«Η ΑΕΚ αναγεννήθηκε από τις στάχτες της». Ο Στέλιος Σεραφείδης στο Sport-Retro.gr

«Αν ζήσω μέχρι τα 83 μου θέλω να έχω τέτοια διαύγεια». Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν τον άφησα κοντά στην κατοικία του στο Αιγάλεω.

«Εδώ ήταν αλάνα, εδώ πήγαινα σχολείο, εδώ ήταν το παλιό γήπεδο…». Μία ξενάγηση σε προσφυγικές γειτονιές, ένα ταξίδι επτά-οκτώ δεκαετιών και μπόλικη ΑΕΚ.

Ο Στέλιος Σεραφείδης είναι ο ένας από τους δύο πιο ευγενικούς βετεράνους άσους που έχω γνωρίσει και αμφότεροι τυχαίνει να προέρχονται από το Αιγάλεω.

Ευδιάθετος παρά τον πρόσφατο τραυματισμό του σε ένα δάκτυλο του χεριού και τις επισκέψεις σε γιατρούς, καλοστεκούμενος, διαυγέστατος…

Όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητό μου, ο κ. Σεραφείδης περίμενε να ξεκινήσω για να με χαιρετήσει και εν συνεχεία να αποχωρήσει με τη σειρά του. Δεν βγαίνουν πια τέτοιοι άνθρωποι.

Είχε προηγηθεί μια όμορφη συζήτηση για τη ζωή του, ένα τεράστιο μέρος της οποίας είναι αφιερωμένο στην ΑΕΚ που στις 13 Απριλίου γιορτάζει τα 94α γενέθλιά της.

Διαβάστε όσα είπε στο Sport-Retro.gr ο επί σειρά ετών τερματοφύλακας της «Ένωσης» (νυν πρόεδρος των παλαιμάχων) και δείτε σπάνιες φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο.

Αρχές 1960 (από αριστερά πάνω): Αναστασιάδης, Σκευοφύλαξ, Μαρδίτσης, Σταματελόπουλος, Σεραφείδης, Παπαποστόλου, Σταματιάδης, Πετρίδης, Νεστορίδης, Κρυστάλλης, Ζάγκυλος

***

 

«Γεννήθηκα στο Γκάζι, στις παράγκες, στην Πειραιώς. Επί της Πειραιώς είναι μια μεγάλη είσοδος, η οποία είναι κλειστή. Ιερά οδό & Πειραιώς γωνία ήταν λαχαναγορά. Μέχρι τη μάντρα του φωταερίου. Απέναντι από τη μεγάλη είσοδο του φωταερίου είναι μια πλατεία. Εκεί ήταν τα σπίτια μας, οι παράγκες…

Οι γονείς μου ήρθαν το 1922 από τον Πόντο. Εγώ γεννήθηκα στις 6 Αυγούστου 1935. Και τα 3 παιδιά μου είναι αυγουστιάτικα. Έχω και 2 εγγόνια. Στα 1940 μας έδιωξαν από τις παράγκες στο Γκάζι και μας έφεραν στα προσφυγικά του Αιγάλεω. Εδώ ήταν το «Μπαρουτάδικο».

Το 1942-1943 ο μεγάλος μου αδερφός πήγε αντάρτης και έδρασε στην Κύμη με το ψευδώνυμο «Πάρης». Γύρισε όταν έφυγαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν εξόριστο στη Μακρόνησο. Πολλά παιδιά από τη γειτονιά πολέμησαν.

Εδώ πιο κάτω ήταν η Χωροφυλακή. Έδωσαν ραντεβού το καλοκαίρι για να μαζέψουν τους αριστερούς. Θα έφευγε ένα λεωφορείο για το Λαύριο και από εκεί θα περνούσαν στη Μακρόνησο. Ήρθαν και οι οικογένειες για να τους δώσουν πράγματα, κονσέρβες κ.τ.λ.

Είχα έναν μπάρμπα, αδερφό της μάνας μου, ο οποίος ήταν Κ.Κ. αλλά φοβιτσιάρης. Ετοίμασε μια κούτα με κονσέρβες και τη φέραμε εδώ με τον αδερφό μου τον Μπάμπη για να τη βάλουμε στο λεωφορείο.

Πιτσιρικάς εγώ, ήμουν ξυπόλυτος με ένα φανελάκι. Τότε υπηρετούσε ένας στην Αστυνομία Πόλεων, ο οποίος έμοιαζε με εκείνους στα καουμπόικα έργα που σκοτώνουν και έμενε εδώ. Έρχεται, λοιπόν, αυτός ο ψηλός και μου τραβάει μια σφαλιάρα… Και γίνεται μια μάχη… Αρχίζει να πέφτει ξύλο με τους 15 χωροφύλακες κ.τ.λ.

Ο πατέρας μου ήταν βασιλικός, η μάνα μου ήταν Κ.Κ., τα παιδιά τους βγήκαν αριστεροί…».

1957: Τσαγκάρης, Σεραφείδης, Αδαμόπουλος, Γεωργακόπουλος σε ματς ΑΕΚ-Πανιώνιος

 

-Με τα γράμματα πώς τα πηγαίνατε;

«Όχι και τόσο καλά. Έβγαλα το δημοτικό, πήγα μέχρι την Τρίτη. Αλλά πολύ φτώχεια. Δούλεψα πολλά επαγγέλματα. Έκανα τον λούστρο, πούλαγα κουλούρια, νερό με τη στάμνα το καλοκαίρι στην πλατεία Κοτζιά, τσιμπιδάκια, φουρκέτες, σύρμα για τις κατσαρόλες, τσατσάρες… Έχω δουλέψει σε καμίνι, σε νικελωτήριο…».

-Πάντα ήσασταν ΑΕΚ;

«Εγώ τότε έβλεπα τον Δελαβίνια, τον τερματοφύλακα της ΑΕΚ και έλεγα ‘είμαι Δελαβίνιας’».

-Πώς αρχίσατε να παίζατε ποδόσφαιρο;

«Δειλά-δειλά πιτσιρικάς μπήκα στα τσικό του Αιγάλεω. Στο γήπεδο στην παλιά δημαρχία. Το 1950 έπαιζαν στον Απόλλωνα δύο παίκτες από εδώ, ένας Καραμπαλίκης και ένας τερματοφύλακας Βέρας. Το Αιγάλεω τους ζήτησε πίσω μία Κυριακή, τελευταία ημέρα μεταγραφών και ο Απόλλων τους έδωσε πίσω.

‘Δώστε μας για αντάλλαγμα τον μικρό αδερφό του Μπάμπη του Σεραφείδη’, τους είπαν από τον Απόλλωνα. Εγώ ήμουν στον Σκαραμαγκά για μπάνιο, είχα πάει με το γκαζοζέν, το λεωφορείο. Ήρθε με δύο συμβούλους της ομάδας. Βγήκα από τη θάλασσα και υπέγραψα. Έτσι πήγα στον Απόλλωνα».

-Πάντα τερματοφύλακας ήσασταν;

«Στη γειτονιά έπαιζα και μέσα. Όταν νικούσαμε έμπαινα τερματοφύλακας για να κρατήσω το σκορ. Στις ομάδες έπαιζα τέρμα. Όταν ο αδερφός μου πήγε στην ΑΕΚ τον ακολούθησα κι εγώ το 1951».

-Ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις από την ΑΕΚ;

«Τότε υπήρχε μόνο η θύρα 3. Χορτάρι δεν είχε, μόνο ξεραΐλα. Αρχικά ήμουν στην τρίτη ομάδα. Υπήρχε ο Μαρόπουλος, ο Τζανετής, ο Δελαβίνιας που θαύμαζα, ο Πατάκας, ο Παπαγεωργίου, ο Γούλιος, ο Παραγιός, ο Παπαθεοδώρου, ο Εμμανουηλίδης, ο Κουντούρης… Πέρασαν πολύ μεγάλοι παίκτες.

Το 1952-1953 δημιουργήθηκε η πρώτη Εθνική Νέων που έπαιξε στο Βελιγράδι και το Νόβι Σαντ. Ήμουν ο πρώτος τερματοφύλακας της Εθνικής Νέων. Με συμπαίκτες όπως ο Κοζομπόλης, ο Κουκόπουλος, ο Λαιμός, ο Γράφας…

Χάσαμε το παιχνίδι στο Βελιγράδι, νικήσαμε στο άλλο, έπιασα και πέναλτι… Όταν γύρισα είχε γίνει μία εξέγερση παικτών εναντίον της διοίκησης στην ΑΕΚ. Έγινε ένα παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο και με πήραν στην α’ ομάδα. Ήμουν 17-18 χρονών. Άπειρος εγώ, δεν τα πήγα και καλά. Ήταν 1952-1953».

-Ποιοι ήταν οι πρώτοι σας δάσκαλοι;

«Ο Νταϊσπάγγος, ο Νεγρεπόντης και ο Φρονιμίδης νωρίτερα στα τσικό του Αιγάλεω. Τερματοφύλακας κι αυτός, έπαιζε στον Απόλλωνα, μετά έγινε διευθυντής του «Κατράντζος Σπορ» με τα αθλητικά είδη».

-Αθλητικά είδη είχαν και οι Κλεάνθης Μαρόπουλος-Τρύφων Τζανετής.

«Ναι. Ήταν μεγάλα ονόματα της ΑΕΚ. Ο Μαρόπουλος είχε δυνατό σουτ, αλλά όταν δεν έβαζε γκολ του φώναζαν ‘δεν μπορείς Μαρόπουλε’. Βοηθούσαν στα βασικά γιατί δεν υπήρχαν πόροι».

-Χρήματα υπήρχαν τότε στο ποδόσφαιρο;

«Δεν πρόλαβα τις πληρωμές. Κανα πριμ όταν νικούσαμε σε ντέρμπι. Ένα χαρτζιλίκι δηλαδή. Αυτό άρχισε προς τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ύστερα ήρθε ο Μπάρλος που ήταν γαλαντόμος και μετά έγινε ο επαγγελματισμός».

-Τι άλλο θα μπορούσαμε να πούμε για τις δεκαετίες 1950 και 1960 που αγωνιστήκατε κατά κύριο λόγο;

«Τότε το μυαλό μας ήταν μόνο στην προπόνηση και στο παιχνίδι. Σιγά-σιγά μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην α’ ομάδα, όπου ο κόσμος γέμιζε τα γήπεδα και φώναζε για μας, αρχίσαμε δειλά-δειλά να νιώθουμε ευθύνη. Ο κόσμος ήθελε να βλέπει την ομάδα του να κερδίζει. Εμείς μέχρι τότε ήμασταν αθώοι, αλλά μετά γίναμε πιο ανήσυχοι, πιο προσεκτικοί… Αντρίκεια πράγματα».

-Πριν από τα ντέρμπι τι γινόταν; Υπήρχαν τακτικές;

«Ο προπονητής έλεγε μερικές κουβέντες, αλλά με ηρεμία. Υπήρχαν οι τοποθετήσεις. Μας έλεγαν ‘εσύ θα παίξεις εδώ, εσύ θα παίξεις εκεί’. Με διάταξη 2-3-5 κυρίως. Λίγα πράγματα, μεστά. Τότε υπήρχε η πρωτοβουλία των παικτών. Σου έλεγε ο προπονητής 2-3 κουβέντες, αλλά εσύ λειτουργούσες ανάλογα με τις συνθήκες του παιχνιδιού.

Εγώ ποτέ δεν πίστεψα σε τακτικές, παρά μόνο στις ικανότητες και τις δυνατότητες των παικτών ανάλογα με τη θέση που αγωνίζονται. Υπήρχαν οι προσωπικότητες. Όπως είναι ο καλός ηθοποιός στον κινηματογράφο, έτσι ήταν και οι παίκτες».

-Στην ΑΕΚ ποιοι ήταν οι πιο φαντεζί παίκτες;

«Ο Πούλης ήταν φαντεζί. Ο Σταθόπουλος επίσης. Υπήρχαν δεξιοτέχνες παίκτες που ανάγκαζαν τους φιλάθλους όλων των ομάδων να πάνε να τους δουν. Ξέρω, ας πούμε, Παναθηναϊκούς που όταν τελείωνε η ομάδα τους έρχονταν να δουν τον Νεστορίδη ή τον Παπαϊωάννου. Πήγαιναν να δουν τον Υφαντή του Ολυμπιακού, τον Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού, τον Κούδα, τον Χατζηπαναγή αργότερα.

Τώρα δεν μπορείς να πας σε όποιο γήπεδο θέλεις κι αυτό είναι τραγικό. Τότε λόγω φτώχειας πολλοί παίκτες έμπαιναν σε υπηρεσίες. Στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στην ΟΥΛΕΝ… Ήμασταν φίλοι γιατί δουλεύαμε και μαζί. Εγώ δούλευα ένα συνεργείο της ΔΕΗ με τον Υφαντή, τον Κοζομπόλη, τον Τσανακτσή τον τερματοφύλακα… Δουλεύαμε μαζί και την Κυριακή ήμασταν αντίπαλοι».

-Πηγαίνατε και στα μπουζούκια όλοι μαζί;

«Μου αρέσει το λαϊκό τραγούδι, αλλά δεν ήμουν τόσο φίλος των μπουζουκιών. Κάποιοι παίκτες, όμως, ήταν θαμώνες. Ο αδερφός μου, ας πούμε, ο οποίος είχε ανοίξει και δύο μαγαζιά: το «Χάραμα» στην Καισαριανή που το είχε με τον παλαιστή τον Παπαλαζάρου -ήταν και κουμπάροι- και ένα άλλο τέρμα Πατησίων που λεγόταν «Κινέζικη Νύχτα». Εγώ ήμουν σπιτόγατος. Πήγαινα όταν μας έκανε η ομάδα κανα τραπέζι μετά από νίκη σε ντέρμπι».

-Ποιους Έλληνες παίκτες ξεχωρίζατε;

«Νεστορίδης, Δομάζος, Κούδας, Παπαϊωάννου, Χατζηπαναγής… Αυτοί έμοιαζαν με τον Λευτέρη Αντωνιάδη της Τουρκίας, είχαν κοινά με τον Τζορτζ Μπεστ, ακόμη και με τον Λιονέλ Μέσι. Με την έννοια ότι ήταν ιδιαίτερα εγκεφαλικοί και έπαιζαν με το ένστικτο της στιγμής. Το ίδιο ποδοσφαιρικό μυαλό».

-Στην Ελλάδα υπήρχε κάποιος αντίπαλος που φοβόσασταν;

«Δεν φοβόμουν κανέναν, παρά μόνο τους… ατζαμήδες. Ας πούμε ήξερα ότι ο Παπαεμμανουήλ είχε σταθερά, δυνατά σουτ, οπότε τα περίμενα και εξουδετέρωνα αρκετά απ’ αυτά. Παλιότερα έπαιζα και μέσα, επομένως ήξερα πώς να ψυχολογήσω τον κάθε αντίπαλο. Τους κοιτούσα από τη μέση και κάτω. Δηλαδή πώς σουτάρουν, πώς κινούνται κ.τ.λ. Αλλά τους ατζαμήδες δεν μπορούσες να τους προβλέψεις».

-Ποιο είναι το σημαντικότερο προσόν ενός τερματοφύλακα;

«Το μεγαλύτερο όπλο ενός τερματοφύλακα, εμπειρικά το λέω, είναι ο… κλασματικός χρόνος αναμονής, ο οποίος δεν διδάσκεται. Έκφραση δικιά μου.

Αυτό σημαίνει όταν βγαίνεις εσύ τετ α τετ να είμαι εγώ «πατημένος» και έτοιμος να δω την προδιάθεσή σου. Να μεταφέρω φόβο στον αντίπαλο. Έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες του τερματοφύλακα σε ένα τετ α τετ».

-Σας εκτιμούσαν επειδή δεν ήσασταν εριστικός.

«Ένας ποδοσφαιριστής πρέπει να προσέχει την εικόνα του. Να είσαι σωστός, να δίνεις αυτά που μπορείς. Σίγουρα υπάρχουν τα λάθη και οι εξάρσεις. Κάποια στιγμή μπορεί να τύχει να βρίσεις, αλλά αυτά πρέπει να τελειώνουν γρήγορα.

Μια φορά είχε γίνει ένα περιστατικό με τον συγχωρεμένο τον Μπαλόπουλο και είχε την εντύπωση ο κόσμος ότι κάτι είχε συμβεί. Ήμασταν φίλοι, ερχόταν από τη Νίκαια με τον Τάσο Βασιλείου, με έπαιρναν με το αυτοκίνητο και πηγαίναμε στην προπόνηση.

Σε ένα παιχνίδι με τον Απόλλωνα, κάπου το 1964, έγινε ένα αράουτ. Εγώ γενικώς φώναζα δυνατά στους συμπαίκτες μου. Ε, κάπου πάνω στην ένταση ο Μπαλόπουλος με έβρισε, ανταπέδωσα και έγινε ένα μικρό σούσουρο. Αλλά τα βρήκαμε γρήγορα, ήταν μάλιστα και ένα από τα καλύτερα παιδιά. Θεός σχωρέστον».

-Με ποιους κάνατε περισσότερη παρέα;

«Τότε υπήρχαν οικογενειακές φιλίες. Με τον Νεστορίδη, τον Παπαποστόλου, τον Βασιλείου, τον Σταματιάδη, τον Ιορδάνου… Όλοι ήμασταν από φτωχές οικογένειες. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις».

-Με τον κόσμο της ΑΕΚ πώς τα πηγαίνατε; Σας ζητούσαν εισιτήρια τότε;

«Ναι γιατί τώρα τι γίνεται (γέλια); Πάντα μου ζητούσαν. Χαμός. Και τώρα υπάρχει δίψα, απλώς τότε τα γήπεδα ήταν πιο μικρά».

-Είχατε ποτέ κόντρες στην ομάδα;

«Το ποδόσφαιρο είναι ένας συνεχής αγώνας. Αν παίζουμε στην ίδια θέση δεν έχουμε να χωρίσουμε κάτι. Απλώς διεκδικούμε το ίδιο πράγμα. Αντιζηλίες δεν υπήρχαν. Μια εποχή μόνο χάλασε το κλίμα, τότε με τον Στάνκοβιτς. Καλός προπονητής και άνθρωπος, αλλά ήρθε την περίοδο της χούντας. Έπεσαν ρουφιανιές. Προσέγγισε ορισμένους πιτσιρικάδες που είχαν τη λόξα να μπουν στην α’ ομάδα. Άρχισε να λέει ‘είσαι μεγάλος, πρέπει να πεθάνεις’ με την ποδοσφαιρική έννοια».

-Τι συνέβη στο φινάλε της καριέρας σας;

«Τιμωρήθηκα σε ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Με έσπρωχνε ο Γιώργος Σιδέρης και ανταπέδωσα. Από τα καλύτερα παιδιά ο Γιώργος, αλλά πάνω στην ένταση, καταλαβαίνεις.

Με απέβαλε ο διαιτητής, ένας Κύπριος ήταν. Έπαιξε ο Παπαϊωάννου και κερδίσαμε. Τότε βγήκα από το τέρμα. Μετά ξανάπαιξα όταν έσπασε το χέρι του ο Κωνσταντινίδης. Το 1972 ήταν η τελευταία σεζόν της καριέρας μου».

-Πώς ήταν ο Λουκάς Μπάρλος ως χαρακτήρας;

«Καταρχήν ήταν ένας άνθρωπος συζητήσιμος, καλοπροαίρετος και χουβαρντάς. Ένας από τους καλύτερους προέδρους. Καλοί ήταν και οι Γκούμας, Αρκάδης… Γενικώς οι πρόεδροι της ΑΕΚ ήταν αξιόλογοι. Πάντως πιο κοντά στους παίκτες ήταν ο Μπάρλος».

-Ο Φράντισεκ Φάντρονκ;

“Α καλά. Τρομερός. Με τη σειρά, κατ’ εμέ, οι κορυφαίοι ήταν ο Τσάκναντι, ο Φάντρονκ και ο Μπάγεβιτς”.

-Σας έχει πει ποτέ ο Ντούσαν Μπάγεβιτς γιατί πήγε στον Ολυμπιακό το 1996;

“Έχω την αίσθηση ότι εκβιάστηκε. Ίσως να ήταν και πολιτικό το θέμα λόγω του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Είναι καλό παιδί, αλλά παρεξηγημένο. Κι εγώ τότε στεναχωρήθηκα. Με την καλή έννοια δεν μπορούσα να του το συγχωρήσω, όμως επειδή είχα ζήσει πολλά πράγματα κοντά του, το κατανόησα.

Πολλοί φίλοι της ΑΕΚ ακόμα δεν μπορούν να του το συγχωρήσουν. Πιστεύω ότι εκβιάστηκε. Δεν ήθελε να πάει. Το μόνο που μπορεί να του προσάψει κανείς είναι ότι δεν το είπε. Αλλά και πάλι μπορεί να μην ήξερε ούτε ο ίδιος τι θα γίνει.

Επί Μπάγεβιτς η ΑΕΚ είχε αποκτήσει μια δυναμική. Διοίκηση, προπονητής, παίκτες, προσωπικό, κόσμος… Κέρδιζε και δεν γινόταν τίποτα. Έχανε και δεν γινόταν τίποτα. Αυτή τη δυναμική ο Κόκκαλης την έσπασε.

Ήρθε και το γκρέμισμα του γηπέδου και συνέβησαν τα πάνω-κάτω. Η ιστορία, όμως, γυρίζει. Ξαναγράφεται με περισσότερη δυναμική και γνώση. Η ΑΕΚ αναγεννήθηκε από τις στάχτες της”.

-Όταν αποσυρθήκατε από τη δράση εργαστήκατε ως προπονητής στις ακαδημίες.

«Δεν ήθελα να γίνω προπονητής. Ήμουν στη β’ ομάδα, κάποια στιγμή έγινα και προπονητής τερματοφυλάκων στην α’. Πολλοί παίκτες πέρασαν από τα χέρια μου.

Ο Οικονομόπουλος, ο Γεωργαμλής, ο Μανωλάς, ο Κοκκινόπουλος, ο Στυλιανόπουλος… Γύρω στα 35-40 παιδιά που έπαιξαν μετά έστω και στη Β’ Εθνική. Πχ. ο Παπαγιάννης που έπαιξε στη Ρόδο».

-Είστε και πρόεδρος των παλαιμάχων της ΑΕΚ.

«Έγινα πρόεδρος όταν ‘έφυγε’ ο Στέλιος ο Σκευοφύλαξ το 2009. Δεν ήθελα, αλλά συνέβη το απρόοπτο. Λόγω ηλικίας με έκαναν πρόεδρο. Δεν νιώθω έτσι, ο πρόεδρος πρέπει να έχει λεφτά (γέλια). Υπάρχουν παλαίμαχοι που έχουν προβλήματα, αλλά δυσκολευόμαστε. Κάποτε είχαμε χορηγούς και τα πράγματα ήταν καλύτερα».

-Με τον Δημήτρη Μελισσανίδη πώς τα πάτε;

«Έχουμε πάρα πολύ καλές σχέσεις. Είναι δίπλα μας αν θα χρειαστούμε κάτι. Όταν κόβουμε την πίτα μας βοηθάει. Δεν είμαστε και απαιτητικοί. Πρέπει να έχεις και το ταλέντο για να ενοχλήσεις κάποιον. Εμείς όταν η ομάδα δεν πάει καλά, δεν ενοχλούμε κανέναν (γέλια).

Ο Μελισσανίδης είναι σκληρός με την καλή έννοια στη δουλειά του. Εάν δεν ήταν αυτός, η ΑΕΚ δεν θα μπορούσε να φτιάξει γήπεδο με καμία δύναμη. Είναι ευλογία που είναι στην ΑΕΚ. Και είναι ευλογία να είσαι ΑΕΚτσής!»

-Εφέτος είναι η χρονιά της ΑΕΚ;

«Έτσι όπως φαίνεται. Το μπάσκετ πάει καλά με τον κ. Αγγελόπουλο. Το γήπεδο προχωράει. Είκοσι χρόνια ταλαιπωρήθηκε η ΑΕΚ. Έγιναν πολλά λάθη, δεν υπήρχε η δυναμική, δεν υπήρχαν οι γνωριμίες… Νομίζω ότι είναι η καλύτερη χρονιά της ιστορίας της».

-Τι σημαίνει ΑΕΚ για εσάς;

«Πολλές φορές αναρωτιέμαι κι εγώ. Από τα 15-16 μου είμαι στην οικογένεια της ΑΕΚ και πάω στα 83. Είναι ιδέα, είναι τα πάντα. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πορεύθηκα, εκεί γνώρισα και την αποθέωση και το βρίσιμο. Έχω κάνει φίλους, έχω αισθανθεί την εκτίμηση των φιλάθλων όλων των ομάδων».

Βράβευση από τον Γιώργο Δεληκάρη

-Ποιος είναι κατά την άποψή σας ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής;

«Πολλοί παίκτες ήταν δυνατοί, όπως ο Πελέ, ο Ντι Στέφανο, ο Μαραντόνα, ο Μέσι… Νομίζω ότι όλοι είναι κορυφαίοι, ανάλογα με την εποχή τους. Δεν απέχουν πολύ ο ένας με τον άλλον».

-Σας αρέσει ο Λιονέλ Μέσι;

«Είναι ένα κομπιούτερ. Έχει τέτοια σύλληψη και εκτέλεση. Δουλεύουν όλα τα όργανά του στον αυτοματισμό. Στον ίδιο χρόνο. Η ταχύτητά του, οι κινήσεις του, το μάτι του, όλα… Πρόσφατα έβαλε δύο γκολ κάτω από τα πόδια του τερματοφύλακα. Ήθελε να το κάνει. Είδε που βρισκόταν, το υπολόγισε και το έκανε».

***

Ιδού τι αναφέρει η επίσημη ιστοσελίδα της ΑΕΚ στο βιογραφικό του:

Γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες και από τα πέντε του χρόνια ζει μόνιμα στο Αιγάλεω.

Επαιξε στους Παίδες Αιγάλεω από το 1948 μέχρι το 1950 και, μετά από ένα σύντομο πέρασμα (1950-51) από τα τσικό του Απόλλωνα Αθηνών, όπου αγωνιζόταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Μπάμπης, βρέθηκε στην ΑΕΚ.

Εκεί έμελλε να ξαναγίνει συμπαίκτης με τον Μπάμπη, έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της εποχής, τη σεζόν 1952-53.

Αγωνίστηκε για είκοσι χρόνια με τη φανέλα της ΑΕΚ (1952-72) με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα ως βασικός (1963, 1968) και ένα ως αναπληρωματικός (1971) .

Πανηγύρισε επίσης τρία Κύπελλα, (1956, 1964 1966) σε συνολικά περίπου 300 συμμετοχές. Με την Εθνική Ανδρών είχε μία συμμετοχή.

Ο Σεραφείδης είναι ένας εκ των πιο αξιόπιστων και σταθερών γκολκίπερ στην ιστορία του συλλόγου.

Τερματοφύλακας με ευλύγιστο κορμί και πολύ καλά αντανακλαστικά, με σήμα κατατεθέν τις εκτινάξεις, χάρη στις οποίες κατάφερνε αποκρούσεις υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Παρά το μικρό ύψος του, κατάφερε να καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους των δεκαετιών ’50 και ’60.

Οταν αποχώρησε από την ενεργό δράση συνέχισε να υπηρετεί την ΑΕΚ αδιαλείπτως, για πολλά χρόνια, ως προπονητής.

Επί σειρά ετών δούλευε με τους τερματοφύλακες της πρώτης ομάδας και στη συνέχεια ανέλαβε την ίδια ευθύνη στα τμήματα της ακαδημίας της ΑΕΚ.

Σήμερα, στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, είναι πάντα κοντά στην ΑΕΚ εντός και εκτός έδρας, ενώ είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Παλαιμάχων Ποδοσφαιριστών ΑΕΚ.

 

Διαβάστε ακόμη:

Ο θρυλικός Κώστας Νεστορίδης στο Sport-Retro.gr

Ο Λύσανδρος και ο Γιώργος Γεωργαμλής στο Sport-Retro.gr

Η πορεία μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA

Ο «Βαλεντίνο» του ελληνικού ποδοσφαίρου που ζήτησε να μετρήσει γκολ εναντίον της ομάδας του. Αφιέρωμα στον Γιώργο Γιάμαλη

«Μέτοχοι της ΑΕΚ ο Τζον Τραβόλτα και η Σοφία Λόρεν»

Η μέρα που «σκεπάστηκε» η Νέα Φιλαδέλφεια

Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στην ΑΕΚ

Οι συνεντεύξεις του Sport-Retro.gr

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!