Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα έζησε τα πάντα στην ποδοσφαιρική ζωή του. Έπαιξε σε κορυφαίο επίπεδο στη χώρα του (Ατλέτικο Μινέιρο, Γκρέμιο), κατέκτησε ηπειρωτικό τίτλο (Copa Libertadores 2013), παραλίγο να κατακτήσει και δεύτερο (Champions League 2005-2006), πήρε μεγάλη μεταγραφή (Άρσεναλ), κατέκτησε εγχώριους τίτλους (Άρσεναλ, Παναθηναϊκός).
Οι μεγαλύτερες διακρίσεις ήρθαν με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της πατρίδας του, την εθνική Βραζιλίας, με την οποία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο 2002, το Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005 και του 2009 και το Copa América 2007.
Η πορεία του μοιάζει με παραμύθι. Δεν ήταν έτσι, όμως. Γιατί όταν γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1976, ήταν ακόμα ένα παιδί μιας φτωχής οικογένειας, που ήταν προδιαγεγραμμένο να καταλήξει στη σκοτεινή πλευρά της ζωής. Ο άλλοτε αρχηγός της «σελεσάο» κατάφερε να ξεπεράσει τις κακουχίες και αποζημιώθηκε με μία αξιοζήλευτη καριέρα.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για τη Βραζιλία
Στο ίδιο δωμάτιο με τις τρεις αδερφές του
Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα γεννήθηκε σε ένα μικρό σπίτι στην περιοχή Ουσίνα Λουσιάνια της πόλης Λαγκόα ντα Πράτα, που βρίσκεται δίπλα στον Αμαζόνιο και έχει 45.000 κατοίκους. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς και μαζί με τη νοικοκυρά μητέρα του, έπρεπε να τα βγάλει πέρα μαζί με τις τρεις μικρότερες αδερφές του. Μάλιστα, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τέτοια που έπρεπε να μοιράζεται το ίδιο δωμάτιο με αυτές.
«Δεν είχα ευθύνες στη ζωή μου. Έπαιζα ποδόσφαιρο στους δρόμους με τα ξαδέρφια και τους φίλους μου και ποτέ δεν είχα σχέση με ναρκωτικά ή βία», θυμάται ο ίδιος για τα πρώτα, ανέμελα χρόνια της ζωής του στη Μίνα Ζεράις, την 3η πιο ανεπτυγμένη οικονομικά ομόσπονδη πολιτεία της Βραζιλίας και 4η μεγαλύτερη σε έκταση, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικά της χώρας.
«Στην αρχή, ζούσαμε σε ένα μικρό σπίτι που έχτισε ο πατέρας μου. Δεν ήμασταν τόσο φτωχοί, όχι όπως σε κάποια μέρη της Βραζιλίας ή της Αφρικής. Όμως δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Υπήρχε μόνο ένα υπνοδωμάτιο, όπου κοιμούνταν η μητέρα και ο πατέρας μου. Εγώ έπρεπε να κοιμάμαι στο σαλόνι, στο πάνω κρεβάτι και οι τρεις αδερφές μου κοιμούνταν από κάτω. Οπότε γνωρίζω και τις δύο πλευρές της ζωής. Την καλή και την κακή. Όχι πραγματικά κακή, αλλά η ζωή μου ήταν δύσκολη, σκληρή».
Είδωλά του ο Ζίκο και ο Ντούνγκα
Το 1988, σε ηλικία 12 ετών, αποφασίζει να ασχοληθεί πιο επισταμένα με το ποδόσφαιρο και εντάσσεται στα τμήματα υποδομής της τρίτης ομάδας του Μπέλο Οριζόντε, της Αμέρικα Μινέιρο. Η πρώτη θέση του ήταν εκείνη του κεντρικού αμυντικού, ασυνήθιστο για ένα παιδί που την ίδια εποχή μεγάλωνε με παραστάσεις παικτών όπως ο Ρομάριο, ο Μπεμπέτο, ο Καρέκα και ο Ραΐ.
«Ως παιδί, αγαπούσα τον Ζίκο, αλλά όταν άρχισα να παίζω σοβαρά, κοίταγα τον Ντούνγκα. Ο πατέρας μου πάντα μιλούσε γι’ αυτόν. Του άρεσε επειδή ο Ντούνγκα έπαιζε για την ομάδα που υποστήριζε ο πατέρας μου, την Ιντερνασιονάλ. Οπότε μελέτησα την αποφασιστικότητα του Ντούνγκα και την ικανότητα να χειρίζεται την μπάλα». Επειδή ήταν κεντρικός αμυντικός, όμως, αγαπούσε και τον σταρ εκείνης της εποχής, τον Φράνκο Μπαρέζι.
Δούλευε σε εργοστάσιο, ξυπνούσε στις 3 το πρωί
Ο πατέρας του τον δίδασκε πώς να φτιάχνει έπιπλα, μία τέχνη που ίσως θα του φαινόταν χρήσιμη τα επόμενα χρόνια, αν δεν τα κατάφερνε με το ποδόσφαιρο. Το 1991 ήρθε η ώρα να την αξιοποιήσει. Ο πατέρας του Ζιλμπέρτο Σίλβα βγήκε στη σύνταξη και ο νεαρός Βραζιλιάνος ήταν ο μοναδικός στην οικογένεια που θα μπορούσε να εργαστεί για να προσφέρει τα προς το ζην στα αγαπημένα πρόσωπά του. Την ίδια περίοδο, η μητέρα του άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στα νεφρά και τα οικογενειακά έξοδα εκτοξεύθηκαν στα ύψη.
Το μηνιαίο εισόδημα έπρεπε να αυξηθεί και τα χρήματα που έπαιρνε από την Αμέρικα Μινέιρο ήταν ελάχιστα για να βοηθήσουν την κατάσταση. Μόλις 15 ετών, παρ’ όλα αυτά, βρέθηκε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: ποδόσφαιρο ή επιβίωση.
Επέλεξε το δεύτερο και γι’ αυτό σταμάτησε να πηγαίνει στις προπονήσεις της Αμέρικα. Αντ’ αυτού, άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές για το μεροκάματο. Εργάστηκε ως μεταλλωρύχος, ως ξυλουργός, αλλά κυρίως ως εργάτης σε εργοστάσιο γλυκών, με μηνιαίο μισθό περίπου 80 ευρώ σε σημερινές τιμές.
«Μερικές φορές σταματούσα τη δουλειά στις 10 το βράδυ. Δούλευα και υπερωρίες. Ορισμένες μέρες άρχιζα στις 4 το πρωί, οπότε έπρεπε να σηκωθώ από τις 3. Κάποιες φορές κατάφερνα να πάρω πίσω στο σπίτι μερικές καραμέλες στις τσέπες μου, αλλά όχι πολλές».
«Ήμασταν φτωχή οικογένεια και έπρεπε να εργαστώ σκληρά. Γι’ αυτό, ως παιδί, έπρεπε να πιάσω όλες αυτές τις δουλειές ως εργάτης και στο εργοστάσιο. Όμως είμαι υπερήφανος που έπρεπε να έχω τόσο δύσκολη αρχή. Με κάνει να ταυτίζομαι με τον κόσμο που δεν είναι τόσο τυχερός στη δική του ζωή. Έπρεπε να δουλέψω σχετικά νωρίς στη ζωή μου. Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, όμως δεν μπορούσα. Ανέλαβα την ευθύνη να βοηθήσω την οικογένειά μου. Ήταν δύσκολα, όμως ήταν καλό για μένα, για την προσωπικότητά μου».
Μετά από τρία χρόνια δουλειάς, η επιθυμία του να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο τον πλημμύρισε ξανά. «Πήγα ξανά στην ομάδα της γειτονιάς, στις ακαδημίες της, όμως έμεινα μόνο για μερικούς μήνες, επειδή στα 18 μου έπρεπε να γυρίσω στη δουλειά στο εργοστάσιο, για να βοηθήσω την οικογένειά μου. Ήταν μικρός ο μισθός, μερικά ευρώ. Για να σκεφτώ… Ήταν, νομίζω, 170 περίπου. Όχι για μία εβδομάδα. Για έναν μήνα».
Επέστρεψε στην Αμέρικα και ξεχώρισε
Όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί, όμως οι φίλοι του Ζιλμπέρτο Σίλβα τον έπεισαν να δώσει ακόμα μία ευκαιρία στο ποδόσφαιρο το 1997. Έχοντας απομακρυνθεί από τη ρουτίνα των καθημερινών προπονήσεων και δίχως την ποδοσφαιρική καλλιέργεια που θα μπορούσε να έχει, αν όλα αυτά τα χρόνια συνέχιζε κανονικά στα τμήματα ακαδημιών της Αμέρικα, οι ελπίδες να καταφέρει κάτι σημαντικό ήταν ελάχιστες.
Για καλή τύχη του, η ομάδα βρισκόταν στη Série B και ήταν πιο εύκολο να τον κάνει δεκτό στις τάξεις της, ως επαγγελματία ποδοσφαιριστή. «Όταν ήμουν 19, πήγα πίσω στην πρώτη ομάδα της καριέρας μου. Αποφάσισα να επιστρέψω, επειδή η κατάσταση στο σπίτι ήταν καλύτερη. Αποφάσισα ότι ήταν η τελευταία ευκαιρία μου να υλοποιήσω ένα όνειρο».
Οι εμφανίσεις του ήταν καλές, αλλά όχι σταθερές. Από MVP τη μία αγωνιστική, μπορούσε να είναι μοιραίος την αμέσως επόμενη, ωστόσο η παρουσία του στον σύλλογο ήταν κλειδί ώστε να πανηγυρίσει άμεσα τον προβιβασμό στη Série Α. Άντεξε μόλις μία σεζόν στα «μεγάλα σαλόνια» και υποβιβάστηκε τη νέα χρονιά, όμως το 1999 ο Ζιλμπέρτο Σίλβα βοήθησε με 20 συμμετοχές και ένα γκολ ώστε να τερματίσει στη 2η θέση και να ανέβει ξανά.
Ο Παρέιρα τον έκανε μέσο
Στις αρχές του 2000, η δεύτερη ομάδα της πόλης, η Ατλέτικο Μινέιρο, επένδυσε περίπου 3.000.000 ευρώ στον νεαρό αμυντικό, ο οποίος είχε προκαλέσει ενδιαφέρον με τις εμφανίσεις του. Η σεζόν άρχισε άσχημα, αφού υπέστη κάταγμα κνήμης, ωστόσο όταν επέστρεψε, άρχισε να «δένει« με τον προπονητή της ομάδας, Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, τον άνθρωπο που είχε οδηγήσει την εθνική Βραζιλίας στην κατάκτηση του πιο πρόσφατου Παγκοσμίου Κυπέλλου, του 1994.
Ο Παρέιρα δεν έβλεπε έναν κεντρικό αμυντικό μπροστά του, αλλά έναν volante, έναν αμυντικό μέσο με ικανότητα στην πρώτη πάσα, ώστε να εκκινεί επιθέσεις. Τον ανέβασε μερικά μέτρα στον αγωνιστικό χώρο και ουσιαστικά του άλλαξε την ποδοσφαιρική ζωή.
Ο Αμπέλ Μπράγκα και ο Λεβίρ Κούλπι που διαδέχθηκαν τον Παρέιρα διατήρησαν τον Ζιλμπέρτο Σίλβα μπροστά από την άμυνα και δικαιώθηκαν από τις εμφανίσεις του. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος προπονητής θα έπαιζε εξίσου σημαντικό ρόλο στην καριέρα του.
Χτύπησε ο Έμερσον, πήρε τη θέση του
Ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι καθόταν σε «αναμμένα κάρβουνα» μετά από τον αποκλεισμό της Βραζιλίας στα προημιτελικά του Copa América 2001 από την Ονδούρα, η οποία προσκλήθηκε στο τουρνουά μία ημέρα πριν από τη σέντρα, στη θέση της Αργεντινής που αποσύρθηκε.
Οι φωνές για να αναλάβει ο Παρέιρα ήταν πολλές, ωστόσο ο τελευταίος υποσχέθηκε απλά να βοηθήσει τον Σκολάρι την ώρα του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2002. Ίσως γι’ αυτό τον Οκτώβριο του 2001, ο Ζιλμπέρτο Σίλβα να βρέθηκε στις κλήσεις για τον αγώνα κόντρα στη Χιλή όπου έκανε ντεμπούτο ως αλλαγή και έναν μήνα αργότερα αγωνίστηκε για πρώτη φορά ως βασικός, με αντίπαλο τη Βενεζουέλα.
Όταν ήρθε η ώρα των ανακοινώσεων για τους παίκτες που θα ταξίδευαν στα γήπεδα της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, από τη λίστα απουσίαζε ο πρώτος αρχηγός και βασικός αμυντικός μέσος της «σελεσάο». Ο Έμερσον της Ρόμα τραυματίστηκε στον ώμο κατά τη διάρκεια προπονητικού διπλού με την εθνική Βραζιλίας, με συνέπεια ο Σκολάρι να πάρει στη θέση του τον Ρικαρντίνιο της Κορίνθιανς.
Αυτό σήμαινε ότι η θέση που άνοιξε στην ενδεκάδα θα ανήκε στον Ζιλμπέρτο Σίλβα, παρότι είχε μόλις έξι διεθνείς συμμετοχές πριν από το τουρνουά και μία εξ αυτών ως βασικός.
Δεν έχασε λεπτό από το Παγκόσμιο Κύπελλο 2002
Παίζοντας δίπλα και λίγο πίσω από τον επίσης άπειρο Κλέμπερσον (5 συμμετοχές πριν από το τουρνουά), στο ιδιόρρυθμο 3-5-2 του Σκολάρι, ο Ζιλμπέρτο Σίλβα πραγματοποίησε εξαιρετικά παιχνίδια. Ένας Βραζιλιάνος δημοσιογράφος του έβγαλε το παρατσούκλι «αόρατο τείχος», αφού βρισκόταν παντού στον αγωνιστικό χώρο και έκοβε όποιον αντίπαλο επιχειρούσε να προσεγγίσει την περιοχή της Βραζιλίας. «Προσπαθώ να βρίσκομαι στη σωστή θέση όλη την ώρα», εξηγούσε ο ίδιος. Ποτέ δεν λύγισε από την πίεση, όμως.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να φοβηθώ. Υπάρχει μία φράση στη Βραζιλία που λέει ‘σκότωσε σαν λιοντάρι’ και έπρεπε να πάω και να σκοτώσω σαν λιοντάρι κάθε φορά που έπαιζα με τη χώρα μου. Έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου».
Η κατάληξη είναι γνωστή. Η Βραζιλία του Ρονάλντο, του Ριβάλντο, του Ροναλντίνιο, του Καφού (που τελικά πήρε το περιβραχιόνιο), του Ρομπέρτο Κάρλος, του Ντενίλσον, του Ζουνίνιο Παουλίστα, κατέκτησε το τρόπαιο. Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα ξεχώρισε με τον δικό του τρόπο, αφού έπαιξε όλους τους αγώνες και δεν έγινε ποτέ αλλαγή στο τουρνουά, αποδεικνύοντας τη σημασία του για τον Σκολάρι.
Πέντε χρόνια νωρίτερα ξυπνούσε στις 3 το βράδυ για να πάει στο εργοστάσιο και πλέον ήταν πρωταθλητής κόσμου με κομβική συμβολή στη διατήρηση της παράδοσης που έχτισαν παίκτες όπως ο Πελέ, ο Γκαρίντσα, ο Ζαΐρζίνιο και ο Ρομάριο.
Δεν ξέχασε από πού προήλθε
Από άγνωστος μεταξύ αγνώστων πριν από λίγο διάστημα, όταν επέστρεψε στη γειτονιά του στην Ουσίνα Λουσιάνια ως Pentacampeón, τα μαγαζιά έκλεισαν, τα σχολεία άδειασαν και όλοι οι κάτοικοι βρέθηκαν στον δρόμο για να καλωσορίσουν τον τοπικό ήρωα. Ακόμα και κάτοικοι από τις γύρω πόλεις έσπευσαν για να δουν από κοντά έναν δικό τους άνθρωπο που μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκε από το ναδίρ στο ζενίθ.
Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, ακόμα κι όταν πήρε μεταγραφή στην Άρσεναλ εκείνο το καλοκαίρι για 6.900.000 ευρώ, δεν ξέχασε από που προερχόταν. Τον Σεπτέμβριο του 2004, μετά από την… ανίκητη χρονιά, διαγνώστηκε με κάταγμα στην πλάτη, με συνέπεια να μείνει εκτός δράσης για περίπου 6,5 μήνες. Το καταφύγιό του ήταν το σπίτι και οι γονείς του στην Ουσίνα Λουσιάνια, παρότι πλέον ήταν εκατομμυριούχος, με σπίτι στο Λονδίνο.
Το ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει τα δύσκολα πρώτα χρόνια της ζωής του φάνηκε από τη δυσκολία προσαρμογής που είχε αμέσως μετά από τη μεταγραφή του, αφού δεν μιλούσε και καλά αγγλικά, αλλά και από το γεγονός ότι παρέμεινε ταπεινός σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
«Δεν είχα εύκολα παιδικά χρόνια, αλλά την ίδια στιγμή ήταν απολαυστικά. Με έκαναν να αξιολογώ πολλά πράγματα και το χρησιμοποιώ αυτό τώρα για να διασφαλίσω ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Μερικοί διάσημοι ποδοσφαιριστές μπορούν να παίρνουν εκατομμύρια και να τα σκορπίζουν. Εγώ θέλω να φροντίσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου», δήλωνε ως παίκτης της Άρσεναλ και γι’ αυτό κυνηγούσε δικαστικά την Ατλέτικο Μινέιρο για απλήρωτους μισθούς, ακόμα κι όταν πια βρισκόταν στο Λονδίνο και εισέπραττε πολλά χρήματα.
Στον λόγο του, πάντως, παρέμεινε πιστός. Βοήθησε την οικογένεια του, ανέλαβε τις ευθύνες που του αποδόθηκαν από πολύ νωρίς και μέσω της δουλειάς του φρόντισε για ένα καλύτερο μέλλον. Τόσο για εκείνη, όσο και για τους άστεγους ανθρώπους που στηρίζει μέσω των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων του, δίνοντάς τους εκτός από στέγη και τροφή, την ευκαιρία να παίξουν ποδόσφαιρο. Εξάλλου, για εκείνον, αυτός ήταν ο δρόμος που τον έβγαλε από το αδιέξοδο…