Γερμανία, ήταν και ότι η Γιουγκοσλαβία, η οποία πλέον συμμετείχε ως Σερβία και Μαυροβούνιο, είχε αποκλειστεί στη φάση των 16 από την Ολλανδία με γκολ του Έντγκαρ Ντάβιντς στις καθυστερήσεις (2-1).

Η κορυφαία ομάδα της περιοχής ήταν πλέον και με τη βούλα η εθνική Κροατίας, η οποία είχε και την αμέριστη συμπαράσταση της πολιτικής ηγεσίας. Ο Τούτζμαν έβγαλε τους παίκτες για γεύμα πριν από τον προημιτελικό, 30 χιλιόμετρα έξω από το Λιόν, σε μία απόπειρα να αποτινάξει εντελώς το άγχος και την πίεση από τον οργανισμό των διεθνών. Τους διαβεβαίωσε, μάλιστα, πως ό,τι και να συμβεί “ήμασταν ήδη ιππότες της Κροατίας”, όπως αποκάλυψε ο Μπίλιτς.

Ο Μπλάζεβιτς είχε έναν άλλον τρόπο για να εκτονώσει το στρες. Εκτός από τα τσιγάρα, τις σοκολάτες και τα καρπούζια, είχε ακόμα ένα μεγάλο πάθος, την αστρολογία. Γι’ αυτόν τον λόγο, πριν από τον αγώνα, περίμενε ένα fax από Ζάγκρεμπ. “Του διάβασα μόνο τις θετικές προτάσεις. Έλεγε ότι ο Μπέρτι Φογκτς και οι έντεκα Γερμανοί θα είχαν μεγάλα προβλήματα”, δήλωσε ο επικεφαλής Τύπου της εθνικής ομάδας, Ντάρκο Τιρόνι.

Αυτό δεν φάνηκε στα πρώτα λεπτά του αγώνα, με τους Γερμανούς να έχουν την υπεροχή και μάλιστα να χάνουν εκπληκτική ευκαιρία με κεφαλιά του Μπίρχοφ που έσωσε με διπλή προσπάθεια ο Λάντιτς. Στο 40ό λεπτό, όμως, ήρθε η καθοριστική στιγμή του αγώνα στο “Ζερλάν”, όταν ο Κρίστιαν Βερνς ισοπέδωσε χωρίς λόγο τον Σούκερ σε παράλληλη κίνηση του Κροάτη, με συνέπεια να αντικρίσει απευθείας κόκκινη κάρτα.

Το “πλήρωσαν” στο 3ο λεπτό των καθυστερήσεων του 1ου ημιχρόνου, όταν ο Γιάρνι εξαπέλυσε μία “οβίδα” έξω από την περιοχή και από διαγώνια θέση, που ο Κέπκε δεν μπορούσε να φτάσει στην αριστερή γωνιά του.

Στο 2ο μέρος, ο καγκελάριος της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, απλώς παρακολουθούσε από τις εξέδρες του “Ζερλάν” την κατάρρευση της χώρας του στα αδίστακτα χέρια των Κροατών. Από τη στιγμή που ο Στίματς γλίτωσε ξανά την αποβολή και ο Λάντιτς είπε “στοπ” σε νέα προσπάθεια του Μπίρχοφ, όπως και το δοκάρι σε φάουλ του Ντίτμαρ Χάμαν, η Κροατία τιμώρησε τους κενούς χώρους.

Πρώτα ο Βλάοβιτς με υπέροχο δεξί σουτ στο 80′ διπλασίασε τα τέρματα της χώρας του και στο 85′ μία καταπληκτική ατομική ενέργεια του Σούκερ αναστάτωσε όλη την άμυνα της Γερμανίας κι έστειλε την μπάλα να αναπαυτεί στα δίχτυα του Κέπκε.

“Μικρή χώρα, μεγάλοι παίκτες, πολύ μεγάλοι παίκτες”

Το πάρτι είχε αρχίσει. Την ώρα που οι Κόλερ και Κέπκε σταματούσαν από την εθνική Γερμανίας και ο Κλίνσμαν εγκατέλειπε έτσι άδοξα το ποδόσφαιρο, ο Μπλάζεβιτς πανηγύρισε με το κεπί, το αστυνομικό καπέλο που κρατούσε σε όλη τη διάρκεια του Mundial, ως φόρο τιμής στον Γάλλο αστυνομικό που έπεσε σε κώμα μετά από επεισόδια με Γερμανούς χούλιγκανς.

Το τέλειο Σαββατοκύριακο χάλασε μόνο η ήττα του Γκόραν Ιβανίσεβιτς από τον Πιτ Σάμπρας στο Γουίμπλεντον, ωστόσο η ποδοσφαιρική ομάδα της Κροατίας βάδιζε στα χνάρια της μπασκετικής, που με τους Τόνι Κούκοτς και Ντίνο Ράτζα κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, της ομάδας χάντμπολ που κατέκτησε το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 και της Ίβαν Μάγιολι, που κατέκτησε το Ρολάν Γκαρός 1997.

“Τέσσερα εκατομμύρια κόσμος είναι μία μικρή πόλη των ΗΠΑ, αλλά η χώρα μου πήρε ένα πολύ μεγάλο αποτέλεσμα. Μικρή χώρα, μεγάλοι παίκτες, πολύ μεγάλοι παίκτες”, εξήγησε ο Ασάνοβιτς.

Μετά από το τέλος του αγώνα, οι ποδοσφαιριστές δέχθηκαν στα αποδυτήρια την επίσκεψη του προέδρου της χώρας, ο οποίος τους είπε ότι μπορούν να τα καταφέρουν και στα ημιτελικά. “Ήταν σαν ένα μικρό παιδί”, θυμάται ο Μπίλιτς.

Οι Κροάτες που κατά τον Στίματς συνέχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο “για να δείξουμε στους Σέρβους ότι το ποδόσφαιρο είναι ακόμα ζωντανό, ότι εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί”, βρίσκονταν στα ημιτελικά μαζί με τη Βραζιλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, τρία μεγαθήρια γενικά του ποδοσφαίρου αλλά και εκείνης της εποχής. “Νομίζω ότι είμαστε πιο δυνατοί τώρα στον αγωνιστικό χώρο, μετά από όσα περάσαμε. Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθούμε τώρα στο γρασίδι”, πρόσθεσε ο στόπερ των Κροατών.

“Πριν, μόλις είχαμε βγει από τον πόλεμο και ήμασταν σαν στρατιώτες στο γήπεδο, αναγκάζοντας τον κόσμο να αναγνωρίσει τη χώρα μας. Ακόμα το κάνουμε αυτό, αλλά δόξα τω Θεώ, τώρα είμαστε κανονική χώρα. Μας διώχνει την πίεση. Θα πρέπει να αφορά μόνο το ποδόσφαιρο”, υπερθεμάτισε ο Μπίλιτς.

Στη συνέχεια, απολογήθηκε με τον τρόπο του στον Μπλάζεβιτς, όταν ο προπονητής τους έλεγε από το Euro 1996 ότι ήταν οι καλύτεροι στον κόσμο. “Γελούσαμε πριν, σαν να ήταν αστείο. Τώρα, δεν γελάμε. Δεν λέμε ότι είμαστε οι καλύτεροι, όμως, αξίζουμε να βρισκόμαστε στα ημιτελικά. Έχουμε κάθε λόγο να λέμε ότι υπάρχει πιθανότητα”.

 

Γαλλική dream team και ήρωας Τουράμ

Όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος, όμως. Αυτό ήρθε στο “Σταντ ντε Φρανς”, όπου η πρώτη ομάδα που έκανε ντεμπούτο σε Μουντιάλ και έφτανε μέχρι τα ημιτελικά, μετά από την Πορτογαλία του 1966, αντιμετώπιζε την οικοδέσποινα, όπως συνέβη και σε εκείνο το Μουντιάλ της Αγγλίας. Η κατάληξη, επίσης, ίδια, με πανομοιότυπο σκορ αλλά διαφορετική διακύμανση.

Η Γαλλία παρατάχθηκε με όλα τα αστέρια της, δηλαδή παίκτες όπως ο Φαμπιάν Μπαρτέζ, ο Λιλιάν Τουράμ, ο Λοράν Μπλαν, ο Μαρσέλ Ντεσαϊγί, ο Μπισέντε Λιζαραζού, ο Ντιντιέ Ντεσάμπ, ο Κριστιάν Καρεμπέ, ο Εμανουέλ Πετί, ο Γιουρί Τζορκαέφ και φυσικά ο Ζινεντίν Ζιντάν.

Το επιθετικό δίδυμο της Μονακό, οι 20χρονοι Τιερί Ανρί και Νταβίντ Τρεζεγκέ, βρίσκονταν στον πάγκο μαζί με τους Φρανκ Λεμπέφ, Πατρίκ Βιεϊρά, Ρομπέρ Πιρές και Κριστόφ Ντουγκαρί, σε μία πραγματική dream team που διηύθηνε ο επί χρόνια προπονητικός ηγέτης της Μπορντό, Εμέ Ζακέ.

Οι “τρικολόρ” είχαν επιθετικό μονόλογο στο 1ο ημίχρονο και δη ο Ζιντάν, με τον Λάντιτς να κάνει τουλάχιστον τρεις σημαντικές επεμβάσεις. Βέβαια, είχαν και μία αναποδιά, αφού ο Καρεμπέ τραυματίστηκε και τη θέση του πήρε ο Ανρί στο 31′.

Αφού άντεξαν στο 1ο ημίχρονο, οι Κροάτες μπήκαν με γκολ στο 2ο μέρος. Ο Ασάνοβιτς αντιλήφθηκε μία κούρσα του Σούκερ στον κενό χώρο και με μία αδιανόητη ασίστ έβγαλε τον συμπαίκτη του τετ α τετ με τον Μπαρτέζ. Ο Σούκερ δεν λάθεψε και το 1-0 ήταν γεγονός.

Όσο οι σκηνοθέτες ανά τον πλανήτη έδειχναν το ριπλέι του γκολ, ο Τουράμ είχε προλάβει να κλέψει έξω από την περιοχή της Κροατίας, να παίξει το ένα δύο με τον Τζορκαέφ και να ισοφαρίσει σε 1-1 στην επόμενη φάση.

Αυτό ήταν το “παρθενικό” τέρμα του Τουράμ με το εθνόσημο στο στήθος και θα ακολουθούσε ακόμα ένα και τελευταίο με την εθνική, στο 70ό λεπτό, όταν παίζοντας ως δεξί μπακ ανέβηκε στο γήπεδο, έκλεψε ξανά και με σουτ έξω από την περιοχή, ολοκλήρωσε την ανατροπή.

 

Το “θέατρο” του Μπίλιτς

Η Κροατία είχε 20 λεπτά και ο Μπίλιτς ανέλαβε δράση στο 76′. Σε ένα κόρνερ των Γάλλων, με τον Μπλαν να έχει ανέβει στην αντίπαλη περιοχή, τα τραβήγματα των δύο αμυντικών οδήγησαν σε ένα αδύναμο χτύπημα του στόπερ της Μαρσέιγ σε εκείνον της Έβερτον.

Ο Μπίλιτς έπεσε στο έδαφος, υποκρινόμενος ότι σφαδάζει από τους πόνους, την ώρα που ο διαιτητής Χοσέ Μαρία Αράντα έδειχνε κόκκινη κάρτα στον Μπλαν. Ο αρχηγός των “τρικολόρ” και ηγέτης της άμυνάς τους θα έχανε τα εναπομείναντα λεπτά και φυσικά τον τελικό του Μουντιάλ.

Η Κροατία πίεσε με γεμίσματα, αλλά ο Μπαρτέζ κινδύνεψε μόνο μία φορά, σε σουτ του Βλάοβιτς που κόντραρε και πήρε περίεργη τροχιά, μέχρι να την απομακρύνει ο Γάλλος τερματοφύλακας σε κόρνερ. Ο Ζιντάν απείλησε σε μία κόντρα, ο Μπλάζεβιτς έριξε στο 89′ τον παραγκωνισμένο στα νοκ άουτ Προσινέτσκι, αλλά το 2-1 έμεινε μέχρι τέλους και η Κροατία αποκλείστηκε από τη συνέχεια.

Υπέταξε την καλύτερη Ολλανδία

Η πορεία των Κροατών δεν σταμάτησε εδώ. Υπήρχε ακόμα ένα παιχνίδι, αρκετά σημαντικό, παρά την απογοήτευση που επικρατούσε. Ο μικρός τελικός ήταν… μεγάλος με βάση τα ονόματα στον αγωνιστικό χώρο.

Η Ολλανδία, που είχε αποκλείσει τους Σέρβους νωρίτερα, διέθετε ίσως την πιο πλήρη ομάδα των “οράνιε” στην ιστορία. Με τον Γκους Χίντινκ στον πάγκο και τους Έντβιν φαν ντερ Σαρ, Γιαπ Σταπ, Μίχαελ Ράιζινχερ, αδερφούς ντε Μπουρ, Ντένις Μπέργκαμπ, Πάτρικ Κλάιφερτ, Κλάρενς Σέεντορφ, Φιλίπ Κοκού, Μπουντεβάιν Ζέντεν, Μαρκ Όφερμαρς, Έντγκαρ Ντάβιντς, Πιερ φαν Χόιντονκ, Τζιοβάνι φαν Μπρόνκχορστ και Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ μεταξύ άλλων στην αποστολή, θα μπορούσε κάλλιστα να φτάσει εκείνη στην κατάκτηση του τροπαίου.

Η απογοήτευσή τους, όμως, αποδείχθηκε μεγαλύτερη από εκείνη των Κροατών, που προηγήθηκαν με τον Προσινέτσκι, ισοφαρίστηκαν από τον Ζέντεν και ανέκτησαν το προβάδισμα με τον Σούκερ, όλα μέσα στα πρώτα 36 λεπτά του αγώνα στο “Παρκ ντε Πρενς”.

Το 2-1 έμεινε μέχρι τέλους και η κατάληψη της 3ης θέσης δικαιολογούσε τον γύρο του θριάμβου από τον Μπλάζεβιτς και τους παίκτες του στο παριζιάνικο γήπεδο.

“Είμαι ποδοσφαιριστής. Είμαι φιλειρηνιστής. Το ποδόσφαιρο δεν είναι πολιτική, αλλά αναγνωρίζω την ισχύ του. Πριν από το Μουντιάλ 1998, η Κροατία αναγνωριζόταν από το 4% του υπολοίπου κόσμου. Μετά από το Μουντιάλ, από το 45%. Είναι απίστευτο”, δήλωνε αργότερα ο Σούκερ, πρώτος σκόρερ εκείνης της διοργάνωσης με έξι γκολ σε επτά αγώνες.

Ο Μπλάζεβιτς, από την πλευρά του, αποκάλυψε το μυστικό της επιτυχίας. “Ήθελαν ποδοσφαιριστές τζέντλεμαν στην ομάδα. Ο Μπίλιτς; Τζέντλεμαν. Ο Στίματς; Τζέντλεμαν. Ο Γιάρνι; Τζέντλεμαν. Ο Προσινέτσκι; Σούπερ τζέντλεμαν. Ο Μπόμπαν; Βασιλιάς τζέντλεμαν. Ο Σούκερ; Πρέσβης τζέντλεμαν. Όλοι γνωρίζουν την Κροατία εξαιτίας τους”.

 

Τα “παιδιά” της Κροατίας

Λίγους μήνες νωρίτερα, η Κροατία βίωνε καθημερινές σκηνές θρήνου και πένθους από τον πόλεμο με τη Σερβία. Ο Ασάνοβιτς έχασε δύο στενούς φίλους, ενώ ο Στίματς αγωνιούσε καθημερινά για τον αδερφό του που υπηρετούσε σε μονάδα διαλογής. Ο ίδιος ο Κρπαν βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πυρός, ανήλικος ακόμα.

Το 1998, η χώρα μετρούσε ακόμα τις πληγές της και προσπαθούσε να γυρίσει σελίδα. Ένα τσούρμο ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές που έτυχε να συμπέσουν και ένας έμπειρος προπονητής που επέμεινε σε σύστημα 3-5-2 την ώρα που όλη η Ευρώπη έπαιζε 4-4-2, κατάφεραν να βάλουν την πατρίδα τους στον χάρτη. Ποδοσφαιρικό και γεωγραφικό.

Μπορεί η συνέχεια να μην ήταν αντίστοιχη για εκείνη την εθνική ομάδα, με τη “χρυσή γενιά” να αποσύρεται σιγά σιγά και σε κάποιες περιπτώσεις να αναλαμβάνει θέσεις σε πάγκους, μεταξύ των οποίων και της ίδιας της Κροατίας, ωστόσο μία δεύτερη “χρυσή γενιά” μοιάζει να διεκδικεί κι αυτή μια θέση στην ιστορία.

Ο Μόντριτς, ο Μάντζουκιτς, ο Πέρισιτς, ο Νίκολα Κάλινιτς, ο Ίβαν Ράκιτιτς, ο Ντάνιελ Σούμπασιτς και οι υπόλοιποι Κροάτες που τίθενται αντιμέτωποι με την Εθνική Ελλάδας αδιαμφισβήτητα αποτελούν τα “παιδιά” εκείνου του πολέμου. Το στοίχημά τους, όμως, είναι να αποδειχθούν τα “παιδιά” εκείνης της ομάδας…

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!