Κάρλος «Κάιζερ»: Η θρυλική ιστορία του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού απατεώνα

«Η δουλειά δεν είναι για τον άνθρωπο. Απόδειξη ότι τον κουράζει», λέει μία σοφή λαϊκή ρήση κόντρα στην οποία έρχεται μία άλλη που λέει: «Αν κάνεις αυτό που αγαπάς, δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μία μέρα στη ζωή σου».

Παρακολουθώντας Λατίνους να παίζουν ποδόσφαιρο είναι φορές που νιώθεις ότι για αυτούς ισχύουν και τα δύο αποφθέγματα ταυτόχρονα.

Σαν να στέκονται σε ένα σταυροδρόμι και να μην ξέρουν ποια κατεύθυνση να επιλέξουν, με αποτέλεσμα πολλές φορές αρκετοί εξ αυτών να αναφέρονται ως τραγικοί ήρωες που δεν ολοκλήρωσαν το πεπρωμένο τους.

Σε αντίθεση με όσους εγκλωβίστηκαν στο εν λόγω σταυροδρόμι, ο Κάρλος «Κάιζερ» αποτέλεσε μία ξεχωριστή περίπτωση που έφτιαξε τον δικό της δρόμο: τόσο σίγουρος ότι η δουλειά θα τον κούραζε, όσο και ότι ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής.

Το πρόβλημα ήταν ότι ο έρωτάς του με την μπάλα αποδείχθηκε… πλατωνικός, αφού σε κάθε πραγματική επαφή του μαζί της γελούσαν και οι… πέτρες.

Βρήκε, όμως, τον τρόπο να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα μέσω μιας σειράς απίστευτων επινοήσεων και να υλοποιήσει την καριέρα που ονειρευόταν, αγωνιζόμενος σε 10 διαφορετικές ομάδες.

Στο χορτάρι δεν άφησε εποχή, αφού μετά βίας το πάτησε, αλλά δίπλα στα λήμματα «απατεώνας» και «πανούργος» στα βραζιλιάνικα λεξικά θα έπρεπε τιμής ένεκεν να υπάρχει μία φωτογραφία του.

Το Sport-Retro.gr θυμάται την ιστορία του εορτάζοντος σήμερα Κάρλος «Κάιζερ», του σπουδαιότερου ποδοσφαιριστή της ιστορίας που δεν έπαιξε ποτέ… ποδόσφαιρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ SPORT-RETRO.GR ΣΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ

 

Ποδοσφαιριστής με το ζόρι

Ο Κάρλος Ενρίκε Ραπόζο, όπως (ισχυρίζεται ότι) είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας στις 2 Απριλίου 1963.

Οι γονείς του τον είχαν εγκαταλείψει όταν ήταν μικρός και τον είχε υιοθετήσει μία οικογένεια από το Ρίο ντε Ζανέιρο, όπου μεγάλωσε.

Η θετή του μητέρα ήταν μαγείρισσα σε εστιατόριο, αλλά και αλκοολική, ενώ ο πατέρας του εργαζόταν σε μία εταιρεία τοποθέτησης ανελκυστήρων και όταν τους εγκατέλειψε, τα προς το ζην έβγαιναν πολύ δύσκολα.

Του άρεσε να παίζει ποδόσφαιρο, επομένως εντάχθηκε στις ακαδημίες της Μποταφόγκο μόλις έγινε 10 ετών και την επόμενη χρονιά βρέθηκε σε αυτές της Φλαμένγκο.

«Όπως και ο πατέρας μου, ήμουν φίλαθλος της Μποταφόγκο, οπότε ήθελα να παίξω γι’ αυτήν, αλλά δεν χωρούσα στην ομάδα. Το ζήτημα ήταν ότι ήθελα απλά να παίζω, δεν έβλεπα προοπτική επαγγελματισμού στο ποδόσφαιρο σε αντίθεση με τη μητέρα μου που με υποχρέωνε να το δω σοβαρά, επειδή θεωρούσε πως μέσω αυτού θα ξεφύγω από τη φτώχεια.

Γι’ αυτό και με έστειλε εσώκλειστο στις ακαδημίες της Φλαμένγκο, ελπίζοντας να τα καταφέρω.Ήταν πολύ περήφανη για να ζητήσει οικονομική βοήθεια από τον πατέρα μου και οι επιλογές της έκαναν και τη δική μου ζωή δυσκολότερη», θυμήθηκε σε συνέντευξή του χρόνια αργότερα ο «Κάιζερ».

Το παρατσούκλι αυτό του το είχαν κολλήσει οι φίλοι του στο Ρίο, όπως έχει πει ο ίδιος, λόγω μιας κάποιας ομοιότητας στα νιάτα του με τον θρύλο του γερμανικού ποδοσφαίρου Φραντς Μπεκενμπάουερ.

Ο «Κάιζερ» έκανε προπονήσεις κανονικά, φυσικά ποδόσφαιρο με το ζόρι δεν μπορούσε να μάθει, αλλά του άρεσε η γυμναστική, το τρέξιμο και τα βάρη.

Συνεπώς, κατάφερε να αποκτήσει σωματοδομή και αντοχές αθλητή, ενώ στην εφηβεία του είχε αναπτυχθεί πιο γρήγορα από τους συνομηλίκους συμπαίκτες του, με αποτέλεσμα να φαίνεται ανίκητος μέσα στο γήπεδο μόνο και μόνο λόγω των φυσικών του προσόντων.

Ποδόσφαιρο στο σημείο μηδέν

Αυτός ήταν και ο λόγος μάλλον που ο σκάουτερ της μεξικανικής Πουέμπλα εισηγήθηκε στην ομάδα την απόκτησή του το 1979, όταν ο Κάιζερ έβλεπε τον κόσμο από την τρυφερή ηλικία των 16 ετών.

Ο Βραζιλιάνος επιθετικός είπε το «ναι» και έφυγε από την πατρίδα του για να κυνηγήσει το όνειρο της επιβίωσης μέσω του ποδοσφαίρου, αφού ήδη είχε χάσει και τους δύο θετούς του γονείς: τον πατέρα στα 13 του και τη μητέρα του εκείνη τη χρονιά.

Παρά το γεγονός ότι το πρώτο διάστημα είχε δείξει ικανοποιητικά δείγματα (κατά τα λεγόμενά του, είχε σκοράρει κιόλας με απευθείας εκτέλεση φάουλ σε ένα φιλικό ματς), ο ίδιος δεν ένιωθε καλά.

«Με το που έφτασα στο Μεξικό ήθελα να φύγω. Δεν μου άρεσε τίποτα εκεί, κυρίως δεν ήθελα να παίζω ποδόσφαιρο με αυτούς τους όρους και δεν μπορούσα κιόλας. Ήθελα τα χρήματα και τον τρόπο ζωής των ποδοσφαιριστών, αλλά όχι όλα τα υπόλοιπα.

Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τα συνδυάσω αυτά και αποφάσισα να προσποιηθώ μυϊκό τραυματισμό που εκείνη την εποχή δεν υπήρχε η ανάλογη τεχνολογία για να εξακριβώσουν μέσω μαγνητικής τομογραφίας αν έλεγα αλήθεια», θυμήθηκε χρόνια αργότερα.

 

Ψεύτικο κινητό, δήθεν τραυματισμοί

Αυτό ήταν το ξεκίνημα της απίστευτης ιστορίας του Κάρλος Ενρίκε Ραπόζο, ο οποίος για τα επόμενα 13 χρόνια, ως το 1992, χρησιμοποιούσε πάντα την ίδια δικαιολογία για να μην αγωνίζεται.

Επίσης, όταν η κατάσταση «σκούραινε», ο «Κάιζερ» επιστράτευε ένα φίλο του οδοντίατρο, ο οποίος επιβεβαίωνε πως ο πελάτης του πάσχει από εστιακή λοίμωξη, δηλαδή μία νευρολογική ασυμπτωματική ασθένεια.

Το γεγονός ότι έβρισκε ομάδες διατεθειμένες να του προσφέρουν συμβόλαιο είναι ένα σκέλος που αφορά στη γοητεία του και τον τρόπο που χειριζόταν τον λόγο.

Ο «Κάιζερ» ήταν εξαιρετικός σε αυτό που λέμε «δημόσιες σχέσεις» και κατάφερνε να κάνει φίλους παντού: από ποδοσφαιριστές και γιατρούς μέχρι δημοσιογράφους.

Ο Πελέ και το μεγάλο ψέμα με το 1.000ό γκολ του

Ένας δημοσιογράφος διέδωσε με τα γραπτά του ότι ο «Κάιζερ» είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ τους Μεξικανούς που ήθελαν να του δώσουν υπηκοότητα, προκειμένου να αγωνιστεί για λογαριασμό της εθνικής τους ομάδας.

Σε μία εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ ούτε τηλεοπτική κάλυψη όλων των πρωταθλημάτων, η Μποταφόγκο «τσίμπησε» και τον απέκτησε, αφού ήταν και δικό της παιδί κατά μία έννοια.

Ο ήρωας της ιστορίας επικαλέστηκε τραυματισμό από την πρώτη κιόλας ημέρα και, φυσιολογικά, κίνησε κάποιες υποψίες. Τότε ήταν που το πήγε ένα βήμα παραπέρα…

Η δημιουργία της Βραζιλίας των πέντε «δεκαριών» το ’70 είχε συνωμοσία, ταπείνωση, NASA και εγκλεισμό

Σε μία εποχή που τα κινητά τηλέφωνα αποτελούσαν είδος πολυτελείας, ο «Κάιζερ» είχε προμηθευτεί ένα ψεύτικο και παρίστανε ότι μιλούσε με ατζέντηδες από την Ευρώπη.

Μιλούσε στα αγγλικά και κατόπιν διαβεβαίωνε όποιον τον ρωτούσε, πως εξηγούσε πόσο καλά περνούσε στη Βραζιλία και ότι ήθελε να παραμείνει στην Μποταφόγκο.

 

Με τον Μαουρίτσιο ντε Ολιβέιρα

Ο κύριος «171»

Κύλησαν δύο χρόνια σχεδόν μέχρι που ο φυσιοθεραπευτής της ομάδας Ρονάλντο Τόρες άρχισε να παρακολουθεί πιο στενά την υπόθεση.

«Δυστυχώς γι’ αυτόν γνώριζα άπταιστα αγγλικά και τον άκουγα κατά διαστήματα να λέει ασυναρτησίες. Μία μέρα πήγα κοντά του χωρίς να με καταλάβει και διαπίστωσα ότι δεν μιλούσε με κανέναν. Αργότερα έκανε τα ίδια και στη Φλουμινένσε, ο άνθρωπος ήταν για… φυλακή.

Εγώ τον φώναζα ‘171’ (σ.σ. άρθρο του βραζιλιάνικου ποινικού κώδικα περί απάτης), αλλά ήταν τόσο μεγάλος απατεώνας που θα έπρεπε να τον λένε ‘342’», θυμήθηκε χρόνια αργότερα ο γιατρός της ομάδας

Μία μέρα που ο «Κάιζερ» πήγε για ντους μετά την προπόνηση, ο Τόρες άνοιξε την τσάντα του, είδε πως το κινητό ήταν ψεύτικο. το αποκάλυψε στην υπόλοιπη ομάδα και ο πανούργος «επιθετικός» έφυγε από την Μποταφόγκο σαν κυνηγημένος.

Πρόλαβε, όμως, να γίνει καλός φίλος με τον Μαουρίτσιο ντε Ολιβέιρα, εμβληματικό επιθετικό της Μποταφόγκο, ο οποίος έχει δηλώσει γι’ αυτόν: «Είχε τη συμπεριφορά διάσημου ποδοσφαιριστή, απλά χωρίς να είναι. Μπορούσε να συνεννοηθεί, έστω και σπαστά, σε αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Είχε μεγάλη πέραση στις γυναίκες και όλοι τον συμπαθούσαν, καθώς ήταν έξυπνος και ευγενικός. Μέχρι σήμερα τον θεωρώ έναν από μας, ακόμα και αν δεν υπήρξε ποδοσφαιριστής ποτέ».

Ο μύθος, εξάλλου, που καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος ο «Κάιζερ», λέει ότι οι επιτυχίες του στο αντίθετο φύλο έφτασαν τις 1.000 και ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που βοηθούσε τους συμπαίκτες του, δίνοντας συμβουλές στο φλερτ.

Η Φλαμένγκο, πάντως, δεν πείστηκε από τις φήμες που κυκλοφόρησαν και έσπευσε να τον αποκτήσει τον Ιανουάριο του 1983, ώσπου μετά από μερικούς μήνες αποχώρησε, αφού ως μόνιμος «τραυματίας» δεν είχε αγωνιστεί ούτε λεπτό.

Μετά από αυτή την εξέλιξη ο ήρωας της ιστορίας πήρε την απόφαση να μετακομίσει τον μύθο του στην Ευρώπη και με τη βοήθεια του Φάμπιο Μπάρος, του Βραζιλιάνου μέσου της Γκαζελέκ Αζαξιό, πήγε στη Γαλλία και έπεισε την ομάδα να του δώσει συμβόλαιο το 1986.

 

Μία καριέρα όπως τη… φαντάστηκε

O Kάρλος «Κάιζερ» αριστερά, ο Γκαούτσο της Φλουμινένσε στο κέντρο και ο Ρενάτο Γκαούτσο της Γκρέμιο δεξιά

«Του έδωσα μία ευκαιρία που ονειρεύονταν πολλά νεαρά παιδιά στη Βραζιλία. Δεν μπορούσα να ξέρω ότι έλεγε ψέματα», έχει δηλώσει σχετικά ο Μπάρος, ενώ κι ο ίδιος ο «Κάιζερ» έχει θυμηθεί εκείνη την περιπέτεια.

«Την ημέρα της παρουσίασής μου με πήγαν στο γήπεδο, το οποίο είχε κάποιες χιλιάδες ανθρώπους στις κερκίδες. Με το που είδα ότι υπήρχαν μπάλες στον αγωνιστικό χώρο, σφίχτηκε το στομάχι μου, αφού κατάλαβα πως θα έπρεπε να κάνω κάποιο κόλπο για να τους εντυπωσιάσω.

Τελικά πήρα τις μπάλες, τις κλώτσησα όλες στην κερκίδα και τις χάρισα στον κόσμο. Κατόπιν φίλησα το σήμα της ομάδας και αποθεώθηκα».

Εδώ, όμως, υπάρχει ένα κενό στην ιστορία: Τι έκανε ο Κάρλος «Κάιζερ» από το 1983 ως το 1986 που είχε μείνει χωρίς ομάδα;

Η απάντηση είναι απλή: Γλεντούσε τη ζωή του με τα χρήματα που είχε ήδη κερδίσει, ενώ συνέχιζε να αυξάνει τη λίστα των διάσημων φίλων του από το χώρο του ποδοσφαίρου!

Σε αυτήν μπορεί να συναντήσει κανείς τον Κάρλος Αλμπέρτο, τον Ζίκο αλλά και πιο σύγχρονους σταρ, όπως ο Ρομάριο, ο Εντμούντο ή ο Ντιέγκο Μαραντόνα, με τον οποίον βρίσκονταν όταν ο τελευταίος επισκεπτόταν το Ρίο για το καρναβάλι.

Η σχετική ομοιότητά του, μάλιστα, με τον επιθετικό Ρενάτο Γκαούτσο, με τον οποίον στη συνέχεια έγιναν πολύ καλοί φίλοι αλλά και αναγνωρίσιμο δίδυμο στα νυχτερινά μαγαζιά του Ρίο, είχε δημιουργήσει και ένα απίστευτο περιστατικό, όπως έχει πει ο παλαίμαχος άσος.

Συμπαίκτης του Εουσέμπιο, αντίπαλος του Πελέ. Ο Νίκος Σεβαστόπουλος στο Sport-Retro.gr

«Είχα κάνει μία κράτηση σε ένα νυχτερινό κλαμπ στο Ρίο. Έχω χώρο VIP για εμένα και τους φίλους μου. Ο Κάρλος, με τον οποίο δεν γνωριζόμουν τότε, είχε πάει πιο πριν από εμένα, με αποτέλεσμα όταν έφτασα να μου πει ο πορτιέρης ότι δεν μπορώ να μπω στο μαγαζί και να σταματήσω να λέω ψέματα, αφού ο κύριος Γκαούτσο ήταν ήδη μέσα!»

Ο Ζίκο μαζί με τον… μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή της Βραζιλίας

Ο τρόπος που έπεισε τον Φάμπιο Μπάρος και τους ανθρώπους της Αζαξιό (σ.σ. αγωνιζόταν στη 2η κατηγορία) ότι αξίζει να παίξει στην ομάδα, είναι ακόμα πιο… μυθικός.

Όπως προαναφέρθηκε, υπήρξαν δυσκολίες όταν επρόκειτο να εξακριβωθούν κάποιες φημολογίες εκείνη την εποχή, οπότε ο καθένας ήταν αυτό που δήλωνε.

Ο «Κάιζερ», εν προκειμένω, δήλωνε πρώην παίκτης της Ιντεπεντιέντε, η οποία είχε κατακτήσει το Copa Libertadores το 1984 αλλά και το Διηπειρωτικό Κύπελλο απέναντι στη Λίβερπουλ.

Όπως είπε στους Γάλλους, είχε πάει εκεί μέσω ενός φίλου του με το όνομα Αλεχάντρο που τύγχανε να είναι επιστήθιος φίλος του Μάριο Μπουρουτσάγκα, ο οποίος μόλις είχε στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής με την Αργεντινή.

Κι επειδή, όπως λέει το γνωστό ρητό, όταν θες κάτι πολύ, συνωμοτεί το σύμπαν για να το αποκτήσεις, τον «Κάιζερ» τον ήθελε και η τύχη.

Οι Γάλλοι είδαν ότι υπήρχε συνονόματος επιθετικός στην Ιντεπεντιέντε εκείνη τη σεζόν, απλά εκείνος ο Κάρλος Ενρίκε ήταν Αργεντινός. Κανείς δεν το παρατήρησε…

Από την Γκαζελέκ Αζαξιό αποχώρησε μετά από έναν χρόνο χωρίς να τον θυμάται κανείς, ωστόσο σύμφωνα με τα βραζιλιάνικα Μέσα Ενημέρωσης, οι σεζόν που παρέμεινε στην ομάδα της Κορσικής ήταν οκτώ (!) εκ των οποίων η τελευταία τον βρήκε πρώτο σκόρερ στο πρωτάθλημα της 2ης κατηγορίας!

 

Παραλίγο στους «αιώνιους» της Ελλάδας!

Είχε συνεννοηθεί με φίλους του δημοσιογράφους να γραφτούν διάφορα ψεύτικα άρθρα σε βραζιλιάνικες εφημερίδες και, πράγματι, η μυθοπλασία έφτασε σε άλλο επίπεδο.

Με αυτόν τον τρόπο χάθηκε, ευτυχώς ή δυστυχώς, η ευκαιρία να αποτελέσει και η Ελλάδα κομμάτι αυτής της φοβερής ιστορίας.

Υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ που αφορά τη ζωή του (προβλήθηκε στη Βραζιλία τον Απρίλιο του 2018 και τον Ιούλιο της ίδια χρονιάς διεθνώς).

Σε αυτό ο «Κάιζερ» είπε, μεταξύ άλλων, ότι πριν φύγει από την Ευρώπη είχε δεχτεί κρούσεις για να μεταγραφεί στον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό, αλλά αμφότερες οι ομάδες δεν προχώρησαν σε επίσημη πρόταση.

Απόσπασμα εφημερίδας που τον παρουσίαζε ως μεγάλο γκολτζή, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα

Πέρασε επίσης και ένα δοκιμαστικό στην Αυστρία για λογαριασμό της Βάκερ Ίνσμπρουκ, αλλά δεν έπεισε τους ανθρώπους της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Στη Βραζιλία, πάντως, βρήκε καλό συμβόλαιο στην Μπανγκού, ομάδα του Ρίο ντε Ζανέιρο, αφού κουβαλούσε τη φήμη του μεγάλου γκολτζή.

Η κατάσταση εξελισσόταν όπως ήθελε, καθώς η σχέση εμπιστοσύνης που ανέπτυξε με τον προπονητή, τον αείμνηστο Μοϊζές, τον έκανε είναι υπεράνω πάσης υποψίας στα μάτια όλων.

Ο αυτόχειρας Αρακέμ ντε Μέλο υπήρξε παίκτης-έμβλημα της Ουρακάν και ο πρώτος Βραζιλιάνος του Παναθηναϊκού

«Του είχα πει πως δεν θέλω να ρισκάρω τη φήμη μου παίζοντας τραυματίας και το είχε αποδεχτεί. Μία μέρα όμως ο Καστόρ ντε Αντράντε, ιδιοκτήτης της ομάδας, θύμωσε πολύ, αφού με πλήρωνε αδρά και δεν έπαιζα.

Απαίτησε να συμπεριληφθώ στην αποστολή για το προσεχές ματς και όταν βρεθήκαμε να χάνουμε με 2-0 έδωσε από την κερκίδα εντολή στον Μόιζες να μπω ως αλλαγή», εξιστόρησε ο «Κάιζερ» χρόνια αργότερα.

Στη συνέχεια προσέθεσε: «Την ώρα που έκανα προθέρμανση αγχωμένος, κάποιοι οπαδοί της αντίπαλης ομάδας με έβριζαν και τότε ανέβηκα στα κάγκελα και τους ζήτησα τον λόγο, με αποτέλεσμα να αποβληθώ προτού καν γίνει η αλλαγή. Αυτό που είχα σκεφτεί είχε λειτουργήσει, αλλά μετά στα αποδυτήρια τα πράγματα πήραν περίεργη τροπή».

Ο Καστόρ ντε Αντράντε κατέβηκε μετά τον αγώνα στα αποδυτήρια και δεν έκρυψε ότι είχε γίνει έξαλλος με τον ποδοσφαιριστή για την ενέργειά του.

Τότε, ο πανούργος Βραζιλιάνος μιλώντας με πολλή ευγένεια και σεβασμό, τον ενημέρωσε ότι από τότε που ήρθε στην ομάδα τον ένιωθε σαν τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ αλλά και σαν αυτόν που έχασε όταν ήταν 13 ετών.

Αμέσως μετά δικαιολόγησε την επίθεσή του στους αντίπαλους οπαδούς, αφού όπως είπε, τους άκουσε να βρίζουν τον Αντράντε και να τον αποκαλούν «κλέφτη», με συνέπεια να εξοργιστεί.

«Δάκρυσε, με αγκάλιασε, με φίλησε και στο τέλος μου πρόσφερε συμβόλαιο ενός έτους που για εμένα ήταν καταστροφικό, αφού η στρατηγική μου ήταν να κλείνω συμφωνίες τριών μηνών και να αποχωρώ.

Προσπάθησα στη συνέχεια να φανώ κακός και ενοχλητικός, όμως κανείς δεν ήθελε να με διώξει λόγω συμπεριφοράς», θυμήθηκε για την πορεία του στην Μπανγκού ο «Κάιζερ».

Τελικά αποχώρησε στο φινάλε της σεζόν και το φθινόπωρο του 1988 τον βρήκε για μία εβδομάδα στη Φλουμινένσε, όπου προσπάθησε να εφαρμόσει το γνωστό κόλπο με το ψεύτικο κινητό, προτού το πάρει χαμπάρι ο βοηθός προπονητή.

Κράτησε, όμως, τη φόρμα της προπόνησης και άρχισε να κυκλοφορεί με αυτή για να λέει ότι είναι παίκτης της ομάδας, ενώ αγόραζε φανέλες τις οποίες έκανε δώρο σε θαυμαστές και κυρίως θαυμάστριες.

Τελικά το 1989 υπέγραψε με τη Βάσκο ντα Γκάμα και έγινε συμπαίκτης του Μπεμπέτο, ο οποίος χρόνια αργότερα δήλωσε γι’ αυτόν πως ήταν τόσο έξυπνος και ετοιμόλογος, που όταν άνοιγε το στόμα του για να μιλήσει τους μάγευε όλους και μπορούσε να σε κάνει να πιστέψεις τα πάντα.

Όσον αφορά στις ποδοσφαιρικές του ικανότητες, ο Βραζιλιάνος άσος ήταν εξίσου ξεκάθαρος: «Απλά δεν το είχε με την μπάλα. Τον βλέπαμε και γελούσαμε. Θυμάμαι ότι τον φωνάζαμε περιπαικτικά ο ‘χοντρός Μαραντόνα’».

Η Βραζιλία που εξαφάνισε το jogo bonito και κατέκτησε Copa América και μετά Παγκόσμιο Κύπελλο

Στη Βάσκο, πάντως, γνώριζαν πλέον με ποιον είχαν να κάνουν, αλλά τον ενέταξαν στο δυναμικό τους επειδή ήταν ένας πολύ καλός φίλος και άνθρωπος γενικότερα.

Με γνώμονα αυτό το κριτήριο, οι άνθρωποι της ομάδας τον απέκτησαν για να βοηθήσει έναν παίκτη, ο οποίος είχε πρόβλημα αλκοολισμού.

Ο «Κάιζερ» παρά την έντονη ζωή που του άρεσε να κάνει, δεν έπινε, δεν κάπνιζε και παρέμενε και σε εξαιρετική φόρμα στο αθλητικό σκέλος, οπότε θεωρήθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος.

Στο τέλος της σεζόν και αφού έκανε όσα του ζητήθηκαν, αποχώρησε για άλλες πολιτείες, αλλά αυτή τη φορά με άκομψο τρόπο, όπως έχει υποστηρίξει ο ίδιος.

«Ο γιατρός της ομάδας Εουρίκο Μιράντα ήρθε μία μέρα στο γήπεδο και με είδε να τρέχω στον στίβο. Τότε φώναξε δυνατά ‘ακόμα εδώ είναι αυτός που δεν παίζει ποτέ, ας τον διώξει κάποιος τώρα’. Έτσι έφυγα».

Ο Ελένο ντε Φρέιτας μάγευε τα πλήθη πριν από τον Πελέ, «έσβησε» νεότατος και έγινε ταινία

 

«Ο βασιλιάς του Ρίο»

Ο Κάρλος «Κάιζερ» στα γυρίσματα της ταινίας για τη ζωή του

Ο δρόμος στη συνέχεια τον έβγαλε στο Τέξας των ΗΠΑ όπου «έπαιξε» για τους τοπικούς El Paso Sixshooters, αλλά αποχώρησε επειδή έκανε πολλή ζέστη για τα γούστα του.

Ακολούθησαν η μεξικανική Αμέρικα και η Γκουαρανί, προτού κλείσει μία καριέρα 26 ετών με καμία επίσημη καταγεγραμμένη συμμετοχή και, φυσικά, μηδέν γκολ (σ.σ. ο ίδιος ισχυρίζεται πως έχει αγωνιστεί ως αλλαγή σε 15 ματς, ως επί το πλείστον φιλικά).

Σήμερα διαμένει μόνιμα στο Ρίο και είναι personal trainer σε γυμναστήριο μόνο για γυναίκες, ενώ θα έλεγε κανείς πως στην όψη φέρνει πλέον αρκετά στον Ντιέγκο Μαραντόνα.

Η απίθανη ιστορία του εκτός από ταινία έγινε και βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε το 2015 με τίτλο: «Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που δεν έπαιξε ποτέ ποδόσφαιρο».

Εξάλλου ο ίδιος έχει δηλώσει για όλα αυτά: «Όλες οι ομάδες ανέκαθεν εξαπατούσαν με διάφορους τρόπους τους παίκτες. Γιατί να μην γίνει και μία φορά το αντίθετο;

Ήθελα να είμαι ανάμεσα σε άλλους παίκτες, αλλά χωρίς να παίζω ποδόσφαιρο. Δεν είναι δικό μου πρόβλημα που οι άλλοι με έβλεπαν σαν καλό παίκτη. Ούτε ο… Χριστός δεν κατάφερε να τους ικανοποιήσει όλους. Γιατί να το κάνω εγώ;»

Με αυτήν την άποψη συμφωνούν αρκετοί από τους φίλους που έκανε κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιπέτειας, η οποία του χάρισε χρήματα, δόξα και κατακτήσεις στο άλλο φύλο.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Κάρλος Αλμπέρτο, ο οποίος έχει πάρει θέση υπέρ του «Κάιζερ», λέγοντας πως δεν τον βρίσκει πουθενά λάθος και ότι είναι φταίξιμο των ομάδων το όλο θέμα.

Μαζί με τον Κάρλος Αλμπέρτο

Ο Αλεσάντρε Τόρες, παλαίμαχος αμυντικός των Φλουμινένσε και Βάσκο ντα Γκάμα, κινήθηκε στα ίδια μήκη.

«Ο ‘Κάιζερ’ ήθελε απλά να είναι μαζί με ποδοσφαιριστές και να ζει όπως αυτοί, και το πέτυχε με τον δικό του μοναδικό τρόπο.

Ένας ενδιαφέρον τύπος που είχε να πει πολλές ιστορίες και στο τέλος έγραψε και τη δικιά του. Ό,τι και να λένε, ο Κάρλος ‘Κάιζερ’ ήταν ο… βασιλιάς του Ρίο στην εποχή του».

Ο Κάρλος Ενρίκε Ραπόζο ή σκέτο «Κάιζερ» αποτέλεσε τον μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό ψεύτη που υπήρξε ποτέ, όμως είχε στυλ, όπως έχει πει και ο Ρικάρντο Ρότσα, παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία το 1994.

Οι ιστορίες που κυκλοφορούν για το πρόσωπό του είναι πάρα πολλές και η αλήθεια ή το ψέμα σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά.

Υπάρχουν διάφορες αναφορές που αρχίζουν από θεωρίες ότι ο «Κάιζερ» προσέφερε ερωτικές υπηρεσίες σε γυναίκες εκμεταλλευόμενος την ομοιότητά του με τον Ρενάτο Γκαούτσο, μέχρι εξωφρενικές όπως ότι ήταν λάτρης των βουντού, πίστευε στην ενέργεια των κρυστάλλων, γι’ αυτό φορούσε αστραφτερά σκουλαρίκια και κατάφερνε να ξεγελά τους πάντες στην καριέρα του…

Όποια και να ήταν η αλήθεια, μέσα στο ψέμα, κατάφερε να ζήσει μία ζωή όπως την ονειρευόταν και να δημιουργήσει μία θρυλική ποδοσφαιρική απάτη που θα μνημονεύεται για πάντα.

Όλα αυτά όμως όχι χωρίς κόστος, αφού όπως έχει πει: «Υπήρξαν άνθρωποι που είχαν προσδοκίες από εμένα και δεν τις εκπλήρωσα ποτέ. Δεν πήρα τίποτα στα σοβαρά στη ζωή μου. Θα μπορούσα να μου έχω δώσει μία ευκαιρία, αλλά τελικά ο μόνος που έβλαψα ήταν ο εαυτός μου για λίγη προσωρινή ευτυχία».

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!