Η 23η Μαρτίου 1980 αποτελεί τη μέρα που γράφτηκε με τα πιο μελανά γράμματα στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Πρόκειται για τη μέρα που η αστυνομία εισέβαλε σε γήπεδα της Serie A και της Serie B και συνελάμβανε ποδοσφαιριστές.
Το σκάνδαλο Totonero εμφανίστηκε κι επίσημα μπροστά στα μάτια των φιλάθλων, που αποσβολωμένοι έβλεπαν το κάλτσιο, λίγους μήνες πριν η Ιταλία φιλοξενήσει το Euro 1980, να καταρρέει.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ιταλία
Όλα άρχισαν σε ένα εστιατόριο
Ένα ρωμαϊκό εστιατόριο ονόματι “Le Lampare” και δύο πολίτες πέραν πάσης υποψίας ήταν αρκετά συστατικά για να προκαλέσουν το scandalo italiano del calcioscommesse del 1980.
Ένας έμπορος οπωροκηπευτικών και ο εστιάτορας που προμήθευε με τα προϊόντα του οργάνωσαν τα πάντα και στο τέλος βρέθηκαν στο χείλος της χρεοκοπίας και της… δολοφονίας.
Ο 31χρονος Μάσιμο Κρουτσιάνι ήταν αυτός που πήγε στην αστυνομία και ομολόγησε τα πάντα για να σωθεί, με τον 45χρονο Άλβαρο Τρίνκα να έχει βρεθεί στην ίδια θέση και να θέλει να σώσει το εστιατόριό του που κινδύνευε.
Ένα εστιατόριο το οποίο επισκέπτονταν πολύ συχνά ποδοσφαιριστές της Λάτσιο και κάπως έτσι οι δύο τους άρχισαν να μηχανεύονται το σχέδιο για το πώς θα καταφέρουν να αποκομίσουν κέρδη από την επαφή τους με επαγγελματίες παίκτες.
Πώς στήθηκε η κομπίνα
Ο αρχηγός της Λάτσιο, Τζιουζέπε Γουίλσον, ο σπουδαίος Μπρούνο Τζιορντάνο, ο Λιονέλο Μανφρεντόνια που ήταν και αυτός διεθνής με την εθνική Ιταλίας, αλλά και ο Μάσιμο Κατσιατόρι ήταν μερικοί από τους παίκτες των “λατσιάλι” που σύχναζαν στο εστιατόριο.
Όταν με τον καιρό γνωρίστηκαν με τους Κρουτσιάνι και Τρίνκα, προέκυψαν οι συζητήσεις σχετικά με το αν είναι εφικτό να χειραγωγηθούν αγώνες της Serie A.
Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε νομοθεσία στην Ιταλία που απαγόρευε το στήσιμο αγώνων (ψηφίστηκε το 1989), παρά μόνο αθλητικές ποινές, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για όλους τους εμπλεκομένους στην υπόθεση.
Οι παίκτες της Λάτσιο συμφώνησαν να κανονίσουν αποτελέσματα αγώνων δικών τους και να φέρουν τους δύο σε επικοινωνία με παίκτες άλλων ομάδων, που γνώριζαν ότι θα ενδιαφέρονταν κι αυτοί για κάτι τέτοιο.
Όλα αυτά γίνονταν για έναν σκοπό: το στοίχημα. Κρουτσιάνι και Τρίνκα θα πόνταραν στο Totonero, το παράνομο στοίχημα στην Ιταλία, διάφορα ποσά στα -θεωρητικά- προαποφασισμένα αποτελέσματα αγώνων και θα εισέπρατταν τα κέρδη. Μέρος αυτών θα κατέληγε στους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι θα φρόντιζαν να έρθουν αυτά τα αποτελέσματα.
Έχασαν στημένο παιχνίδι…
Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν οι εμπλεκόμενοι, τουλάχιστον στην αρχή. Η πρώτη απόπειρα χειραγώγησης ενός αγώνα έγινε τον Οκτώβριο του 1979, επ’ ευκαιρίας ενός φιλικού μεταξύ της Παλέρμο και της Λάτσιο.
Οι παίκτες της Λάτσιο που ήταν στο κόλπο μίλησαν με τον Κρουτσιάνι και τον έφεραν σε επαφή με τον αρχηγό της Παλέρμο, Γκουίντο Μαγκερίνι. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε αποτέλεσμα, αφού η αποστολή της Λάτσιο έχασε την πτήση της.
Ο Μαγκερίνι πρότεινε τελικά να στηθεί ένα άλλο παιχνίδι, στα μέσα Δεκεμβρίου, με αντίπαλο την Τάραντο. Ο ίδιος θα επικοινωνούσε με τους Ρέντζο Ρόσι και Τζιοβάνι Κουάντρι των γηπεδούχων για να έρθει το ζητούμενο αποτέλεσμα και ζήτησε από τους Κρουτσιάνι και Τρίνκα να ποντάρουν στην ισοπαλία 10.000.000 λιρέτες (περίπου 9.000 ευρώ) για τον ίδιο και να δώσουν 10.000.000 για τους δύο παίκτες της Τάραντο.
Ο Κρουτσιάνι, από την πλευρά του, πόνταρε 160.000.000 λιρέτες στην ισοπαλία για τον ίδιο και τελικά το παιχνίδι ήρθε άσος, με συνέπεια να χαθούν πολλά χρήματα.
Έστησαν το Μίλαν – Λάτσιο
Μετά από το τέλος του αγώνα, ο Κρουτσιάνι επικοινώνησε με τον Μαγκερίνι ζητώντας πίσω έστω τις 20.000.000 λιρέτες που αφορούσαν τους 3 ποδοσφαιριστές, ωστόσο ο παίκτης της Παλέρμο αρνήθηκε και αντιπρότεινε να κανονίσει το αποτέλεσμα του Βιτσέντζα – Λέτσε αλλά και του Μίλαν – Λάτσιο που ήταν την ίδια αγωνιστική, στις αρχές Ιανουαρίου 1980.
Ο Μαγκερίνι έφερε τους δύο οργανωτές σε επικοινωνία με τον Κλάουντιο Μέρλο της Λέτσε, ο οποίος έλαβε μία επιταγή 30.000.000 λιρετών για να κανονίσει, ώστε να χάσει η ομάδα του.
Για το άλλο παιχνίδι, οι Τζιορντάνο, Γουίλσον, Μανφρεντόνια και Κατσιατόρι συμφώνησαν με τον Ενρίκο Αλμπερτόζι της Μίλαν για ήττα της Λάτσιο. Γι’ αυτό το παιχνίδι παραδόθηκαν στον Μανφρεντόνια τρεις επιταγές των 15.000.000 λιρετών και δύο των 10.000.000 για τους Τζιορντάνο, Γουίλσον, Μανφρεντόνια, Φερνάντο Βιόλα και Ρέντζο Γκαρλασέλι της Λάτσιο. Επιπλέον, μία επιταγή 15.000.000 παραδόθηκε στον Κατσιατόρι.
Από πλευράς Μίλαν, ο Τζιόρτζιο Μορίνι πήγε στη Ρώμη και βρήκε τον Κρουτσιάνι στην αποθήκη του και του έδωσε 20.000.000 λιρέτες σε ρευστό ώστε να στοιχηματίσει στη νίκη των “ροσονέρι”, ενώ οι Γουίλσον, Μανφρεντόνια, Τζιορντάνο και Κατσιατόρι ζήτησαν από τους Κρουτσιάνι και Τρίνκα να στοιχηματίσουν εκ μέρους τους 20.000.000 λιρέτες.
Μάλιστα, συμφώνησαν τα κέρδη να μην τα πάρουν, αλλά να τα κρατήσουν οι Κρουτσιάνι και Τρίνκα για να τα δώσουν στους Τσέζαρε Κατανέο, Σαλβατόρε ντι Σόμα και Στέφανο Πελεγκρίνι της Αβελίνο, ώστε να κανονίσουν την ήττα της ομάδας τους από τη Λάτσιο την επόμενη εβδομάδα.
Εξάλλου, ένας αγώνας της Αβελίνο (με την Περούτζια) ήταν αυτός που έφερε στους Κρουτσιάνι και Τρίνκα τα πρώτα χρήματα από αυτό το σύστημα, μερικές εβδομάδες πριν, περίπου 5.000 ευρώ.
Κέρδιζαν χρήματα και αίσθημα ανωτερότητας
Παρ’ όλα αυτά, το στοίχημα που παίχτηκε στο Μίλαν – Λάτσιο ήταν συνδυαστικό και όταν το Βιτσέντζα – Λέτσε ήρθε άσος και όχι ισοπαλία, όπως ήταν το πλάνο, επήλθε καταστροφή για όσους είχαν στοιχηματίσει, αφού το συνολικό ποντάρισμα ανήλθε σε 200.000.000 λιρέτες.
“Από εκείνη τη στιγμή, σταματήσαμε να κάνουμε συμφωνίες με τους παίκτες της Λάτσιο”, εξήγησε ο Κρουτσιάνι.
Εξάλλου, υπήρχαν τόσοι… συνεννοήσιμοι ποδοσφαιριστές από διάφορες ομάδες για να βοηθούν στα σχέδιά τους. Τζένοα, Μπολόνια, Γιουβέντους, Περούτζια, Νάπολι ήταν μερικές άλλες ομάδες με τις οποίες είχαν επαφές και έστηναν παιχνίδια.
Κρουτσιάνι και Τρίνκα έδιναν χρήματα σε παίκτες αυτών των ομάδων, οι οποίοι με τη σειρά τους κανόνιζαν αποτελέσματα και ζητούσαν επιπροσθέτως οι δυο τους να στοιχηματίσουν κάποια ποσά εκ μέρους τους σε αυτά τα παιχνίδια.
Σε μία εποχή που οι μισθοί ενός ποδοσφαιριστή δεν ήταν εξωφρενικοί όπως σήμερα, όμως οι φορολογικοί συντελεστές ήταν ίδιοι με τους σημερινούς, οι παίκτες έψαχναν τρόπο να βγάλουν αφορολόγητα έσοδα και οι Κρουτσιάνι και Τρίνκα τους προσέφεραν αυτήν τη διέξοδο.
Μάλιστα, οι παίκτες μπορούσαν να στοιχηματίσουν μέσω αυτής της μεθόδου και σε παιχνίδια που δεν ήταν στημένα από εκείνους, αλλά το αποτέλεσμα είχε προαποφασιστεί για άλλους λόγους (πχ. μια ομάδα ήταν βαθμολογικά αδιάφορη, η άλλη καιγόταν για βαθμούς).
“Τα χρήματα μοιράζονταν σε πολλούς ανθρώπους και ήταν μικρότερο θέλγητρο από το αίσθημα ισχύος που εκπορευόταν από το να είσαι υπεράνω του νόμου”, δήλωσε ο Κάρλο Πετρίνι της Μπολόνια, δίνοντας μία άλλη εκδοχή για τα κίνητρα των παικτών.
Τους κατάλαβαν οι τοκογλύφοι
Το τέλος ήρθε πολύ γρήγορα. Όταν τον Φεβρουάριο του 1980, ο Τζιουζέπε Σαβόλντι της Μπολόνια σημείωσε το νικητήριο γκολ σε ένα παιχνίδι κόντρα στην Αβελίνο που είχε συμφωνηθεί να λήξει ισόπαλο, οι Κρουτσιάνι και Τρίνκα δεν είχαν αρκετά χρήματα για να στήσουν άλλο παιχνίδι.
Ήδη είχαν δανειστεί αρκετά από τοκογλύφους, με συνέπεια να κινδυνεύουν σοβαρά, ενώ είχαν αφήσει και πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως οι ονομαστικές επιταγές στους ποδοσφαιριστές.
Η φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ακόμα και σε δημοσιογράφους για την ύπαρξη κυκλώματος που έστηνε αγώνες. Όταν αυτές έφτασαν στα αυτιά των τοκογλύφων, ήρθε το τελειωτικό χτύπημα.
Οι δανειστές των Κρουτσιάνι και Τρίνκα δεν γνώριζαν μέχρι τότε την πραγματική αιτία που τους έδιναν χρήματα και όταν το αντιλήφθηκαν, ζήτησαν 300.000.000 λιρέτες, επιπρόσθετα με τα χρήματα (και φυσικά τους τόκους) που είχαν δανείσει στους δύο οφειλέτες τους.
Ο αποτυχημένος εκβιασμός των Κρουτσιάνι-Τρίνκα
Οι απειλές των τοκογλύφων και ένα φορτηγό της οικογενειακής επιχείρησης που έγινε παρανάλωμα του πυρός οδήγησαν τον πατέρα του Κρουτσιάνι, Φερούτσιο, να απευθυνθεί στις αρχές.
Οι Κρουτσιάνι και Τρίνκα, από την πλευρά τους, προσέλαβαν έναν δικηγόρο ο οποίος αποφάσισε να δημοσιοποιήσει το θέμα σε μία τοπική εφημερίδα.
Ο δικηγόρος προειδοποίησε τον τότε επικεφαλής της FIGC και πρόεδρο της UEFA από το 1973, Αρτέμιο Φράνκι, ότι οι πελάτες του θα απευθυνθούν στην αστυνομία αν δεν γίνει κάτι για το γεγονός ότι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές κόστισαν πάνω από ένα δισεκατομμύριο λιρέτες στους πελάτες του.
Δεν προέκυψε κάποιο αποτέλεσμα, με συνέπεια την 1η Μαρτίου ο Κρουτσιάνι να στείλει επιστολή στον εισαγγελέα της Ρώμης, εξηγώντας την κατάσταση, ονομαστικά πλέον.
Η πρώτη μαρτυρία ποδοσφαιριστή
Ο νεαρός μέσος της Λάτσιο, Μαουρίτσιο Μοντέζι, ο οποίος είχε τεθεί νοκ άουτ μερικές μέρες νωρίτερα, λόγω κατάγματος κνήμης – περόνης, με συνέπεια να κινδυνεύει ακόμα και η καριέρα του, έριξε τη “βόμβα” σε μία συνέντευξή του 3 ημέρες αργότερα.
Τον Νοέμβριο του 1979 δεν δίστασε να καταφερθεί εναντίον των οργανωμένων φιλάθλων στο ιταλικό ποδόσφαιρο για τη βία στα γήπεδα και μερικούς μήνες μετά, στις 4 Μαρτίου 1980, έδωσε μία συνέντευξη στη “Repubblica”, όπου ισχυρίστηκε ότι “υπάρχει διαφθορά παντού” στην Ιταλία και καταδίκασε το “γενικευμένο” σύστημα παράνομου στοιχήματος, χωρίς να κατονομάσει πρόσωπα και καταστάσεις.
Υποστήριξε, δε, ότι για έναν ποδοσφαιριστή το παράνομο στοίχημα αποτελεί “δικλείδα ασφαλείας”, αφού ποντάρει στην ήττα της ομάδας του κι αν τελικά χάσει, θα κερδίσει χρήματα, ενώ αν η ομάδα του νικήσει, τότε θα πάρει πριμ νίκης.
Τους συνέλαβαν ταυτόχρονα μέσα στα γήπεδα
Αυτές οι δύο “μαρτυρίες” ενεργοποίησαν την εισαγγελία της ιταλικής πρωτεύουσας, η οποία άρχισε έρευνες για τα όσα καταγγέλθηκαν και αφορούσαν στη χειραγώγηση αγώνων ποδοσφαίρου στη χώρα.
Παρότι τόσο ο Μοντέζι όσο και οι Κρουτσιάνι και Τρίνκα απέσυραν τα λεγόμενά τους, μετά από τις έντονες αντιδράσεις (και απειλές) που υπήρξαν, ο μηχανισμός είχε κινητοποιηθεί και ήταν αδύνατο να σταματήσει.
Τα εντάλματα σύλληψης είχαν εκδοθεί και στις 17:00 ώρα Ιταλίας την Κυριακή 23 Μαρτίου 1980, στήθηκε γιγαντιαία επιχείρηση της ιταλικής αστυνομίας σε διάφορες πόλεις της χώρας, για τη σύλληψη ποδοσφαιριστών.
Στόχος των καραμπινιέρι ήταν η ταυτόχρονη σύλληψη 9 παραγόντων και ποδοσφαιριστών της Serie A και δύο της Serie B, ώστε να μην προλάβουν να συνεννοηθούν και να βρουν άλλοθι.
Χρονικά, ο Μορίνι της Μίλαν ήταν ο πρώτος παίκτης που συνελήφθη, αφού βγήκε αλλαγή στο 2ο ημίχρονο του αγώνα των “ροσονέρι” στο Σαν Σίρο με την Τορίνο. Ακολούθησε ο τερματοφύλακας Αλμπερτόζι και ο πρόεδρος της ομάδας, Φελίτσε Κολόμπο.
Στην Πεσκάρα, η Λάτσιο ηττήθηκε 0-2 από την τοπική ομάδα, ωστόσο τα πράγματα έγιναν χειρότερα για τους Κατσιατόρι, Γουίλσον, Τζιορντάνο και Μανφρεντόνια, οι οποίοι συνελήφθησαν κατά την έξοδό τους από τα αποδυτήρια.
Ο Μαγκερίνι της Παλέρμο δεν βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο, εξαιτίας τραυματισμού, ωστόσο συνελήφθη στις κερκίδες παρακολουθώντας τον αγώνα της ομάδας του.
Οι συλληφθέντες απελευθερώθηκαν μετά από 11 ημέρες και συνολικά απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απάτη σε 33 παίκτες και ακόμα 5 άτομα, μεταξύ των οποίων οι Κρουτσιάνι, Τρίνκα και Κολόμπο.
Όπως ήταν λογικό, ελλείψει νομοθεσίας απαλλάχθηκαν όλοι από τις κατηγορίες τον Δεκέμβριο του 1980, ωστόσο δεν συνέβη το ίδιο και σε αθλητικό επίπεδο.
Οι πρώτες ποινές
Οι πρωτόδικες αποφάσεις εκδόθηκαν μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 1980, με ορισμένες εξαιρέσεις, δηλαδή στο διάστημα που η χώρα φιλοξενούσε τους αγώνες του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, της πρώτης μεγάλης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης που συμμετείχε η Εθνική Ελλάδας.
Σε αυτές ξεχωρίζει ο υποβιβασμός της Μίλαν στη Serie B, η αφαίρεση 5 βαθμών από το επόμενο πρωτάθλημα σε Αβελίνο, Μπολόνια, Περούτζια, Λάτσιο, με την τελευταία να τιμωρείται με πρόστιμο 10.000.000 λιρετών και υποβιβασμό σε περίπτωση υποτροπής.
Γιουβέντους, Νάπολι, Πεσκάρα απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία από τις ομάδες της Serie A, όπως και οι Τζένοα, Λέτσε, Παλέρμο, Πιστοϊέζε και Τάραντο από τη Serie B.
Ο πρόεδρος της Μίλαν αποβλήθηκε δια βίου από το ποδόσφαιρο, ενώ με έναν χρόνο τιμωρήθηκε ο ομόλογός του της Μπολόνια, Τομάζο Φαμπρέτι. Ο πρόεδρος της Γιουβέντους, Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, ο προπονητής της Γιουβέντους, Τζιοβάνι Τραπατόνι και ο προπονητής της Νάπολι, Λουίς Βινίσιο, απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες.
Όσον αφορά στους ποδοσφαιριστές, ξεχώρισαν οι Αλμπερτόζι, Κατσιατόρι και Γουίλσον που τιμωρήθηκαν με αποκλεισμό δια βίου, ενώ οι Πελεγκρίνι, Μάουρο ντέλα Μαρτίρα (Περούτζια), Πετρίνι, Σαβόλντι και Λουτσιάνο Τζεκίνι (Περούτζια) τιμωρήθηκαν με αποκλεισμό από 3 έως 6 χρόνια.
Η ύποπτη συνάντηση του Πάολο Ρόσι
Μαζί τους ακόμα ένας παίκτης της Περούτζια, ο Πάολο Ρόσι, ο οποίος προερχόταν από 3 εξαιρετικές σεζόν στη Βιτσέντζα και η εμπλοκή του στο σκάνδαλο του στέρησε τη συμμετοχή στο Euro 1980 και συνάμα “ψαλίδισε” τις ελπίδες της εθνικής Ιταλίας για μία επιτυχία.
“Μετά από το δείπνο, όσο έπαιζα μπίνγκο για να σκοτώσω την ώρα μου, ο Ντέλα Μαρτίρα ήρθε και μου είπε ‘Πάολο, θέλεις να έρθεις μια στιγμή να δεις δύο φίλους μου που θέλουν να σε γνωρίσουν;’ Δεν λέω ‘όχι’ και διστακτικά δίνω τη θέση μου στον Τσεκαρίνι και σηκώνομαι”.
“Στο χολ βλέπω δύο τύπους που δεν είχα ξαναδεί. Κάνουμε χειραψία και δεν καταλαβαίνω τι θέλουν από μένα. Ο Ντέλα Μαρτίρα ξαφνικά λέει ‘Πάολο, αυτός είναι ένας φίλος μου που παίζει στοίχημα’. Και ο φίλος του φίλου του λέει με βαριά ρωμαϊκή προφορά ‘Πάολο, τι θα κάνεις την Κυριακή;’ Απάντησα γενικά ‘Κοίτα, ας προσπαθήσουμε να νικήσουμε’. ‘Τι θα συμβεί αν φέρετε ισοπαλία;’ Δεν καταλαβαίνω πού το πηγαίνει. Ντρέπομαι, αλλά δεν το δείχνω. Δεν βλέπω την ώρα να φύγω από εκεί”.
“Απαντάω ‘η ισοπαλία δεν είναι για πέταμα. Η Αβελίνο έχει έναν πόντο λιγότερο από εμάς, νίκησε τη Γιουβέντους και έχασε μόνο από την Τορίνο’. ‘Ξέρεις, έχουμε έναν φίλο στην άλλη ομάδα που λέει ότι μία ισοπαλία θα ήταν εντάξει’, είπε ο ένας και ο άλλος πρόσθεσε ‘ίσως να βάλεις και δύο γκολ'”.
“Δεν μου άρεσε καθόλου η συζήτηση. Ήθελα να γυρίσω στο μπίνγκο μου, γιατί αυτές οι φάτσες δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Τους διέκοψα λέγοντας ‘Μάουρο, με περιμένουν και περιμένουν και σένα’, ώστε να μην τον κάνω να φανεί κακός. Γύρισα πίσω και συνέχισα να παίζω. Όλα αυτά διήρκεσαν 2 λεπτά, αυτά που εξελίχθηκαν στα πιο άσχημα 2 λεπτά της καριέρας μου”, θυμάται ο Ρόσι.
Εκείνη την Κυριακή, το Αβελίνο – Περούτζια ήρθε 2-2 τελικά, με δύο γκολ του Ιταλού επιθετικού: “Δεν ήξερα καν για τα στοιχήματα. Νόμιζα ότι ήταν μια κλασική ισοπαλία, αποδεκτή από δύο ομάδες που δεν θέλουν να αλληλοπληγωθούν. Ακολούθησα τη διαδικασία σαν κάτι εξωπραγματικό, σαν να υπάρχει κάποιος άλλος στη θέση μου. Κατάλαβα πως όλα ήταν αλήθεια όταν επέστρεψα σπίτι και είδα τα πρόσωπα των γονιών μου”.
Οι οριστικές τιμωρίες και η κατάληξη
Ο Ρόσι τιμωρήθηκε με ποινή 3 ετών πρωτόδικα, η οποία έπεσε στα 2 έτη μετά από την έφεση του Ιουλίου. Ο δεύτερος βαθμός δεν άλλαξε πολλά πράγματα, πλην του υποβιβασμού της Λάτσιο και της μετατροπής της τιμωρίας ισόβιου αποκλεισμού των Αλμπερτόζι, Κατσιατόρι και Γουίλσον σε ποινή μερικών ετών αποκλεισμού.
Συνολικά τιμωρήθηκαν 21 ποδοσφαιριστές (18 της Serie A, 3 της Serie B), μεταξύ των οποίων και ο Μοντέζι, όχι επειδή χειραγώγησε αγώνες, αλλά επειδή δεν κατήγγειλε όσα γνώριζε.
Η Μίλαν υπέστη πανωλεθρία, αφού έναν χρόνο μετά από την κατάκτηση του πρωταθλήματος και το “αντίο” του κορυφαίου παίκτη στην ιστορία της μέχρι τότε, Τζιάνι Ριβέρα, υποβιβαζόταν για πρώτη φορά. Μπορεί να επέστρεψε άμεσα, ωστόσο δίχως διοίκηση και με αρκετούς καλούς παίκτες να την έχουν εγκαταλείψει, υποβιβάστηκε ξανά το 1981-1982.
Η Λάτσιο επέστρεψε στη Serie B μετά από 8 χρόνια και ένα πρωτάθλημα, εκείνο του 1973-1974 που ήταν και το πρώτο της ιστορίας της, και έμεινε στην κατηγορία για 3 χρόνια.
Ο Ρόσι δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος όταν επέστρεψε (παρότι πήρε μεταγραφή στη Γιουβέντους), με εξαίρεση το διάστημα που έλαμψε στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1982, οδηγώντας την Ιταλία στην κατάκτηση του τροπαίου.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η περίπτωση του Γουίλσον, ο οποίος από τον πρωτόδικο αποκλεισμό δια βίου, τιμωρήθηκε τελικά με 3 χρόνια, τα οποία έγιναν 2 αφού οι αρχές του έδωσαν αμνηστία μετά από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να αρνηθεί ακόμα και τη θέση του γενικού διευθυντή που του προσέφερε η Λάτσιο.
Όσο για τον Μοντέζι, αν και επέστρεψε στη δράση μετά από τον τραυματισμό του, που συνέπεσε με το διάστημα που έμεινε εκτός λόγω τιμωρίας, τελικά σταμάτησε το ποδόσφαιρο μόλις στα 26 του, αφού υπέστη νέο κάταγμα κνήμης – περόνης.