Του Μάριου Μπούλη, τελειόφοιτου του Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ
Πόσο εύκολο είναι να μείνεις στην Ιστορία για ένα χαμένο πέναλτι; Πόσο εύκολο είναι αυτό το πέναλτι να μετατραπεί σε ένα μήνυμα προς τους λάτρεις του ποδοσφαίρου ότι ναι μεν ένας στόχος μπορεί να χαθεί, πλην όμως εσύ καλείσαι να δημιουργήσεις ξανά νέους ορίζοντες;
Ο Ρομπέρτο Μπάτζο, ένας από τους μύθους του σύγχρονου αθλητισμού που γεννήθηκε σαν σήμερα (18 Φεβρουαρίου) το 1967 στην περιοχή Καλντόνιο, 20 χιλιόμετρα μακριά από τη Βιτσέντζα, το πέτυχε και μάλιστα με το παραπάνω.
Γόνος μεγάλης οικογένειας ως προς τα μέλη, μιας και ο μικρός, τότε, Ρομπέρτο, ήταν το 6ο παιδί του Φιορίντο Μπάτζο και της Ματίλντε Ριτσότο.
Η σχέση του με το ποδόσφαιρο ήταν καρμική, καθώς άρχισε να αγωνίζεται στην τοπική ομάδα και σε ηλικία 11 ετών η Βιτσέντζα έδωσε 500.000 λιρέτες στην Καλντόνιο, προκειμένου να τον κάνει δικό της.
Είχαν προηγηθεί 25 ματς με την Καλντόνιο, η οποία από εκείνον καρπώθηκε 45 γκολ και 26 ασίστ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το όνομά του να γίνει γνωστό στην ευρύτερη περιοχή.
Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο ήταν τέτοια που είχε μετατρέψει σε… γήπεδο το σπίτι του, κάνοντας σουτ με οτιδήποτε του θύμιζε μπάλα και αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το όνειρο της μητέρας του να γίνει ποδηλάτης.
«Η μητέρα μου ήθελε να γίνω ποδηλάτης. Δεν πήγε καλά αυτό το πλάνο. Για να διασκεδάσω στο σπίτι έκανα σουτ με ό,τι ήταν σφαιρικό. Ναι, είχα σπάσει διάφορα – από τζάμια μέχρι πόρτες», είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Το όνειρο και ο Βουδισμός
Το επαγγελματικό ντεμπούτο του δεν αργεί να έρθει, αφού το 1983 στα 16 του, ο «Divin Codino» (από την αλογοουρά που έχει μέχρι και σήμερα) πραγματοποιεί την πρώτη του επαγγελματική συμμετοχή με τα χρώματα της Βιτσέντζα.
Tότε η ομάδα αγωνιζόταν στη Serie C, όμως τα επιτεύγματα του ανήλικου, ακόμα, Μπάτζο την οδηγούν στην άνοδο στη Serie B, συν ότι τον έκαναν γνωστό στους ανθρώπους της Φιορεντίνα, η οποία αποφασίζει το 1985 να τον αποκτήσει με περίπου 1.500.000 ευρώ.
Τότε, η ατυχία χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα του νεαρού Ιταλού μεσοεπιθετικού, μιας και σε μία προσπάθεια να κλέψει την μπάλα με ένα τάκλιν, έπαθε ρήξη χιαστού.
Η Φιορεντίνα όχι μόνο δε σταμάτησε τη μεταγραφή (είχε το δικαίωμα), αλλά πλήρωσε και την εγχείρηση του Μπάτζο, αποδεικνύοντας με τον πλέον έμπρακτο τρόπο την πίστη της στον παίκτη.
Εκείνος αντάμειψε και με το παραπάνω τους «βιόλα» γι’ αυτήν τους την πίστη, καθώς σε πέντε χρόνια (95 εμφανίσεις), σημείωσε 39 γκολ, έδειξε πως έχει ξεπεράσει τον βαρύ τραυματισμό που τον ταλαιπώρησε στην αρχή της καριέρας του και φανέρωσε πως μπορεί να ανταποκριθεί στο πολύ υψηλό επίπεδο της Serie A.
Η πρώτη του εμφάνιση με τη φανέλα της Φιορεντίνα άργησε να έρθει. Η «αυλαία» άνοιξε στις 21 Σεπτεμβρίου 1986, σε έναν αγώνα πρωταθλήματος κόντρα στη Σαμπντόρια, ενώ το πρώτο του γκολ καταγράφηκε στο φινάλε της σεζόν, στις 5 Μαΐου του 1987, όταν με απευθείας εκτέλεση φάουλ κόντρα στη Νάπολι, οδήγησε την ομάδα του στην παραμονή στην κατηγορία.
Με τους «βιόλα» κατέκτησε το πρώτο Coppa Italia, αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης της Ευρώπης στην κατηγορία U23 και σκόραρε το πρώτο του γκολ με τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες στην πορεία του Μπάτζο στα γήπεδα, είχε να κάνει με την αποκατάσταση από τον πρώτο του τραυματισμό.
Ένα παιδί 18 χρονών έβλεπε πως έχει την ευκαιρία να αγωνιστεί σε πολύ υψηλό επίπεδο, όμως ένα τραυματισμός φάνταζε ικανός να του κόψει τα φτερά.
Στη Φλωρεντία, λοιπόν, διάβασε για τον Βουδισμό, έμαθε για τον τρόπο ζωής, την ψυχική υγεία και τη βοήθεια που μπορεί να λάβει, ώστε να επανακτήσει τις δυνάμεις του και να βγει από τον «βούρκο» που είχε περιέλθει έπειτα από τον τραυματισμό του.
Ασπάστηκε τη συγκεκριμένη θρησκεία και ο ίδιος θεώρησε πως αυτό ήταν το «κλειδί» για να επανέλθει στους αγωνιστικούς χώρους, χωρίς να χάσει το ταλέντο του.
«Προδότης» και διάδοχος του Πλατινί
Γίνεται σε ένα καλοκαίρι να έχεις τον τίτλο του «προδότη» από την ομάδα σου και συνάμα του «διαδόχου» του Μισέλ Πλατινί; Κι όμως γίνεται. Το καλοκαίρι του 1990 η Γιουβέντους προσέφερε το ασύλληπτο, για τα δεδομένα της εποχής, ποσό των 9.000.000 ευρώ, προκειμένου να τον κάνει δικό της.
Οι φίλαθλοι της Φιορεντίνα δεν μπόρεσαν να δεχθούν πως ο αγαπημένος τους παίκτης θα πάρει μεταγραφή στη μισητή αντίπαλο και βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν.
Ο Μπάτζο μετέβη τελικά στο Τορίνο, υπέγραψε το νέο του συμβόλαιο με τη Γιουβέντους, πήρε τη φανέλα με το Νο10 και διαδέχθηκε τον Μισέλ Πλατινί, τρία χρόνια μετά την απόσυρση του από τη δράση.
Ο άλλοτε θρύλος της «γηραιάς κυρίας» είχε χαρακτηρίσει τον Μπάτζο ως «εννιάμιση», εννοώντας ότι δεν ήταν καθαρός επιθετικός («εννιάρι») αλλά ούτε «δεκάρι» (πάντως έβαζε πολλά γκολ και στην Ιταλία αυτό χαρακτηρίζεται «trequartista»).
Το καλοκαίρι του 1990 ήταν η πλέον ιδιαίτερη περίοδος για τον Ιταλό, αφού θα συμμετείχε για πρώτη φορά σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου και, μάλιστα, στη χώρα του.
Με τη «σκουάντρα ατζούρα» έφτασε μέχρι και τα ημιτελικά, ενώ κατά την πορεία του στο Mundial, σημείωσε ένα εντυπωσιακό γκολ κόντρα στην Τσεχοσλοβακία και ένα ακόμα κόντρα στην Αγγλία.
Η πενταετής πορεία του στη Γιουβέντους είχε αυτό που δεν κατάφερε με τη Φιορεντίνα: Τίτλους. Τη σεζόν 1992-93 η ομάδα από το Τορίνο κατέκτησε το Κύπελλο UEFA και το 1994-95 το νταμπλ στην Ιταλία.
Στο μεσοδιάστημα, ο Μπάτζο πανηγύρισε για τη «Χρυσή Μπάλα» του 1993, ως αποτέλεσμα των 39 γκολ που σημείωσε με τη Γιουβέντους, συν τα 5 με την εθνική που την οδήγησαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, ενώ σε 200 αγώνες κατέγραψε συνολικά 113 τέρματα.
Παράλληλα, την ίδια σεζόν που η Γιουβέντους κατέκτησε το Κύπελλο UEFA, ο Μπάτζο χρίστηκε αρχηγός της ομάδας, ως δεύτερο δείγμα της πίστης στα προσόντα του, έπειτα από την παραχώρηση του Νο10 στη φανέλα του.
Η στιγμή που άλλαξε τη ζωή του
Το 1994 ήταν, ίσως, η δυσκολότερη χρονιά στην καριέρα του «Μικρού Βούδα», επειδή αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα στον μηνίσκο, με αποτέλεσμα να χάσει μεγάλο μέρος της σεζόν.
Είδε τον Χρίστο Στόιτσκοφ να του παίρνει τη «Χρυσή Μπάλα», ενώ ο χρόνος του είχε αρχίσει να μειώνεται σιγά-σιγά στη Γιουβέντους, μέλος της οποίας είχε γίνει ο νεαρός ανερχόμενος Αλεσάντρο ντελ Πιέρο.
Ο Μπάτζο, πάντως, ξεπέρασε το πρόβλημα τραυματισμού του και συμπεριλήφθηκε κανονικά στην αποστολή της εθνικής Ιταλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ.
Το ξεκίνημα της «σκουάντρα ατζούρα» δεν ήταν το καλύτερο δυνατό, μιας και η ήττα από την Ιρλανδία με 1-0 έφερε εξαρχής σε δύσκολη θέση την ομάδα του Αρίγκο Σάκι.
Στο δεύτερο αγώνα ήρθε η νίκη με 1-0 κόντρα στη Νορβηγία, όμως η αποβολή του τερματοφύλακα Τζανλούκα Παλιούκα, οδήγησε τον άλλοτε θρύλο των πάγκων να αποσύρει τον Μπάτζο από τον αγωνιστικό χώρο, σε μία αλλαγή που έφερε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τον ίδιο τον παίκτη όσο και από τους φίλους της Ιταλίας.
Η «σκουάντρα ατζούρα», πάντως, κατάφερε να προκριθεί στον επόμενο γύρο της διοργάνωσης κι ας «ήρθε» ισόπαλη 1-1 με το Μεξικό, αφού πήρε το εισιτήριο ως η καλύτερη τρίτη ομάδα της φάσης των ομίλων.
Στα νοκ-άουτ ο Μπάτζο απέδειξε για πολλοστή φορά ότι δεν πτοείται από ατυχίες και τραυματισμούς, καθώς πήρε από το χέρι την Ιταλία και, σημειώνοντας συνολικά πέντε γκολ, την οδήγησε στον τελικό.
Αντίπαλος ήταν η πανίσχυρη Βραζιλία σε εκείνη την αλησμόνητη αναμέτρηση, όπου οι δύο ομάδες κλήθηκαν να λύσουν τις διαφορές τους στην ψυχοφθόρα διαδικασία των πέναλτι.
Το σκορ ήταν 3-2 και ο Μπάτζο είτε θα έδινε το φιλί της ζωής στη χώρα του είτε η Βραζιλία θα κατακτούσε το τρόπαιο. Μια στιγμή. Ο Μπάτζο σημαδεύει. Η μπάλα φεύγει ψηλά, πάνω από τα δοκάρια.
Η Βραζιλία είναι πρωταθλήτρια κόσμου, μα για πρώτη φορά ένα χαμένο πέναλτι κερδίζει τις καρδιές του κοινού, όχι για τον νικητή, τον Κλαούντιο Ταφαρέλ, αλλά για τον ηττημένο, τον Μπάτζο.
Πέρασαν 15 χρόνια από το χαμένο εκείνο πέναλτι και σε μία εκδήλωση κατά την οποία ήταν επίσημος καλεσμένος δήλωσε: «Ακόμα σκέφτομαι εκείνο το πέναλτι. Ήταν η πρώτη φορά που σούταρα τόσο ψηλά. Δεν μου ‘χε ξανασυμβεί στη ζωή μου. Ονειρευόμουν από παιδί τελικό της Βραζιλίας με την Ιταλία κι εμένα να φορώ τη φανέλα. Έζησα κάτι απίστευτο. Ελπίζω να μπορούσα να ‘σβήσω’ τη στιγμή του πέναλτι».
Το restart στη Μπολόνια
Η σεζόν 1994-95 έφερε τον Μαρτσέλο Λίπι στον πάγκο της Γιουβέντους, με τον πολυνίκη προπονητή να δείχνει από τις πρώτες κιόλας μέρες πως δε θα στηρίξει την φιλοσοφία του στον Μπάτζο, αλλά στον Ντελ Πιέρο.
Το τέλος της σεζόν βρήκε τον «Μικρό Βούδα» εκτός Τορίνου, συγκεκριμένα στο Μιλάνο για χάρη της Μίλαν, και τον «Μεγαλέξανδρο» να παίρνει την κληρονομιά της φανέλας με το Νο10.
Στην πρώτη του χρονιά με τη φανέλα των «ροσονέρι» ο Μπάτζο μέτρησε 28 εμφανίσεις και κατέκτησε το ιταλικό πρωτάθλημα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά.
Η έλευση του Όσκαρ Ταβάρες αρχικά κι εν συνεχεία του Αρίγκο Σάκι αποτέλεσαν τροχοπέδη στην παρουσία του στη Μίλαν, όπου πλέον έπαιζε όλο και λιγότερο, με συνέπεια το καλοκαίρι του 1997 να πάρει μεταγραφή για την Μπολόνια.
Η πόλη της Εμίλια Ρομάνια θα αποδειχθεί ο χώρος της δικής του αναγέννησης, αφού θα πετύχει 23 γκολ και 1 ασίστ σε μία σεζόν, με τα 22 στη Serie A να αποτελούν και προσωπικό του ρεκόρ.
Η χρονιά αυτή, κατά την οποία δεν ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς, θα αποτελέσει και το εισιτήριο για να βρεθεί για τρίτη φορά σε τελική διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Φινάλε σαν την καριέρα του
Ύστερα από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας πήρε μεταγραφή στην Ίντερ, με τη φανέλα της οποίας αγωνιζόταν πολλές φορές ακόμα και ως δεξιός εξτρέμ, χωρίς να αποδίδει γενικότερα.
Πάντως θα πρέπει να καταγραφεί ότι με τους «νερατζούρι», εκείνους δηλαδή που υποστήριζε όταν ήταν παιδί, ο Ρομπέρτο Μπάτζο αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Champions League.
Τα αρνητικά αποτελέσματα, σε συνδυασμό με τους συχνούς τραυματισμούς, τον έφεραν μακριά από την ομάδα, με αποτέλεσμα να έρθει η τελευταία του μεταγραφή στην Μπρέσια.
Η λογική αυτής της μετακίνησης ήταν πως με μία καλή χρονιά, όπως έγινε με την Μπολόνια, θα μπορούσε να βρεθεί στο τέταρτο συνεχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του.
Ο Τζιοβάνι Τραπατόνι είχε πάρει την απόφαση να μην τον καλέσει, πιστεύοντας πως η παρουσία του, συνδυαστικά με αυτές των Ντελ Πιέρο και Τότι, θα έφερνε αρνητικά αποτελέσματα στα αποδυτήρια.
Στις 16 Μαΐου 2005 έμελλε να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο στο τρισένδοξο βιβλίο της καριέρας του, όταν η Μπρέσια φιλοξενήθηκε από τη Μίλαν και γνώρισε την ήττα, σε ένα τελικό αποτέλεσμα όμως που μικρή σημασία είχε μπροστά στο standing ovation του 85’.
Τότε έγινε αλλαγή και 80.000 φίλαθλοι που βρέθηκαν στις κερκίδες του Σαν Σίρο, χειροκρότησαν τον «κοτσιδάκια» στην τελευταία του παράσταση. Μια βαθιά υπόκλιση ακολουθεί τα χειροκροτήματα.
Ο Ρομπέρτο Μπάτζο δεν έκανε την καριέρα του Μαραντόνα, του Πελέ, του Μέσι ή του Ρονάλντο. Ήταν όμως ο πλέον αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος του ιταλικού ποδοσφαίρου τις προηγούμενες δεκαετίες και η παρουσία του γέννησε κι άλλους φίλους του ποδοσφαίρου.