Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήρθε στον ποδοσφαιρικό κόσμο μία ημέρα σαν κι αυτή. Ήταν 20 Οκτωβρίου 1976, δέκα μέρες πριν από τα 16α γενέθλιά του, όταν έκανε το ντεμπούτο του με τη φανέλα της Αργεντίνος Τζούνιορς.
Ο Τύπος της εποχής δεν ήταν ευνοϊκός για την εμφάνισή του, έστω κι αν είχε διαγνώσει το μεγάλο ταλέντο του. Η ιστορία τον δικαίωσε…
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Αργεντινή
«Κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά»
Είδε το πρώτο φως της ημέρας στις 30 Οκτωβρίου 1960, στο νοσοκομείο «Policlínico Evita» του Λανούς, στο Μπουένος Άιρες. Μετά από τρία κορίτσια, ο Ντιέγκο Μαραντόνα με το ψευδώνυμο Τσιτόρο και η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο, ή αλλιώς Δόνια Τότα, έκαναν το όνειρό τους πραγματικότητα κι έφεραν στον κόσμο το πρώτο αγόρι τους. Θα ακολουθούσαν άλλα δύο, οι Ούγκο και Ραούλ (και ακόμα δύο κορίτσια), που επίσης θα γίνονταν ποδοσφαιριστές, ωστόσο ο μικρός Ντιέγκο ήταν αυτός που ξεχώρισε από πολύ νωρίς.
Οι συνθήκες οδήγησαν την οικογένεια σε ακόμα μία μετακόμιση. Η παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο, στα νότια προάστια της πρωτεύουσας της Αργεντινής, θα αποτελούσε την πρώτη έδρα στην οποία θα αγωνιζόταν ο Ντιεγκίτο. Για την επιβίωση…
Δεν είχε συμπληρώσει καλά καλά τα τρία έτη, όταν ένα βράδυ περπατούσε έξω από το σπίτι της οικογένειας, ένα παράπηγμα με τσίγκους αντί για σκεπές και πλίνθους αντί για τούβλα. Το σκότος που έπνιγε την περιοχή και ένα απρόσεκτο βήμα τον έριξαν μέσα στην γούρνα που η οικογένεια χρησιμοποιούσε ως τουαλέτα.
Μικρός το δέμας γαρ, ο Μαραντόνα πάλευε με λάσπες και περιττώματα που τον απειλούσαν με έναν τραγικό πνιγμό. Η φωνή του θείου του Σιρίλο, του ποδοσφαιρικού καμαριού της οικογένειας που είχε στεφθεί πρωταθλητής ως τερματοφύλακας σε τοπική ομάδα της Εσκίνα, ακούστηκε λυτρωτικά στα αυτάκια του ταραγμένου μπόμπιρα: «Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά».
Λίγο φαγητό, πολύ μπάλα
Όταν άρχισε να μεγαλώνει, η μπάλα που του χάρισε ο ξάδερφός του, Μπέτο Σάρατε, έγινε ο καλύτερος φίλος του. Με αυτήν έπαιζαν τα αδέρφια Μαραντόνα στο σπίτι, πετώντας την στον τοίχο τα βράδια που έκανε κρύο και αναγκάζονταν να μείνουν μέσα, μη έχοντας ζεστά ρούχα για να αντέξουν.
Φαγητό, πάντως, υπήρχε πάντα και γι’ αυτό φρόντιζε ο πατέρας της οικογένειας, ο οποίος έλειπε συνεχώς στη δουλειά. Σηκωνόταν κάθε πρωί στις 6 για να πάει στο εργοστάσιο δίπλα στον μολυσμένο ποταμό Ριατσουέλο, ο οποίος αποτελούσε το άτυπο διαχωριστικό της πλούσιας με τη φτωχή πλευρά της πρωτεύουσας της Αργεντινής.
«Ο Μαραντόνα στόχος του Παναθηναϊκού»
«Όταν το φαγητό ήταν λίγο και δεν έφτανε, η μητέρα μου προσποιούταν στομαχόπονο», θυμάται συγκινημένος ο Μαραντόνα για τη μοιρασιά μιας επιπλέον μερίδας σε οκτώ παιδιά.
«Παρότι δεν είχαμε φως τη νύχτα, παίζαμε μπάλα κι έτσι την ημέρα τα καταφέρναμε πολύ καλύτερα, ήμασταν πολύ πιο γρήγοροι», εξιστορεί ο Μαραντόνα σχετικά με τη σχέση πάθους που ανέπτυξε με το ποδόσφαιρο.
Έγινε… Κρεμμυδάκι
Τα εμπόδια δεν ήταν ανυπέρβλητα και η… φύση βρήκε τον δρόμο και στην περίπτωση του Μαραντόνα, ο οποίος από την ομάδα που είχε φτιάξει ο πατέρας του, έφτασε να βρίσκεται στο «μικροσκόπιο» της Αρχεντίνος Τζούνιορς.
Ο πατέρας του Γκόγιο Καρίσο, ενός παιδιού από την παρέα και γείτονας της οικογένειας Μαραντόνα που έπαιζε σε μία παιδική ομάδα, είχε πελάτη έναν οδηγό φορτηγού ονόματι Χοσέ Τρότα. Όταν ο Τρότα έμαθε για την παρουσία ενός τόσο σπουδαίου ταλέντου στη γειτονιά, δεν έχασε την ευκαιρία και προσέγγισε τον Δον Ντιέγκο.
Παρότι ο τελευταίος είχε στήσει μία μικρή τοπική ομάδα («Ερυθρός Αστέρας»), δεν αρνήθηκε να ακούσει την πρόταση του Τρότα, που ήθελε να ενημερώσει για τον μικρό Ντιέγκο τον προπονητή της Σεμπολίτας («Κρεμμυδάκια»), θυγατρικής της Αρχεντίνος Τζούνιορς (ομάδα πρώτης κατηγορίας τότε).
Ο Τσιτόρο αντιλήφθηκε την ανάγκη του Μαραντόνα να εξερευνήσει το καλύτερο για το μέλλον του και δέχθηκε. Ο προπονητής, Φρανθίσκο Κορνέχο, δέχθηκε να δοκιμάσει τον Μαραντόνα κατόπιν πιέσεων του Γκόγιο και τον Δεκέμβριο του 1968, ο Τρότα μετέφερε με το φορτηγό του τον 8χρονο Ντιεγκίτο στη γειτονιά Πατερνάλ για προπόνηση.
«Έμοιαζε να ήρθε από άλλον πλανήτη. Από την αρχή, όταν άγγιξε την μπάλα, την έκανε ότι ήθελε», θυμάται ο Κορνέχο, ο οποίος εξελίχθηκε σε μέντορα και φίλο του Μαραντόνα, προσφέροντάς του το βήμα για την πρώτη ποδοσφαιρική παράσταση.
Έγραψαν λάθος το όνομά του
Ακολούθησαν επιτυχίες με τη Σεμπολίτας και ένα αήττητο σερί 136 αγώνων που έφερε τον τίτλο του 1972. Παράλληλα, πραγματοποιούσε εμφανίσεις στο ημίχρονο των αγώνων της Αρχεντίνος Τζούνιορς, όπου έκανε κόλπα με την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου. Μία τέτοια εμφάνιση έβαλε -έστω κι ανορθόγραφα- το όνομά του για πρώτη φορά στις εφημερίδες, στην «Clarin» της 28ης Σεπτεμβρίου 1971.
«Είναι αριστεροπόδαρος, αλλά γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί το δεξί. Ο Ντιέγκο Καραντόνα, 10 ετών, κέρδισε το χειροκρότημα στο ημίχρονο του αγώνα Αρχεντίνος Τζούνιορς – Ιντεπεντιέντε, πραγματοποιώντας κανονική επίδειξη των σπάνιων ικανοτήτων του σε κοντρόλ και ντρίμπλα. Η φανέλα του είναι πολύ μεγάλη και η φράντζα σπάνια του επιτρέπει να δει κανονικά.
Μοιάζει σαν να απέδρασε από σκουπιδότοπο. Μπορεί να σταματήσει την μπάλα και μετά να την σηκώσει εύκολα και με τα δύο πόδια. Μοιάζει σαν να γεννήθηκε ποδοσφαιριστής. Δεν φαίνεται να ανήκει στο σήμερα, αλλά ανήκει. Έχει πολύ αργεντίνικη αγάπη για την μπάλα και χάρη σε αυτόν, το ποδόσφαιρο θα συνεχίσει να καλλιεργεί σπουδαίους παίκτες».
Μετά από πέντε χρόνια, εμφανίστηκε ξανά στο γήπεδο στο ημίχρονο, αλλά όχι για τον ίδιο λόγο. Αυτήν τη φορά το έκανε κατόπιν εντολής του προπονητή του…
«Μπες μέσα και ρίξε μια κλωτσιά»
Η 20ή Οκτωβρίου είναι μία ιστορική ημέρα για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, αφού σαν σήμερα το 1976 ο Μαραντόνα έκανε το ντεμπούτο του σε επίπεδο ανδρών.
Σε ηλικία 15 ετών και 355 ημερών, ο βραχύσωμος Αργεντινός φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα της Αρχεντίνος Τζούνιορς με το νούμερο 16 στην πλάτη, κάθισε στον πάγκο στην εντός έδρας αναμέτρηση με την Ταγέρες και περίμενε την ευκαιρία του.
Αυτήν του δόθηκε στο ημίχρονο, όταν ο προπονητής Χουάν Κάρλος Μοντές, τον κάλεσε και του είπε: «Μπες μέσα και ρίξε μια κλωτσιά». Στον Ρουμπέν Ανίμπαλ Χιακομπέτι είπε το αντίθετο: «Μείνε εδώ για να μπει ο Ντιέγκο».
Όπερ και εγένετο και με την έναρξη του 2ου ημιχρόνου, ο Μαραντόνα πέρασε στον αγωνιστικό χώρο. Πρώτο θύμα του ο Τσάτσο Καμπρέρα, ο οποίος δέχθηκε ένα δυνατό μαρκάρισμα από τον Μαραντόνα. Στην πρώτη πάσα που πήρε, πέρασε την μπάλα ανάμεσα από τα πόδια του Χουάν Καμπρέρα.
Το αποτέλεσμα, όμως, δεν ήρθε. Η Ταγέρες πήρε την εκτός έδρας νίκη με 1-0 και ο Μαραντόνα δεν είχε καλή απόδοση.
Η ανασκόπηση της «Clarín» για τον αγώνα τον χαρακτηρίζει «πολύ ικανό» και για την απόδοσή του αναφέρει ότι «δεν αγωνίστηκε καλά. Οι προσπάθειές του συνήθως κατέληγαν σε πρόσκρουση στη σιδηρά άμυνα της Ταγέρες, που στο 2ο ημίχρονο αφοσιώθηκε στις αντεπιθέσεις».
Ο Μαραντόνα δεν πτοήθηκε από αυτήν την αποτυχία. Αφού δώρισε τη φανέλα στη μητέρα του, επέμεινε και έφτασε μέχρι την κορυφή, το ποδοσφαιρικό Έβερεστ.
Στις 14 Νοεμβρίου θα πετύχει το πρώτο γκολ του από τα δύο που θα σημειώσει στη σεζόν, στις συνολικά 11 συμμετοχές που έκανε μέχρι τον Δεκέμβριο.
Τον Φεβρουάριο 1977, σε ηλικία 16 ετών και 4 μηνών, θα πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του και με την εθνική Αργεντινής, σε φιλικό κόντρα στην Ουγγαρία. Ήταν η σεζόν που αγωνίστηκε 49 φορές με την Αρχεντίνος, σημείωσε 19 γκολ και απέδειξε ότι μπροστά του ξεδιπλωνόταν μία τεράστια καριέρα.