Η τελευταία φορά που ο «εξάστερος» Παναθηναϊκός έφτασε στις τέσσερις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης ήταν τον Μάιο του 2012. Η πρώτη, 40 χρόνια νωρίτερα, τον Φλεβάρη του 1972. Στο μεσοδιάστημα γιγαντώθηκε φτάνοντας στην κατάκτηση έξι ευρωπαϊκών τροπαίων.
Το Sport-Retro.gr αφιερώνει ένα κείμενο στους «πιονιέρους» των επιτυχιών που ακολούθησαν με απαρχή την κούπα στο Παρίσι το 1996. Κέφαλος, Κόντος, Κέρκλαντ, Πέππας, Χαϊκάλης είχαν οριοθετήσει τη διαδρομή που ακολούθησαν μια 20ετία μετά ο Αλβέρτης, ο Μποντιρόγκα, ο Διαμαντίδης, ο Τσαρτσαρής και ο Μπατίστ. Πριν απ’ αυτούς γι’ αυτούς…
***
Τη σήμερον ο Παναθηναϊκός, με τις οικονομικές «θυσίες» της οικογένειας Γιαννακόπουλου, λογίζεται σταθερά ως ένας ισχυρός πόλος του ευρωπαϊκού μπάσκετ, μια παραδοσιακή δύναμη που θέτει ως ετήσιο στόχο την πρόκρισή της στο Final 4 της Euroleague, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα που συνοδεύει την προσπάθεια κάθε χρονιάς.
Ήταν πάντα έτσι; Προφανώς όχι. Η μπασκετική Ελλάδα των 70s’ ήταν μια κουκίδα στον ευρωπαϊκό χάρτη χαμένη. Είχε -το δίχως άλλο- να περηφανεύεται για το χάλκινο μετάλλιο στο Eurobasket του 1949 και την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων από την ΑΕΚ το 1968, οι επιτυχίες ωστόσο ήταν σποραδικές.
Ο αυτοκράτορας Άρης ήταν ένα «νεογέννητο βασιλόπουλο» που δεν είχε ακόμη ενηλικιωθεί για ν’ ανέλθει στον θρόνο του, ο Νίκος Γκάλης ήταν ένας έφηβος που μεγάλωνε στο Νιου Τζέρσεϊ και το σπορ δεν είχε αποτυπωθεί στις συνειδήσεις του αθλητικού κοινού ως «εθνικό», μια και στερούταν της (σημερινής) δημοφιλίας και (τεράστιας) απήχησης στις πλατιές μάζες. Λίγοι έβλεπαν, πολλοί λιγότεροι έπαιζαν.
Αναμενόμενο ήταν πως οποιαδήποτε επιτυχία σε διεθνή διοργάνωση να προκαλεί εντύπωση. Όπως ήταν -αναμφίβολα- η παρουσία του Παναθηναϊκού στην τετράδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τη σεζόν 1971-72. Οι «πράσινοι» του Κώστα Μουρούζη ήταν ήδη ισχυροί εντός των τειχών μετρώντας ως το 1970 δέκα πανελλήνια πρωταθλήματα.
Μάλιστα το 1968-69 είχαν επιδιώξει να επαναλάβουν το επίτευγμα της ΑΕΚ του Γιώργου Αμερικάνου και των άλλων, έχοντας προκριθεί στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων μετά την απόσυρση της ιταλικής Νάπολι στο ημίχρονο του δεύτερου αγώνα της προημιτελικής φάσης που διεξήχθη στην Αθήνα.
Αποκλείστηκαν ωστόσο από την Ντιναμό Τιφλίδας, παρά το +14 του πρώτου αγώνα (81-67), χάνοντας με 32 επί… σοβιετικού εδάφους (103-71) και μαζί απώλεσαν το εισιτήριο για τον τελικό!
Σε αυτήν την πορεία ο Παναθηναϊκός ήταν η πρώτη ελληνική ομάδα που είχε εντάξει στο ρόστερ της έναν ξένο παίκτη (Γκρεγκ Γκρίνγουντ) προκειμένου να κλείσει την ψαλίδα από τους πληρέστερους αντιπάλους της.
Μεσολάβησαν τρία ολόκληρα χρόνια προτού το «τριφύλλι» φτάσει ξανά ως την… πηγή. Σαν σήμερα, 17 του Φλεβάρη του 1972, ήταν όταν για πρώτη φορά στην ιστορία του εξασφάλιζε τη συμμετοχή του στην τετράδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Μια ισοπαλία 74-74 στην Πράγα με τη Σλάβια, στο έκτο ματς της φάσης των ομίλων, αρκούσε για την υπέρβαση.
Οι πρωταθλητές Ελλάδας είχαν το προβάδισμα στο πρώτο μισό της αναμέτρησης και με κορυφαίο τον Απόστολο Κόντο (23 πόντοι) κατάφεραν ν’ αποσπάσουν το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν.
Προτού πάντως φτάσουμε σε αυτό το σημείο, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από τον Νοέμβριο του 1971, όταν μπήκαν οι βάσεις μιας ευρωπαϊκής διαδρομής που τερματίστηκε πέντε μήνες μετά.
Οι χαμένες βολές του Κέφαλου
Το πρώτο σταύρωμα του Παναθηναϊκού ήταν με την Αμικάλ Στάινσελ από το Λουξεμβούργο. Οι δύο νίκες με συνολική διαφορά 62 πόντων ήρθαν ως επιβεβαίωση της ανωτερότητας της ομάδας του Μουρούζη, η οποία για να κερδίσει το εισιτήριο για τους δύο ομίλους των οκτώ ομάδων όφειλε να υπερβεί σε διπλούς αγώνες το εμπόδιο της Μακάμπι Τελ Αβίβ.
Στις 2 Δεκεμβρίου οι «πράσινοι» νίκησαν 81-73 στον «Τάφο του Ινδού» χάρη σε 19 πόντους του Γουίλι Κέρκλαντ (Αμερικανός που έπαιζε μόνο στην Ευρώπη) και 14 του Γιώργου Κολοκυθά στο προτελευταίο ευρωπαϊκό ματς της καριέρας του, καθώς τραυματίστηκε σοβαρά.
Μία εβδομάδα μετά (9/12) πήγαν στο Ισραήλ για τα…εγκαίνια του υπερσύγχρονου για την εποχή «Γιαντ Ελιάου» που ολοκληρώθηκε λίγες ώρες από την έναρξη του αγώνα.
Μέχρι και ο πανίσχυρος υπουργός Άμυνας Μοσέ Νταγιάν, που είχε χάσει το μάτι του στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου και υπήρξε ο ηγέτης της νίκης των Ισραηλινών στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ήταν παρών στο γήπεδο χαιρετίζοντας τις δύο ομάδες! Τέτοιες διαστάσεις είχε λάβει ο αγώνας στο Τελ Αβίβ.
Στο παρκέ, βέβαια, «στρατηγός» αποδείχθηκε ο Κώστας Μουζούρης. Ο τότε κόουτς του Παναθηναϊκού, παρά το γεγονός πως είχε παραπλανηθεί και είχε σταλεί σε άλλο γήπεδο με αποτέλεσμα να μην κατασκοπεύσει ποτέ τη Μακάμπι, φρόντισε για την απόλυτη υλοποίηση του σχεδίου του. Με αποκορύφωμα την απόφαση στο 81-80 των γηπεδούχων, σκορ που έμελλε να είναι το τελικό.
Οι «πράσινοι» είχαν το +8 του πρώτου αγώνα και ο Μουρούζης δεν ήθελε να διακινδυνεύσει οτιδήποτε. Η εντολή του προς τον Κρις Κέφαλο ήταν ν’ αστοχήσει επίτηδες στις δύο βολές που είχε να εκτελέσει στα 3 δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη προκειμένου ν’ αποφευχθεί η παράταση.
Ο αστικός μύθος μάλιστα θέλει τον προπονητή του «τριφυλλιού» ν’ απειλεί με πρόστιμο τον ομογενή γκαρντ σε περίπτωση που δεν εκτελούσε την οδηγία και ευστοχούσε. Ο Κέφαλος υπάκουσε και είχε εν τέλει 0/2 από τη γραμμή, ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε μ’ έναν πόντο, αλλά πανηγύρισε την πρόκριση.
Η τακτική απόφαση του Μουρούζη ήταν αυτή που ανάγκασε τη FIBA ν’ αλλάξει τον κανονισμό και να καταργήσει την παράταση σε περίπτωση ισόπαλου αποτελέσματος. Κάτι που εφαρμόζεται ως και σήμερα.
Τρεις νίκες και μια ισοπαλία
Ανεξαρτήτως τρόπου, ο Παναθηναϊκός είχε ήδη εξασφαλίσει την παρουσία του στον έναν εκ των δύο ομίλων της κορυφαίας διοργάνωσης. Εκεί που συνάντησε την πανίσχυρη Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ, τη Λιρ (ή Λιέρ τότε) από το Βέλγιο και τη Σλάβια Πράγας (αυτήν που είχε νικήσει η ΑΕΚ στον τελικό του Καλλιμάρμαρου).
Τότε ίσχυε ένα ιδιότυπο σύστημα που ήθελε κάθε ομάδα να παίζει διαδοχικά εντός κι εκτός έδρας αγώνες με τις τρεις αντιπάλους τους, αλλά να κερδίζει 2 βαθμούς μόνο αν επικρατούσε στα δύο παιχνίδια ή στη διαφορά πόντων.
Ο Παναθηναϊκός άρχισε τις υποχρεώσεις του απέναντι στους Βέλγους και έπεσε στην παγίδα της υποτίμησης. Το απρόσμενα «βαρύ» 117-84 στο περίχωρο της Αμβέρσας, από τις «λίγες φορές που έχει παίξει τόσο άσχημα ο Παναθηναϊκός», αποδείχθηκε πως ήταν αδύνατο ν’ ανατραπεί στην Αθήνα και το +15 (70-55) άφησε την ελληνική ομάδα στο… μηδέν.
Όπως συνέβη μετά τους διπλούς αγώνες με τη Γιουγκοπλάστικα του Πέταρ Σκάζνι και των άλλων παγκόσμιων «πλάβι». Διότι οι «πράσινοι» νίκησαν 94-83 εντός έδρας, έχασαν ωστόσο 87-63 στο Σπλιτ, παρά τους 31 πόντους του Ιορδανίδη.
Όπως έγραφε τότε ο Τύπος μετά το δεύτερο παιχνίδι αποτυπώνοντας την ανωτερότητα των γηπεδούχων, «παρά το σύστημα πρέσσιγκ που εφήρμοσε ο Παναθηναϊκός, οι παίκτες της εμαρκάροντο εύκολα, καταπλάσσοντας τους φιλάθλους με το εκπληκτικά ταχύ παιχνίδι τους και την άριστη ευστοχία τους».
Το… καλό νέο ήταν πως η Σλάβια Πράγας είχε πάρει τους βαθμούς απέναντι στη Λίερ και ο Παναθηναϊκός είχε μια τρίτη ευκαιρία. Στις 10 Φεβρουαρίου υποδέχθηκε τη Σλάβια και το 99-73 με 33 πόντους του Κέρκλαντ ήταν ό,τι ζητούσε πριν από το ματς στην Πράγα.
Ήταν δεδομένο πως η Λίερ δεν θ’ αποσπάσει οτιδήποτε από τη Γιουγκοπλάστικα, οπότε μια εβδομάδα μετά στην πρωτεύουσα της (ενωμένης τότε) Τσεχοσλοβακίας οι πρωταθλητές Ελλάδας όφειλαν να αυτοπροστατευτούν.
17 Φλεβάρη ήταν όταν το «τριφύλλι» έδωσε τον νυν υπερ πάντων αγώνα, προκειμένου να πετύχει την ευρωπαϊκή υπέρβαση που κυνηγούσε.
Η Σλάβια είχε τον Ζίντεκ να σκοράρει 34 πόντους, αλλά ο Παναθηναϊκός ουδέποτε έχασε τον έλεγχο της αναμέτρησης. Το +7 (45-38) στο φινάλε του πρώτου μισού έδειξε το δρόμο και το 74-74 στο φινάλε, με 23 πόντους του Κόντου, αποτέλεσε το εισιτήριο για τα ημιτελικά.
Η ελληνική ομάδα ισοβάθμησε με τις άλλες δύο διεκδικήτριες στους 2 βαθμούς, αλλά κρατούσε το αβαντάζ και ακολούθησε τη Γιουγκοπλάστικα στην τετράδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Τρόμαξε τη Βαρέζε
Η μορφή του Final 4 δεν είχε καθιερωθεί τότε, ήταν όμως μια πρόκριση που ισοδυναμούσε με θρίαμβο, καθώς άλλη φορά στο παρελθόν ο Παναθηναϊκός δεν είχε πετύχει κάτι τόσο μεγάλο.
Θα ήταν προτιμότερο για τους πρωταθλητές να παίξουν με τη Ρεάλ Μαδρίτης και όχι τη Βαρέζε του «ιπτάμενου» Μεξικανού Μανουέλ Ράγκα και του Ντίνο Μενεγκίν(ι) που δέσποζε στη ρακέτα.
Η ιταλική ομάδα, όμως, είχε κατακτήσει την πρωτιά στον άλλον όμιλο με 5/6 νίκες και ο Παναθηναϊκός όφειλε να παλέψει με το θηρίο. Το 69-55 επί ιταλικού εδάφους άφηνε κάποιες ελπίδες στους «πράσινους» που μόχθησαν πολύ για την ανατροπή του -14.
Οι Ιταλοί φοβόντουσαν δικαιολογημένα τον αγώνα, μολονότι υπερείχαν σε υλικό, αφού «το τριφύλλι στη Βαρέζε έπαιξε σπουδαία» και στο πρώτο μισό του δεύτερου αγώνα οι παίκτες του Μουρούζη είχαν καλύψει τη μισή διαδρομή (39-32). Δεν έφτασαν όμως πιο πέρα από το τελικό 78-70 και τουλάχιστον αποχώρησαν με ψηλά το κεφάλι. Καταχειροκρούμενοι για την προσπάθεια.
Αποκλείστηκαν άλλωστε από τη μετέπειτα Πρωταθλήτρια Ευρώπης (70-69 τη Γιουγκοπλάστικα) που επέστρεφε στην κορυφή μετά το 1970 και κατακτούσε το δεύτερο από τα συνολικά πέντε τρόπαια ως το 1976!