Νarco-football, «πεντάρα» στην Αργεντινή, Μουντιάλ ’94 και Εσκομπάρ

Καρτέλ ναρκωτικών, συνδικάτα στοιχήματος και Πάμπλο Εσκομπάρ. Αυτή ήταν η Κολομβία του ’80, από την οποία ξεπήδησε μία εθνική ομάδα που έριξε πέντε γκολ στην Αργεντινή του Μπατιστούτα μέσα στο Μπουένος Άιρες και ετοιμαζόταν να κατακτήσει το Μουντιάλ 1994, μέχρι που ήρθε το αυτογκόλ του Αντρές Εσκομπάρ.

Υπάρχουν κάποιες ημερομηνίες – σταθμοί στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Μία εξ αυτών είναι η 22α Ιουνίου, στην οποία ο Ντιέγκο Μαραντόνα επιβεβαίωσε τον μύθο του, με το «Χέρι του Θεού» και το… γκολ του Θεού.

Ακριβώς οκτώ χρόνια αργότερα, άρχισαν να κινούνται οι μηχανισμοί που θέλουν τον «βασιλιά των σπορ» άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνία: ένα αυτογκόλ ήταν αρκετό, το αυτογκόλ του Αντρές Εσκομπάρ…

Η δολοφονία του 27χρονου Κολομβιανού κεντρικού αμυντικού σημειώθηκε μερικές ημέρες αργότερα, έξω από ένα μπαρ του Μεντεγίν. Ήταν η δεύτερη δολοφονία Εσκομπάρ της πόλης μέσα σε έξι μήνες.

Η πρώτη, κατά τα φαινόμενα, οδήγησε και στη δεύτερη, αφού ο θάνατος του Πάμπλο Εσκομπάρ, του μεγαλύτερου εμπόρου ναρκωτικών στον πλανήτη εκείνη την περίοδο, οδήγησε τη χώρα σε (ακόμα μεγαλύτερη) αποσταθεροποίηση.

Οι έξι πυροβολισμοί στον ποδοσφαιριστή της Ατλέτικο Νασιονάλ, λίγες ημέρες πριν πάρει μεταγραφή στη Μίλαν, έβαλε ένα τέλος στη «χρυσή εποχή» της χώρας, όσον αφορά στο ποδόσφαιρο.

Ένα ιδιότυπο τέλος, αφού οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές της χώρας θα μπορούσαν να αντέξουν μαζί μερικά χρόνια αργότερα και να πατήσουν στις κορυφές που θα μπορούσαν να φτάσουν βάσει ταλέντου, αν τους το επέτρεπε το «mano negro», το αόρατο εκείνο «μαύρο χέρι» που προκάλεσε τα γεγονότα της 22ας Ιουνίου.


Το narco-football της δεκαετίας του ’80

Η Κολομβία της δεκαετίας του ’80 ήταν έρμαιο στα χέρια των καρτέλ που μεσουρανούσαν σε κάθε πόλη της, εξάγοντας κοκαΐνη και αποκομίζοντας πακτωλούς χρημάτων. Αδιαμφισβήτητος «βασιλιάς» των καρτέλ, ο Πάμπλο Εσκομπάρ, ο γιος ενός αγρότη και μιας δασκάλας, που έστησε το δικό του κύκλωμα τη δεκαετία του ’70, όταν απέτυχε να βρει χρήματα για τα δίδακτρά του στο Πανεπιστήμιο.

Έδρα η δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη της χώρας, το Μεντεγίν, όπου σύντομα έγινε το μεγαλύτερο κέντρο εξαγωγής κοκαΐνης στην υφήλιο. Υπολογίζεται ότι το 80% της παγκόσμιας διακίνησης του συγκεκριμένου ναρκωτικού προερχόταν από το καρτέλ του Μεντεγίν και περίπου 70 τόνοι μηνιαίως διοχετεύονταν στους δρόμους των ΗΠΑ.

Τα έσοδα του Εσκομπάρ ανέρχονταν σε 50.000.000 δολάρια την ημέρα, με τον αδερφό του και ταμία της «επιχείρησης», Ρομπέρτο, να ισχυρίζεται ότι το 10% των εσόδων χάνονταν λόγω ποντικών και νερού, αφού δεν υπήρχαν επαρκείς αποθηκευτικοί χώροι για τόσα χαρτονομίσματα.

Ο Εσκομπάρ, όπως και οι υπόλοιποι «βαρώνοι» της Κολομβίας, είχε πάθος με το ποδόσφαιρο. Η έπαυλή του περιελάμβανε ένα γήπεδο, ενώ εκτός από σχολεία, νοσοκομεία και σπίτια για τους φτωχούς, έχτιζε και γήπεδα στις γειτονιές, στην προσπάθειά του να πάρει την τοπική κοινή γνώμη υπό τον έλεγχό του.

«Άνθιση» του πρωταθλήματος με «ξέπλυμα» χρήματος

Το ποδόσφαιρο προσέφερε σε αυτούς τους «βαρώνους» και μία πρώτης τάξης ευκαιρία να «ξεπλύνουν» χρήμα, προσφέροντας τεράστιους μισθούς σε προπονητές παγκόσμιας κλάσης και μεγάλους ποδοσφαιριστές και φυσικά κάνοντας μεταγραφές με υπέρογκα ποσά.

Ως αποτέλεσμα, οι κορυφαίοι παίκτες της Κολομβίας παρέμεναν στη χώρα και έπαιζαν στο εγχώριο πρωτάθλημα, ουσιαστικά μεγαλώνοντας μαζί και υπηρετώντας μία κοινή ποδοσφαιρική φιλοσοφία. Το πρωτάθλημα γρήγορα έγινε το κορυφαίο της Νότιας Αμερικής, όσον αφορά σε ποιότητα και ανταγωνισμό.

Ο Εσκομπάρ από το Μεντεγίν, ο Μιγκέλ Ροντρίγκες Ορεχουέλα («ο κύριος») από την Μπογκοτά και ο Χοσέ Γκονσάλες Ροντρίγκες από το Κάλι («ο Μεξικανός»), βρήκαν ακόμα έναν τρόπο να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, όχι στους αιματοβαμμένους δρόμους, αλλά στα γήπεδα του πρωταθλήματος Κολομβίας.

Ο «Μεξικανός» είχε κατορθώσει να δημιουργήσει την πιο ισχυρή ομάδα, την Αμέρικα των πέντε σερί πρωταθλημάτων και των τριών τελικών του Copa Libertadores, ωστόσο δεν κατάφερε να φέρει πίσω στη χώρα το πρώτο πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής.

Το 1987 και το 1988 η Μιγιονάριος του «señor» αποκαθήλωσε την Αμέρικα, με δύο πρωταθλήματα τόσο διεφθαρμένα, που τρεις δεκαετίες αργότερα, η διοίκηση του συλλόγου εμφανίστηκε διατεθειμένη να τα επιστρέψει και να μην τα αναγνωρίζει ως μέρος της ιστορίας του.

Ούτε η Μιγιονάριος, όμως, κατάφερε να κατακτήσει την κορυφή της ηπείρου. Αυτό συνέβη το 1989 (μία σεζόν που δεν καταγράφηκε εγχώριο πρωτάθλημα λόγω δολοφονίας διαιτητή), όταν η ομάδα του Εσκομπάρ, η Ατλέτικο Νασιονάλ, η οποία απαρτιζόταν μόνο από Κολομβιανούς, νίκησε στον τελικό του Copa Libertadores την Ολίμπια από την Παραγουάη, μετά από δύο αγώνες που έληξαν με το συνολικό σκορ ισόπαλο 2-2.

Ο τίτλος κρίθηκε στα πέναλτι, εκεί όπου πρωταγωνίστησε ο Ρενέ Χιγκίτα, σκοράροντας στην 5η εκτέλεση για την ομάδα του και αποκρούοντας συνολικά τέσσερις εκτελέσεις, για να δώσει το τρόπαιο στην Νασιονάλ με 5-4.


Η «χρυσή γενιά» που βρήκε τον δρόμο της

Παράλληλα με τις επιτυχίες των συλλόγων της Κολομβίας, είχε αρχίσει και η σύνθεση μιας εθνικής ομάδας που περιελάμβανε την «αφρόκρεμα» αυτών των τριών συλλόγων, καθώς και τον υπολοίπων παικτών που «άνθιζαν» σε άλλες ομάδες, με πιο τρανό παράδειγμα τον Κάρλος Βαλντεράμα της Ντεπορτίβο Κάλι.

Ο μετέπειτα αρχηγός των «καφετέρος» έκανε ντεμπούτο με το εθνόσημο σχετικά μεγάλος σε ηλικία, στα 24 του, ωστόσο από το 1985 μέχρι το 1998 που ολοκλήρωσε τη διεθνή θητεία του με 111 αγώνες και 11 γκολ, έγινε συνώνυμο του παιχνιδιού της «χρυσής γενιάς» της Κολομβίας.

Ως εθνική ομάδα, η μοναδική επιτυχία ήταν η 2η θέση στο Copa América του 1975. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα, όμως, άρχισαν να ξεπετάγονται πολλοί και ικανοί ποδοσφαιριστές από κάθε γωνιά της χώρας, με συνέπεια να συνυπάρξουν στην εθνική Κολομβίας και να αφήσουν υποσχέσεις για κάτι καλό.

Ο δυναμικός αμυντικός μέσος Λεονέλ Άλβαρες ήταν ένας εξ αυτών και υπήρξε μέλος της Ατλέτικο Νασιονάλ στον θρίαμβο του 1989. Συμπαίκτης του στον σύλλογο ήταν ο Λουίς Ερέρα, ενώ παρτενέρ του τελευταίου στα στόπερ τόσο στην Ατλέτικο Νασιονάλ όσο και στην Κολομβία ήταν ο Εσκομπάρ, ο «ιππότης του ποδοσφαίρου», όπως ήταν ένα παρατσούκλι του, λόγω της ευγενικής παρουσίας του σε έναν πολύ δύσκολο χώρο.

Ο Λουίς Κάρλος Περέα ήταν ακόμα ένας αμυντικός που δεν αστειευόταν, είτε φορούσε τη φανέλα της Ατλέτικο Νασιονάλ είτε της Κολομβίας, ενώ κι ο μέσος Γκαμπριέλ Γκόμες, με θητεία σε Ατλέτικο Νασιονάλ, Ιντεπεντιέντε Μεντεγίν και Μιγιονάριος, ανήκε σε αυτήν την πρώτη «φουρνιά». Σε αυτήν τη «φουρνιά» που έδωσε ένα πρώτο δείγμα γραφής στις 24 Μαΐου 1988, στο «Γουέμπλεϊ», απέναντι στην Αγγλία.

Όταν το «Γουέμπλεϊ» υποκλίθηκε στον Βαλντεράμα

Οι δύο χώρες έδωσαν ένα φιλικό παιχνίδι στο Λονδίνο και ουσιαστικά οι Κολομβιανοί «συστήθηκαν» στο ευρωπαϊκό κοινό, αφού σε μία εποχή δίχως διαδίκτυο και μεγάλη επαφή με το ποδόσφαιρο της Νότιας Αμερικής, οι φίλαθλοι είχαν ακόμα πολλές άγνωστες ιστορίες που «διψούσαν» για να ανακαλύψουν.

Ο αγώνας εξελίχθηκε σε μία παράσταση του Βαλντεράμα και της μεσαίας γραμμής της Κολομβίας, όπως παραδέχθηκε αργότερα ο προπονητής των «λιονταριών», Μπόμπι Ρόμπσον. «Δεν έχω παίκτες που παίζουν έτσι στην Αγγλία.

Το ποδόσφαιρό τους είναι διαφορετικό, κοντινό και συμπαγές. Σε επιμέρους τμήματα των τριών και των τεσσάρων. Μικρά 1-2, ωραία τριγωνική δουλειά. Δεν το βλέπεις αυτό στο αγγλικό ποδόσφαιρο», μουρμούρησε ο έμπειρος τεχνικός στη συνέντευξη Τύπου, μετά από το τελικό 1-1.

«Κολλήσαμε σε αυτό. Μεγάλο μέρος του παιχνιδιού τους έγινε μπροστά από τους αμυντικούς μας. Εάν δούμε το παιχνίδι από την αρχή μέχρι το τέλος, είχαμε καλύτερες ευκαιρίες και περισσότερες για να σκοράρουμε από αυτούς. Άρα, είναι θέμα ‘τι ποδόσφαιρο σου αρέσει’», συμπλήρωσε ο Ρόμπσον.

Το ποδόσφαιρο που άρεσε στους Κολομβιανούς του Φρανσίσκο Ματουράνα, που το 1987 ανέλαβε ταυτόχρονα την Ατλέτικο Νασιονάλ και την εθνική ομάδα, ήταν ένα ποδόσφαιρο κατοχής, που διεπόταν από αρκετές «δανεικές» αρχές κορυφαίων ποδοσφαιρικών δυνάμεων.

Ήταν «ένα μείγμα κοντινών μεταβιβάσεων αργεντίνικου στιλ, με ένα άγγιγμα βραζιλιάνικου ταλέντου που πάντα ήταν μέρος του κολομβιανού παιχνιδιού, μαζί με γραμμή άμυνας ψηλά και έναν sweeper-keeper, δανεισμένο από την Ολλανδία του ’70», αναφέρει ο πιο σημαντικός αγγλόφωνος ειδήμων του ποδοσφαίρου της Νότιας Αμερικής, Τιμ Βίκερι, σε άρθρο του στο «BBC».

https://www.youtube.com/watch?v=mfW85sR7418

Κοιτάζοντας στα μάτια τον Ματέους

Οι δύο πιο γνωστοί παίκτες εκείνης της ομάδας ήταν και τα δύο πιο βασικά «γρανάζια» της λειτουργίας της. Από τη μία, ο Βαλντεράμα, ο ελεύθερος οργανωτής, ο μετρονόμος της ομάδας, που κατεύθυνε με αργό τέμπο τις επιθέσεις και με τον δικό του χορευτικό ρυθμό έδινε το έναυσμα γι’ αυτά τα «τρίγωνα» που εγκλώβιζαν τους αντιπάλους.

Το πιο τρανό παράδειγμα των δυνατοτήτων του ήρθε σε εκείνον τον αγώνα της 3ης αγωνιστικής της φάσης των ομίλων του Μουντιάλ 1990. Η Κολομβία είχε προκριθεί μόλις για δεύτερη φορά στην ιστορία της και μετά από τη νίκη με 2-0 επί των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (με τον Βαλντεράμα να σκοράρει), ηττήθηκε 1-0 από τη Γιουγκοσλαβία του σπουδαίου Ντράγκαν Στόικοβιτς. Απέναντι στη Γερμανία ήθελε έναν βαθμό για να προκριθεί μεταξύ των καλύτερων τρίτων των ομίλων.

Η προσωπική μονομαχία του με τον Λόταρ Ματέους, ο οποίος είχε διαλύσει με 4-1 τους «πλάβι» στην πρεμιέρα (δύο γκολ) έφερε αντιμέτωπους δύο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μία η δυναμική του Γερμανού, από την άλλη το «toque», το άγγιγμα του Λατίνου, που φρόντιζε να έχει μόλις μία επαφή με την μπάλα, προτού τη δώσει σε κάποιον συμπαίκτη του και τη ζητήσει ξανά πίσω.

Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να «ζαλίσει« τους μετέπειτα πρωταθλητές κόσμου και να σερβίρει ευκαιρίες στον Κάρλος Εστράδα και στον Λουίς Φαχάρντο και αργότερα στον Φρέντι Ρινκόν.

Κανείς από τους συμπαίκτες του δεν κατάφερε να τις αξιοποιήσει και κάποια στιγμή η γερμανική «μηχανή» άρχισε να λειτουργεί.

Ο Ματέους είχε δοκάρι, ο Ρούντι Φέλερ ενοχλούσε ολοένα και περισσότερο τους Κολομβιανούς αμυντικούς και στο 88ο λεπτό έκανε ένα σλάλομ, απέφυγε δύο τάκλιν κι έδωσε στον Πιερ Λιτμπάρσκι, που με το αριστερό έκανε το 1-0.

Την ώρα που στην Μπογκοτά δεν ακουγόταν ψυχή στους δρόμους, ο Βαλντεράμα δεν πτοήθηκε και συνέχισε να ζητάει την μπάλα. Το ρολόι στο Σαν Σίρο έδειχνε 92ο λεπτό και όταν ο Φαχάρντο έδωσε στον Βαλντεράμα στο κέντρο του γηπέδου, απέναντί του υπήρχαν 11 Γερμανοί ποδοσφαιριστές που δεν φημίζονταν για τη… γενναιοδωρία τους σε τέτοιο χρονικό σημείο.

Ο «el pibe» διασώζει το κακό κοντρόλ, αποφεύγει τον Φέλερ και τον Τόμας Μπέρτχολντ και την κατάλληλη στιγμή τροφοδοτεί τον Ρινκόν. Αυτός δίνει στον Φαχάρντο, ο οποίος την επιστρέφει στον Βαλντεράμα, αποφεύγοντας το τάκλιν του Χανς Πφλίγκλερ.

Ο Βαλντεράμα βλέπει τον κενό χώρο, βλέπει τον Κλάους Αουγκεντάλερ να πηγαίνει κι αυτός προς το μέρος του, μαζί με άλλους δύο συμπαίκτες του και ανοίγει στον Ρινκόν που έκανε κίνηση. Με ένα πλασέ κάτω από τα πόδια του Μπόντο Ίλγκνερ, το 1-1 ήταν γεγονός, μαζί και η πρόκριση στη φάση των 16 της διοργάνωσης, απέναντι στο Καμερούν.

Η γκάφα και η συμβολή του Ιγκίτα

Αυτός ο αγώνας έχει μείνει στην ιστορία για το τραγικό λάθος του Ιγκίτα και έχει επικαλύψει τον πραγματικό λόγο της επιτυχίας εκείνης της Κολομβίας, που ήταν ακριβώς αυτό το λάθος.

Ήταν το 4ο λεπτό του 2ου ημιχρόνου της παράτασης. Μόλις τρία λεπτά νωρίτερα, το Καμερούν, η έτερη έκπληξη της διοργάνωσης, είχε πάρει προβάδισμα με τον αειθαλή Ροζέ Μιλά. Στο 109′, μία συνηθισμένη κίνηση της Κολομβίας, κατέληξε σε τραγωδία. Ο Ιγκίτα βρέθηκε με την μπάλα στα πόδια πολύ μακριά από τη μεγάλη περιοχή του και την ώρα που ο σχολιαστής της κολομβιανής τηλεόρασης τον αποθέωνε, κάνοντας λόγο για «εξαιρετικό λίμπερο», ο Μιλά του κλέβει την ντρίμπλα και σε κενή εστία διπλασιάζει τα τέρματα των Αφρικανών.

Το τελικό 2-1 ανάγκασε τους Κολομβιανούς να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους με ένα μεγάλο «αν« να πλανιέται πάνω από το κεφάλι τους, αν και ουδείς τόλμησε να κατηγορήσει τον Ιγκίτα για τον αποκλεισμό.

Ο 24χρονος τερματοφύλακας της Ατλέτικο Νασιονάλ είχε σώσει πολλάκις την Κολομβία με τις επεμβάσεις του κόντρα σε Γιουγκοσλαβία και Γερμανία και σίγουρα η χώρα του δεν θα είχε την ίδια επιτυχία χωρίς τον ίδιο κάτω από τα καρέ.

Η συμβολή του στον τρόπο παιχνιδιού της Κολομβίας ήταν καθοριστική, κάτι που παραδέχθηκε και ο Ματουράνα, μετά από εκείνο το φιλικό του 1988 με την Αγγλία, όταν ο Ιγκίτα ντρίμπλαρε τον Γκάρι Λίνεκερ, με τον τρόπο που απέτυχε κόντρα στον Μιλά, «σαν να ήταν ένα παιχνίδι στη γειτονιά του πίσω στην πατρίδα. Και εάν ο Ιγκίτα μπορεί να παίζει έτσι σε κανονικό αγώνα, τότε και οι άλλοι έπρεπε να ακολουθούν το παράδειγμά του. Έτσι αρχίσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο».

Ο Ιγκίτα δεν ήταν μόνο η «Απόκρουση του Σκορπιού» ή τα γκολ από πέναλτι και φάουλ που τον έκαναν διάσημο. Ήταν ένας τερματοφύλακας πολύ μπροστά από την εποχή του. Είχε την ικανότητα με την μπάλα στα πόδια που ψάχνει μανιωδώς 20 χρόνια μετά ο Πεπ Γκουαρδιόλα σε όλες τις ομάδες του και είχε τη διάθεση να αγωνίζεται 40 μέτρα μακριά από την εστία του, σαν ένας επιπρόσθετος παίκτη της ενδεκάδας.

Όλα αυτά πριν από την αλλαγή κανονισμών στο ποδόσφαιρο, που απέτρεπε τους τερματοφύλακες να πιάνουν την μπάλα με τα χέρια μετά από πάσα συμπαίκτη τους, κάτι που τους ανάγκασε να αναπτύξουν την ικανότητά τους με τα πόδια.


Οι ξεχωριστές αρετές του Ιγκίτα σφυρηλάτησαν τον τρόπο παιχνιδιού των Κολομβιανών επί Ματουράνα. «Με τον Ιγκίτα πίσω τους, η αμυντική γραμμή μπορούσε να ανέβει πιο ψηλά στον αγωνιστικό χώρο, να πιέσει τον αντίπαλο και να κερδίσει πίσω την κατοχή. Μετά, όντας σε κατοχή μπάλας, ήταν πιο συμπαγής μονάδα, με πολλές επιλογές για το σήμα κατατεθέν, τις κοντινές πάσες. Ήταν μία νοτιοαμερικανική πινελιά με μερικές ιδέες από τη μεγάλη Ολλανδία του 1974», σημειώνει ο Βίκερι.

Το ίδιο είχε γράψει σε άρθρο του και ο Ματουράνα, λίγο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας: «Ο Ιγκίτα μας δίνει κάτι που κανείς άλλος δεν έχει και το εκμεταλλευόμαστε πλήρως. Με τον Ρενέ ως λίμπερο, έχουμε 11 κανονικούς παίκτες. Ο Γιαν Γιόνγκμπλουντ, ο Ολλανδός τερματοφύλακας του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1974, επίσης λειτουργούσε ως λίμπερο. Με μία διαφορά. Ο Ολλανδός έβγαινε έξω μόνο για να κλοτσήσει την μπάλα στις κερκίδες. Ο Ιγκίτα μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα».

Ένας… Μπορέλι τη σταμάτησε στο Copa América

Μετά από την 3η θέση στο Copa América του 1987 και την 4η του 1991, η Κολομβία είχε εξελιχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη στη Νότια Αμερική. Τον Φεβρουάριο του 1993, ο Ματουράνα επιστρέφει στον πάγκο της, έχοντας αποχωρήσει μετά από το Μουντιάλ. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, βρίσκεται μία ανάσα από τον τελικό του Copa América του Εκουαδόρ.

Την 1η Ιουλίου 1993 τίθεται αντιμέτωπη με την Αργεντινή του Άλφιο Μπασίλε, η οποία στον προηγούμενο γύρο είχε αποκλείσει στα πέναλτι τη μετέπειτα πρωταθλήτρια κόσμου Βραζιλία, με νίκη 6-5 και τον Χόρχε Μπορέλι να ευστοχεί στο τελευταίο και καθοριστικό πέναλτι. Αυτό συνέβη και έναν γύρο αργότερα.

Αργεντινή και Κολομβία αναδείχθηκαν ισόπαλες 0-0 και το παιχνίδι οδηγήθηκε στα πέναλτι. Νέστορ Γκοροσίτο, Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, Ντιέγκο Σιμεόνε, Λεονάρντο Ροντρίγκες, Αλμπέρτο Ακόστα σκόραραν στην πρώτη πεντάδα της «αλμπισελέστε», το ίδιο έκαναν οι Ρινκόν, Φαουστίνο Ασπρίγια, Αλέξις Μεντόσα, Γουίλσον Πέρες και Βαλντεράμα για τους «καφετέρος».

Ο 22χρονος Βίκτορ Αριστισάμπαλ, στην πρώτη μεγάλη διοργάνωση της καριέρας του, δεν τα κατάφερε και ο Μπορέλι έδωσε την πρόκριση στη χώρα του, που με δύο γκολ του Μπατιστούτα στον τελικό κέρδισε το Μεξικό (το τελευταίο τρόπαιό της μέχρι σήμερα), ενώ η Κολομβία περιορίστηκε στην 3η θέση.

Η «πεντάρα» που σόκαρε τον πλανήτη

Δύο μήνες αργότερα, οι δύο χώρες βρέθηκαν ξανά αντιμέτωπες, σε έναν άλλον αγώνα «δίχως αύριο», μόνο για την Αργεντινή, αυτήν τη φορά. Μετά από τη μίνι διαδικασία των προκριματικών του Μουντιάλ 1994, με τους δύο ομίλους στη Νότια Αμερική, η Κολομβία ήταν επικεφαλής του 1ου γκρουπ με 8 βαθμούς, ακολουθούσε η Αργεντινή με 7 και λίγο πιο πίσω ήταν η Παραγουάη με 5.

Εάν την τελευταία αγωνιστική η Αργεντινή έχανε ξανά από την Κολομβία (είχε χάσει με 2-1 στον καύσωνα της Μπαρανκίγια δύο εβδομάδες νωρίτερα κι ενώ όλη η διαδικασία διήρκεσε μόλις έναν μήνα), θα μπορούσε να αποκλειστεί από τη διοργάνωση, εφόσον η Παραγουάη επικρατούσε του Περού και κάλυπτε τη διαφορά τερμάτων (δύο βαθμοί η νίκη εκείνη την εποχή).

Το «Μονουμεντάλ» του Μπουένος Άιρες σειόταν από 53.000 ανθρώπους, που περίμεναν την παγκόσμια πρωταθλήτρια του 1986 και φιναλίστ του 1990 να μην απουσιάσει από το μεγάλο ραντεβού του 1994. Πριν από τον αγώνα, μάλιστα, ο Μαραντόνα είχε δηλώσει ότι «η Αργεντινή είναι πάντα από πάνω και η Κολομβία από κάτω», μία διαπίστωση όσο αλαζονική ακουγόταν, άλλο τόσο αληθινή.

Ο σπουδαίος Αργεντινός ήταν τιμωρημένος για 15 μήνες λόγω χρήσης ναρκωτικών και δεν βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο, αλλά δέχθηκε να βρεθεί στις εξέδρες του γηπέδου της μεγάλης αντιπάλου της καριέρας του, Ρίβερ Πλέιτ.

Η Αργεντινή δεν είχε ηττηθεί ποτέ σε εντός έδρας προκριματικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ενώ μετρούσε έξι χρόνια αήττητη εντός συνόρων.

Η Κολομβία είχε νικήσει μόλις μία φορά στο Μπουένος Άιρες, με 2-1 στο Copa América το 1987, την τελευταία φορά που η «αλμπισελέστε» ηττήθηκε εντός. Αυτή ήταν και η μοναδική νίκη της Κολομβίας στην Αργεντινή.

Οι γηπεδούχοι είχαν το πάνω χέρι και οι Κολομβιανοί απειλούσαν με αντεπιθέσεις. Ο Μπατιστούτα έχασε δύο ευκαιρίες, αλλά στο 41′ ήρθε η «ψυχρολουσία» από τον Ρινκόν, που απέφυγε τον Σέρχιο Γκοϊκοτσέα κι έκανε το 2-0. Η Αργεντινή συνεχίζει να χάνει ευκαιρίες, αλλά μία πάσα του Ρινκόν στον Ασπρίγια στο 49′ έφερε το 2-0, με μόλις τρία σουτ των Κολομβιανών.

Ο Μπατιστούτα συνέχισε να απειλεί ανούσια, η Κολομβία άρχισε να ανεβαίνει μέτρα στον αγωνιστικό χώρο και ο αναστατωμένος Μπασίλε έριξε στο ματς άλλους δύο σέντερ φορ, να πλαισιώσουν τον «Μπατιγκόλ» και τον πρώην παρτενέρ του στη Ρίβερ, Ραμόν Μπέλο. Στο 72′ ήρθε η τιμωρία, με τον Ρινκόν να κάνει το 3-0 από ριμπάουντ σε προσπάθεια του Ασπρίγια και δύο λεπτά αργότερα, ο τελευταίος κάνει το 4-0.

Τα σφυρίγματα είναι εκκωφαντικά και ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να χαμηλώσει τον ήχο από τις εξέδρες στη μετάδοση. Η Κολομβία έχει πάρει και την κατοχή της μπάλας, με τους γηπεδούχους να κυνηγούν «σκιές».

Το άλλο παιχνίδι είναι στο 2-2 και ένα γκολ της Παραγουάης στο τέλος, θα άφηνε εκτός Μουντιάλ την Αργεντινή. Στο 84′, ο Αντόλφο Βαλένσια σημειώνει το 5-0, μπήγωντας ακόμα ένα «καρφί» στο σώμα των Αργεντινών.

Όταν οι παίκτες της «αλμπισελέστε» κατόρθωσαν να δώσουν μερικές πάσες χωρίς να χάσουν την μπάλα, το κοινό φώναζε ειρωνικά «όλε, όλε». Οι κάμερες έδειχναν τον Μαραντόνα να χειροκροτάει τους Κολομβιανούς (μαζί με το υπόλοιπο γήπεδο), ανακουφισμένος κάπως, αφού η Παραγουάη δεν κατάφερε να νικήσει κι η Αργεντινή πέρασε στα μπαράζ.

Εκεί αντιμετώπισε την Αυστραλία, με την οποία αναδείχθηκε ισόπαλη 1-1 στο Σίδνεϊ και νίκησε 1-0 στο «Μονουμεντάλ» χάρη σε αυτογκόλ του Άλεξ Τόμπιν. Αυτό το τέρμα έστειλε την πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής στα γήπεδα των ΗΠΑ και στον όμιλο της Εθνικής Ελλάδας…

https://www.youtube.com/watch?v=Q5kfiBOF4I0

Η πάλη της διαδοχής του Πάμπλο Εσκομπάρ

Ο θρίαμβος της Κολομβίας έκανε τον γύρο του κόσμου, προκαλώντας ερωτήματα και θαυμασμό. Ο Πελέ, σε μία από τις πρώτες… μαντεψιές του, ισχυρίστηκε ότι αυτή η ομάδα θα φτάσει τουλάχιστον μέχρι τα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αν όχι μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου. Η εικόνα που έδειχνε όλο αυτό το διάστημα, δικαίωνε τις προσδοκίες του.

Η Κολομβία μετρούσε μόλις μία ήττα στους τελευταίους 34 αγώνες της πριν αρχίσει το Μουντιάλ και ο όμιλος στον οποίο κληρώθηκε, μαζί με το σύστημα διεξαγωγής που επέτρεπε να προκριθούν ομάδες που τερμάτιζαν στην 3η θέση, αναβίωνε κάποιες νότες αισιοδοξίας πίσω στη ρημαγμένη χώρα.

Επρόκειτο για μία περίοδο όπου ο θάνατος του Πάμπλο Εσκομπάρ από την ομάδα «PEPE» («Perseguidos por Pablo Escobar», «οι διωκόμενοι από τον Πάμπλο Εσκομπάρ»), την οποία συνέθεσε η ίδια η κολομβιανή αστυνομία για να πιάσει τον δραπέτη μεγαλέμπορο ναρκωτικών, προκάλεσε μαζικές αναταραχές στη χώρα. Όλοι ήθελαν τη θέση του Εσκομπάρ στην κορυφή της πυραμίδας του εγκλήματος, ακόμα και συνεργοί του.

Ο «χαλίφης», με τις περίπου 5.500 δολοφονίες άλλων εγκληματιών, αστυνομικών, πολιτικών κ.ά., που μπορούσε να εξαγοράσει τους πάντες (όπως και έκανε το 1991, εξαγοράζοντας ψήφους βουλευτών ώστε να αλλάξουν το Σύνταγμα της χώρας και να μην εκδοθεί στις ΗΠΑ), δεν βρισκόταν πια εν ζωή και όλοι οι «βεζίρηδες» εποφθαλμιούσαν τη θέση του, αυξάνοντας κατακόρυφα την εγκληματικότητα στη χώρα.

«Ο νόμος του αφεντικού ήταν ο νόμος του κράτους. Όταν ο Πάμπλο Εσκομπάρ πέθανε, η γη σείστηκε, ο άνεμος φώναζε ‘Πάμπλο Εσκομπάρ, Πάμπλο Εσκομπάρ’. Από εκείνη τη στιγμή, έπρεπε να φρουρείσαι διαρκώς. Δεν μπορούσες να εμπιστευτείς κανέναν. Ακόμα και ένας αστυνομικός θα μπορούσε να είναι καλός ή κακός», δήλωσε στο ντοκιμαντέρ «Οι Δύο Εσκομπάρ» ο Ματουράνα.

Το λάθος του Χιγκίτα που τον οδήγησε στη φυλακή

Πλέον, τα αλληλένδετα στοιχηματικά καρτέλ δεν υπάκουαν σε κανέναν και επωφελήθηκαν από το ταξίδι της εθνικής Κολομβίας στις ΗΠΑ για να βγάλουν κέρδος. Ήδη, η επιρροή της μαφίας στην εθνική είχε στερήσει τη συμμετοχή του Ιγκίτα σε δεύτερο σερί Μουντιάλ.

Ο Κολομβιανός τερματοφύλακας είχε πέσει θύμα της αφέλειάς του, όταν σε μία από τις μυστικές επισκέψεις παικτών της εθνικής ομάδας στον κρατούμενο Εσκομπάρ, τις οποίες επέβαλε ο ίδιος ο «βαρώνος» των ναρκωτικών, σταμάτησε και μίλησε στους δημοσιογράφους.

Η κίνηση αυτή επιβεβαίωσε δημόσια ότι η φυλάκιση του Εσκομπάρ ήταν απλά ένα προπέτασμα.

Ήταν μία φυλακή που χτίστηκε με τα χρήματά του, περιελάμβανε ανέσεις όπως κινητά τηλέφωνα, φαξ, ραδιόφωνα, επιλεγμένους από τον ίδιο φρουρούς και φυσικά ένα γήπεδο ποδοσφαίρου όπου έπαιζαν οι κρατούμενοι αλλά και οι παίκτες που τον επισκέπτονταν.

Ο ίδιος συνέχισε τις δουλειές του από «μέσα», αλλά παράλληλα εκπλήρωνε και το χρέος του στην κολομβιανή κυβέρνηση.

Στα τέλη του 1993, ο Ιγκίτα διετέλεσε μεσολαβητής σε υπόθεση απαγωγής της κόρης του Κάρλος Μολίνα, συνεργού του Εσκομπάρ. Παρέδωσε τα λύτρα στους απαγωγείς και αποδέχθηκε 64.000 δολάρια για τις υπηρεσίες του, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τη νομοθεσία της χώρας.

Σε μία υπόθεση που εκ των υστέρων αποδείχθηκε στημένη για να «πληρώσει» για την γκάφα του, προφυλακίστηκε για επτά μήνες και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν σε καλή φυσική κατάσταση ώστε να βοηθήσει την πατρίδα του στα γήπεδα των ΗΠΑ.

Η γκολάρα του Χάτζι αποστόμωσε τους Κολομβιανούς

Μέσα σε αυτό το κλίμα φόβου για τα τεκταινόμενα πίσω στην πατρίδα και προβλημάτων, λόγω της απουσίας ενός βασικού «πυλώνα» των τελευταίων επιτυχιών (αν και ο Ιγκίτα απουσίαζε και από το 5-0 επί της Αργεντινής), η Κολομβία παρατάχθηκε στο «Ρόουζ Μπόουλ» της Πασαντίνα για την πρεμιέρα της απέναντι στη Ρουμανία.

Σε αντίθεση με όλο το προηγούμενο διάστημα, οι Κολομβιανοί δεν μπορούσαν να παίξουν τόσο καλά το παιχνίδι κατοχής που είχαν συνηθίσει, λόγω της απουσίας του Ιγκίτα, και όταν είδαν τους Ρουμάνους να κλείνονται πίσω και να τους περιμένουν, αποσυντονίστηκαν. Μέχρι εκείνο το σημείο, οι Βαλκάνιοι δεν είχαν να επιδείξουν κάποια σημαντική επιτυχία, πλην της πρόκρισης στη φάση των 16 του προηγούμενου Μουντιάλ. Ποιότητα υπήρχε, όμως, αρχής γενομένης από τον Γκέοργκε Χάτζι.

Ο Ρουμάνος αρχηγός είχε περάσει ήδη δύο χρόνια στη Ρεάλ και μετά από μία διετία στην Μπρέσια, ετοιμαζόταν για επιστροφή στην Ισπανία, για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα.

Πρώτα, θα έλαμπε στα γήπεδα των ΗΠΑ, έστω κι αν σε αυτό το παιχνίδι ήταν ο Φλόριν Ραντουτσόγιου που σημείωσε δύο τέρματα. Ο «Μαραντόνα των Καρπαθίων», όμως, πέτυχε το πιο όμορφο τέρμα, κρεμώντας στο 34ο λεπτό τον Όσκαρ Κόρντομπα από τα 30 μέτρα και σχεδόν από την αριστερή γραμμή του πλαγίου.

Ο Βαλένσια είχε μειώσει σε 2-1 στο 43′, αλλά ο Ραντουτσόγιου στο 89′ διαμόρφωσε το τελικό σκορ για τους Ρουμάνους του Άνχελ Ιορντανέσκου στον πάγκο (που είχε αγωνιστεί στον ΟΦΗ το 1982-1984 και που αργότερα προπόνησε την Ελλάδα το 1998-1999) και του Ίλιε Ντουμιτρέσκου στο κέντρο (που προπόνησε ΑΕΚ, Αιγάλεω, Ακράτητο με Μπογκντάν Στελέα στο τέρμα, Καλλιθέα, ΠΑΟΚ και Πανθρακικό μεταξύ 2004 και 2009).

Απειλές θανάτου μέσω TV και εμπάργκο σε παίκτη

Το αποτέλεσμα αυτό πυροδότησε αλλεπάλληλες αντιδράσεις πίσω στην πατρίδα. Τα καρτέλ έχασαν αρκετά χρήματα στο στοίχημα από την ήττα και από το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή άρχισαν να στέλνουν μηνύματα και απειλές θανάτου σε παίκτες και προπονητή.

Το «mano negro» έκανε την εμφάνισή του και έφτασε σε σημείο να δείχνει στις οθόνες της τηλεόρασης που βρισκόταν στα δωμάτια των παικτών μήνυμα να μην αγωνιστεί ο Γκαμπριέλ Γκόμες, ειδάλλως θα πεθάνουν όλοι τους.

Ο «Μπαράμπας» Γκόμες, όπως ήταν γνωστός, επρόκειτο για έναν 34χρονο μέσο, τον οποίο ο Ματουράνα λόγιζε ως βασικό, ωστόσο η παρουσία του στην ενδεκάδα στερούσε θέση από άλλους παίκτες, με μεγαλύτερη μεταπωλητική αξία από τους συλλόγους τους.

«Ο Μπαράμπας ήταν παίκτης κλειδί, αλλά με νίκησαν», δήλωσε ο Ματουράνα, ο οποίος τον έθεσε εκτός ομάδας για το επόμενο παιχνίδι, με αντίπαλο τις ΗΠΑ.

Όταν έμαθε την απόφαση, ο Γκόμες ανακοίνωσε ότι σταματάει το ποδόσφαιρο. «Αποφάσισα να αποχωρήσω από το ποδόσφαιρο. Γνώριζα ότι είχαν σημασία οι εγχώριες αντιπαλότητες πίσω στην πατρίδα.

Οι ιδιοκτήτες των συλλόγων ήθελαν τους παίκτες τους να προβληθούν, ώστε οι αξίες τους να αυξηθούν. Από τη στιγμή που ο Ματουράνα δεν άρχιζε με τους παίκτες τους, σαμποτάρισαν την ίδια την εθνική ομάδα τους», δήλωσε.

Ο Ασπρίγια κοίταζε από πού θα έρθει η σφαίρα

Σαν να μην έφταναν οι απειλές και η απομάκρυνση του Γκόμες, ήρθε η προσωπική τραγωδία του Ερέρα να τριτώσει το κακό. Ο αμυντικός της Ατλέτικο Νασιονάλ είχε βιώσει ένα δράμα λίγες ημέρες μετά από τη δολοφονία του Πάμπλο Εσκομπάρ, αφού ο γιος του, βρέφος ακόμα, έπεσε θύμα απαγωγής στο Μεντεγίν, ωστόσο κατάφερε να τον πάρει πίσω.

Μετά από την ήττα από τη Ρουμανία, δέχθηκε τηλεφώνημα από το σπίτι του, ότι ο αδερφός του είχε σκοτωθεί σε τροχαίο.

Εκείνο το βράδυ, ξενύχτησε μαζί με τον Αντρές Εσκομπάρ, ο οποίος προσπάθησε να του συμπαρασταθεί και να τον εμψυχώσει: «Ήθελα να υποχωρήσω και να πάω σπίτι, αλλά ο Αντρές είπε ‘η πατρίδα εξαρτάται από σένα. Αυτή είναι η μοναδική ευκαιρία μας σε Παγκόσμιο Κύπελλο’».

Οδεύοντας για το δεύτερο παιχνίδι του ομίλου, ο Ασπρίγια θυμάται τη συνάντηση των παικτών με τον προπονητή για τα τελευταία πλάνα, όπου υπήρχε «πραγματική ένταση» και κανείς δεν είπε κουβέντα. «Και έτσι μπήκαμε στον αγωνιστικό χώρο», πρόσθεσε ο Ματουράνα.

Αργότερα, σε συνέντευξή του, ο Ασπρίγια θα εξομολογούταν ότι κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης των εθνικών ύμνων, κοιτούσε γύρω γύρω το στάδιο, διερωτώμενος από που θα του ερχόταν η σφαίρα.

Η ψυχολογική κατάσταση των ποδοσφαιριστών δεν ήταν κατάλληλη για κρίσιμο ματς Μουντιάλ. Παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να μπουν δυνατά στον αγώνα. «Επιτεθήκαμε από όλες τις πλευρές, αλλά η μπάλα δεν πήγαινε μέσα», δήλωσε ο Βαλένσια.

«Παίξαμε εκατοντάδες φιλικά με τις ΗΠΑ και τα κερδίσαμε όλα. Κάναμε επιθέσεις, αλλά δεν μπορούσαμε να σκοράρουμε. Μετά έρχεται μια στιγμή που αρχίζεις να θυμάσαι τι συνέβη, κακές σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό σου», υπερθεμάτισε ο Άλβαρες. Είχε έρθει η ώρα για το 35ο λεπτό…

Το αυτογκόλ της ζωής του

Ο Τζον Χάρκνες με την μπάλα στα πόδια σε μία κόντρα και λίγο αριστερά, βγάζει μία φαλτσαριστή χαμηλή σέντρα. Ο Εσκομπάρ ήταν ο τελευταίος αμυντικός και απλώνει το κορμί του για το τάκλιν, ώστε να παρεμποδίσει την μπάλα να φτάσει στον παίκτη πίσω του. Μόνο που δεν της δίνει την διεύθυνση που πρέπει, με συνέπεια να πάρει πορεία για την αφύλακτη εστία, αφού ο Κόρντομπα είχε αρχίσει κίνηση για την αριστερή γωνία του τέρματος.

Με την μπάλα να κυλάει προς τα δίχτυα, τόσο ο Εσκομπάρ, όσο και ο Κόρντομπα βρίσκονται ξαπλωμένοι στον αγωνιστικό χώρο, αντιλαμβανόμενοι τι συνέβη. Οι πρώτες σκέψεις που τους πέρασαν από το μυαλό δεν ήταν το παρόν, αλλά το μέλλον τους.

Το ίδιο συνέβη και με τον 9χρονο ανιψιό του Εσκομπάρ, ο οποίος είπε στη μητέρα του και αδερφή του 27χρονου στόπερ: «Μαμά, θα σκοτώσουν τον Αντρές». Η αδερφή του Εσκομπάρ απάντησε: «Όχι αγάπη μου, δεν σκοτώνουν ανθρώπους για λάθη. Όλοι στην Κολομβία αγαπούν τον Αντρές».

Ο Έρνι Στούαρτ διπλασίασε τα τέρματα των «οικοδεσποτών» του τουρνουά στο 52′ και παρά τη μείωση στο τέλος ξανά από τον Βαλένσια, η καταδικαστική ήττα δεν αποφεύχθηκε. Η νίκη με 2-0 επί της Ελβετίας την τελευταία αγωνιστική δεν είχε νόημα, αφού η Ρουμανία νίκησε με 1-0 τις ΗΠΑ και προκρίθηκε ως πρωτοπόρος του ομίλου, αφήνοντας την Κολομβία στην τελευταία θέση.

«Η ζωή δεν τελειώνει εδώ», έγραφε ο Εσκομπάρ

Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Ιουνίου και τα μέλη της αποστολής της Κολομβίας δεν είχαν λόγο παραμονής στη Φλόριντα. Όλα πλην του Εσκομπάρ, ο οποίος δέχθηκε πρόταση από το «Carcol Radio», τον κορυφαίο ραδιοφωνικό σταθμό της πατρίδας του, να παραμείνει στις ΗΠΑ ως σχολιαστής. Εξάλλου, οι γονείς του βρίσκονταν εκεί και θα πήγαιναν στη Νεβάδα σε συγγενείς. Ο Εσκομπάρ, όμως, ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του στο Μεντεγίν.

«Στο αεροπλάνο της επιστροφής από τις ΗΠΑ προς την Κολομβία, μου έλεγε ‘μην πας έξω στους δρόμους, είναι πραγματικά επικίνδυνα. Σου αρέσουν τα πάρτι, όμως μπορεί να σου συμβεί τίποτα, μπορεί να σε σκοτώσουν’. Οπότε έμεινα σπίτι», θυμάται ο Ασπρίγια. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτά τα λόγια θα ήταν προφητικά, ιδίως μετά από το άρθρο που έγραψε ο Εσκομπάρ στην εφημερίδα «El Tiempe» της Μπογκοτά.

«Η ζωή δεν τελειώνει εδώ. Πρέπει να συνεχίσουμε. Η ζωή δεν μπορεί να τελειώνει εδώ. Ανεξαρτήτως του πόσο δύσκολο είναι, πρέπει να σηκωθούμε ξανά. Έχουμε μόνο δύο επιλογές: είτε να επιτρέψουμε στον θυμό να μας παραλύσει και να συνεχιστεί η βία, ή να το ξεπεράσουμε και να βάλουμε τα δυνατά μας για να βοηθήσουμε τους άλλους.

Είναι επιλογή μας. Σας παρακαλώ, ας διατηρήσουμε τον σεβασμό. Τους θερμούς χαιρετισμούς μου σε όλους. Ήταν μία καταπληκτική και σπάνια εμπειρία. Θα σας δούμε ξανά σύντομα, επειδή η ζωή δεν τελειώνει εδώ».

Η δολοφονία του από έναν μπράβο που… κοιμόταν

Η ζωή τελείωσε εκεί. Συγκεκριμένα, την 1η Ιουλίου, πέντε ημέρες μετά από την επιστροφή του στο Μεντεγίν, πήρε τηλέφωνο τον Ερέρα και τον κάλεσε να βγουν έξω. Ο Ερέρα αρνήθηκε και τον συμβούλεψε να κάνει το ίδιο, όπως και ο Ματουράνα. «Είπα ‘οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι. Εδώ οι αντιδικίες δεν λύνονται με γροθιές. Αντρές, μείνε στο σπίτι’. Αλλά ο Αντρές είπε ‘όχι, πρέπει να δείξω το πρόσωπό μου στον κόσμο’».

Οι μαρτυρίες από εκείνη τη βραδιά είναι πολλές και κάπως διαφορετικές. Πρώτα ο Εσκομπάρ και η παρέα του πήγαν σε ένα μπαρ και στη συνέχεια σε μία κάβα. Ακολούθησε το «El Indio Bar», όπου συνομιλούσαν με μερικούς θαμώνες, μέχρι που κάποια παρέα άρχισε να τον προσβάλλει και να πανηγυρίζει σαρκαστικά το αυτογκόλ. Ο Εσκομπάρ έφυγε, αλλά η τετραμελής παρέα που τον ενοχλούσε, με τρεις άντρες και μια γυναίκα, φέρεται να τον ακολούθησε και συνέχισε να τον ενοχλεί για το αυτογκόλ.

Ο Εσκομπάρ επαναλάμβανε ότι επρόκειτο απλά για λάθος, καθώς πήγαινε προς το αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ του μπαρ. Κάθισε στο κάθισμα του οδηγού και τότε ακούστηκαν πυροβολισμοί. Σύμφωνα με την αστυνομία, εκπυρσοκρότησε τουλάχιστον ένα όπλο. Έξι σφαίρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον Εσκομπάρ.

Κάθε σφαίρα συνοδευόταν με μία κραυγή «γκολ», για κάθε φορά που φώναζε ο εκφωνητής του αγώνα στο αυτογκόλ του Εσκομπάρ, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Ο Κολομβιανός διεθνής ξεψύχησε στο αυτοκίνητό του και ο θάνατός του διαπιστώθηκε στο νοσοκομείο 30 λεπτά αργότερα.

Στη φυλακή μόλις για 11 χρόνια

Οι δράστες διέφυγαν με δύο SUV, ωστόσο αυτόπτες μάρτυρες συγκράτησαν τον αριθμό της πινακίδας. Αποδείχθηκε ότι τα οχήματα ανήκαν σε δύο αδέρφια, Χουάν και Πέδρο Γκαλόν, εγκληματίες που ασχολούνταν με ναρκωτικά και στοίχημα και είχαν στενές σχέσεις με τον Κάρλος Καστάνιο, ο οποίος επιχειρούσε να ανατρέψει την κυριαρχία του Πάμπλο Εσκομπάρ στον υπόκοσμο της Κολομβίας.

Οι δυο τους ήταν αυτοί που τσακώνονταν με τον Εσκομπάρ, ωστόσο δεν τον πυροβόλησαν εκείνοι. Ο σωματοφύλακάς τους, που κοιμόταν στο ένα όχημα, άκουσε τη φασαρία και όταν ξύπνησε, πήρε το όπλο του και σκότωσε τον Εσκομπάρ, χωρίς να γνωρίζει καν ποιος είναι ή τι είχε προηγηθεί, πέραν του τσακωμού με τα αφεντικά του. Μία κλασική σκηνή της κατάστασης της Κολομβίας, με τους μπράβους εμπόρων ναρκωτικών να εκτελούν εν ψυχρώ ανθρώπους, έλαβε χώρα και στην περίπτωση του Εσκομπάρ.

Οι αδερφοί Γκαλόν προσπάθησαν να καλύψουν τα νώτα τους, εγκαταλείποντας σε απόμερη περιοχή τα δύο αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν. Συνεννοήθηκαν να ισχυριστούν ότι τους τα είχαν κλέψει και γι’ αυτό ξυλοκόπησαν με μία ράβδο τον σωματοφύλακά τους, Ουμπέρτο Μουνιός. Με αυτήν την «σκηνοθεσία», θα απέφευγαν και αντίποινα από το αφεντικό τους, τον Καστάνιο.

Το επόμενο πρωί κατήγγειλαν κλοπή στην αστυνομία, ωστόσο η ιστορία τους δεν έπεισε τους αστυνομικούς, που μετά από μία ώρα ανακρίσεων, έμαθαν την αλήθεια. Οι αδερφοί Γκαλόν καταδικάστηκαν σε 15 μήνες κατ’ οίκον περιορισμό και 1.850 δολάρια πρόστιμο, ενώ ο Μουνιός, ο οποίος ομολόγησε την πράξη του, σε 45 χρόνια φυλάκιση και 49.000 δολάρια αποζημίωση στην οικογένεια του Εσκομπάρ.

Μετά από τη δίκη, οι αδερφοί Γκαλόν αύξησαν την ισχύ τους, συνεχίζοντας απρόσκοπτα τη δράση τους. Η ποινή του Μουνιός μειώθηκε σε 26 χρόνια αρχικά, λόγω ευεργετικού νόμου του 2001 και με τις φήμες να θέλουν τους αδερφούς Γκαλόν να δωροδοκούν με 3.000.000 δολάρια τον Καστάνιο για να βοηθήσει την υπόθεση. Λόγω καλής συμπεριφοράς και εργασίας μέσα στη φυλακή, ο Μουνιός αφέθηκε ελεύθερος το 2005, μόλις έντεκα χρόνια μετά από τη δολοφονία του Εσκομπάρ.


Η «αυλαία» έπεσε με τον Εσκομπάρ

Ο κύκλος της «χρυσής εποχής» του κολομβιανού ποδοσφαίρου έκλεισε με έξι σφαίρες. Οι περίπου 120.000 άνθρωποι που συμμετείχαν στο λαϊκό προσκύνημα του Εσκομπάρ μετά από τη δολοφονία του, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της χώρας, ο οποίος κατήγγειλε την εγκληματικότητα που οδήγησε σε αυτήν την εξέλιξη, δεν μπορούσαν να πιστέψουν το πεπρωμένο ενός αγαπημένου παιδιού της χώρας. Ο Εσκομπάρ βοηθούσε τους φτωχούς και προσπαθούσε να στείλει μήνυμα αδελφοσύνης, όσο έπαιζε ποδόσφαιρο και προβαλλόταν από τα ΜΜΕ. Δίσταζε να συμμετέχει στις επισκέψεις του συνεπωνύμου του Εσκομπάρ (με τον οποίο δεν είχε συγγενική σχέση), ωστόσο αναγκαζόταν λόγω της κατάστασης, την οποία μισούσε. Όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για το ποιόν του, ωστόσο το νήμα της ζωής κόπηκε πρόωρα.

Το τέλος του, εκτός από τραγικό και αναπάντεχο, ταυτίστηκε με το τέλος εκείνης της σπουδαίας ομάδας. Ο αποκλεισμός της Κολομβίας οδήγησε τον Ματουράνα στην πόρτα της εξόδου. Ανέλαβε ο Ερνάν Νταρίο Γκόμες, βοηθός του Ματουράνα και αδερφός του Γκόμες που «κόπηκε» από την ενδεκάδα λόγω εντολών από τα καρτέλ. Η Κολομβία έφτασε μέχρι την 3η θέση του επόμενου Copa América, χωρίς να έχει την ίδια «σπίθα«. Στο Μουντιάλ του 1998 αποκλείστηκε ξανά στη φάση των ομίλων.

Ένας ένας, τα μέλη εκείνης της «γενιάς» αποσύρθηκαν μέχρι να έρθει η πρώτη μεγάλη επιτυχία, η κατάκτηση του Copa América 2001 που φιλοξενήθηκε στη χώρα. Μόνος παίκτης που συνέδεσε αυτήν την ομάδα με εκείνη του 1994, ο τερματοφύλακας Κόρντομπα. Στον πάγκο, ξανά, ο Ματουράνα, ο οποίος προ ημερών επέστρεψε στην προπονητική και στην πρώτη ομάδα που ανέλαβε, την Όνσε Κάλντας. Τριάντα χρόνια μετά από την πρώτη γνωριμία του με τον Αντρές Εσκομπάρ, το 1987 στην Ατλέτικο Νασιονάλ, ο Ματουράνα είναι ακόμα εδώ. Ο Εσκομπάρ, όχι…

Διαβάστε ακόμη:

Ο θρυλικός Λόταρ Ματέους γιορτάζει με… αποκαλύψεις στο Sport-Retro.gr!

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!