Εν έτει 1968, η κυβέρνηση του στρατηγού Οσβάλντο Ενρίκε Λόπες Αρεγιάνο στην Ονδούρα έδειχνε να κλυδωνίζεται. Η δεινή οικονομική κατάσταση προκαλούσε διαρκώς εργασιακές συγκρούσεις, πολιτικές αναταραχές, ακόμη και κριτική από συντηρητικές ομάδες, όπως η Εθνική Ομοσπονδία Αγροτών & Κτηνοτρόφων.
Οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 1968 διενεργήθηκαν σε καθεστώς βίας και κατηγοριών για νοθεία. Η δεξιά παράταξη, ήτοι το Εθνικό Κόμμα που ανήκε ο Αρεγιάνο, κατέγραψε νίκες. Παράλληλα, όμως, τροφοδοτήθηκε μία δημόσια δυσαρέσκεια και αυξήθηκε η ανησυχία της αμερικανικής πρεσβείας για τα μελλούμενα.
Στα μέσα του 1968 έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία διαλόγου. Ανεπιτυχώς. Αργότερα το ίδιο έτος προκηρύχθηκε μία γενική απεργία, που όμως η κυβέρνηση έσπευσε να «σπάσει» γρήγορα. Ο επικεφαλής του CCL, δηλαδή της περιφερειακής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας της Καραϊβικής, εξορίστηκε.
Οι αναταραχές συνεχίστηκαν, ενώ την άνοιξη του 1969 πραγματοποιήθηκαν νέες απεργιακές κινητοποιήσεις από καθηγητές και άλλες επαγγελματικές ομάδες. Όσο η πολιτική κατάσταση επιδεινωνόταν, η κυβέρνηση της Ονδούρας και μερικά γκρουπ ιδιωτών δέχονταν ολοένα και περισσότερα «πυρά» για τα οικονομικά προβλήματα.
Σεβαστή μερίδα των κατοίκων του κράτους της Κεντρικής Αμερικής θεωρούσε ότι τη ζημιά δημιουργούσαν οι περίπου 300.000 παράνομοι μετανάστες που είχαν παρεισφρήσει από το Ελ Σαλβαδόρ κατά τη δεκαετία του 1960 και είτε εργάζονταν σε φυτείες μπανάνας είτε είχαν στήσει μικροεπιχειρήσεις.
Προηγουμένως έγινε αναφορά στην Εθνική Ομοσπονδία Αγροτών & Κτηνοτρόφων. Επί της ουσίας προστάτευε τα δικαιώματα των πλουσίων γαιοκτημόνων και στεκόταν απέναντι στους φτωχούς, δηλαδή τους χωρικούς, τους μετανάστες κ.τ.λ.
Η FENAGH, όπως είναι τα αρχικά της, άσκησε πίεση στον πρόεδρο της Ονδούρας, τον στρατηγό Αρεγιάνο, ο οποίος έδειχνε πια ότι δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση.
Η προαναφερθείσα Ομοσπονδία κατηγορούσε τους μετανάστες του Ελ Σαλβαδόρ για καταπατήσεις γης και τον Ιανουάριο του 1969 η κυβέρνηση της Ονδούρας είχε ήδη αρνηθεί την ανανέωση της Διμερούς Συμφωνίας που είχε υπογραφεί το 1967 με το Ελ Σαλβαδόρ.
Η Συμφωνία που είχε σχεδιαστεί για να ρυθμίζει τις ροές των ανθρώπων στα σύνορα δεν υπήρχε πια. Σαν να μην έφτανε αυτό, τον Απρίλιο το INA (Εθνικό Ινστιτούτο Αγροτών) ανακοίνωσε την έναρξη των διωγμών εκείνων που είχαν αποκτήσει ακίνητη περιουσία χωρίς να είναι γεννημένοι στην Ονδούρα.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν εκμεταλλευθεί την αγροτική μεταρρύθμιση και είχαν… παραβλέψει τη νομική αυτή απαίτηση για τον τόπο γέννησης.
Τα Μέσα Ενημέρωσης, με τη σειρά τους, συνέβαλαν στο κεντρικό μήνυμα: Τον αντίκτυπο των μεταναστών από το Ελ Σαλβαδόρ στην ανεργία και τους μισθούς της Καραϊβικής.
Το αποκορύφωμα; Μία παραστρατιωτική ονδουριανή οργάνωση, αποκαλούμενη «Mancha Brava», συστάθηκε με σκοπό να τρομοκρατήσει τους πάνω από 300.000 μετανάστες, οι οποίοι αποτελούσαν το 20% του αγροτικού πληθυσμού της Ονδούρας.
Οι δολοφονίες και οι αιχμαλωσίες κοντά στα σύνορα επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών της Κεντρικής Αμερικής.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι μετανάστες να εγκαταλείπουν μαζικά την Ονδούρα και να επιστρέφουν στο Ελ Σαλβαδόρ του υπερπληθυσμού.
Σέντρα στη βία
Τον Ιούνιο του 1969, οι εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ κλήθηκαν να διασταυρώσουν τα ξίφη τους στον 2ο ημιτελικό όμιλο της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970.
Στον 1ο η Αϊτή είχε ήδη λυγίσει τις ΗΠΑ και περίμενε τον αντίπαλο από την Κεντρική Αμερική στον τελικό της ζώνης CONCACAF για μια θέση στα τελικά της διοργάνωσης που θα διεξαγόταν στο Μεξικό.
Στις 8 Ιουνίου 1969, η Ονδούρα υποδέχθηκε το Ελ Σαλβαδόρ στο Εθνικό Στάδιο της Τεγουσιγάλπα και με γκολ του Λέοναρντ Γουέλς στην εκπνοή, επικράτησε 1-0.
Την παραμονή του αγώνα δεκάδες ντόπιοι συγκεντρώθηκαν έξω από το ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η αποστολή της γειτονικής ομάδας, έριξαν κροτίδες, χρησιμοποίησαν κόρνες και, γενικώς, έκαναν τα πάντα προκειμένου να χαλάσουν τον ύπνο των παικτών.
Στο περιθώριο του πρώτου ματς οι συμπλοκές μεταξύ των οπαδών των δύο χωρών δεν έλειψαν και το χειρότερο απ’ όλα: Μία 18χρονη από το «στρατόπεδο» των ηττημένων, η Αμέλια Μπολάνιος, δεν άντεξε το αποτέλεσμα, έβαλε το πιστόλι του πατέρα της στην καρδιά της και πάτησε τη σκανδάλη…
Η κυβέρνηση του Ελ Σαλβαδόρ έδωσε χαρακτήρα εθνικής θλίψης στο τραγικό αυτό περιστατικό, εν όψει της ρεβάνς της 15ης Ιουνίου στο στάδιο «Φλορ Μπλάνκα». Ο πρόεδρος της χώρας, υπουργοί και η ίδια η εθνική ομάδα έδωσαν το «παρών» στην κηδεία, η οποία καλύφθηκε τηλεοπτικά.
Με το ίδιο νόμισμα απάντησαν οι οπαδοί του Ελ Σαλβαδόρ. Συγκεντρώθηκαν στο ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η αποστολή της Ονδούρας. Προκάλεσαν φασαρία, έσπασαν τα παράθυρα, πέταξαν κλούβια αυγά, βρώμικα κουρέλια, ακόμη και ψόφιους αρουραίους…
Στο γήπεδο, το ίδιο σκηνικό: «Αβρότητες» εις βάρος των οπαδών των φιλοξενούμενων, ασεβείς ενέργειες προς τη σημαία και τον ύμνο της Ονδούρας, εντάσεις…
Οι ντόπιοι ξέσπασαν για τη συμπεριφορά των γειτόνων στους συμπατριώτες τους, αρκετοί εκ των οποίων δολοφονήθηκαν και χιλιάδες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Ελ Σαλβαδόρ.
Το τελικό σκορ (3-0) σήμαινε ότι η σειρά είχε γίνει 1-1 και, κατ’ επέκταση, ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί τρίτο ματς, προκειμένου να αναδειχθεί ο νικητής του 2ου ημιτελικού ομίλου.
Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι μετά την αυτοκτονία της 18χρονης από το Ελ Σαλβαδόρ, σύμφωνα με μία διαδικτυακή πηγή, δύο οπαδοί της Ονδούρας δολοφονήθηκαν στους δρόμους του Σαν Σαλβαδόρ.
La guerra del fútbol
Το τρίτο ματς ορίστηκε για τις 27 Ιουνίου στο ουδέτερο «Αζτέκα» της Πόλης του Μεξικού. Μία ημέρα νωρίτερα ο Φιντέλ Σάντσες Ερνάντες, πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ, είχε ανακοινώσει τη διακοπή στις διπλωματικές σχέσεις με την Ονδούρα.
Περίπου 5.000 ντόπιοι αστυνομικοί κλήθηκαν να επιβάλλουν την τάξη μεταξύ των οπαδών των δύο χωρών που είχαν ταξιδέψει στην πρωτεύουσα του Μεξικού.
Το Ελ Σαλβαδόρ προηγήθηκε στο 8’ με τον Χουάν Ραμόν Μαρτίνες. Η Ονδούρα απάντησε στο 19’ με ανάποδο ψαλίδι του Χοσέ Ενρίκε Καρδόνα. Ο Μαρτίνες είχε κι άλλο βέλος στη φαρέτρα και το χρησιμοποίησε στο 28’. Ο Ριγκομπέρτο Γκόμες ισοφάρισε στο 50’ και έστειλε το ματς στην παράταση.
Τρία ματς. Μια μάχη 5 ωρών στο χορτάρι. Ασφαλώς όχι σαν εκείνη που θα ξεσπούσε σε λίγες ημέρες. Αν και ήδη τα θύματα, κατά κύριο λόγο από πλευράς Ελ Σαλβαδόρ, ήταν πάρα πολλά.
Ο Μαουρίσιο Ροντρίγκες έδωσε χαρά στους συμπατριώτες του στο 101’ της παράτασης, διότι εκμεταλλεύθηκε μια παντελώς λανθασμένη αντίδραση τερματοφύλακα-κεντρικών αμυντικών, έγραψε το τελικό 3-2 και βύθισε στην κατήφεια τους οπαδούς της Ονδούρας.
Η εντολή του προπονητή των νικητών Γκρεγκόριο Μπούντιο να μπλοκαριστεί με οποιονδήποτε τρόπο ο Καρδόνα εκτελέστηκε σε μεγάλο βαθμό, αν και τελικώς κατάφερε να βάλει ένα γκολ.
Αργότερα, το Ελ Σαλβαδόρ έκαμψε και την αντίσταση της Αϊτής σε τρία ματς, με συνέπεια να πανηγυρίσει για την παρθενική του πρόκριση σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Αυτό το λαμπρό γεγονός, όμως, περνούσε σε δεύτερη μοίρα από τη στιγμή που τα θύματα ήταν ήδη πολλά και όλα έδειχναν ότι θα αυξηθούν.
Πράγματι, το απόγευμα της 14ης Ιουλίου άρχισε η συντονισμένη στρατιωτική δράση. Η Πολεμική Αεροπορία του Ελ Σαλβαδόρ χρησιμοποίησε επιβατικά αεροπλάνα για να βομβαρδίσει στόχους στο εσωτερικό της Ονδούρας.
Η Πολεμική Αεροπορία της Ονδούρας δεν αντέδρασε γρήγορα, επειδή ένας από τους προαναφερθέντες στόχους ήταν το διεθνές αεροδρόμιο Τονκοντίν.
Παράλληλα, ο Στρατός Ξηράς του Ελ Σαλβαδόρ εισέβαλε στην Ονδούρα από τους δύο βασικούς οδικούς άξονες που ένωναν τις δύο χώρες. Έτσι άρχισε ο Πόλεμος των 4 Ημερών ή 100 Ωρών.
Κράτησε ελάχιστα, όμως άφησε πίσω του από 2.000 έως 6.000 νεκρούς, στην πλειοψηφία τους πολίτες της Ονδούρας, ενώ οι τραυματίες ήταν περισσότεροι από 15.000.
Επιπλέον, χιλιάδες πολίτες της Ονδούρας που κατοικούσαν κοντά στα σύνορα έμειναν άστεγοι, οι οικονομίες των δύο χωρών ζημιώθηκαν αφάνταστα και η αεροπορική τους σύνδεση διακόπηκε για πάνω από μία δεκαετία.
Ένας σπουδαίος Πολωνός δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής και μάρτυρας όσων συνέβησαν, ο Ρίσαρντ Καπουστσίνσκι, έγραψε ένα βιβλίο που το ονόμασε «The Soccer War». Έτσι χαρακτηρίστηκε το ταραγμένο και, δυστυχώς, πολύνεκρο καλοκαίρι του 1969 για τις δύο χώρες της Κεντρικής Αμερικής.
«Το ποδόσφαιρο δεν προκάλεσε τον πόλεμο»
Η αλήθεια είναι ότι κακώς κατηγορήθηκε, έστω και μεταφορικά, το ποδόσφαιρο. Δυστυχώς, όμως, αποτελεί το «όπιο του λαού» και πάντοτε θα χρησιμοποιείται για διαφόρων ειδών εξωαγωνιστικές σκοπιμότητες.
«Έχουμε διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με το Ελ Σαλβαδόρ, ενδεχομένως να γίνει πόλεμος». Αυτό είχε πει στους παίκτες της Ονδούρας πριν από το τρίτο ματς ο συνταγματάρχης Αρμάντο Βελάσκες, ο οποίος τότε ήταν πρέσβης στην Πόλη του Μεξικού.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να διαβάσετε τις απόψεις και τις μαρτυρίες των παικτών:
Ο Μαουρίσιο Ροντρίγκες, «χρυσός» σκόρερ των νικητών στο Μεξικό, έχει δηλώσει: «Αδίκως ονομάζεται «Πόλεμος του Ποδοσφαίρου». Βρεθήκαμε στη μέση των γεγονότων. Ποτέ δεν φανταζόμουν τι αντίκτυπο θα είχε ένα απλό γκολ μου και τι θα επακολουθούσε».
Αναφορικά με το πρώτο ματς, εκείνο που η ομάδα του έχασε, έχει σταθεί στη… φιλοξενία των οπαδών της Ονδούρας «με τα βαρελότα και τα πυροτεχνήματα που σχεδόν έσκαγαν μες στ’ αυτιά μας».
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Εθνικό Στάδιο της Τεγουσιγάλπα χρησίμευε ως χώρος κράτησης μεταναστών από το Ελ Σαλβαδόρ και, μάλιστα, υπάρχει μαρτυρία που κάνει λόγο για τουλάχιστον μία δολοφονία.
Ο Ριγκομπέρτο Γκόμες, ο άνθρωπος που έστειλε το ματς στην παράταση, έχει πει για το ματς του Ελ Σαλβαδόρ: «Mία εφημερίδα, η «Εl Mundo de El Salvador», πήρε μια φωτογραφία μας από το αεροδρόμιο και στις μύτες μας «έβαλε» ένα μικρό κόκκαλο σαν αυτό που έχουν οι κανίβαλοι!»
Αναφορικά με το τρίτο ματς, έχει σχολιάσει: «Στην αρχή χάναμε και ισοφαρίσαμε με ένα ανάποδο ψαλίδι. Μετά το ματς έγινε 2-1, όμως ύστερα από σέντρα του μέσου Ροσάλες, ισοφάρισα με βολέ.
Τελικά χάσαμε από μία γκάφα των αμυντικών μας. Δεν εμπιστεύθηκε ο ένας τον άλλο. Τα γκολ που δεχθήκαμε προήλθαν από δικά μας λάθη. Ο πόλεμος ήταν προκαθορισμένος, το ποδόσφαιρο δεν τον προκάλεσε, ήταν μια δικαιολογία».
Ο Φερνάντο Μπούλνες, αμυντικός της Ονδούρας, παραθέτει τη μαρτυρία του από το δεύτερο παιχνίδι, εκείνο στο Ελ Σαλβαδόρ: «Φτάσαμε ημέρα Παρασκευή. Οι άνθρωποι αναστατώθηκαν τόσο, που σταματήσαμε την προπόνηση και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, το 10όροφο «Intercontinental». Εκεί βρήκαμε πολλούς φιλάθλους, μαθητές, ορχήστρες, μουσικές μπάντες…
Το πρώτο θύμα ήταν ένα αγόρι από το Ελ Σαλβαδόρ που μας συνόδευε. Εκείνη τη νύχτα, κατά τις 02:00, έφυγε από το ξενοδοχείο. Τον πετροβόλησαν και είδαμε, μέσα από τις τζαμαρίες, πώς ξεψύχησε στον δρόμο. Τη νύχτα δεν είχε μείνει τζάμι όρθιο».
Στο ίδιο μήκος κυμάνθηκαν και οι μαρτυρίες του Τονίν Μεντόσα, επί 21 χρόνια ηγέτη και αρχηγού της εθνικής Ονδούρας: «Υπήρξε μια στιγμή που πραγματικά φοβηθήκαμε για τις ζωές μας.
Μια ρουκέτα έσπασε το τζάμι του δωματίου που βρισκόμουν μαζί με άλλους τρεις συμπαίκτες μου. Επίσης, έπεσε άλλη μια χειροβομβίδα που ευτυχώς δεν εξερράγη».
Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από εκρηκτικά, οι οπαδοί του Ελ Σαλβαδόρ πέταξαν κουρέλια, ψόφιους αρουραίους και κλούβια αυγά. Φοβούμενοι για τη σωματική τους ακεραιότητα, οι Ονδουριανοί κατέφυγαν στην οροφή του ξενοδοχείου μέχρι την αυγή.
Νωρίς-νωρίς το πρωί, οι παίκτες χωρίστηκαν σε γκρουπ 2-3 ατόμων, ξέφυγαν από τον όχλο και κατέφυγαν σε σπίτια μερικών συμπατριωτών τους που ζούσαν στη γειτονική χώρα.
Ο Μεντόσα έχει δώσει την εξήγηση: «Φύγαμε, διότι κάποιοι έλεγαν ότι οι οπαδοί θα μπουν στο ξενοδοχείο. Μου έμεινε το εξής: Είχα έναν γνωστό, η σύζυγος και τα παιδιά του οποίου ήταν από το Ελ Σαλβαδόρ. Παρατηρούσα στα μάτια τους, πώς να το εξηγήσω, μία εχθρότητα. Πήγα στο σπίτι του πρέσβη. Τρέχαμε σαν να ήμασταν εγκληματίες και τότε συνειδητοποιήσαμε ότι η κατάσταση ήταν πολύ ζόρικη».
Άυπνοι, με τα νεύρα τεντωμένα και ανήσυχοι για τη σωματική ακεραιότητα των συμπατριωτών τους που είχαν ταξιδέψει στο Ελ Σαλβαδόρ, οι παίκτες της Ονδούρας συγκεντρώθηκαν το επόμενο πρωί στο «Ιntercontinental», υπό την παρουσία ντόπιων στρατιωτών.
O Φερνάντο Μπούλνες, με τη σειρά του, έχει πει: «Μπήκαμε στο γήπεδο με τα λεωφορεία. Υπήρχαν περίπου 40.000 στις εξέδρες. Μας άφησαν μπροστά στ’ αποδυτήρια και αμέσως αντιληφθήκαμε ότι το γήπεδο ήταν γεμάτο στρατιώτες».
Σε ένα πανό είχαν αντικαταστήσει τη μορφή του Χοσέ Καρντόνα με ένα κουνέλι (σ.σ. το παρατσούκλι του ήταν coneja που στα ισπανικά σημαίνει κουνέλι). Το ματς είχε μετατραπεί σε πατριωτική υπόθεση, σε σημείο που έκαψαν τη σημαία της Ονδούρας. Στη θέση της μπήκε μία… πετσέτα. Η ψυχολογική μάχη είχε κριθεί και το Ελ Σαλβαδόρ έβαλε τρία γκολ, όλα πριν από τη λήξη του α’ ημιχρόνου.
O Μάριο Γκρίφιν, ομοσπονδιακός τεχνικός της Ονδούρας, είχε πει στα αποδυτήρια: «Είμαστε τρομερά τυχεροί που χάνουμε. Κάναμε ό,τι ήταν εφικτό, δεν μπορούμε κάτι άλλο. Εμπρός, παίζουμε άλλα 45 λεπτά και φεύγουμε».
Γνώριζε πως δεν μετρά η διαφορά γκολ, αλλά ότι η σειρά θα οδηγηθεί σε τρίτο ματς. Εν τέλει, το Ελ Σαλβαδόρ πήρε το εισιτήριο στο ουδέτερο Μεξικό, επέστρεψε σε αυτό μετά την πρόκριση επί της Αϊτής, δέχθηκε 9 γκολ (από Βέλγιο, Μεξικό, ΕΣΣΔ) και δεν έβαλε κανένα.
Ο Γκρεγκόριο Μπούντιο, προπονητής του Ελ Σαλβαδόρ, έχει πει σχετικά: «Δουλέψαμε 6 μήνες χωρίς να πληρωθούμε γιατί από την Ομοσπονδία μας έλεγαν ότι δεν υπάρχουν χρήματα. Πήγαμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο, με πήραν 12 μέρες στο Μεξικό, αλλά δεν μου έδωσαν ούτε… καραμέλα».
Ο επίλογος ανήκει στον Μαουρίσιο Ροντρίγκες, τον άνθρωπο που με το γκολ του το Ελ Σαλβαδόρ απέκλεισε την Ονδούρα: «Ελπίζω να μην χρειαστούμε κι άλλο πόλεμο για να πάμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Το 1970 είχαμε με την Ονδούρα, το 1982 είχαμε εμφύλιο…».
***
Η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία στις 30 Οκτωβρίου 1980, δηλαδή 11 ολόκληρα χρόνια μετά τον Πόλεμο των 100 ωρών.
Συμφώνησαν να επιλύσουν τη συνοριακή διαμάχη για τον Κόλπο του Φονσέκα και πέντε τμήματα χερσαίων εκτάσεων, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου του ΟΗΕ.
Το 1992 το Δικαστήριο χορήγησε στην Ονδούρα το μεγαλύτερο μέρος της υπό αμφισβήτηση έκτασης και το 1998 τα δύο κράτη υπέγραψαν συνθήκη περί οριοθέτησης των συνόρων.
Η Ονδούρα πήρε 145 τ.μ. χερσαίας έκτασης, ενώ στον Κόλπο του Φονσέκα το νησί El Tigre και το Ελ Σαλβαδόρ τα νησιά Meanguera και Meanguerita.