Ο Θανάσης Κολιτσιδάκης ως ποδοσφαιριστής έχει ζήσει μεγάλες στιγμές. Το γεμάτο ψυχή παιχνίδι του, το οποίο χαρακτηρίστηκε κυρίως για τα έντονα μαρκαρίσματα, βοήθησε τον Παναθηναϊκό να μεγαλουργήσει τόσο εντός όσο κι εκτός των τειχών, στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Ο σπουδαίος αμυντικός αγωνίστηκε επίσης με τα χρώματα του Απόλλωνα Σμύρνης, ενώ έπαιξε μπάλα και για τον ΟΦΗ, στον οποίο είχε την τιμή να συνεργαστεί με τον αείμνηστο Ευγένιο Γκέραρντ.
Με την Εθνική ομάδα βίωσε τη χαρά της πρώτης συμμετοχής σε Παγκόσμιο Κύπελλο – συγκεκριμένα σε εκείνο των ΗΠΑ το 1994.
Ανήμερα των 53ων γενεθλίων του, το Sport-Retro.gr επικοινώνησε με τον βετεράνο ποδοσφαιριστή, ο οποίος μίλησε… έξω απ’ τα δόντια για όλους και για όλα, αλλά έδειξε και την πιο τρυφερή πλευρά του, αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια.
***
Γεννημένος αμυντικός
-Ποιος άνθρωπος από το οικογενειακό περιβάλλον σας ώθησε στο ποδόσφαιρο;
«Ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν ποδοσφαιριστής στον Σταυρό Θεσσαλονίκης. Ήδη από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής μου, θυμάμαι τον εαυτό μου να κλωτσάει μία μπάλα. Το ταλέντο σε συνδυασμό με την παρακίνηση του πατέρα μου ήταν που με έκαναν να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο επαγγελματικά».
-Σας άρεσε και κάποιο άλλο άθλημα;
«Γενικά, ήμουν παιδί που είχε κλίση στον αθλητισμό. Μου άρεσε να παίζω μπάσκετ, βόλεϊ και λίγο περισσότερο χάντμπολ. Τελικά, με κέρδισε το ποδόσφαιρο».
-Από μικρός θέλατε να γίνετε αμυντικός;
«Ναι, από πάντα μου άρεσε το ανασταλτικό κομμάτι. Ήμουν ένας ποδοσφαιριστής που επιθυμούσε περισσότερο να μην δέχεται γκολ η ομάδα του, παρά να σκοράρει. Έτσι είχα τα πράγματα στο μυαλό μου. Προτιμούσα να εξουδετερώνω τον κίνδυνο, κάθε φορά που απειλείτο η εστία της ομάδας μου και όχι να παραβιάζω αυτή των αντιπάλων. Αυτό ένιωθα. Ακόμη κι αν έφτανα μόνος μου μπροστά στο τέρμα, θα προτιμούσα να δώσω πάσα από το να σουτάρω ο ίδιος. Δεν είχα το γκολ μέσα μου».
-Τα ινδάλματα των παιδικών σας χρόνων;
«Ένας ποδοσφαιριστής που έχει μείνει χαραγμένος στη μνήμη μου είναι ο Μπρούνο Πετσάι. Ήταν Αυστριακός, αγωνιζόταν στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης και δυστυχώς ‘έφυγε’ νωρίς. Επρόκειτο για έναν ιδιαίτερα ποιοτικό στόπερ. Είχε κεντρίσει την προσοχή μου σε ένα ματς του ΠΑΟΚ κόντρα στην Άιντραχτ, στο Κύπελλο Κυπελλούχων της σεζόν 1981-82».
Το ξεπέταγμα
-Ποιος διέκρινε το ταλέντο σας;
«Ο Χρήστος Λαμπάδας, ο οποίος ήταν σκάουτερ στον Απόλλωνα Αθηνών. Μέχρι το 1988 αγωνιζόμουν στον σύλλογο του χωριού μου, τον ΠΑΟΚ Σταυρού, που λάμβανε μέρος στο Α’ Τοπικό. Αρχικά, στην τεχνική ηγεσία της ομάδας ήταν ο Κυριάκος Φυτίλης, ένας παλαίμαχος άσος του Ηρακλή, ενώ στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Γιώργο Γαλάκο. Πήγα για δοκιμή στον Απόλλωνα και τελικά με κράτησαν. Ο τότε προπονητής Χρήστος Ασημακόπουλος είχε πιστέψει σε έμενα.
Εκείνη την περίοδο, η ομάδα είχε μόλις ανέβει στην Α’ Εθνική και ένιωθα ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, αφού από το Α’ Τοπικό βρέθηκα ξαφνικά στο κορυφαίο επίπεδο. Ήταν πρωτόγνωρη και συναρπαστική εμπειρία».
-Τι θυμάστε από τον σπουδαίο Απόλλωνα της εποχής;
«Αρχικά, θα ήθελα να αναφέρω ότι η ομάδα με δέχτηκε πολύ θερμά. Με πίστεψαν απ’ την πρώτη ημέρα και όλοι με έκαναν να νιώσω ότι ήμουν μέλος της οικογένειας. Χρειάστηκα ένα εξάμηνο προσαρμογής. Από ένα σημείο και μετά αγωνιζόμουν στη βασική εντεκάδα. Ιδιαίτερα καλή υπήρξε η σχέση μου με τον Γιάννη Αποστόλου και αυτό επειδή είμαστε κοντά στην ηλικία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με τα υπόλοιπα παιδιά δεν είχα επαφές.
Θυμάμαι ότι πηγαίναμε για καφέ παρέα 10 ατόμων! Η καλή πορεία που διέγραφε ο Απόλλων εκείνη την περίοδο οφειλόταν στην άριστη σχέση που είχαμε μεταξύ μας. Αυτό έβγαινε και στον αγωνιστικό χώρο. Απαραίτητο στοιχείο για να πετύχει κάποια ομάδα είναι η χημεία ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές».
«Κολιτσιδάκη, μην μου κάνεις κώλ… το παιχνίδι»
-Πώς πραγματοποιήθηκε η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό;
«Όταν πήγα να υπογράψω στον Παναθηναϊκό (σ.σ. τον Δεκέμβριο του 1993) το πόδι μου ήταν σπασμένο και το είχα στον νάρθηκα. Είχα υποστεί ένα κάταγμα στο πέλμα και συγκεκριμένα στο 5ο μετατάρσιο.
Ο Παναθηναϊκός χρειαζόταν ενίσχυση στην άμυνα κι ο Ίβιτσα Όσιμ έμαθε πράγματα για εμένα από τον Νίκο Νιόπλια, με τον οποίον γνωριζόμασταν. Ο Βόσνιος επέμεινε να ενταχθώ στο δυναμικό της ομάδας».
-Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης δεν σας ήθελε;
«Είχε τονίσει ότι δεν ήμουν δική του επιλογή και ότι μου έγινε πρόταση, λόγω του Όσιμ. Ακόμη θυμάμαι τα λόγια του: ‘Από τη στιγμή που σε θέλει ο προπονητής, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς’. Προφανώς, δεν με θεωρούσε ικανό να παίξω στον Παναθηναϊκό. Εγώ, πάντως, του είπα ότι θα βγάλω ασπροπρόσωπους και τους δύο. Πιστεύω ότι τα κατάφερα. Ο Βαρδινογιάννης δεν παραδέχτηκε το λάθος του. Δεν ήταν στην ιδιοσυγκρασία του κάτι τέτοιο».
-Στην πορεία συνεργαστήκατε με τον Χουάν Ραμόν Ρότσα.
«Με τον Ρότσα τα πήγαμε εξαιρετικά. Πανηγυρίσαμε τα πάντα πλην του Champions League. Ο Χουάν είναι υπέροχος άνθρωπος. Ως παιδί του Παναθηναϊκού ήξερε καλά τι χρειαζόταν η ομάδα. Μας έκανε να νιώσουμε οικογένεια και να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Ήμασταν καλοί παίκτες και ό,τι δεν καταφέραμε να δώσουμε επί Όσιμ, το δώσαμε επί Χουάν.
Δημιουργήσαμε μία ονειρεμένη ομάδα, η οποία αποτελείτο από διεθνείς και τρεις φοβερούς ξένους (σ.σ. Κριστόφ Βαζέχα, Γιόζεφ Βάντσικ και Χουάν Χοσέ Μπορέλι). Είχαμε όλοι την κατάλληλη ηλικία και αξίζαμε ό,τι κατακτήσαμε. Δύο πρωταθλήματα, Κύπελλα, Super Cup… Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;»
-Μια και αναφέρατε το Κύπελλο, τι θυμάστε απ’ τον επεισοδιακό τελικό του 1995;
«Στο 10ο λεπτό πέρασα στο ματς ως αλλαγή, γιατί ο Ουζουνίδης είχε τραυματιστεί. Θυμάμαι τον διαιτητή (σ.σ. Φίλιππος Μπάκας) να μου λέει: ‘Κολιτσιδάκη, μην μου κάνεις κώλ… το παιχνίδι’. Είχα μία τάση να διεγείρω συναισθήματα. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε…».
«Θα το παίρναμε λόγω παράδοσης»
-Όσον αφορά στο Champions League τη σεζόν 1995-96, ποια ήταν η πρώτη σκέψη όταν αποκλείσατε τη Λέγκια;
«Πιστέψαμε ότι θα κατακτήσουμε το τρόπαιο. Αυτό, βέβαια, από την πρώτη ημέρα που αγωνιστήκαμε στον όμιλο το πιστεύαμε. Άλλωστε, για να πετύχεις κάτι πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, αλλιώς…».
-3 Απριλίου 1996, ο Βαζέχα «παγώνει» το Άμστερνταμ. Νιώσατε πρωταθλητές;
«Σίγουρα! Εντάξει για να είμαι ειλικρινής, ήταν δύσκολο να επιβληθούμε εκείνου του Άγιαξ. Το αουτσάιντερ ακόμη κι αν αποσπάσει μία νίκη, σπάνια θα προκριθεί. Αν περνούσαμε στον τελικό κι αντιμετωπίζαμε τη Γιουβέντους, θα κατακτούσαμε το τρόπαιο. Προφανώς δεν θέλω να αμφισβητήσω τη ‘Γιούβε’, απλά το λέω επειδή ο Παναθηναϊκός έχει καλή παράδοση απέναντι σε Ιταλούς. Ήταν εκπληκτικά τα χρόνια εκείνα. Το μόνο που επιθυμούσαμε ήταν να αποσπούμε νίκες. Πολλές φορές αυτό θεωρείτο δεδομένο».
-Πώς γιορτάσατε εκείνο το βράδυ;
«Πανηγυρίσαμε στα αποδυτήρια και το ίδιο βράδυ αναχωρήσαμε με πτήση τσάρτερ για την Αθήνα. Το πρωτάθλημα βρισκόταν σε εξέλιξη, οπότε δεν είχαμε περιθώρια για γλέντια και πανηγύρια. Θα αποσυντονιζόμασταν».
-Πήρατε κάποιο πριμ για την επιτυχία αυτή;
«Δεν είχαμε πάρει πριμ. Μόνο σε περίπτωση πρόκρισης γινόταν αυτό. Αν και τώρα που το σκέπτομαι, μπορεί να είχαμε πάρει κάτι. Πάντως, για να μην θυμάμαι δεν θα ήταν τίποτα ιδιαίτερο (γέλια)».
Τα άλλα κόλπα του Κόκκαλη και η ευθύνη του Βαρδινογιάννη
-Στη συνέχεια ο Παναθηναϊκός άρχισε να πέφτει…
«Ευθύνη φέρει ο Βαρδινογιάννης που, αν δεν κάνω λάθος, το είχε παραδεχτεί. Δεν είχε ενισχύσει την ομάδα όσο θα έπρεπε. Είχαν φύγει πολλοί καλοί παίκτες και όσοι είχαν έρθει ήταν ταλέντα, χωρίς όμως εμπειρία.
Ο Νίκος Λυμπερόπουλος δεν μπορούσε να βοηθήσει άμεσα, όπως και οι Γιώργος Νασιόπουλος, Βλάνταν Μιλόγεβιτς, Μπλένταρ Κόλα. Ήταν εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές, αλλά για δεύτερη επιλογή. Είχαν αποχωρήσει ο Γιώργος Δώνης και ο Χουάν Χοσέ Μπορέλι, συνεπώς ήταν δύσκολα τα πράγματα. Αποκλειστήκαμε από τη Ρόσενμποργκ, η οποία αποδείχθηκε μεγάλη δύναμη. Μετά έκανε παιχνίδι ο Κόκκαλης με άλλα κόλπα…».
-Τι εννοείτε;
«Έδινε πολλά λεφτά και για τα δεδομένα της εποχής ήταν ο Ιβάν Σαββίδης. Από την πλευρά του, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης δεν έδινε χρήματα για μεταγραφές, κάτι που άλλαξε επί «Τζίγκερ».
-Ευνοήθηκε από τη διαιτησία ο Ολυμπιακός;
«Ναι, είχε πάρει σφυρίγματα και αυτό είναι γνωστό τοις πάσι… Δεν χρειάζεται να το πω εγώ. Ευνοήθηκε από τη διαιτησία και, μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπονοώ ότι δεν άξιζε τα πρωταθλήματα, απλά βοηθήθηκε αρκετά. Διέθετε ποιοτικούς ποδοσφαιριστές, αλλά επί εποχής Μπάγεβιτς έγιναν κραυγαλέα πράγματα για να αναδειχθεί ο Ολυμπιακός πρωταθλητής».
Γκέραρντ: «Aπλά κορυφαίος»
-Συνεχίσατε την καριέρα σας στον Απόλλωνα.
«Όταν επέστρεψα στον Απόλλωνα, η κατάσταση δεν ήταν καλή. Στην πορεία, όμως, τα πράγματα βελτιώθηκαν. Ίσως έκανα μία από τις καλύτερες χρονιές μου. Μάλιστα, βρεθήκαμε μία ανάσα από την Ευρώπη. Τον Ιανουάριο του 1999 ήμασταν στις τελευταίες θέσεις κι από ένα σημείο κι έπειτα σημειώναμε σχεδόν μόνο νίκες».
-Συνυπήρξατε με τον Ευγένιο Γκέραρντ στον ΟΦΗ.
«Ήμουν επιλογή του Γκέραρντ. Εκείνη την περίοδο, ο Νίκος Παπαδόπουλος είχε αποχωρήσει για τον Άρη κι ο ΟΦΗ χρειαζόταν έναν έμπειρο κεντρικό αμυντικό».
-Πώς ήταν ως προπονητής;
«Απλά, κορυφαίος! Ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του, ενώ εκτός από πολλούς ποδοσφαιριστές, είχε αναδείξει και προπονητές».
-Ως άνθρωπος;
«Επρόκειτο για έναν υπέροχο άνθρωπο, καθώς άκουγε τους ποδοσφαιριστές και τους ένιωθε συνεργάτες».
-Ήταν συμπονετικός;
«Τουναντίον, ήταν σκληρός για το καλό της ομάδας. Αυτό που μου άρεσε σε εκείνον ήταν ότι έδινε στον ποδοσφαιριστή το περιθώριο να μιλήσει, γιατί κακά τα ψέματα, οι προπονητές τότε ήταν απόλυτοι. Οι περισσότεροι ήταν… στρατηγοί κι έλεγαν πως θα γίνει ό,τι πουν εκείνοι. Ο Γκέραντ άκουγε, ασχέτως αν τελικά έπαιρνε την απόφαση που ήθελε».
Το καλύτερο αμυντικό τιμ του Παναθηναϊκού
-Ο επιθετικός που σας δημιουργούσε… πονοκέφαλο;
«Επί σειρά ετών είχα αντίπαλο τον Ίλια Ίβιτς, ο οποίος υπήρξε πληρέστατος σέντερ φορ. Διέθετε άρτια τεχνική κατάρτιση, εκτόπισμα, δύναμη, ενώ ήταν πολύ γρήγορος όταν είχε την μπάλα στα πόδια. Μπορώ να πω ότι μου δημιουργούσε τον μεγαλύτερο… πονοκέφαλο (γέλια). Ίσως με δυσκόλευε και ο Ντέμης Νικολαΐδης, λόγω της ταχύτητας και της ευελιξίας του. Είχε χαμηλό κέντρο βάρους και ξέφευγε εύκολα, ενώ ήταν αρκετά αποτελεσματικός εντός περιοχής».
-Ο Αλέκος Αλεξανδρής;
«Συνήθως, δεν διασταυρωνόμασταν στο μαρκάρισμα. Περισσότερο κοντραριζόμουν με τον Βασίλη Δημητριάδη. Ο Αλεξανδρής ήταν περιφερειακός».
-Ο Βαζέχα;
«Προφανώς! Ο Κριστόφ ήταν συγκλονιστικός. Εξακολουθώ να διατηρώ και σήμερα φιλικές σχέσεις μαζί του».
-Ο αμυντικός με τον οποίο είχατε την καλύτερη συνεργασία;
«Ο Γιάννης Καλιτζάκης. Υπήρξε εμβληματική προσωπικότητα εντός γηπέδου, αφού τον σέβονταν οι αντίπαλοι. Ήταν εξαιρετικός και όλοι τον φοβόντουσαν. Υπήρξε τρομερός στις στατικές φάσεις και δεν τον περνούσε εύκολα κάποιος, αλλά ακόμη κι αν κατάφερνε να τον περάσει, θα τον σταματούσε με τάκλιν.
Γενικά, η τριάδα που έπαιζε πίσω (σ.σ. Κολιτσιδάκης, Καλιτζάκης και Ουζουνίδης) ήταν τρομερή και, μάλιστα, τολμώ να πω ότι ήταν ό,τι καλύτερο έχει υπάρξει ποτέ στον Παναθηναϊκό, όσον αφορά στο αμυντικό κομμάτι. Η τριάδα αυτή είχε ‘δέσει’ καλά και με τον Γιόζεφ Βάντσικ. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Ο Μαρίνος ως λίμπερο ‘διάβαζε’ εκπληκτικά το παιχνίδι».
Ο Σαραβάκος, ο Αλκέτας και το φιάσκο του 1994
-Τι πήγε στραβά στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1994;
«Στόχος μας ήταν να προκριθούμε στην τελικά φάση και να ζήσουμε το παραμύθι. Παίξαμε τρομερά στα προκριματικά. Είχαμε μία πολύ καλή ομάδα κι αν βάλετε τους παίκτες κάτω ήταν όλοι ένας κι ένας. Ό,τι καλύτερο υπήρχε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή.
Ο στόχος στην πορεία χάθηκε. Θέλαμε μόνο να διασκεδάσουμε και να χαρούμε τη συμμετοχή μας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν υπήρχε συγκέντρωση. Όταν έναν μήνα πριν πηγαίνεις διακοπές, υπάρχει έστω και μία περίπτωση να αποδώσεις; Η μπάλα χάθηκε κυριολεκτικά και μεταφορικά».
-Ήταν και οι αντίπαλοι τρομεροί.
«Αδιαφιλονίκητα! Μιλάμε για την Αργεντινή του Μαραντόνα, του Μπατιστούτα και του Κανίγια. Η Βουλγαρία έφτασε έως τα ημιτελικά και η Νιγηρία ήταν ανερχόμενη δύναμη του αφρικανικού ποδοσφαίρου. Θα τα είχαμε πάει καλύτερα, αν ήμασταν περισσότερο οργανωμένοι».
-Ο Αλκέτας είχε δεχτεί σκληρή κριτική από τα Μέσα, επειδή πήρε στην αποστολή μεγάλους ηλικιακά ποδοσφαιριστές.
«Κατά τη γνώμη μου, έπραξε ορθώς. Δεν γινόταν να αφήσει εκτός αποστολής τον Τάσο Μητρόπουλο ή τον Δημήτρη Σαραβάκο. Τα παιδιά αυτά αποτελούσαν την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου».
-Με τον Σαραβάκο υπήρξατε συμπαίκτες.
«Θεωρώ ότι ήταν τρομερός ακραίος επιθετικός, ενώ θα ταίριαζε εξαιρετικά και στη σημερινή εποχή. Η αξία του Δημήτρη είναι αναμφισβήτητη και σίγουρα θα του άξιζε να είχε αγωνιστεί στην καλύτερη ομάδα της Ευρώπης! Είναι πολύ καλό παιδί».
Ο ΠΑΟΚ και το σήμερα
-Έχετε δηλώσει ότι είστε φίλαθλος του ΠΑΟΚ.
«Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Γεννήθηκα στον Σταυρό Θεσσαλονίκης και μεγάλωσα με τον ΠΑΟΚ. Επισκεπτόμουν με τον πατέρα μου το γήπεδο και θαύμαζα τον Κούδα, τον Σαράφη και τους υπόλοιπους άσους. Δεν είχα σχέση με την Αθήνα και κατ’ επέκταση δεν ασχολούμουν με τις ομάδες της.
Όταν, όμως, μεταγράφηκα στον Παναθηναϊκό και έζησα αυτές τις ανεπανάληπτες στιγμές, τον αγάπησα και άρχιζα να τον υποστηρίζω. Δεν αγωνίστηκα με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, οπότε δεν ένιωσα τη ζεστασιά που εισέπραξα στον Παναθηναϊκό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι έπαψα να συμπαθώ τον ΠΑΟΚ. Η αγάπη μου δεν θα σβήσει ποτέ…».
-Θα θέλατε να είχατε ντυθεί στα ασπρόμαυρα;
«Σίγουρα, αλλά δεν έτυχε. Δεν μπορώ να πω ότι έχω αυτό το απωθημένο».
-Με τι ασχολείστε σήμερα;
«Είμαι προπονητής. Έχω αναλάβει ένα project ακαδημιών του Α.Ο. Τυμπακίου σε μία περιοχή στη Μεσσαρά στο Ηράκλειο Κρήτης από φέτος το καλοκαίρι».
-Τι συμβουλεύετε τα παιδιά;
«Τους λέω ότι αυτό που προέχει είναι το σχολείο και μετά έρχεται ο αθλητισμός. Για να κάνουν καριέρα απαιτείται πολλή δουλειά. Τίποτα δεν χαρίζεται. Το ταλέντο πλέον περνά σε δεύτερη μοίρα. Η δουλειά, ο χαρακτήρας, το μυαλό και σίγουρα το στομάχι είναι που παίζουν καθοριστικό ρόλο για να πετύχει κάποιος.
Θέλει τεράστια αντοχή, δεδομένου ότι ο χώρος του ποδοσφαίρου είναι σκληρός. Όταν θέλεις να φτάσεις στο πιο υψηλό επίπεδο, κρίνεσαι σε καθημερινή βάση. Σε κάθε προπόνηση, κάθε αγώνα, κάθε λεπτό… Όσο φτασμένος κι αν είσαι».
Οι συνεντεύξεις του Sport-Retro.gr
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στον Παναθηναϊκό
***
Ο Θανάσης Κολιτσιδάκης γεννήθηκε στον Σταυρό Θεσσαλονίκης στις 21 Νοεμβρίου 1966 και από τα πρώτα χρόνια εκδηλώθηκε η αγάπη του για το ποδόσφαιρο.
Κατέγραψε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα από την τοπική ομάδα, ώσπου το 1988 άρχισε να ζει το όνειρο της Α’ Εθνικής, με τα χρώματα του Απόλλωνα Αθηνών.
Αγωνίστηκε ως κεντρικός αμυντικός, μία θέση που αγάπησε από νεαρή ηλικία, ενώ το σκληρό και ταυτόχρονα αποτελεσματικό παιχνίδι του έχει αφήσει εποχή.
Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού έζησε ανεπανάληπτες στιγμές, οι οποίες είχαν ως αποκορύφωμα τη συμμετοχή στα ημιτελικά του Champions League τη σεζόν 1995-96.
Με το τριφύλλι στο στήθος πανηγύρισε αρκετούς εγχώριους τίτλους, επόμενος σταθμός της καριέρας του ήταν ο γνώριμος Απόλλων και, τέλος, ο ΟΦΗ του αλησμόνητου Ευγένιου Γκέραρντ.
Αποτέλεσε μέλος της αποστολής του Παγκοσμίου Κυπέλλου των ΗΠΑ το 1994 και με την «επίσημη αγαπημένη» κατέγραψε συνολικά 14 συμμετοχές.
Έχει περάσει από τον πάγκο αρκετών ομάδων, όπως είναι η Καλαμάτα, ο Ηρόδοτος και ο Π.Ο. Ατσαλένιου, ενώ αποτέλεσε βοηθό του Νίκου Νιόπλια στον Ατρόμητο το 2015.