Τη δεκαετία του 1980, ο Παναθηναϊκός αποτέλεσε τον πιο επιτυχημένο ελληνικό σύλλογο στα κύπελλα Ευρώπης (πορεία μέχρι την ημιτελική φάση του Πρωταθλητριών το 1984-85 και ως την προημιτελική του UEFΑ το 1987-88).
Ένας από τους ποδοσφαιριστές που συνέδεσαν το όνομά τους με τις ένδοξες στιγμές του «τριφυλλιού» στα ευρωπαϊκά γήπεδα ήταν ο Θανάσης Δημόπουλος.
Κάτοικος Θεσσαλονίκης πλέον, άνοιξε την καρδιά του και, μέσω των Ιωακείμ Αραμπατζή-Γιώργου Δογάνη, μίλησε στο Sport-Retro.gr για τη σπουδαία καριέρα του με τη φανέλα του Παναθηναϊκού και του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
***
-Προέρχεστε από μία οικογένεια που το επίθετό της αποτελεί συνώνυμο του ποδοσφαίρου. Πώς άρχισε η σταδιοδρομία σας;
«Με το ποδόσφαιρο ασχολήθηκε πρώτα ο αδερφός μου ο Χρήστος. Από τον Ήφαιστο Βουνάργου. Μετά πήγε στον Παναιτωλικό, όπου τον είχε δει ο προπονητής Κουτσογιάννης. Εκεί έπαιξε 2 χρόνια. Με τον Μπεκατώρο και τον Τζέκο είχαν κάνει μια πολύ καλή τριάδα στη Β’ Εθνική. Είχαν βάλει πολλά γκολ.
Ο Γιακουμής, ο οποίος ήταν παλιός ποδοσφαιριστής και προπονητής στον ΠΑΟΚ, τον είδε και τον έφερε στην Θεσσαλονίκη. Δεν έπαιξε έναν χρόνο λόγω της παρουσίας του Λόραντ, μετά όμως καθιερώθηκε με την παρουσία του Χάιντς Χέερ.
Από τον αδερφό μου πήρα αφορμή και ξεκίνησα κι εγώ. Έπαιζα στην ίδια ομάδα, τον Ήφαιστο Βουνάργου, απ’ όπου κι έφυγα για τον Αίαντα Γαστούνης στη Δ’ Εθνική. Εκείνο το διάστημα έκανα κάποια παιχνίδια με την Εθνική Νέων. Έτυχε να με δει ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και να με προτείνει στον Παναθηναϊκό. Ύστερα από εμένα ξεκίνησε ο αδερφός μου ο Σπύρος, ο οποίος ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Φούκος».
-Φορέσατε για πρώτη φορά τη φανέλα του Παναθηναϊκού σε μία εποχή όπου ο Ολυμπιακός κυριαρχούσε στο ελληνικό πρωτάθλημα. Πώς η ομάδα κατάφερε να επανέλθει σταδιακά σε τροχιά πρωταθλητισμού;
«Όταν είχα πάει εγώ στην ομάδα, ο Παναθηναϊκός είχε χάσει το πρωτάθλημα στο μπαράζ του Βόλου (σ.σ. 1982). Η ομάδα ήταν υπό διάλυση και ο σύλλογος είχε αλλάξει αρκετούς προπονητές. Εγώ εκείνη τη χρονιά είχα πάει πολύ καλά και είχα πετύχει 15 γκολ.
Την επόμενη χρονιά ήρθε στην ομάδα ο Γιάτσεκ Γκμοχ. Πήρε το ίδιο ρόστερ, κάναμε μία πολύ δύσκολη προετοιμασία στη Νάουσα και από εκεί δημιουργήσαμε μια δυνατή ομάδα, με την οποία κατακτήσαμε το νταμπλ.
Σίγουρα και η παρουσία ενός ισχυρού άντρα, όπως ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Από τότε η οικονομική επιφάνεια ενός πρόεδρου έπαιζε σημαντικό ρόλο».
-Σε πολύ νεαρή ηλικία, μόλις στην πρώτη σας σεζόν, είχατε ήδη καθιερωθεί στην ενδεκάδα του Παναθηναϊκού. Με 15 γκολ σε 27 συμμετοχές, το όνομά σας έγινε σύνθημα στα χείλη των «πράσινων» οπαδών. Πώς το καταφέρατε;
«Είχα άγνοια κινδύνου. Το πρώτο μου εντός έδρας παιχνίδι ήταν ένα ντέρμπι με την ΑΕΚ. Είχα κάνει με μια κεφαλιά το 1-0, ήταν το ιδανικό ντεμπούτο. Αργότερα με είχε πιάσει ο Βαρδινογιάννης και μου είπε ‘εδώ έρχονται παικταράδες και μέχρι να μπουν μέσα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τρέμουν τα πόδια τους, κι εσύ με το που μπήκες μου κάνεις γκολ με την ΑΕΚ’. Δεν ήταν κάτι ακατόρθωτο για μένα να καθιερωθώ».
-Το 1984, ύστερα από επτά άγονα χρόνια, ο Παναθηναϊκός κατάφερε να σηκώσει ξανά τον τίτλο του πρωταθλητή παρά το γεγονός ότι ήταν αουτσάιντερ.
«Ο Γκμοχ ήταν πάρα πολύ σκληρός προπονητής. Είχε τον Παπαδημητρίου γυμναστή, ο οποίος ήταν από τους καλύτερους αθλητές. Μας έκανε πολύ καλή προπόνηση και αυτό έβγαλε αποτέλεσμα. Ήμασταν πολύ καλά γυμνασμένοι και πήραμε… ολονών τα μάτια.
Δηλαδή μπαίναμε μέσα στον αγώνα και ξέραμε πού θα πάει ο καθένας και τι πρέπει να κάνουμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως δούλευε πάρα πολύ στατικές φάσεις, κερδίζαμε δηλαδή 1-0 από ένα φάουλ στα ματς.
Επίσης, έχω και πολύ όμορφες αναμνήσεις από τον τελικό Κυπέλλου εκείνης της χρονιάς με την ΑΕΛ. Είχα κάνει το 1-0 με κεφαλιά, νικήσαμε 2-0 και κατακτήσαμε το νταμπλ».
-Το καλοκαίρι του 1984 ο Παναθηναϊκός ενισχύθηκε με δύο παίκτες που έμελλε να ταυτιστούν με τον σύλλογο. Ο λόγος για τους Δημήτρη Σαραβάκο και Βέλιμιρ Ζάετς. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από αυτούς τους σπουδαίους άσους;
«Ο Σαραβάκος ήταν ένας δεξιός εξτρέμ, γρήγορος, που είχε καλά πόδια. Είχε δηλαδή τη φινέτσα του εξτρέμ πιο πολύ. Ο Ζάετς, από την άλλη, ήταν ένας αρχοντικός παίκτης, επειδή διάβαζε όλο το παιχνίδι ως λίμπερο ή ως αμυντικός χαφ μερικές φορές. Είχε την ποιότητα που ήθελε η ομάδα και το έδειχνε μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Αυτός πιστεύω ότι ήταν από τους κορυφαίους ξένους που έχουν έρθει στον Παναθηναϊκό».
-Ήσασταν εκ των πρωταγωνιστών της πορείας έως τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985. Αποτέλεσε στόχο από την αρχή της χρονιάς ή εξελίχθηκε σταδιακά;
«Αυτό εξελίχθηκε σε στόχο κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Μετά το νταμπλ ήταν πολύ κουραστικό για όλους μας να συνεχίζουμε σε τρεις διοργανώσεις, ωστόσο καταφέραμε να φτάσουμε στους «4» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών που ήταν ό,τι καλύτερο συνέβη στην καριέρα μας.
Θυμάμαι μάλιστα τις αναμετρήσεις με την Γκέτεμποργκ. Είχα κερδίσει το πέναλτι στον πρώτο αγώνα και στον επαναληπτικό σκόραρα. Μου έχουν αποτυπωθεί οι 80.000 οπαδοί του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο κόσμο σε γήπεδο».
-Ποια από τις προκρίσεις έως τα ημιτελικά εκείνης τις χρονιάς υπήρξε η πιο δύσκολη;
«Με τη Λίνφιλντ ήταν δύσκολες οι αναμετρήσεις, γιατί την πήραμε αψήφιστα. Νικήσαμε στην Αθήνα με 2-1 και θεωρήσαμε ότι προκριθήκαμε. Πήγαμε στη Βόρεια Ιρλανδία και χάναμε 3-0 στο 30’. Εκείνη την εποχή είχα πάει για τη θητεία μου και ο προπονητής με πήρε στην αποστολή, αλλά δεν με χρησιμοποίησε βασικό. Με πέρασε σε εκείνο το σημείο αλλαγή μαζί με τον Σπύρο Λιβαθινό και καταφέραμε να γυρίσουμε τον αγώνα σε 3-3».
-Πώς είναι το συναίσθημα να αντιμετωπίζεις τη Λίβερπουλ του Ίαν Ρας στο «Άνφιλντ»;
«Υπήρχε μέσα στην ομάδα της Λίβερπουλ ο Ιαν Ρας, ο Κένι Νταγκλίς, ο Σάμι Λι, ο Μπρους Γκρόμπελαρ. Όταν βλέπεις αυτούς τους παίκτες απέναντι, ένα γήπεδο να… καίγεται και με φοβερή ατμόσφαιρα, νιώθεις σίγουρα δέος».
-Σίγουρα, πάντως, οι αναμνήσεις από τον Ολλανδό διαιτητή Γιαν Κάιζερ δεν θα είναι οι καλύτερες…
«Κάναμε το 1-0, αλλά έδωσε οφσάιντ ενώ δεν ήταν και μετά δεχθήκαμε τέσσερα γκολ. Στο δεύτερο παιχνίδι στην έδρα μας πήγαμε καλά, είχα δυο δοκάρια, χάσαμε αρκετές ευκαιρίες για γκολ, ο Γκρόμπελαρ έσωσε την ομάδα του σε πολλές φάσεις, όμως στο τέλος χάσαμε. Όλοι οι ποδοσφαιριστές είχαμε στεγνώσει από δυνάμεις, παίξαμε με την Καβάλα λίγο αργότερα για το Κύπελλο και δεν είχαμε αντοχές να τη νικήσουμε».
-Το 1985, λίγο πριν ο ΠΑΟΚ αγωνιστεί στον τελικό Κυπέλλου με την ΑΕΛ, ο αδερφός σας Χρήστος Δημόπουλος άφησε τον «δικέφαλο» για λογαριασμό του Παναθηναϊκού. Υπήρξε μια από τις πιο περιβόητες μεταγραφές και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως εκείνη την εποχή. Πώς είχαν τα γεγονότα;
«Ο Χρήστος επρόκειτο να υπογράψει τη νέα του πενταετία στον ΠΑΟΚ. Η μεταγραφική περίοδος τελείωνε και έπρεπε είτε να ανανεώσει στον ΠΑΟΚ είτε να πάρει μεταγραφή στον Ολυμπιακό, με τον οποίο είχε διαπραγματευτεί. Είχε γίνει ένα θέμα με τον Βαρδινογιάννη, ο οποίος μου είχε πει κατ’ ιδίαν ‘δεν πρέπει να πάει στον Ολυμπιακό, πρέπει να μείνει στον ΠΑΟΚ’ και του είχα πει πως ‘δεν αποφασίζω εγώ, αλλά ο αδερφός μου’.
Τότε, ο πρόεδρος πήρε την απόφαση να τον φέρει στον Παναθηναϊκό. Παραμονές του τελικού με την ΑΕΛ, ο Χρήστος συμφωνεί τελικώς με τον Παναθηναϊκό. Μίλησα στο τηλέφωνο με τον Μλάντεν Φορτούλα και του είπα ‘ο Χρήστος έχει συμφωνήσει, αλλά θέλει να έρθει να παίξει στον τελικό για να μην… κρεμάσει την ομάδα’. Ο Φορτούλα το πήρε πάνω του και αποφάσισε να μην έρθει ο Χρήστος. Ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα πως ήταν λάθος. Έτσι, λοιπόν, ο Χρήστος ήρθε στον Παναθηναϊκό».
-Σταδιακά από τη σεζόν 1985-86 άρχισε να υποχωρεί η θέση βασικού, παρά το γεγονός πως αποτελούσατε ένα από τα βαριά χαρτιά της ομάδας. Ποιος ήταν ο κυριότερος λόγος που συνέβη αυτό;
«Είχα πάθει μια θλάση στους κοιλιακούς και είχα μείνει έξω 8 μήνες. Δεν υπήρχε ακόμη αποτελεσματική θεραπεία και ήταν ένας πολύ δύσκολος τραυματισμός. Ευτυχώς για μένα, ο Βέλιμιρ Ζάετς είχε έναν γνωστό του γιατρό και μου έκανε εγχείρηση.
Όταν επέστρεψα, ωστόσο, υπήρχαν ήδη αρκετά νέα πρόσωπα. Ήταν ο Δημήτρης Σαραβάκος, ήταν ο Κώστας Μπατσινίλας, ήταν ο αδερφός μου και επομένως ήταν δύσκολο να επιστρέψω στην 11άδα. Αυτή η κατάσταση με οδήγησε μετέπειτα να αποχωρήσω από τον Παναθηναϊκό αν και σε κάποια ματς είχα κάνει σπουδαίες εμφανίσεις».
-Πώς βιώσατε την τελευταία σας χρονιά με το «τριφύλλι» στο στήθος;
«Στην τελευταία μου χρονιά ήμουν «παρών» σε μία άλλη τεράστια ευρωπαϊκή πορεία του Παναθηναϊκού. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία. Το να παίζεις με ιταλικές ομάδες, όπως ήταν η Γιουβέντους που είχε μέσα τον Τακόνι, τον Καμπρίνι, τον Σιρέα ήταν κάτι μοναδικό. Τους βλέπαμε και σκεφτόμασταν πώς θα τους αντιμετωπίσουμε, ωστόσο δώσαμε το 100% και προκριθήκαμε».
-Ύστερα από μια άκρως επιτυχημένη πενταετία με τον Παναθηναϊκό, ανεβήκατε στη Θεσσαλονίκη για λογαριασμό του Ηρακλή.
«Όταν πήγα εγώ στον Ηρακλή, ο Χατζηπαναγής πλησίαζε στο φινάλε της καριέρας του. Η ομάδα χρειαζόταν έναν σέντερ φορ. Υπέγραψα τον Δεκέμβριο του 1987 και στο πρώτο εξάμηνο έκανα 7 γκολ σε 13 αγώνες. Ο πρόεδρος του Ηρακλή, ο αείμνηστος Πέτρος Θεοδωρίδης, μου πρότεινε να κάνουμε ανανέωση συμβολαίου.
Καταφέραμε και βγήκαμε στην Ευρώπη την επόμενη χρονιά με επικό τρόπο. Την έξοδο στην Ευρώπη διεκδικούσαμε εμείς και η ΑΕΛ. Παίζαμε στο Καυτανζόγλειο με την ΑΕΛ και είχα πετύχει 2 γκολ στο 25’ και το 30’. Νικήσαμε τελικά με 4-1 και βγήκαμε στην Ευρώπη μετά από 13 χρόνια.
Την επόμενη χρονιά ξαναβγήκαμε στο Κύπελλο UEFA με προπονητή τον Άγκνε Σίμονσον. Κάποια στιγμή ήμασταν πρώτοι στη βαθμολογία, μέχρι που χάσαμε στη Ρόδο από τον Διαγόρα. Ωστόσο, ήταν από τις καλές εποχές του Ηρακλή».
-Πώς αισθανόσασταν που παίζατε στο πλάι του Βασίλη Χατζηπαναγή, του κατά γενική ομολογία κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή όλων των εποχών;
«Είναι λίγο πολύ γνωστά. Ήταν ένας τεράστιος αθλητής, με τον οποίο χαιρόσουν να παίζεις δίπλα του. Και πάνω απ’ όλα ήταν και καλός χαρακτήρας. Ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που πέρασε από την Ελλάδα, είχε ένα μοναδικό στυλ. Αδικήθηκε πιστεύω, άξιζε να πάρει ένα πρωτάθλημα με τον Ηρακλή, υπήρχαν περιπτώσεις που μπορούσε να φύγει σε ευρωπαϊκή ομάδα, ωστόσο ο Θεοδωρίδης τον κράτησε έως το τέλος».
-Την περίοδο 1987-88 αγωνιστήκατε κάτω από τις οδηγίες του αείμνηστου πια Νίκου Αλέφαντου. Τι εντυπώσεις σας άφησε ως άνθρωπος και προπονητής;
«Ο Αλέφαντος ήταν αυτός, ο οποίος με έφερε στον Ηρακλή. Παίζαμε έναν αγώνα με τον ΟΦΗ στην Κρήτη κι έβγαλε τον Χατζηπαναγή πριν από το ημίωρο. Αυτή ήταν η αφορμή για να αποχωρήσει από την ομάδα. Αργότερα στη Θεσσαλονίκη μαζεύτηκαν όλοι οι παίκτες και είχαν δηλώσει πως είτε θα αποχωρήσει ο Αλέφαντος είτε δεν θα αγωνιστούν στον επόμενο αγώνα.
Ήταν άνθρωπος που ήθελε να δείχνει πάντα ο δυνατός, ότι αυτός ήταν ο κυρίαρχος. Το ίδιο είχε κάνει και στην ΑΕΚ με τον Θωμά Μαύρο. Ενώ του είχε ζητήσει προσωπικώς να παραμείνει στην ομάδα, ήταν αυτός που παραλίγο να του κόψει το ποδόσφαιρο».
-Τι θέση έχει στην καρδιά σας ο Ηρακλής;
«Τον Ηρακλή τον αγαπώ. Με βοήθησε και τον βοήθησα σε δύσκολες στιγμές. Θα μπορούσα να μείνω περισσότερο, ωστόσο είχα μία διαμάχη με τον Τάις Λίμπρεχτς και αποχώρησα τελικά για τον ΠΑΟΚ στα 29 μου.
Αρχικά, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Βαρδινογιάννης και μου ζήτησε να επιστρέψω στον Παναθηναϊκό, αλλά αρνήθηκα. Όταν πήγα στον ΠΑΟΚ, η ομάδα ήταν στα χειρότερά της από κάθε άποψη. Είχε πολύ μέτρια απόδοση και καθυστερούσαν οι πληρωμές των ποδοσφαιριστών. Ήταν χαρακτηριστικό ένα ντέρμπι με τον Άρη, όπου στο γήπεδο της Τούμπας υπήρχαν μόλις 3.000 οπαδοί. Αυτό τα λέει όλα.
Οι σχέσεις των οργανωμένων οπαδών με τον πρόεδρο Θωμά Βουλινό ήταν στο χειρότερο σημείο. Είχαν συμβεί κάποια επεισόδια το 1992 σε ματς με την Παρί Σεν Ζερμέν και ο ΠΑΟΚ αποκλείστηκε από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η ήττα από τους Γάλλους ήταν πιστεύω απλώς η αφορμή για να ξεσπάσει ο κόσμος».
-Παρά το γεγονός πως υπήρξατε από τους καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές της εποχής σας, αγωνιστήκατε ελάχιστα με την Εθνική ομάδα. Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι συνέβη αυτό;
«Ήταν μία εποχή που στην Εθνική ομάδα υπήρχε μια «κλίκα», όχι με την αρνητική έννοια του όρου. Υπήρχε ο Θωμάς Μαύρος, υπήρχε ο Νίκος Αναστόπουλος, υπήρχε ο Δημήτρης Σαραβάκος και ήταν δύσκολο να μπω εγώ στην 11άδα. Είχα κληθεί 20 φορές, ωστόσο αγωνίστηκα μόλις 3. Μπορούσα να παίξω περισσότερες φορές, ήμουν σε καλό φεγγάρι εκείνα τα χρόνια, ωστόσο ο Μαύρος, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, ήταν δύσκολο να βγει από την 11άδα».
-Και μία ερώτηση για το παρόν. Ποια είναι η άποψή σας για τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στον Παναθηναϊκό;
«Χωρίς καμία διάθεση να κρυφτώ, η κατάσταση είναι απογοητευτική και στις δύο ομάδες. Ο Παναθηναϊκός μόνος του κρατούσε το ελληνικό ποδόσφαιρο ψηλά, αλλά από τότε που έφυγαν οι Βαρδινογιάννηδες δεν βρέθηκε κάποιος άξιος αντικαταστάτης να σηκώσει τα βάρη αυτής της ομάδας. Και το ίδιο αρνητικά πιστεύω πως θα συνεχίσει και στο κοντινό μέλλον.
Πιστεύω πως όσοι συμμετείχαν στο μεγάλο συλλαλητήριο του 2008 και ζητούσαν την αποχώρηση της οικογένειας Βαρδινογιάννη, τώρα θα το έχουν μετανιώσει. Χωρίς πανίσχυρο παράγοντα που να είναι αιχμή δόρατος, δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει μια ομάδα, όπως συμβαίνει τώρα με τον ΠΑΟΚ και τον Ιβάν Σαββίδη».