Ένας ποδοσφαιριστής (ένας μπασκετμπολίστας, ένας πιλότος της Formula 1 κ.ο.κ.) λαμβάνει τον χαρακτηρισμό «θρύλος» για μία σειρά από λόγους.
Ένας εξ αυτών σχετίζεται με την αναγνώριση από τρανούς αντιπάλους. Όπως στην περίπτωση του Ντιέγκο Μαραντόνα με τον Λόταρ Ματέους. Δύο τεράστιες μορφές του παγκοσμίου αθλητισμού, οι οποίες διασταύρωσαν τα ξίφη τους στους τελικούς δύο Mundial (1986, 1990) με μοιρασμένα αποτελέσματα.
Ο Αργεντινός είχε χαρακτηρίσει τον Γερμανό ως τον πιο δύσκολο αντίπαλο που αντιμετώπισε ποτέ (εντός αγωνιστικών χώρων, διότι εκτός υπήρξαν πολλοί σκληρότεροι).
Στις 21 Μαρτίου 2017, ανήμερα των 56ων γενεθλίων του, ο ρέκορντμαν στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου και της εθνικής ομάδας της πατρίδας του είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο Sport-Retro.gr.
Μεταξύ άλλων, είχε ερωτηθεί αν θέλει να αποκαλύψει κάποιο άγνωστο περιστατικό από την τεράστια καριέρα του και δεν είχε προβάλει αντίρρηση.
Η απάντηση του Λόταρ Ματέους: «Υπήρχε πάντα μία ιδιαίτερη επικοινωνία μεταξύ του Ντιέγκο Μαραντόνα κι εμένα. Όταν έπαιζε στη Νάπολι, είχε προτείνει στην ομάδα να με αποκτήσουν. Ένα βράδυ συνάντησα μερικούς κύριους από τη Νάπολι, που με επισκέφθηκαν στο Μόναχο και προσπάθησαν να με πείσουν να πάω εκεί. Έφεραν μια βαλίτσα με 1.000.000 που τότε ήταν ένα εξωπραγματικό ποσό! Ωστόσο, έμεινα στην Μπάγερν και αργότερα πήγα στην Ίντερ. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία».
Αντιλαμβάνεστε με πόσο μεγάλη αγωνία θα περίμεναν οι ποδοσφαιρόφιλοι την πιθανή συνύπαρξη μεταξύ δύο θρυλικών άσων εκείνης της εποχής.
Με αφορμή τον χαμό του «αιωνίου» αντιπάλου του, ο Λόταρ Ματέους επανέλαβε τη συγκεκριμένη ιστορία στην ιστοσελίδα «Four Four Two», προσθέτοντας μάλιστα περισσότερες λεπτομέρειες.
Ιδού: «Περίπου δύο χρόνια προτού μετακομίσω στην Ίντερ, τρεις ή τέσσερις άνδρες από τη Νάπολη ήρθαν να με επισκεφθούν ένα Σαββατόβραδο στο Μόναχο. Είχα παίξει ένα ματς με την Μπάγερν στην Κολωνία (σ.σ. προφανώς 14/9/1985 ή 14/3/1987) και είχα επιστρέψει γύρω στις 21:00-22:00.
Η διοίκηση της ομάδας μου και οι άνθρωποι από τη Νάπολη κάθονταν όλοι μαζί σε ένα ιταλικό εστιατόριο που ανήκε σε έναν φίλο μου. Συνήθως ήταν κλειστό τα βράδια του Σαββάτου, αλλά τότε το είχε ανοίξει μόνο για εμάς. Οι επισκέπτες μας δεν ήθελαν να γίνει η συνάντηση σε χώρο με άλλα άτομα.
Μου είπαν: ‘Ο Ντιέγκο Μαραντόνα στέλνει τους χαιρετισμούς του και επιθυμία του είναι να παίξει στην ίδια ομάδα με σένα’. Με ρώτησαν αν ήθελα να πάω στη Νάπολι, ενώ με ενημέρωσαν ότι θα μου προσέφεραν τριετές συμβόλαιο και πως είχαν μετρητά.
Τα μετρητά βρίσκονταν σε μία τσάντα κάτω από το τραπέζι. Αντιστοιχούσαν σε 1.000.000 γερμανικά μάρκα. Αυτή η προσφορά δεν είχε να κάνει με τον μισθό μου, ήταν ένα ποσό μόνο για την υπογραφή μου. Τουλάχιστον διπλάσιο από τον ετήσιο μισθό μου στην Μπάγερν – ίσως και τρεις φορές υψηλότερο.
Δεν ήμουν σίγουρος. Τα χρήματα ήταν πολλά. Ήμουν έτοιμος να πάω στη Νάπολι; Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αλλάξω σύλλογο; Αποφάσισα να δώσω αρνητική απάντηση, αλλά πραγματικά ήταν υπέροχο συναίσθημα να γνωρίζω ότι ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου, με ήθελε στην ομάδα του».
Αξίζει να προστεθούν και άλλες δηλώσεις του Λόταρ Ματέους για τον θρύλο από την Αργεντινή, ο οποίος πλέον θα «τρελαίνει» δισεκατομμύρια λάτρεις του αθλήματος στον Ουρανό.
«Εγώ κι ο Μαραντόνα τρέφαμε πάντα σεβασμό ο ένας για τον άλλον, από την πρώτη μας συνάντηση πίσω στο 1982. Έπαιζα για τέταρτη φορά με τη Γερμανία και αντιμετωπίζαμε την Αργεντινή στις 24 Μαρτίου. Το θυμάμαι πολύ καλά!
Ήταν μόλις μερικούς μήνες μεγαλύτερος από μένα, αλλά στα 21 είχε ήδη γίνει σούπερ σταρ. Εγώ προσπαθούσα να καθιερωθώ στην εθνική ομάδα, εκείνος είχε ήδη διανύσει αρκετά βήματα.
Ήταν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του 1980, λόγω της προσωπικότητας, της ποιότητας, της ταχύτητας, της τεχνικής… Τα είχε όλα. Ένας τέλειος παίκτης και, παράλληλα, ομαδικός.
Δε βλέπω κανέναν που να επηρέασε τόσο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο όσο ο Μαραντόνα το 1986. Στον τελικό, μου δόθηκε εντολή να τον μαρκάρω man-to-man. Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ είχε δει πώς έπαιζε ο Ντιέγκο στα προηγούμενα ματς, ειδικά κόντρα στην Αγγλία, και μας είχε πει ότι αν θέλουμε να νικήσουμε, πρώτα θα έπρεπε να σταματήσουμε εκείνον.
Έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένος. Σκοπός μου ήταν να τον… ενοχλώ τη στιγμή που γινόταν αποδέκτης της μπάλας και να του επιτίθεμαι αμέσως. Όταν είχε τον έλεγχό της, ήταν δύσκολο να τον σταματήσεις. Σεβόταν το γεγονός ότι προσπαθούσα να τον ανακόψω χωρίς φάουλ. Ποτέ δεν προσπάθησα να τον τραυματίσω, όπως έκαναν άλλοι παίκτες.
Για 70 ή 80 λεπτά σε εκείνον τον τελικό, δεν είχε φανεί τόσο πολύ ο Μαραντόνα. Δυστυχώς βρεθήκαμε πίσω στο σκορ με 2-0, επομένως μου δόθηκε οδηγία να προωθηθώ περισσότερο μέχρι τη λήξη. Ισοφαρίσαμε 2-2, όμως τότε ο Μαραντόνα… μπήκε στο ματς με μία σπουδαία μπαλιά και ο Χόρχε Μπουρουσάγα έβαλε το νικητήριο γκολ.
Οι χώρες μας τέθηκαν αντιμέτωπες ξανά στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990, ωστόσο εγώ είχα έναν πιο επιθετικογενή ρόλο εκείνη τη μέρα. Αυτή τη φορά η Γερμανία νίκησε 1-0.
Επίσης, έπαιξα εναντίον του στη Serie A. Τη μέρα που κατακτήσαμε το πρωτάθλημα με την Ίντερ το 1989, αντιμετωπίζαμε τη Νάπολι του Μαραντόνα. Έχω ακόμα τη φωτογραφία στο σπίτι, όπου πανηγυρίζω μετά το γκολ μου που μας χάρισε το «σκουντέτο», με τον Μαραντόνα να φαίνεται από πίσω.
Μια φορά αγωνιστήκαμε με την ίδια ομάδα, τη Μικτή Κόσμου, απέναντι στη Γαλλία για το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι του Μισέλ Πλατινί. Ο Ντιέγκο μου έδωσε πάσα και έβαλα γκολ. Αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή μας στο γήπεδο.
Εκτός γηπέδου, διοργανώναμε πάρτι. Όταν πήγε στη Σεβίλλη το 1992, είχα ταξιδέψει με την Μπάγερν για ένα φιλικό ματς. Έπειτα, έγινε ένα ατελείωτο πάρτι μέχρι τις 07:00 ή 08:00 το πρωί. Ο Μαραντόνα χόρευε πάνω σε ένα τραπέζι, μιλούσε με όλους, ήταν πολύ χαρούμενος που επέστρεψε στην Ευρώπη.
Έκτοτε, ήμασταν πάντα πολύ χαρούμενοι όποτε συναντιόμασταν. Όμως, την τελευταία φορά που τον είδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας, φαινόταν άρρωστος. Με στεναχώρησε αυτό. Όταν ήταν στη Νάπολι, άκουγα ιστορίες για ανθρώπους που ζούσαν με δικά του χρήματα. Νομίζω ότι πολλοί τον πλησίασαν γιατί ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα κι όχι επειδή ήταν φίλος τους.
Στο γήπεδο ήταν μαγικός. Σήμαινε πολλά για μένα το γεγονός ότι ήρθε στο Μόναχο, προκειμένου να αγωνιστεί στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι μου. Κι εγώ με τη σειρά μου είχα προσκληθεί στο δικό του αποχαιρετιστήριο παιχνίδι. Αυτά μαρτυρούν το συναίσθημα που νιώθαμε ο ένας για τον άλλον. Απόλυτος σεβασμός».