«Δεν κάνω μπάνιο, θέλω να μυρίζω… Ντεταρίλα!» Το πάθος για τον Ολυμπιακό των «πέτρινων χρόνων» μέσα από τις ακαδημίες των 90s
Γνωρίζετε ότι υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές του Ολυμπιακού που νοσταλγούν τον ρομαντισμό των «πέτρινων χρόνων»;
Η διοικητική αστάθεια μετά την αποχώρηση Νταϊφά, οι δικαστικές περιπέτειες των ιδιοκτητών, η δυναμική του Παναθηναϊκού στο παρασκήνιο και η λέξη «αδικία» χαρακτήρισε μία γενιά των σημερινών 30άρηδων.
Κι όμως. Στην εποχή της πλήρους αποκοπής από τη φανέλα, το χρώμα και τα ποδοσφαιρικά ινδάλματα είναι φυσιολογικό η πλειοψηφία των φιλάθλων να στρέφει συχνά το θυμικό στο παρελθόν.
Η παραπάνω πρόταση αφορά στους υποστηρικτές όλων των ομάδων, ωστόσο στην προκειμένη το Sport-Retro.gr θα επικεντρωθεί στον Ολυμπιακό.
Τότε, που το «Γ. Καραϊσκάκης» δεν ήταν γήπεδο, αλλά στάδιο. Τότε, που δεν υπήρχαν πολυτελείς σουίτες και υπερσύγχρονες αίθουσες, αλλά τσιμέντο. Τότε, που το προπονητικό κέντρο του Ρέντη δεν θύμιζε σε τίποτα την τωρινή του μορφή. Τότε, που οι παίκτες… έραβαν πάνω τους τη φανέλα και δεν έφευγαν μέσα σε 1-2 χρόνια.
Οι πιτσιρικάδες των ακαδημιών του Ολυμπιακού εκείνης της εποχής διακατέχονταν από ένα πανίσχυρο πάθος για το ερυθρόλευκο χρώμα, όσα πρεσβεύει ο Πειραιάς και η έννοια «Θρύλος».
Θα έλεγε κανείς ότι τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας 1987-1997 είχαν πεισμώσει τους εκκολαπτόμενους Τσαλουχίδηδες, Καραταΐδηδες και Τσιαντάκηδες, οι οποίοι δεν επηρεάζονταν από τις διαδοχικές απώλειες των τίτλων, παραμένοντας πάντα πιστοί σε αυτά που θεωρούσαν ιδεώδη όταν ήταν μικροί.
Με την πολύτιμη βοήθεια δύο στελεχών των ακαδημιών του Ολυμπιακού, του Παντελή Μπαμπαλίκα και του Τάσου Ρουσάκη, το Sport-Retro.gr φιλοδοξεί να περάσει στους αναγνώστες του ένα «φλιτ» από το άρωμα των 90s.
Πάνω αριστερά ο Παντελής Μπαμπαλίκας και κάτω αριστερά ο Τάσος Ρουσάκης
***
«Η μάνα μου με κλείδωσε λόγω Παναθηναϊκού!»
Ένα αγόρι που μεγαλώνει στην καρδιά του Πειραιά δεν μπορεί παρά να τρέφει έντονα συναισθήματα για τον Ολυμπιακό.
Ο Παντελής Μπαμπαλίκας, γεννηθείς το 1984, βάδισε στα χνάρια των γονιών, του μεγαλύτερου αδερφού, της συντριπτικής πλειοψηφίας της περιοχής.
Η τρέλα του για τον Ολυμπιακό άρχισε από 4-5 ετών, όταν άρχισε να εμφανίζεται στο παλιό προπονητικό κέντρο του Ρέντη και το Στάδιο Καραϊσκάκη με βαμμένο μακρύ κατακόκκινο μαλλί!
«Ήμουν σαν μασκότ της ανδρικής ομάδας», μας εξηγεί ο Παντελής για να καταλάβουμε ότι η ταύτισή του με τους «ερυθρόλευκους» δεν είχε τον χαρακτήρα του εκκολαπτόμενου φιλάθλου που απλά πήγαινε στην εξέδρα χεράκι-χεράκι με τον μπαμπά.
Εύλογα τον ρωτήσαμε αν οι γονείς του είχαν την ίδια τρέλα με τον σύλλογο του Πειραιά, όταν εκείνος ανακάλυπτε το σχήμα της μπάλας, τη μυρωδιά του χορταριού και τους κανονισμούς του ποδοσφαίρου.
«Ήμουν αντιδραστικό παιδί. Στα 5 μου λέω κάποια στιγμή στη μάνα μου ‘θα γίνω Παναθηναϊκός’. Με κλείδωσε απ’ έξω και μου είπε ‘αν δεν γίνεις Ολυμπιακός, δεν μπαίνεις’. Αυτήν την ιστορία την ξέρουν όλοι στη γειτονιά. Καθόμουν, λοιπόν, στα σκαλάκια κι έκλαιγα.
Λίγο αργότερα με βλέπει ο πατέρας μου να κλαίω και με ρωτάει ‘τι κάνεις εδώ, αγόρι μου;’. Του εξηγώ και τι μου λέει; ‘Καλά σου κανε ρε κωλόπαιδο’. Και έφυγε!»
Η επόμενη ερώτηση συνδέεται με τη συλλογική προτίμηση των παιδιών της γενιάς του και η απάντηση ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη.
«Απέναντι στις κούνιες που έπαιζα, όλα τα παιδάκια ήταν Ολυμπιακοί. Εγώ, από την πλευρά μου, ήμουν γέννημα θρέμμα Πειραιώτης. Όπως καταλαβαίνεις, σε συνδυασμό και με την ιστορία με τους γονείς μου που σου είπα πριν, δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω κάποια άλλη ομάδα».
Τα παιδιά του Πειραιά
Αν έχετε βγάλει το συμπέρασμα ότι ο Παντελής είναι ένας άνθρωπος φανατισμένος έχετε πέσει έξω, αφού η αγάπη του για τον Ολυμπιακό ήταν αγνή, αλλά η κρίση του πάντα αντικειμενική, όπως θα διαπιστώσετε στην πορεία.
Όταν ενημερώθηκε από τον τότε συμπαίκτη του στις «ερυθρόλευκες» ακαδημίες Τάσο Ρουσάκη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου αφιερώματος, ξαγρύπνησε από τη χαρά του.
«Μας γυρίζεις στα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια. Τα πιο ξένοιαστα της ζωής μας. Είναι υπέροχο που έχουμε την ευκαιρία να εξωτερικεύσουμε όσα ζήσαμε τότε», λέει ο Παντελής Μπαμπαλίκας.
Ο Τάσος Ρουσάκης ήταν ένα από τα κορυφαία ποδοσφαιρικά ταλέντα της γενιάς του στα Νότια Προάστια της Αττικής, εξ ου και η άνεση που προσαρμόστηκε στις ακαδημίες μιας τόσο μεγάλης ομάδας.
Γεννηθείς το 1985, επί σειρά ετών άσος των επαγγελματικών κατηγοριών με θητεία σε Γ.Σ. Ηλιούπολης, Καλλιθέα, Απόλλων Σμύρνης, Εργοτέλη και, πλέον, Αήττητο Σπάτων, ο πάντα διαβασμένος αμυντικός μέσος διακρίνεται για τη σεμνότητά του.
Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί σε ομάδα Super League, εφοδιασμένος καθώς ήταν, όχι από γνωριμίες και… μανατζαραίους, αλλά από τις πολύτιμες εμπειρίες που αποκόμισε με την ερυθρόλευκη φανέλα.
Ένα τεράστιο μέρος των αναμνήσεων των δύο παιδιών, μαζί με δεκάδες ανέκδοτες φωτογραφίες από τον Ολυμπιακό των 90s, θα έχετε την ευκαιρία να απολαύσετε μόνο στο Sport-Retro.gr.
Προσπαθήστε να ανατρέξετε μερικές δεκαετίες πίσω, τότε που θέλατε να μοιάσετε στον Δομάζο, τον Σιδέρη, τον Παπαϊωάννου, τον Κούδα, τον Χατζηπαναγή ή τον Σαραβάκο, τον Αναστόπουλο και τον Μαύρο…
Τότε που περιμένατε την Κυριακή με απερίγραπτη ανυπομονησία και που όταν πλησιάζατε στο γήπεδο οι παλμοί της καρδιάς γίνονταν πιο έντονοι.
Το στρίμωγμα έξω από τη θύρα, οι πρώτες ματιές στο χορτάρι, οι χιλιάδες φίλαθλοι, τα κασκόλ, τα μάτριξ, η είσοδος των παικτών στον αγωνιστικό χώρο, ο συντονισμός στην ΕΡΑ Σπορ κατά την αποχώρηση…
«Έφτιαχνα βουναλάκια στο χώμα…»
Οι απαιτούμενες πληροφορίες έχουν δοθεί, συνεπώς ο λόγος αρχίζει σιγά-σιγά να περνά σε έναν άνθρωπο που έζησε 10 ολόκληρα χρόνια στις ακαδημίες του Ολυμπιακού.
«Ξεκίνησα να πηγαίνω με τον κατά 4 χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου όταν ήμουν μόλις 4 ετών. Σκέψου ότι μετά από μένα οι νεότεροι ήταν 8 χρονών», λέει ο Παντελής, στιγμές πριν μας διηγηθεί την πρώτη ίσως έντονη στιγμή της ζωής του.
«Όταν έκαναν προπόνηση οι μεγάλοι στο βοηθητικό, καθόμουν μες στη μέση του γηπέδου και έφτιαχνα βουναλάκια στο χώμα! Δεν με έβγαζαν γιατί έκλαιγα. Ήμουν θρασύτατος», παραδέχεται.
-Τους… ενοχλούσες και όταν μεγάλωσες λίγο;
«Επί Διαμαντόπουλου (σ.σ. σεζόν 1995-96) που ήμουν πια 11 ετών, άνοιγα την πόρτα των αποδυτηρίων, κοιτούσα μέσα και έφευγα (γέλια)».
-Μάλλον σε αγαπούσαν πολύ.
«Τα πιο τρελαμένα παιδάκια ήμουν εγώ και ο Μπάμπης ο Στεφάνου, τον οποίον αποκαλούσαν «Φούνες». Εγώ ήμουν πιο μικρός και με πρόσεχαν λίγο παραπάνω. Θα σου πω ένα τρομερό περιστατικό. Πριν από 2 χρόνια είχα πάει στο αεροδρόμιο για να βρω έναν φίλο μου και πέτυχα τον Νινιάδη.
‘Γεια σου ρε Νινί’, του λέω. Όχι ως παλιός παίκτης των ακαδημιών, απλά ως θαυμαστής ας πούμε. ‘Ρε συ, κάπου σε ξέρω’, μου λέει. Του λέω ‘έπαιζα στον Ολυμπιακό παλιά’. Μου απαντάει ‘ρε είσαι αυτός με το κόκκινο μακρύ μαλλί;’. Με θυμήθηκε! Έπαθα την πλάκα μου κι εγώ και η παρέα μου».
-Καλά πώς έγινε αυτό;
«Σου λέω ήμουν χαρακτηριστικό μούτρο. Με τον Νινιάδη, τον Μπατίστα, τον Καραπιάλη, τον Κακλαμάνο και άλλους 2 παίκτες από το Ερασιτεχνικό είχαμε πάει στα εγκαίνια του Nike Club στον Πειραιά. Ήταν σαν να ήμουν επαγγελματίας. Ζούσα το όνειρό μου. Έλεγε όλη την ώρα αστεία ο Μπατίστα και γελούσαμε».
«Δεν κάνω μπάνιο, μυρίζω… Ντεταρίλα!»
-Μου είπες για Ανδρέα Νινιάδη, αλλά ανέφερες και το όνομα του Βασίλη Καραπιάλη. Θυμάσαι χαρακτηριστικό περιστατικό;
«Παίζαμε στο Καραϊσκάκη με τον Αθηναϊκό. Ήμουν 11-12 χρονών. Εκείνη τη μέρα, μάλιστα, μου είχε δώσει το περιβραχιόνιο ο Γατόπουλος του Αθηναϊκού. Μετά δεν θα ερχόταν η μάνα μου να με πάρει από το γήπεδο και θα έπρεπε να γυρίσω με τα πόδια. Με βλέπει απ’ έξω ο Καραπιάλης και με ρωτάει ‘Παντέλο πού είναι η μαμά σου;’ Του απάντησα ότι δεν θα έρθει και πως θα γυρίσω με το τρένο.
Μου λέει ‘έλα θα σε πάω εγώ’. Έρχεται τότε ο Ηλίας ο Σαπάνης και του λέει ‘άστο Βασίλη θα τον πάω εγώ’. Ο Σαπάνης έμενε κοντά μου στο Πασαλιμάνι. Πράγματι, μπήκα στο αυτοκίνητό του, όπου συνεπιβάτης ήταν και ο αδερφός του ο μικρός (σ.σ. Μίλτος) που τότε έπαιζε στον Πανηλειακό και μετά πήγε στον Παναθηναϊκό. Του λέει ‘Μίλτο, μιλάμε ο μικρός είναι μεγάλη παιχτούρα, την κολλάει την μπάλα όποτε θέλει’».
-Πρόλαβες Λάγιος Ντέταρι;
«Αν πρόλαβα; Γινόταν χαμός έξω απ’ το προπονητικό όταν ήρθε. Μόλις μπήκε μέσα με πήρε αγκαλιά, με πήγε μέχρι τα αποδυτήρια και με φίλησε. Σκέψου ότι τότε έλεγα στη μάνα μου ‘δεν ξανακάνω μπάνιο, θέλω να μυρίζω πάντα… Ντεταρίλα’».
-Τώρα θα σε πάω στην εποχή που ήσουν αγέννητος. Θανάσης Μπέμπης. Μας «άφησε» πρόσφατα. Ερχόταν τότε στο προπονητικό;
«Ερχόταν, αλλά δεν έκανε προπόνηση σε κανέναν. Απλώς βοηθούσε λίγο τον Κριμιτζά και τον Τάκη Σπυρόπουλο. Επειδή δεν μπορούσα να παίξω με τους μεγαλύτερους, μου έδινε μια μπάλα και με έβαζε να κάνω κοντρόλ μία με το αριστερό, μία με το δεξί κι εγώ έκλαιγα επειδή δεν μπορούσα να παίξω.
Σιγά-σιγά μου έβγαιναν και μέσα στο παιχνίδι όλα αυτά και πίστεψέ με τότε το κατάλαβα. Σε ηλικία περίπου 6 χρονών είχαν έρθει κι άλλα 2-3 παιδάκια στην ηλικία μου κι έτσι ξεκίνησαν τα προ-τζούνιορ στον Ολυμπιακό.
Είχαν κάτσει μέσα στο καμαράκι ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, ο Νίκος Κριμιτζάς και ο Θανάσης Μπέμπης και έτσι αποφασίστηκε.
Ο Μπέμπης μου είχε απίστευτη αδυναμία. Σε μία γιορτή είχε πει για μένα ότι ‘αυτός ο μικρός θα φορέσει το 7 του Ολυμπιακού και της Εθνικής’, αλλά δυστυχώς δεν τον έβγαλα αληθινό».
-Δεν γίνεται να μην θυμάσαι κάποια ιστορία και με τον Αχιλλέα Γραμματικόπουλο.
«Πραγματικός θρύλος του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όλη του η ζωή ο Ολυμπιακός. Δεν υπήρχε κάτι άλλο για εκείνον. Θυμάμαι που μας έλεγε πως όταν οι αντίπαλοι πλησίαζαν στην εστία του συνήθιζε να πετάει την τραγιάσκα του στην μπάλα για να τους μπερδεύει!»
-Εκπληκτικό… Πάμε, όμως, τώρα σε μία δύσκολη… αποστολή. Παναθηναϊκός!
«Είχα παίξει 3 φορές κόντρα στον Παναθηναϊκό και είχα βάλει 3 γκολ. Όταν με μάρκαραν τους έλεγα ‘ρε, μην με ακουμπάτε’. Σε ένα από αυτά τα ματς, μάλιστα, είχε έρθει ο Βάντσικ και μας είχε δει. Είχαμε χάσει 4-2 με 2 γκολ δικά μου. Περιττό να σου πω ότι έκλαιγα και δεν μπορούσα να συνέλθω με τίποτα.
Είχε έρθει τότε ο Βάντσικ, με είχε πάρει αγκαλιά και μου είχε πει ‘αγόρι μου μην κλαις γιατί θα παίξεις μεγάλη μπάλα, εγώ ήδη φοβάμαι’. Έτσι σταμάτησα να κλαίω.
Όταν έπαιζαν οι Άνδρες με τον Παναθηναϊκό και ήμασταν ball boys, υπήρχαν οπαδοί του Παναθηναϊκού από τη θύρα 12 μέχρι τη θύρα 15. Ε, κάναμε καμιά χειρονομία με τρόπο. Μικρά αρρωστάκια ήμασταν (γέλια).
Σε ένα τουρνουά είχαμε παίξει με την ακαδημία του Ρότσα και είχα κάνει τρομερό ματς. Τους νικήσαμε 1-0 με δικό μου γκολ. Στο τέλος του αγώνα καθόμουν με τη μάνα μου και τον Αχιλλέα Γραμματικόπουλο και μου είχε πει να πάω στην Παιανία, ότι θα με κάνει μεγάλο αστέρι, πως είναι κρίμα να μην πάω για να φτιάξω τη ζωή μου κτλ.
Ο Γραμματικόπουλος μου εξήγησε πως δεν έχω δελτίο και πως μπορώ να αποφασίσω ό,τι θέλω, ενώ το ίδιο είπε και η μητέρα μου, αλλά εγώ είχα αντίθετη άποψη. Του είπα ‘δεν υπάρχει περίπτωση να φορέσω πράσινα, εγώ έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στον Πειραιά, όλοι οι φίλοι μου είναι Ολυμπιακοί και θα παίξω μόνο στον Ολυμπιακό’.
Θυμάμαι, μάλιστα, ότι τότε ο Ρότσα μου είχε πει ‘έλα στον Παναθηναϊκό, θα σε κάνω καλύτερο από τον Βαζέχα’ κι εγώ είχα απαντήσει με θράσος. Του είχα πει ‘εγώ είμαι καλύτερος, γι’ αυτό θα παίξω στον Ολυμπιακό’».
-Τότε, όμως, ο Παναθηναϊκός έδινε περισσότερη βάση στις ακαδημίες του συγκριτικά με τον Ολυμπιακό.
«Αλήθεια είναι αυτό. Και γι’ αυτό εκείνη την εποχή ο Παναθηναϊκός ήταν καλύτερος. Στα τέλη 90s με μέσα 00s, η μισή ομάδα του προερχόταν από τις ακαδημίες. Από τις δικές μας ακαδημίες, εκείνης της εποχής εννοώ, έκαναν καριέρα μόνο ο Ρουσάκης, ο Μενδρινός και ο Βέρτζος, με τον οποίον κάναμε συνέχεια παρέα, ο ένας πήγαινε καθημερινά στο σπίτι του άλλου, οι γονείς μας είχαν γίνει φίλοι κτλ.».
-Γιατί έφυγες από τον Ολυμπιακό;
«Τότε ο Ολυμπιακός δεν σου έδινε την ευκαιρία να συνεχίσεις. Πήγαινες 17-18 και σε έστελναν στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα του Πειραιά. Εγώ έφυγα όταν ήμουν στα 14 γιατί σχεδίαζα να παίξω 3-4 χρόνια ερασιτεχνικό και μετά μήπως μπορέσω να πάω σε ομάδα Β’ Εθνικής.
Βρέθηκα με τον Θεοδωρακάκη και τον Κουμαριά. Θυμάμαι που μου έλεγε ο Θεοδωρακάκης ‘μείνε θα αλλάξουν τα πράγματα’. Είπαν και στη μητέρα μου να με μεταπείσει, όμως εκείνη ήταν ξεκάθαρη. ‘Ό,τι θέλει ο Παντελής’, τους απάντησε. Έτσι έφυγα.
Όπως καταλαβαίνεις όλη μου η παιδική ηλικία ήταν μέσα στο Στάδιο Καραϊσκάκη, πλάι σε τόσους σπουδαίους παίκτες. Μου λένε συχνά ότι είναι κρίμα που δεν έπαιξα γιατί είχα καλή σχέση με την μπάλα. Όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό πήγα στη Χαραυγή και βρήκα πρώτος σκόρερ σε όλη την Ελλάδα με 35 γκολ σε 8 ματς!
Δυστυχώς, όμως, έκανα 3 χειρουργεία για χιαστούς, εκ των οποίων το πρώτο όταν πήγαινα για να υπογράψω στον Πανηλειακό σε ηλικία 18 χρονών. Ε, ήμουν και λίγο κωλόπαιδο, οπότε καταλαβαίνεις… ολοκληρώθηκε το παζλ».
Η κολόνια του Ίβιτς και τα σουτ στον Στρακόσα
-Προτού φύγεις, ωστόσο, είχες… θητεία και ως ball boy.
«Ναι βέβαια. Το πρώτο ματς που μάζευα μπάλες ήταν με την Τενερίφη το 4-3 και στο ένα γκολ είχε έρθει ο Κρίστενσεν πάνω μου στο κόρνερ στη θύρα 12».
-Ποιος ήταν ο αγαπημένος σου παίκτης;
«Ο Ίλια Ίβιτς. Είχα μεγάλο έρωτα και ήμουν συνέχεια δίπλα του. Όταν έβγαινε από τα αποδυτήρια για τους αγώνες, πήγαινα κοντά του, με έπιανε αγκαλιά και βγαίναμε μαζί. Μια μέρα στον Ρέντη μου λέει ‘έλα μέχρι το αμάξι μου’. Πήγαμε και μου έδωσε μια κολόνια.
Θα σου πω και για Φώτη Στρακόσα. Τότε κάναμε σχεδόν την ίδια ώρα προπόνηση με τον Εθνικό στο βοηθητικό γήπεδο. Επειδή ήμουν μικρός δεν συμμετείχα σε όλες τις προπονήσεις, αλλά έπαιρνα μια μπάλα και την πασπάτευα. Το κατείχα, όμως, και όλοι με έκαναν χάζι. Με φώναζε, λοιπόν, ο Στρακόσα όταν ήμουν μόνος και του έκανα σουτ για να τον «ζεστάνω».
-Τάσο, ο λόγος τώρα σε σένα. Εσύ δεν ήσουν… μόνιμος κάτοικος Ρέντη, όπως ο Παντελής, αλλά σίγουρα θα θυμάσαι κάποια περιστατικά.
«Ναι φυσικά. Ας πούμε μου έχει μείνει χαραγμένη η ιστορία που μας έλεγε ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος με την τραγιάσκα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ επίσης που μερικοί άναβαν καπνογόνα και φώναζαν συνθήματα στις πορείες μας προς τα γήπεδα πριν από αγώνες. Ήμασταν πιτσιρικάδες, υπήρχε τρέλα».
-Ένα χαρακτηριστικό ματς;
«Υπήρχε ένας αγώνας για ένα τουρνουά, όπου χάναμε 5-2 και καταφέραμε να ισοφαρίσουμε σε 5-5!»
-Εσύ γιατί έφυγες;
«Έπρεπε να υπογράψω δελτίο, αλλά δεν ήθελε ο πατέρας μου. Ήταν ανάλογη περίπτωση με του Παντελή. Δηλαδή θα με δέσμευαν και δεν θα μπορούσα να πάω αλλού».
-Αν δεν κάνω λάθος υπήρχε ενδιαφέρον από το εξωτερικό όταν ακόμη ήσουν 12-13 ετών.
«Ναι. Πιθανότατα ήταν τη χρονιά που έπαιζα και μερικά ματς με τον Γ.Σ. Ηλιούπολης. Τελικά δεν προχώρησε ποτέ».
***
Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, η ανιδιοτελής αγάπη που αισθάνεται ένας πιτσιρικάς για την ομάδα του (ναι ομάδα ΤΟΥ γιατί στο παιδικό του το μυαλό νιώθει ότι αποτελεί μέρος της) δεν επηρεάζεται από πίκρες, ήττες, αποκλεισμούς και διαιτητικές «σφαγές».
Τότε τα «πέτρινα χρόνια» είχαν ταυτιστεί με τον Ολυμπιακό, έκτοτε με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ, ενώ οι λοιπές δυνάμεις αρκούνται μόνο σε εφήμερες χαρές. Αυτό δυστυχώς είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Τι πρέπει να κρατάμε μέχρι τη στιγμή που όλα θα γίνουν ιδανικά (και στον αθλητισμό); Μα, την αγάπη και την τρέλα των πιτσιρικάδων, αυτή δηλαδή που ζήσαμε κι εμείς κάποτε, για την μπάλα, τα ινδάλματα, το έμβλημα και τα χρώματα της αγαπημένης μας ομάδας.