Η αισθητική του ρετρό έχει ένα χάρισμα, για όποιον τέλος πάντων την αντιλαμβάνεται: δεν σβήνει στον χρόνο.
Όταν, όμως, αποφασίζεις να ασχοληθείς επαγγελματικά με αυτό, θα πρέπει να τα έχεις καλά και με δαύτον.
Όπως επίσης θα πρέπει να ξεδιαλέξεις με προσοχή τους ανθρώπους που έχουν εκφράσει την πρόθεση να σε βοηθήσουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Μέχρι να φτάσουμε στον τίτλο του συγκεκριμένου θέματος, είχε μεσολαβήσει ένας απογευματινός καφές με θέα την Ακρόπολη.
Ο Νίκος Μάλλιαρης δεν είναι ο κλασικός παλαίμαχος παίκτης που εποφθαλμιά μία θέση σε Ακαδημίες ποδοσφαιρικής ομάδας ή τη δημοσιότητα με τη στημένη, σύγχρονη έννοια του όρου.
«Να βρεις ανθρώπους που ξέρουν να μιλάνε. Αυτούς αξίζει να προβάλλεις», με είχε συμβουλεύσει μεταξύ άλλων, ενώ τα υπόλοιπα τα κρατώ σαν κόρη οφθαλμού.
Ο Τάκης Λουκανίδης δεν αποτελεί μόνο έναν ζωντανό θρύλο του ποδοσφαίρου που τα λέει ντόμπρα, αλλά και μία προσωπικότητα που συνδέεται άμεσα με την Εβδομάδα των Παθών, εξ ου και η δημοσίευση της συνέντευξης κατά την τρέχουσα περίοδο.
***
Λίγες ημέρες αργότερα, το ντουέτο εκείνου του καφέ στην καρδιά της Αθήνας καβαλά μια μοτοσικλέτα, κουβαλά «δημοσιογραφικά εργαλεία» και μερικά κουλούρια που θα συνοδεύσουν τους μερακλίδικους ελληνικούς καφέδες σε μία ηλιόλουστη βεράντα της Κηφισιάς.
«Μικρέ, κράτα ανοιχτά τα μάτια σου», μου είπε όταν φτάσαμε στην ευρύτερη περιοχή. Όχι για την υπέροχη ρυμοτομία και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της ούτε επειδή είχα αρχίσει να δακρύζω από τον κόντρα-αέρα στα μάτια μου.
Λίγο αργότερα, ο Νίκος, όπως μου έχει πει να τον αποκαλώ στο πλαίσιο της κατάργησης των τύπων, άρχισε να με ξεναγεί στην Κηφισιά και να μου εξηγεί: «Εδώ υπήρχαν τα ξενοδοχεία που έρχονταν οι ομάδες πριν από τους αγώνες. Κοίτα δεξιά. Αυτό ήταν του Απέργη».
Η περιήγηση ολοκληρώθηκε μπροστά σε μία πολυκατοικία με τεράστιο προαύλιο. «Σε μία από τις βόλτες του εδώ ο Λουκανίδης γνώρισε την κ. Άννυ και, τέλος πάντων, να που φτάσαμε στο σπίτι τους».
Γιατί φτάσαμε στο σπίτι του θρυλικού Τάκη Λουκανίδη; Όχι, πάντως, επειδή όπως λένε όσοι τον είδαν να αγωνίζεται αποτελεί τον πιο πλήρη ποδοσφαιριστή που ανέδειξε η Ελλάδα.
Ανέκαθεν με γοήτευαν οι άνθρωποι που κατάφερναν να εκτοξεύονται προς την κορυφή, παρά τα τραγικά βιώματα και τις δυσκολίες.
Ο Τάκης Λουκανίδης έμαθε προτού κλείσει τα 7 του χρόνια ότι ο πατέρας του, θύμα προδοσίας, απαγχονίστηκε από τους Βούλγαρους στις 29 Μαΐου 1944.
«Τον είχε καρφώσει ο κουμπάρος του, ο οποίος ήταν και πρόεδρος του χωριού. Μια φορά που γίνονταν αγώνες πάλης στις φυλακές που τον είχαν στις Σέρρες, κάποιος του φώναξε να χάσει επίτηδες για να έχει, ας πούμε, μία καλή μεταχείριση.
Ο πατέρας μου, όμως, ήταν Πόντιος και άρα πεισματάρης. Όχι μόνο δεν έκατσε να χάσει από τον Βούλγαρο φύλακα, αλλά στο τέλος τον νίκησε κιόλας», μας είπε ο 79χρονος που μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο της Δράμας και εξελίχθηκε σε πτυχιούχο της Μέσης Γεωπονικής Σχολής της Κομοτηνής.
Οι πρώτες αφηγήσεις του Τάκη Λουκανίδη με ώθησαν στην απόκτηση της αυτοβιογραφίας του, διότι τα γραπτά και τα αρχεία είναι αυτά που μένουν.
Προτού ειπωθούν τα παραπάνω λόγια, ο άσος της Δόξας Δράμας, του Παναθηναϊκού, του Άρη και της Εθνικής ομάδας μας υποδέχθηκε στο υπέροχο διαμέρισμά του, ενώ η αρχοντική κ. Άννυ έσπευσε να μας προσφέρει καφέ και νερό την ώρα που κατευθυνόμασταν προς τη βεράντα.
Αν θεωρείτε ότι ο Τάκης Λουκανίδης δεν προσωποποιεί την Εβδομάδα των Παθών, θα πρέπει απλά να ενημερωθείτε ότι εκτός από πατέρα, έχασε τον μεγάλο του αδερφό Χαράλαμπο, θύμα της μηνιγγίτιδας μόλις στα 22 του χρόνια και τον γιο του Γιώργο στα 31 του…
***
Ο Νίκος Μάλλιαρης άρχισε την ποδοσφαιρική συζήτηση: «Όταν είχε έρθει ο Καραπατής στην Προοδευτική έφερνε τους παίκτες στου Απέργη. Αυτά ήταν παιδιά που προέρχονταν από τις παράγκες της Νίκαιας κι εκείνος είχε την απαίτηση να τρώνε κυριλέ, με μαχαίρι-πιρούνι κ.τ.λ. Ήθελε να τους φτιάξει προσωπικότητα. Να μπαίνουν στο γήπεδο και να είναι Λουκανίδηδες. «Ρε, κυρ-Κώστα, πώς θα γίνει αυτό;», του έλεγα.
Οι πρώτες κουβέντες ήταν πιο γενικές, ώσπου μετά τις πρώτες γουλιές στην ηλιόλουστη βεράντα, ο οικοδεσπότης κλήθηκε να γυρίσει το μυαλό του περίπου 60 χρόνια πίσω.
-Εσείς είχατε κάποιον καλό προπονητή στη Δόξα Δράμας;
«Τον Πάγκαλο. Δεν πρέπει να ζει πια. Είχε πάει και στον ΠΑΟΚ. Ήταν καλός προπονητής και τον άκουγαν όλοι. Επειδή είχα μεγάλο διασκελισμό, μου έδενε τα πόδια. Κάναμε κατοστάρια από τη μία εστία στην άλλη και μου φώναζε «πιο αργά». Έμαθα να κάνω πιο μικρά βήματα για να έχω καλύτερη ισορροπία. Θυμάμαι ότι μέχρι να πάω από τη μία εστία στην άλλη, είχα πέσει 3-4 φορές».
-Τι θέση σας έβαζε αρχικά;
«Σε όλες. Ανάλογα με την εξέλιξη του παιχνιδιού. Όσο ήταν επικίνδυνη η επίθεση των αντιπάλων, μου φώναζε «Τάκη, έλα πίσω». Όταν έπρεπε να βάλουμε γκολ έλεγε: «Τάκη, τρέχα μπροστά».
-Είχατε παίξει και τερματοφύλακας.
«Ναι, όταν ήμουν στη Δόξα. Αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι δεν παίζω. Εγώ ήθελα να είμαι ενεργός στο παιχνίδι κ.τ.λ. Παραμίλαγα. Έλεγα «τι κάνω τώρα εδώ, παίζω εγώ, αυτοί παίζουν». Ε, και σιγά-σιγά άρχισα να αφήνω το τέρμα».
-Στην Κατοχή παίζατε ποδόσφαιρο;
«Δεν έπαιζα με τους Γερμανούς. Τους έβλεπα».
-Ισχύει ότι εκτός από τον Παναθηναϊκό σας ήθελαν κι άλλες ομάδες;
«Η Γιουβέντους με ζήταγε, ο Ολυμπιακός με ζήταγε… Ο Παναθηναϊκός μου έκανε πρόταση για 400.000 και ο Ολυμπιακός μου προσέφερε τα διπλάσια, αλλά εγώ τους είπα ότι δεν γίνεται γιατί έχω δώσει τον λόγο μου. «Μα δεν έχεις υπογράψει», μου έλεγαν. «Δεν έχει σημασία. Όταν λέω κάτι, δεν μπορώ να το αναιρέσω», τους απαντούσα».
-Πώς και δεν προχώρησε η ιστορία με τη Γιουβέντους;
«Γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα. Τότε ήμουν βλαχάκι. Έλεγα «να πάω στην Ιταλία, να με βρίζουν και να μην ξέρω τι μου γίνεται;» Έπρεπε να μιλάω τη γλώσσα για να μπορώ να συνεννοηθώ στο παιχνίδι και έξω. Κυρίως στο παιχνίδι».
-Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις στον Παναθηναϊκό;
«Ήθελα να είμαι ο πρώτος παίκτης. Μάλιστα, όταν με έβαζαν σέντερ-φορ ήθελα να μοιάσω στον Κουιρουκίδη. Για να το πετύχω αυτό τι έκανα; Ανεβοκατέβαινα τη Θύρα 13 μόνος μου μετά τις προπονήσεις. Ήθελα να τα βελτιώσω όλα, την ταχύτητα, τη διάρκεια του τρεξίματος…».
-Πώς ήταν ο προπονητής Χάρι Γκέιμ;
«Καλός ήταν, αλλά δεν ήξερε καλά τα ελληνικά».
-Με ποιους κάνατε πιο πολύ παρέα;
«Με τον Πανάκη, με τον Θεοφάνη… Ήταν καλοί φίλοι. Βγαίναμε και έξω. Πηγαίναμε στα μπουζούκια…».
-Είχατε φίλους από άλλες ομάδες;
«Εγώ δεν κρατούσα κακία από κανέναν. Μας κέρδιζε ο Ολυμπιακός καμιά φορά (τονίζει με νόημα τη φράση «καμιά φορά») στη Λεωφόρο και τους έδινα συγχαρητήρια».
-Εκείνο το περίφημο ματς του 1964 που είχαν μπουκάρει οπαδοί και των δύο ομάδων;
«Δεν μου μίλησε κανείς. Μου έκανε φοβερή εντύπωση. Κάποιος παίκτης, δεν θυμάμαι ποιος, είχε κρυφτεί στον «Τάφο του Ινδού». Τον βλέπω και του λέω «έλα πάνω ρε, δεν σε πειράζει κανείς».
-Ποιο ματς σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη;
«Θυμάμαι ένα ματς με τη Δόξα Δράμας που δεν είχαμε χάσει από τον Παναθηναϊκό. Βέβαια, η Δόξα τότε ήταν σπουδαία ομάδα. Αν διέθετε τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, θα ήταν η κορυφαία στην Ελλάδα».
-Ο Λάμπης Κουιρουκίδης ήταν ένας παίκτης που είχατε σε μεγάλη εκτίμηση. Από ξένους ποιος σας άρεσε;
«Ο Πελέ. Τον έβλεπα και τον θαύμαζα».
***
Ο Τάκης Λουκανίδης υπήρξε μέλος της περίφημης ομάδας του Παναθηναϊκού κατά τη δεκαετία του 1960, με τη φανέλα της οποίας κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο, ενώ απέκτησε και εμπειρίες από ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Ωστόσο, όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος, καθώς από το 1967 οι σχέσεις του με τον Στέφαν Μπόμπεκ δεν βρίσκονταν σε καλά επίπεδα.
-Το καλοκαίρι του 1969 αποφασίσατε να πάτε στον Άρη.
«Υπήρχαν μερικές γκρίνιες στον Παναθηναϊκό. Κάποιοι έλεγαν διάφορα. Με τους περισσότερους πάντως είχα καλές σχέσεις. Και στον Άρη όταν πήγα με άκουγαν και οι μικροί και οι μεγάλοι. Δεν περιαυτολογώ, δεν λέω περιττά πράγματα, ο Νίκος (σ.σ. Μάλλιαρης) το ξέρει».
Η συζήτηση άρχισε να περιστρέφεται ξανά στα πρώτα χρόνια, εκείνα της Δράμας, η οποία θαρρείς ότι πήρε το όνομά της από τα βιώματα του Τάκη Λουκανίδη.
Αφού του επανέλαβα ότι θα «ρουφήξω» την αυτοβιογραφία του, η νέα ερώτηση που του υπέβαλα δεν αφορούσε τις ομάδες που αγωνίστηκε.
-Οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού πώς σας αντιμετώπιζαν εκτός γηπέδων;
«Με σέβονταν γιατί είχα κάνει και δήλωση που έλεγα ότι δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα μαζί τους. Και έτσι ήταν. Ποτέ δεν μου δημιούργησαν το παραμικρό ακόμα και στο Καραϊσκάκη όσες φορές είχε τύχει να πάω».
-Να επανέλθουμε σε αυτές τις περίφημες «γκρίνιες» που υπήρχαν στον Παναθηναϊκό;
«Κοιτάξτε, κάποιοι είχαν βάλει λόγια στο στόμα μου. Ο Δομάζος με είχε ρωτήσει και του είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν είχα πει τίποτα απολύτως. Και μπορώ να σου πω τώρα ότι εγώ «έκανα» τον Δομάζο. Διότι, όσο έπαιζα αμυντικό χαφ, μόλις χανόταν η μπάλα ο παίκτης που έπρεπε να κόψει ήμουν εγώ.
Την έπαιρνα συνέχεια την μπάλα. Έπαιζα επαγγελματικά 100%, δεν την κρατούσα, του την προωθούσα κι έκανε μετά εκείνος όλα τα αυτά τα ωραία. Για να μην παρεξηγηθώ, ουδείς αμφισβητεί την τεράστια ποδοσφαιρική του αξία».
-Ο Δομάζος ήταν ένας εξαίρετος συμπαίκτης. Από αντιπάλους ποιους είχατε σε υψηλή εκτίμηση;
«Ο Γιώργος ο Σιδέρης ήταν καλός σέντερ φορ. Ο Νεστορίδης επίσης. Είχε και πολλά τεχνικά προσόντα. Από τη Δράμα κι αυτός.
Όσον αφορά στους δικούς μας επίσης, να πω ότι ο «Παπαμανώλης» (σ.σ. Ανδρέας Παπαεμμανουήλ) ήταν μεγάλος σουτέρ. Όταν ήταν κάτω από το στρόγγυλο (σ.σ. το ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής), του φώναζα «σουτ, σουτ». Κι εκείνος έψαχνε χώρο για να σουτάρει».
-Εσείς είχατε παρατσούκλι;
«Όχι. Απλά με φωνάζανε Τάκαρο (γέλια). Έτρεχα για όλους. Κάποιες φορές σκεφτόμουν ότι πρέπει να βοηθήσω, ασχέτως αν η μπάλα δεν βρισκόταν κοντά στον δικό μου χώρο».
-Είχατε και καλούς τερματοφύλακες.
«Ναι, ο Μιχάλης ο Βουτσαράς ήταν καλός. Ο Οικονομόπουλος δεν νομίζω ότι ήταν τόσο πολύ. Του εξηγούσα πού θα πρέπει να στέκεται όταν για παράδειγμα ο αντίπαλος εκτελούσε κόρνερ. Του έλεγα να μην βρίσκεται στην εστία, αλλά να βγαίνει λίγο πιο έξω. Εγώ μικρός ήμουν τερματοφύλακας και συμπλήρωνα τις συμβουλές με την εμπειρία του επιθετικού γιατί, όπως είπαμε, έπαιζα παντού».
-Οι προπονήσεις σας άρεσαν;
«Γυμναζόμουν και μετά την προπόνηση. Ανεβοκατέβαινα, όπως σας είπα, τα σκαλιά της Θύρας 13. Ύστερα, έτρεχα μικρές αποστάσεις μέσα στο γήπεδο και μετά μεγαλύτερες από τη μία εστία στην άλλη. Καθόμουν καμία ώρα παραπάνω».
-Ξενυχτούσατε όμως.
«Ήμασταν ελεύθεροι από την Κυριακή μέχρι την Τετάρτη. Ε, τότε βγαίναμε αρκετά. Τις άλλες μέρες, όμως, ήμουν από τις 19:00 στο σπίτι. Ήθελα να είμαι… τρεχαντήρι στο γήπεδο».
-Δεν έχουμε μιλήσει καθόλου για τον Άρη.
«Είχα γίνει ο αρχηγός τους. Με άκουγαν όλοι. Ο Σπυρίδων, ο Χρηστίδης… Κανένας δεν μου είπε «γιατί ρε, άσε μας ρε κ.τ.λ.». Και μιλάμε ότι τότε ο Άρης είχε σπουδαία ονόματα. Ήμουν και 30τόσο χρονών, είχα ζήσει αρκετές εμπειρίες».
-Είχατε κατακτήσει και το Κύπελλο Ελλάδας το 1970. Θυμάστε στιγμές από τα επινίκια;
«Είχαμε πάει σε ένα μαγαζί. Τα χρόνια εκείνα ήταν τόσα πολλά τα νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης, που δεν θυμάμαι πια».
Τότε, ο Νίκος Μάλλιαρης παρενέβη ως πιο ειδικός και στάθηκε στην ώθηση που προσέδωσε στον Άρη η παρουσία μιας προσωπικότητας σαν του Τάκη Λουκανίδη.
-Είχατε τσακωθεί ποτέ με κάποιον;
«Ένα περιστατικό θυμάμαι με τον ΠΑΟΚ, αλλά τίποτα σοβαρό».
-Θα θέλατε να κάνετε ένα γενικό σχόλιο για το ποδόσφαιρο;
«Έβλεπα ότι η ταμπέλα «καλός παίκτης» ήταν κάτι που όλοι ήθελαν να αποκτήσουν. Εγώ το είχα αυτό και ήμουν χαρούμενος. Ήθελα να μοιάσω στον Κουιρουκίδη και το πέτυχα».
Ο Νίκος Μάλλιαρης υπενθύμισε στον Τάκη Λουκανίδη και ενημέρωσε εμένα ότι πριν από κάποια χρόνια είχαν βρεθεί στη Νέα Κρώμνη με τους έτερους Δραμινούς άσους Λάμπη Κουιρουκίδη και Κώστα Νεστορίδη για μία αθλητική-πολιτιστική εκδήλωση.
***
Η ταλαιπωρία του Τάκη Λουκανίδη από ένα πρόσφατο χτύπημα στο, μπανταρισμένο, χέρι ήταν εμφανής και, κατά συνέπεια, η συνέντευξη έπρεπε να ολοκληρωθεί.
Όταν σηκωθήκαμε από τις καρέκλες με προορισμό τα… ενδότερα, ο Νίκος Μάλλιαρης έριξε την ιδέα μιας ακόμη συζήτησης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου θα έχει ξεπεράσει το πρόβλημά του.
Οι φωτογραφίες του αδικοχαμένου Γιώργου Λουκανίδη στα έπιπλα του σαλονιού; Μαχαιριά στην καρδιά… Μας είπε για τον πατέρα του, μας είπε για τον αδερφό του, δεν θέλαμε να τον φορτίσουμε παραπάνω. Εξάλλου, τι νόημα θα είχε μία οποιαδήποτε σχετική ερώτηση. Η ολόμαυρη ένδυσή του τα λέει όλα καθημερινά.
Προτιμήσαμε να ολοκληρώσουμε την επίσκεψη με μερικά πιο ευχάριστα ντοκουμέντα από έναν τοίχο της κουζίνας: ένα απόκομμα εφημερίδας και μία φωτογραφία με τους Δημήτρη Χορν-Μάνο Χατζηδάκι.
«Τρεις άσοι ύστερα από μια παράσταση: Δ. Χορν του θεάτρου, Τ. Λουκανίδης του ποδοσφαίρου, Μ. Χατζηδάκις της μουσικής».
Αυτή ήταν η λεζάντα της σχετικής φωτογραφίας. Αν δεν είναι αυτή η πλήρης αποτύπωση της, έστω και λειψής, φράσης «για να μαθαίνουν οι νέοι», τότε ποια είναι;
Διαβάστε ακόμη:
Η συνέντευξη στον Κώστα Νεστορίδη
Η συνέντευξη στον Βασίλη Σιώκο
Η συνέντευξη στον Λύσανδρο Γεωργαμλή
Η συνέντευξη των Παλαιμάχων του Παναθηναϊκού για τον Βαγγέλη Πανάκη
Η συνέντευξη στον Γιώργο Αφρουδάκη
Η συνέντευξη στον Χρήστο Ζούπα
Η συνέντευξη στον Λόταρ Ματέους
*Κάντε like στο Facebook και follow στο Twitter και το Instagram για να μαθαίνετε άμεσα τις ιστορίες της πιο… ρετρό ιστοσελίδας της χώρας