H Ντινάμο Κιέβου του 1975 ήταν κάτι παραπάνω από μια ομάδα

Η ΑΕΚ αγωνίζεται το βράδυ της Πέμπτης (22/2) στο παγωμένο Κίεβο, κόντρα στην Ντινάμο, με σκοπό να πάρει την πρόκριση για τη φάση των “32” του Europa League.

Με αφορμή τη ρεβάνς μεταξύ των δύο ομάδων, το Sport-Retro.gr θυμάται τη σπουδαία φουρνιά της ουκρανικής ομάδας τη σεζόν 1974-75, όταν το ταλέντο συνδυάστηκε με την επιστήμη και το αποτέλεσμα ήταν εκκωφαντικό.

Εκκωφαντικό, όπως και η έκρηξη στο Τσέρνομπιλ το 1986. Μερικές φωτογραφίες από την ακατοίκητη πλέον ουκρανική κωμόπολη Πριπιάτ όπου βρισκόταν το εργοστάσιο, αρκούν για να διαπιστώσει κανείς τι συμβαίνει όταν κάτι δεν πάει καλά με την επιστήμη.

Η πιο περίφημη πυρηνική καταστροφή συνέβη 150 χιλιόμετρα μακριά από το Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, η οποία το 1986 αποτελούσε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης.

Επιστήμη και Σοβιετική Ένωση πορεύθηκαν χέρι-χέρι, με συνέπεια μια ανάλογη προσέγγιση να επιχειρηθεί και στον αθλητισμό, ιδίως στο ποδόσφαιρο.

Το Κίεβο εκπροσωπούσε την καρδιά του “βασιλιά των σπορ” στη χώρα και είναι γεγονός ότι στα μέσα του 1970 η Ντινάμο, τωρινή αντίπαλος της ΑΕΚ στη φάση των “32” του Εuropa League, ήταν η πιο άξια εκπρόσωπος.

O κόσμος δεν γνώριζε εκείνη την εποχή πολλά για τη νυν ουκρανική πρωτεύουσα, αλλά την αναγνώριζε από το ομώνυμο κοτόπουλο, μία από τις πιο διάσημες συνταγές εκείνης της δεκαετίας.

Ήταν ο τόπος γέννησης της Γκόλντα Μέιρ, τέταρτης πρωθυπουργού του Ισραήλ, καθώς και του Ιγκόρ Σιγκόρσκι, του εφευρέτη του ελικοπτέρου.

Είναι αντιληπτό ότι ο Δυτικός Κόσμος δεν είχε ιδιαίτερη εικόνα τι διαδραματιζόταν στην τωρινή πρωτεύουσα της Ουκρανίας, όπου στις 5 Νοεμβρίου του 1952 είδε το πρώτο φως της ζωής ο «δικός μας» Όλεγκ Μπλαχίν.

Ένας από τους κορυφαίους Σοβιετικούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ο οποίος με τα επιτεύγματά του «καρφίτσωσε» το αχανές κράτος στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη.

 

“Γιόχαν Κρόιφ της στέπας”

Όταν κάποιος καλείται να επιλέξει την καλύτερη ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, διαχρονικά, ο Μπλαχίν έχει περίοπτη θέση δίπλα σε ιερά τέρατα, όπως ο Λεβ Γιασίν, ο Άλμπερτ Σεστέρνεφ και ο Βαλεντίν Ιβάνοφ.

Aπό το 1973 μέχρι το 1975 αναδείχθηκε παίκτης της χρονιάς στην ΕΣΣΔ (ρεκόρ), ενώ για έξι σεζόν, μεταξύ 1972 και 1977, ήταν ο κορυφαίος σκόρερ, εκτός από μια φορά.

Ο Μπλαχίν αποτελούσε τρανή απόδειξη ότι Σοβιετικοί ποδοσφαιριστές μπορούσαν να είναι σπουδαίοι και χαρισματικοί, δεδομένου ότι το 1975 κατέκτησε το βραβείο του κορυφαίου Ευρωπαίου της χρονιάς.

Ο Δυτικός Κόσμος δεν το περίμενε και η εξήγηση ήταν απλή: Δεν έπεφταν τα φώτα προς την ΕΣΣΔ, εκτός από τις περιπτώσεις που καταγράφονταν δράσεις αναφερόμενες στον Ψυχρό Πόλεμο.

Ο κόσμος δεν είχε εικόνα των Σοβιετικών, πολύ περισσότερο των Ουκρανών, και οι όποιες εντυπώσεις δημιουργούνταν από τις απεικονίσεις μέσα από τα μυθιστορήματα του Τζον Λε Καρέ.

Η δεύτερη εξήγηση εδράζεται στο γεγονός ότι επικρατούσε η άποψη πως οι Ρώσοι, είτε ήταν Ουκρανοί είτε Γεωργιανοί κλπ., παρήγαγαν «ρομποτικούς» αθλητές που δεν διέθεταν το χάρισμα και το φυσικό ταλέντο, εκείνο που θα τους έκανε να ξεχωρίζουν.

Ο Όλεγκ Μπλαχίν ήρθε να διαλύσει αυτά τα στερεότυπα περί “στυλιζαρισμένων” παικτών και να αποδείξει πως δεν ήταν μέρος αυτού του κανόνα.

Κατέκτησε εύκολα τη “Χρυσή Μπάλα” του 1975 με 122 πόντους, ήτοι 80 μπροστά από τον δεύτερο Φραντς Μπεκενμπάουερ, καθώς οι 20 από τους 26 τον επέλεξαν ως πρώτη τους επιλογή.

Δεν έλειψαν και συγκρίσεις μεταξύ του Σοβιετικού και του Γιόχαν Κρόιφ, δηλαδή του θρυλικού άσου που είχε προχωρήσει το ποδόσφαιρο πολλά βήματα μπροστά εκείνα τα χρόνια.

Δέκα μήνες μετά την ανάδειξή του ως κορυφαίου παίκτη της χρονιάς δεν είχε παραλάβει ακόμα το έπαθλο, απόρροια των κακών σχέσεων της Ανατολής με τη Δύση και όχι της αναποτελεσματικότητας της UEFA.’

Ο Όλεγκ Μπλαχίν και οι… άλλοι

 

Αυτό που είχε κερδίσει με το σπαθί του και δεν άργησε να καρπωθεί ήταν το παρατσούκλι “Γιόχαν Κρόιφ της στέπας”, χαρακτηρισμός εξίσου τιμητικός με τη “Χρυσή Μπάλα”.

Πριν από το 1975 και την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων, λίγοι γνώριζαν λεπτομέρειες τόσο για εκείνον όσο και για την Ντινάμο Κιέβου, η οποία το 1971 κατέκτησε τη σοβιετική λίγκα αγωνιζόμενη μπροστά σε 60.000 θεατές κατά μέσο όρο.

Τα επόμενα δύο χρόνια κατετάγη δεύτερη και το 1974, υπό τις οδηγίες του θρυλικού προπονητή Βαλερί Λομπανόφσκι, αναδείχθηκε ξανά πρωταθλήτρια, εντούτοις το σοβιετικό σύστημα ήταν τέτοιο που δεν της επέτρεπε να αγωνιστεί στο Κύπελλο Πρωταθλητριών μέχρι τη σεζόν 1975-76.

Λόγω της κατάκτησης του εγχώριου Κυπέλλου όμως, κατά την αγωνιστική περίοδο 1974-75 η Ντινάμο συμμετείχε στο Κύπελλο Κυπελλούχων και, βέβαια, η πλειοψηφία των Δυτικών περίμενε με αγωνία να διαπιστώσει τι μέρος του λόγου είναι.

 

Ο Βαλερί Λομπανόφσκι

Ο άλλοτε εργάτης σωληνών και μηχανικός υιοθέτησε μια βαθιά αναλυτική-μαθηματική προσέγγιση σε κάθε ματς, μελετώντας ακόμα και τις πιο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στο στυλ των ποδοσφαιριστών του.

Συνεργάτης του ήταν ο Ανατόλι Ζελέντσοφ, ένας αθλητικός επιστήμονας, ο οποίος εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής της Σοβιετικής Ένωσης.

Εκτός από τη μέτρηση της απόδοσης των παικτών, οι δυο τους δόμησαν τη φιλοσοφία τους με γνώμονα ότι ο περιορισμός των λαθών θα δημιουργούσε μια πολύ επιτυχημένη ομάδα.

Θεμέλιο αυτής νοοτροπίας ήταν η προσπάθεια για νίκη σε κάθε ματς εντός έδρας και η επιδίωξη της ισοπαλίας εκτός έδρας, μια λογική που υιοθετήθηκε στο ποδόσφαιρο, ακόμα και μακριά από τη Σοβιετική Ένωση.

Bαλερί Λομπανόφσκι

Όταν ο Ζελέντσοφ ρωτήθηκε πώς επηρεάζει αυτή η φιλοσοφία τους ποδοσφαιριστές αποκρίθηκε: «Σταθμίζουμε την λειτουργική ετοιμότητα των παικτών και πώς μπορεί να ξεδιπλωθεί η δυναμική τους.

Επηρεάζουμε τους ποδοσφαιριστές κατά ένα φυσικό τρόπο, τους διαμορφώνουμε με βάση τις επιστημονικές προτάσεις. Μαζεύουμε τα ‘τούβλα’ και φτιάχνουμε τον σκελετό της ομάδας».

Ο Μπλαχίν, η σχέση του οποίου με τον Λομπανόφσκι ήταν καθαρά επαγγελματική, ήταν ένας από τους πλέον ωφελημένους αυτής της λογικής, καθώς γινόταν ταχύτερος (μπορούσε να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα) και γινόταν ολοένα πιο πειθαρχημένος τακτικά.

Ο Ζελέντσοφ απέδωσε τα εύσημα στον προπονητή για την επιτυχία της Ντινάμο Κιέβου, καθώς κάποια χρόνια αργότερα σχολίασε: «Οι ιδέες είναι σημαντικές, αλλά το πιο σημαντικό είναι να τις μετουσιώνεις σε πράξη. Ο Βαλερί είναι ασυναγώνιστος στη μετουσίωση των ιδεών. Επίσης, το κάνει με τον δικό του τρόπο».

Η φιλοσοφία του ανθρώπου που έδωσε το όνομά του στο γήπεδο του συλλόγου δεν απείχε και πολύ από το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο (total football) που είχαν λανσάρει οι Ολλανδοί μερικά χρόνια νωρίτερα.

Στο εξαιρετικό βιβλίο του Τζόναθαν Γουίλσον με τίτλο «Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα», εξηγεί ότι ο Λομπανόφσκι βάφτισε «καθολικότητα» (“universality”) τη δική του εκδοχή για τον τρόπο παιχνιδιού, αφού ήθελε οι επιθετικοί να μαρκάρουν και οι αμυντικοί να επιτίθενται.

Oι Λομπανόφσκι και Ζαλέντσοφ σχεδίαζαν στημένες φάσεις σαν να παίζουν σκάκι, ενώ οι παίκτες τους εξασκούνταν ακατάπαυστα στις προπονήσεις.

Οι Ουκρανοί ήταν πολύ καλά γυμνασμένοι, σε εξαιρετική φυσική κατάσταση και με πολλές ικανότητες, γεγονός που διαπίστωσε το ευρύ κοινό με εμφατικό τρόπο, όταν πανηγύρισαν το πρωτάθλημα και το Κύπελλο Κυπελλούχων.

Στον δρόμο για την κατάκτηση του ευρωπαϊκού τροπαίου η Ντινάμο απέκλεισε την ΤΣΣΚΑ Σόφιας, η οποία ήταν τότε πολύ δυνατή, με συνολικό σκορ 2-0, την Άιντραχτ Φρανκφούρτης με 5-3, την Μπούρσασπορ με 3-0 και την Αϊντχόφεν με 4-2.

Ο τελικός της Βασιλείας κόντρα στη Φερεντσβάρος δεν είχε συγκινήσει ιδιαίτερα το ελβετικό κοινό, αφού την παραμονή του αγώνα είχαν πουληθεί μόλις 4.000 εισιτήρια.

Διέρρεε, δε, ότι ο Όλεγκ Μπλαχίν δεν ήταν 100% έτοιμος να αγωνιστεί, ενώ η Ντινάμο Κιέβου μαστιζόταν από μια πληθώρα τραυματισμών, δεδομένου ότι ο Βολοντίμιρ Ονισένκο και ο Βλάντιμιρ Μουντιάν είχαν δεχθεί χτυπήματα στο πρόσφατο ματς πρωταθλήματος κόντρα στην Αραράτ Ερεβάν.

Ο μετέπειτα τεχνικός τεσσάρων ελληνικών ομάδων (Ολυμπιακός, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Ιωνικός), από την πλευρά, του υποβαλλόταν σε εντατική θεραπεία από τη στιγμή που έφτασε στην Ελβετία, σύμφωνα με τον Σοβιετικό τύπο.

Όταν όμως ανακοινώθηκε η ενδεκάδα, φάνηκε ότι όλα αυτά ήταν ένα πολύ έξυπνο τρικ για να αιφνιδιάσουν και να αποπροσανατολίσουν τους αντιπάλους τους, καθώς η Ντινάμο Κιέβου βρισκόταν σε πλήρη απαρτία.

 

Η… εθνική ενδεκάδα

Κάτω από τα γκολπόστ υπήρχε ο θηριώδης Εβγκένι Ρουντάκοφ, 33 ετών που είχε αγωνιστεί στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1972 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου έναν χρόνο αργότερα.

Ο Μοσχοβίτης τερματοφύλακας είχε προταθεί δύο φορές για τη “Χρυσή Μπάλα”: Το 1971 όταν κατετάγη 12ος και το 1972 όταν ψηφίστηκε 18ος.

Ο Βλάντιμιρ Τρόσκιν, 28 ετών, ήταν ακόμα ένα μέλος της ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης που έφτασε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1972, ενώ o 26χρονος Βίκτορ Ματβιένκο είχε 21 συμμετοχές με τη χώρα από το 1971 μέχρι το 1972.

Ο Στέφαν Ρέσκο, 28 ετών, αγωνίστηκε με τη Σοβιετική Ένωση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 και είχε συνολικά 15 εμφανίσεις με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.

Ο Μιχαΐλο Φομένκο, 26 ετών, έπαιξε στην Ντινάμο Κιέβου από το 1972 έως το 1979 και κατέγραψε 24 συμμετοχές με τη φανέλα της ΕΣΣΔ.

Στο κέντρο ο Βλαντιμίρ Μουντιάν, 28 ετών, ένας «ζογκλερικός» ποδοσφαιριστής που συστήθηκε στο κοινό στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, αγωνίστηκε μόνο στην Ντινάμο, συνολικά είχε 49 εμφανίσεις με το εθνόσημο και συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Σοβιετικούς όλων των εποχών.

Ο Ανατόλι Κόνκοφ, 25 ετών, ήταν ο «σκληρός» της μεσαίας γραμμής. «Μετοίκησε» από τη Σαχτάρ Ντόνετσκ, έπαιξε 47 φορές για λογαριασμό της ΕΣΣΔ, ενώ συμπεριλήφθηκε στην αποστολή και για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972.

Ο “βενιαμίν” Λεονίντ Μπούριακ, 21 ετών, ήταν ο μοναδικός Εβραίος αυτής της ομάδας και ο 25χρονος μέσος Βίκτορ Κολατόφ με 54 συμμετοχές στην εθνική που αποκτήθηκε από τη Ρουμπίν Καζάν, «συστήθηκε» στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972.

Ο επιθετικός Βολοντίμιρ Ονιστσένκο, 25 ετών, έγινε μύθος για τη Σοβιετική Ένωση, αγωνίστηκε 44 φορές με τη φανέλα της και σημείωσε 11 γκολ.

Και τέλος, ο Όλεγκ Μπλαχίν, εκ των κορυφαίων Σοβιετικών ποδοσφαιριστών με 112 εμφανίσεις/42 γκολ για χάρη του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, 8 πρωταθλήματα και 5 Κύπελλα με την Ντινάμο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 8 από τους 11 που άρχισαν βασικοί με τη Φερεντσβάρος ακολούθησαν προπονητική καριέρα και, μάλιστα, σε κορυφαίο επίπεδο, ακόμα ένα πειστήριο ότι εκτός από το αδιαπραγμάτευτο ταλέντο τους είχαν μάθει να διαβάζουν και το παιχνίδι.

 

Ο τελικός

Στον δρόμο για τον τελικό οι “Μαγυάροι” είχαν αποκλείσει την Κάρντιφ, τη Λίβερπουλ, τη Μάλμε και τον Ερυθρό Αστέρα, ενώ διέθεταν στις τάξεις τους τον εξαιρετικό Τίμπορ Νίλασι.

Πάντως, δεν ήταν η Φερεντσβάρος του παρελθόντος, όπως φανερώνει το γεγονός ότι στην εγχώρια λίγκα τερμάτισε στην 3η θέση πίσω από την Ουίπεστ και τη Χόνβεντ.

Οι προβλέψεις πριν από τον τελικό έδιναν ως φαβορί την Ντινάμο, γεγονός που πιστοποιήθηκε στον αγωνιστικό χώρο, καθώς η άμυνα της Φερεντσβάρος ήταν αργή και από τη στιγμή που η παρέα του Μπλαχίν ανέλαβε τα ηνία αποτελούσε θέμα χρόνου να μπει γκολ.

H ομάδα του Κιέβου νίκησε άνετα 3-0, αλλά το πρωτοσέλιδο των “Times” την επόμενη μέρα έκανε λόγο για “άγονο παιχνίδι μπροστά σε ένα κατά τα 3/4 άδειο “Σεντ Τζέικομπ Παρκ”.

Ο Μπλαχίν δημιούργησε το πρώτο γκολ του αγώνα για τον Ονισένκο στο 18ο λεπτό, ενώ ο ίδιος παίκτης εκμεταλλεύθηκε αδράνεια του αντιπάλου τερματοφύλακα και διπλασίασε τις επιτυχίες του στο 39′.

Το κερασάκι στην τούρτα μπήκε από τον κορυφαίο παίκτη αυτής της ομάδας στο 67′, όταν πήρε την μπάλα στη μεγάλη περιοχή, απέφυγε έναν αμυντικό και πλάσαρε τον εξερχόμενο τερματοφύλακα.

Οι σχολιαστές του αγώνα έλεγαν ότι αυτή η νεανική Ντινάμο είχε όλα τα φόντα για να γίνει η νέα υπερδύναμη στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, πρόβλεψη που δεν αποδείχθηκε αληθινή ασχέτως αν η ομάδα νίκησε την Μπάγερν στο Super Cup εκείνης της χρονιάς.

 

Κάτι παραπάνω από μια ομάδα

Ο Βαλερί Λομπανόφσκι και η κυβέρνηση έβλεπαν την Ντινάμο Κιέβου ως την ενσάρκωση των θετικών χαρακτηριστικών του αθλητισμού της Σοβιετικής Ένωσης.

Άλλωστε ο αείμνηστος, ο οποίος ήταν και ομοσπονδιακός τεχνικός, έναν μήνα περίπου πριν από τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, παρέταξε την ενδεκάδα της εθνικής αποκλειστικά με “Біло-сині” (σ.σ. σημαίνει “άσπρο-μπλε”), ενδεικτικό κι αυτό της δυναμικής της.

Εν τέλει ήταν ένα εγχείρημα που γρήγορα εγκαταλείφθηκε, διότι τα πολιτικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ δεν ταυτίζονταν με τη γιγάντωση ενός οργανισμού που αποτελείτο μόνο από Ουκρανούς ποδοσφαιριστές.

Η προσπάθεια αυτή, βέβαια, έδωσε έμπνευση στα ΜΜΕ άλλων χωρών να υποστηρίξουν ότι χάριν ομοιογένειας θα ήταν θετικό η εθνική τους ομάδα να αποτελείται από γηγενείς που αγωνίζονται στον ίδιο σύλλογο.

Στην Αγγλία, επί παραδείγματι, το περιοδικό “World Soccer” έριξε την ιδέα να εκπροσωπήσει το «νησί» η ανερχόμενη δύναμη που άκουγε στο όνομα Λίβερπουλ, ωστόσο αυτό δεν έγινε ποτέ.

Η Ντινάμο επανέλαβε τη σπουδαία επιτυχία της το 1986, όταν σήκωσε ξανά το Κύπελλο Κυπελλούχων, προσδίδοντας τρομερές φιλοδοξίες και για την εθνική ΕΣΣΔ εν όψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Μεξικού.

Εντούτοις, η χώρα γνώρισε οδυνηρό αποκλεισμό από το Βέλγιο σε εκείνη τη διοργάνωση, προτού ηττηθεί και από την Ολλανδία στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1988 επί γερμανικού εδάφους.

Αυτή ήταν η σπουδαία ομάδα της Ντινάμο Κιέβου του 1975. Ένα σύνολο απαρτιζόμενο αποκλειστικά από Σοβιετικούς παίκτες, οι οποίοι στελέχωσαν την εθνική ομάδα, υπό τις οδηγίες του πιο εμβληματικού προπονητή της χώρας, του Βαλερί Λομπανόφσκι.

Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, όμως η αύρα αυτού του συλλόγου θα εξακολουθεί να περιβάλλει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, γεγονός που θα προσδώσει πολλούς πόντους στην ΑΕΚ αν καταφέρει να πάρει την πρόκριση στο “Ολιμπίσκι”.

 

*** Για περισσότερες σπορ ιστορίες LIKE στη σελίδα O Sivas στο Facebook και FOLLOW στο Instagram ***

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!