Η εποχή του Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς ολοκληρώθηκε για την εθνική Σουηδίας και η ανησυχία για το μέλλον των Σκανδιναβών είναι διάχυτη. Παρ’ όλα αυτά, ο 35χρονος επιθετικός δεν έχει συνδέσει το όνομά του με κάποια σπουδαία επιτυχία με τα χρώματα της πατρίδας του.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η Σουηδία δεν έχει ποδοσφαιρική παράδοση και πως θα ήταν δύσκολο ένας άνθρωπος να την οδηγήσει στην ελίτ του αθλήματος, ωστόσο αυτό αποτελεί ιστορική αναλήθεια. Η 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1994 είναι μία απόδειξη του τι μπορεί να καταφέρει η Σουηδία, τα ημιτελικά του Euro 1992 επίσης, ωστόσο η χώρα έχει ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες στο παρελθόν.
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, η Σουηδία μπορεί να υπερηφανεύεται για δύο χάλκινα ολυμπιακά μετάλλια (1924, 1952), μία 4η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1938, μία 3η θέση στο επόμενο Μουντιάλ του 1950 και φυσικά τον τελικό του 1958. Λίγες χώρες μπορούν να επιδείξουν μεγαλύτερες διακρίσεις, αν και κάτι λείπει από αυτές τις πορείες: η πρώτη θέση.
Αυτό συνέβη το 1948, στους Ολυμπιακούς Αγώνες που φιλοξένησε το Λονδίνο, με μία Σουηδία έτοιμη να παραδώσει μαθήματα στους εφευρέτες του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Η Σουηδία των “Gre-No-Li”, προτού αυτοί μεγαλουργήσουν στη Μίλαν, η Σουηδία του Τζορτζ Ρέινορ, του πιο επιτυχημένου Άγγλου προπονητή που δεν τον άφησαν να εργαστεί στη χώρα του.
Ο… επαγγελματικός ερασιτεχνισμός έφερνε μετάλλια
Μετά από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων έπρεπε να λειτουργήσει και ως όχημα συμφιλίωσης λαών, που μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Το Λονδίνο είχε επιλεγεί για τη διοργάνωση των Αγώνων του 1944 και εφόσον δεν κατέστη δυνατό τότε, ανέλαβε τη διοργάνωση και τέσσερα χρόνια αργότερα.
Το ποδόσφαιρο ήταν ξανά μέρος του ολυμπιακού προγράμματος, αυτήν τη φορά όχι ως κάτι… περιθωριοποιημένο σε σχέση με άλλα αθλήματα, αλλά ως η βασική ατραξιόν. Σε μία χώρα όπως η Αγγλία, τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια θα γέμιζαν γήπεδα δεκάδων χιλιάδων θέσεων και θα προσέφεραν τα μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη στη διοργανώτρια χώρα αλλά και στη ΔΟΕ.
Μοναδικό… πρόβλημα για τις 18 εθνικές ομάδες που συμμετείχαν στο ολυμπιακό τουρνουά, η απαίτηση να χρησιμοποιήσουν μόνο ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές στο ρόστερ τους.
Ο κανονισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα τόσο το 1948, όσο και στα επόμενα τουρνουά, οι χώρες από την Ανατολική Ευρώπη να έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους, αφού τα κομμουνιστικά καθεστώτα προσέφεραν δουλειές πλήρους απασχόλησης σε μεγάλα εγχώρια αστέρια του ποδοσφαίρου ως προκάλυμμα, ενώ στην πραγματικότητα οι παίκτες αυτοί έκαναν κανονικά προπονήσεις και βιοπορίζονταν από όσα χρήματα εξασφάλιζαν είτε από το κράτος είτε από τους κατά τα άλλα ερασιτεχνικούς συλλόγους όπου ανήκαν.
Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1952 μέχρι το 1984, όταν επετράπη για πρώτη φορά η χρήση επαγγελματιών ποδοσφαιριστών από τις εθνικές ομάδες, το χρυσό μετάλλιο στα ποδοσφαιρικά τουρνουά το κατακτούσαν χώρες από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Το 1948 δεν αποτέλεσε εξαίρεση του κανόνα στην ουσία, αφού η Σουηδία μπορεί να μην ανήκε στο ανατολικό μπλοκ, ωστόσο ανήκε στις χώρες -όπως και η Ολλανδία- του δυτικού κόσμου, που δεν είχαν ακόμα επαγγελματική ταυτότητα στο εγχώριο ποδόσφαιρο.
Οι τρεις… Οκτώβριοι και ο προπονητής με βύσμα
Η ιστορία εκείνης της εθνικής Σουηδίας ουσιαστικά αρχίζει τον Οκτώβριο του 1920, όταν γεννιέται ο Γκούναρ Γκρεν, ο μεγαλύτερος από τους “Gre-No-Li”. Ένας αρκετά καταρτισμένος τεχνίτης της μπάλας, που έπαιζε εσωτερικός επιθετικός και που από μικρή ηλικία είχε καταφέρει να προσελκύσει τα βλέμματα με τα κόλπα του.
Σε ηλικία 13 ετών κέρδισε έναν διαγωνισμό ζογκλερικών με μπάλα και μια τοπική εφημερίδα του Γκέτεμποργκ εξήρε το επίτευγμά του και υποστήριξε ότι έχει τις βάσεις για μία καριέρα στο τσίρκο!
Αγνοώντας αυτές τις νουθεσίες, επέλεξε να ενταχθεί στην Γκάρντα, μία ομάδα της γειτονιάς του, και οι εμφανίσεις του οδήγησαν την Γκέτεμποργκ να τον αποκτήσει το 1941, σε ηλικία 21 ετών. Στη Γκέτεμποργκ κατέκτησε το πρωτάθλημα στην πρώτη σεζόν του και πραγματοποίησε σπουδαία καριέρα με 79 γκολ σε 168 συμμετοχές στο πρωτάθλημα. Το 1946 κέρδισε το πρώτο “Guldbollen” στην ιστορία, δηλαδή τη διάκριση του Καλύτερου Σουηδού Παίκτη της Χρονιάς.
Ο Γκρεν δεν κατάφερε να κατακτήσει άλλο σουηδικό πρωτάθλημα στην καριέρα του, αφού στα μέσα της δεκαετίας του ’40 εμφανίστηκε μία νέα μεγάλη δύναμη στο εγχώριο ποδόσφαιρο, η Νόρσεπινγκ. Με τον Ούγγρο Λάγιος Τσάιζλερ στο “τιμόνι” και από το 1944 τον Γκούναρ Νόρνταλ στη γραμμή κρούσης, η Νόρσεπινγκ έγινε ακαταμάχητη.
Ο Νόρνταλ, ο οποίος αποτελεί μέχρι σήμερα έναν από τους πιο παραγωγικούς επιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου, γεννήθηκε κι αυτός Οκτώβριο, έναν χρόνο μετά από τον Γκρεν, και μεγάλωσε μαζί με τα εννέα αδέρφια του (δύο εξ αυτών, ο Κνουτ και ο Μπέρτιλ ήταν κι αυτοί μέλη της ομάδας του ’48) στο ίδιο δωμάτιο ενός μικρού χωριού, του Χέρνεφορς, στη βόρεια Σουηδία.
Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο σε επίπεδο ανδρών, μέχρι να τον δουν οι άνθρωποι της Ντέγκερφορς και να τον πάρουν στην πρώτη κατηγορία το 1940.
Με 56 γκολ σε 77 εμφανίσεις, ο Σουηδός με τη μεγάλη δύναμη και το πανίσχυρο σουτ έδειξε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα να κάνει το βήμα παραπάνω. Όταν ήρθε η κλήση της Νόρσεπινγκ ήταν ήδη διεθνής και από το 1945 μέχρι το 1949 πανηγύρισε τέσσερα σερί πρωταθλήματα.
Σε 85 αγώνες πρωταθλήματος σημείωσε 87 γκολ σε αυτές τις τέσσερις σεζόν, με συνέπεια να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της χώρας τρεις φορές και την τέταρτη να χάσει τη διάκριση από τον Γκρεν για ένα γκολ. Κομβικό ρόλο στην επιτυχία του Νόρνταλ έπαιξε η παρουσία ενός παίκτη πίσω του, με τον οποίο θα συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ακόμα.
Ο Νιλς Λίντχολμ ήρθε στον κόσμο κι αυτός Οκτώβριο, έναν χρόνο μετά από τον Νόρνταλ, και μετά από οκτώ χρόνια στην ομάδα του χωριού του, Βάλντεμαρσβικς, και ακολούθως στη Σλέιπνερ, το 1946 πήρε μεταγραφή στην πρωταθλήτρια Σουηδίας, Νόρσεπινγκ.
Ανέπτυξε σχέσεις… τηλεπάθειας με τον Νόρνταλ και εκμεταλλευόμενος τη φανταστική ικανότητά του στις πάσες, μοίραζε συνεχώς ασίστ. Ωστόσο και ο ίδιος κατάφερε να σημειώσει 22 τέρματα σε 48 αγώνες πρωταθλήματος στην τριετία που έμεινε στον σύλλογο.
Στον ελεύθερο χρόνο του γυμναζόταν διαρκώς και εκτός από ποδόσφαιρο, έριχνε ακόντιο και σφαίρα, κάτι που τον βοήθησε να εκτελεί πλάγια σαν… κόρνερ. Μάλιστα, φέρεται να έκανε προπονήσεις πάνω σε πευκοβελόνες, ώστε να ενδυναμώσει τις γάμπες του.
Μέχρι να έρθει η ώρα της επανεκκίνησης στο διεθνές ποδόσφαιρο μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων του 1948, οι τρεις τους είχαν καθιερωθεί στην εθνική ομάδα, την οποία προπονούσε ένας Άγγλος τεχνικός, ο Τζορτζ Ρέινορ. Η ιστορία του θυμίζει μυθιστόρημα, αφού ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε στη Βαγδάτη.
Το 1939 είχε καταταγεί στον βρετανικό στρατό ως γυμναστής, κατόπιν εντολών της FA προς όλους τους νυν και πρώην ποδοσφαιριστές, και το 1943 εστάλη στο Ιράκ. Στα δύο χρόνια που έμεινε εκεί, σχημάτισε μία ποδοσφαιρική ομάδα από καθηγητές και μαθητές που περιφέρονταν σε γειτονικά κράτη, δίνοντας φιλικά ως μία άτυπη “εθνική Ιράκ”.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, επέστρεψε στην Αγγλία, όπου ανέλαβε τις ακαδημίες της τελευταίας ομάδας στην οποία έπαιξε ποδόσφαιρο, της Όλντερσοτ. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν έτοιμος να κάνει το επόμενο βήμα και γι’ αυτό απευθύνθηκε (σε ενοχλητικό βαθμό) μέχρι και τον πρόεδρο της FA και μετέπειτα της FIFA, Στάνλεϊ Ράους.
Γνωρίζοντας τη δουλειά του στο Ιράκ, ο Ράους τον σύστησε στη σουηδική ποδοσφαιρική ομοσπονδία, η οποία τον προσέλαβε δοκιμαστικά για έξι μήνες το 1946. Η δουλειά του εντυπωσίασε τους παράγοντες της εγχώριας ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, οι οποίοι του προσέφεραν μόνιμα τη θέση του εθνικού εκλέκτορα.
Με τον Ρέινορ στον πάγκο, και τους “Gre-No-Li” στην επίθεση, οι οποίοι ήταν ερασιτέχνες και είχαν δικαίωμα συμμετοχής (για παράδειγμα, ο Λιντχολμ εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο και ο Νόρνταλ ήταν πυροσβέστης), η χώρα ταξίδεψε στο Λονδίνο για τους Αγώνες της 14ης Ολυμπιάδας, όπως ήταν το επίσημο όνομα της διοργάνωσης.
Τα 12 στην Κορέα και το… σπάσιμο του οφσάιντ
Ο 1ος γύρος έφερε τους Σουηδούς απέναντι στην Αυστρία, μία ομάδα με τεράστιες διακρίσεις την προηγούμενη δεκαετία, η οποία, όμως, συνερχόταν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την προσάρτησή της στη ναζιστική Γερμανία. Μάλιστα, οι Αυστριακοί είχαν βρει ένα “παραθυράκι” και ταξίδεψαν στο Λονδίνο με γνωστούς παίκτες όπως ο Ερνστ Ότσβιρκ, οι οποίοι έπαιζαν ποδόσφαιρο επαγγελματικά.
Παρ’ όλα αυτά, ο Νόρνταλ δεν είχε πρόβλημα να παραβιάσει την εστία τους μόλις στο 2ο λεπτό και να διπλασιάσει τα τέρματα στο 10ο, με συνέπεια η Σουηδία να φτάσει σε μία άνετη επικράτηση με 3-0 (το τρίτο γκολ ο Κιελ Ρόσεν).
Επόμενος αντίπαλος, στην προημιτελική φάση του τουρνουά, η αδύναμη Νότια Κορέα, η οποία πάντως στον προηγούμενο γύρο είχε κάνει την έκπληξη και είχε προκριθεί με νίκη 5-3 επί του Μεξικού. Οι Σουηδοί δεν την πάτησαν και “κλείδωσαν” τη νίκη από το 1ο ημίχρονο στο “Σέλχαρστ Παρκ” με σκορ 4-0.
Στο 2ο μέρος, όχι μόνο δεν άφησαν το πόδι από το γκάζι, αλλά ανέβασαν και ταχύτητα, αυξάνοντας τον δείκτη του σκορ στο 12-0. Ο Νόρνταλ σημείωσε καρέ, ο Χένρι Κάρλσον χατ τρικ, Λίντχολμ και Ρόσεν είχαν από δύο γκολ και ο Γκρεν ένα.
Στον ημιτελικό, η Σουηδία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη αντίπαλό της στα σκανδιναβικά ντέρμπι, τη Δανία, η οποία στα προημιτελικά είχε αποκλείσει την Ιταλία του Βιτόριο Πότσο, του προπονητή που οδήγησε τη “σκουάντρα ατζούρα” στην κατάκτηση των Μουντιάλ 1934 και 1938.
Τα πρώτα λεπτά βρήκαν τους Δανούς να κυριαρχούν στον αγωνιστικό χώρο του “Γουέμπλεϊ” και να παίρνουν προβάδισμα στο σκορ με τον Χόλγκερ Σέμπαχ μόλις στο 3′. Ο Κάρλσον έφερε το παιχνίδι στα ίσια στο 18′, με ένα αρκετά περίεργο τέρμα.
Οι Σουηδοί βγήκαν στην αντεπίθεση, αλλά ο Νόρνταλ βρισκόταν σε θέση οφσάιντ. Την ώρα που ερχόταν η μπάλα προς το μέρος του με σέντρα, για να μην ακυρώσει την επίθεση, πήδηξε μέσα στην εστία και ουσιαστικά βγήκε από το παιχνίδι. Ο Κάρλσον που βρισκόταν δίπλα του, πήρε την κεφαλιά κι έστειλε την μπάλα να αναπαυτεί στα δίχτυα, μαζί με τον Νόρνταλ.
Το μομέντουμ πήγε με το μέρος των Σουηδών, που σημείωσαν ακόμα τρία γκολ πριν από το τέλος του ημιχρόνου, ένα με τον Κάρλσον και δύο με τον Ρόσεν. Το μόνο που κατάφεραν οι Δανοί ήταν να μειώσουν με τον Τζον Χάνσεν στο 77′, τον ποδοσφαιριστή που είχε σημειώσει καρέ απέναντι στους Ιταλούς στα προημιτελικά.
Η Σουηδία είχε φτάσει στον τελικό και κατά συνέπεια στην πιο μεγάλη επιτυχία του ποδοσφαίρου της, αφού στη διοργάνωση του 1924 είχε κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο. Επόμενος αντίπαλος, η Γιουγκοσλαβία, η οποία περίμενε ήδη στο “Γουέμπλεϊ”, μετά από τις άνετες νίκες της απέναντι σε Λουξεμβούργο (6-1), Τουρκία (3-1) και Μεγάλη Βρετανία (3-1) κατά σειρά.
Περίπου 60.000 θεατές είχαν βρει θέση στο “Γουέμπλεϊ”, όχι για τον μεγάλο τελικό, αλλά για τον μικρό, όπου η Δανία νίκησε με 5-3 την οικοδέσποινα Μεγάλη Βρετανία και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.
Ο μεγάλος τελικός είχε προγραμματιστεί αμέσως μετά από το τέλος του μικρού κι έτσι αρκετοί θεατές κάθισαν για να δουν και το επόμενο παιχνίδι.
Ο Γκρεν άνοιξε το σκορ στο 24ο λεπτό, όμως η Γιουγκοσλαβία ισοφάρισε στο 42′ με τον μετέπειτα προπονητή του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και του Παναιτωλικού, Στιέπαν Μπόμπεκ.
Με την έναρξη του 2ου μέρους, ο Νόρνταλ ολοκλήρωσε μία ομαδική προσπάθεια που είχε αρχίσει από τα πόδια του και σημείωσε το 7ο τέρμα στο τουρνουά, με συνέπεια να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ μαζί με τον Δανό Χάνσεν.
Ένα πέναλτι του Γκρεν στο 67′ διαμόρφωσε το τελικό σκορ και χάρισε στη Σουηδία τον μοναδικό τίτλο σε μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση μέχρι σήμερα και το 16ο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο εκείνων των Αγώνων, που την έφερε στη 2η θέση της κατάταξης.
Διαβάστε ακόμη:
Το χρυσό της Νιγηρίας το 1996, ο ψεύτικος Ροναλντίνιο και τα χαστούκια σε Βραζιλία-Αργεντινή