Ομάδες που τους άλλαζε πόλη και όνομα η “Στάζι”, ρουφιάνοι στα αποδυτήρια που τους κάρφωναν οι… κοπέλες τους και άλλες ιστορίες. Το ποδόσφαιρο στην Ανατολική Γερμανία από τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο.
Το κείμενο αναρτάται στις 22 Ιουνίου, με αφορμή τη συμπλήρωση 44 ετών από τη συμβολική νίκη της Ανατολικής επί της μετέπειτα πρωταθλήτριας Δυτικής Γερμανίας στο πλαίσιο της 3ης αγωνιστικής του 1ου ομίλου του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1974.
***
“Ήταν μια από τις πιο δυνατές ομάδες στην Ανατολική Γερμανία και η κυρίαρχος της «από εκεί» μεριάς, όπως την έλεγαν οι δυτικοί. Η Ντιναμό Βερολίνου δεν ήταν απλά μια ομάδα με ποδοσφαιρικές ικανότητες αλλά και δυνάστης.
Ένας σύλλογος που είχε την εύνοια του προέδρου της χώρας Έριχ Χόνεκερ. Η Ντιναμό είχε ως… αφεντικό τη διαβόητη “Στάζι”, δηλαδή τη μυστική υπηρεσία της χώρας που φυσικά ήταν η απόλυτη κυρίαρχος πάνω στις ζωές των ανθρώπων.
Τον καιρό που το Τείχος διαιρούσε την Γερμανία οι πολίτες στην ανατολική πλευρά είχαν το ποδόσφαιρο πολύ πίσω στις προτεραιότητες τους. Τέταρτη ακόμη και πέμπτη επιλογή αφού ο στίβος, η κολύμβηση και η γυμναστική αποτελούσαν τα μεγάλα όπλα του καθεστώτος για καταξίωση.
Όχι πως το ποδόσφαιρο δεν είχε τους δικούς του υποστηρικτές, κυρίως την εποχή που η εξαιρετική ομάδα του Μαγδεμβούργου με τους Σπαρβάσερ, Πομερένκε και Στράιχ κατάφερνε να κοντράρει στα ίσα την Μπάγερν του Μπεκενμπάουερ και έφτανε ως την κατάκτηση ενός ευρωπαϊκού τροπαίου.
Βλέπεις Mundial; Πας… Mind the Pub!
Με τη νίκη επί της Μίλαν του Τζιάνι Ριβέρα στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1974, το Μαγδεμβούργο πετύχαινε να συγκεντρώσει τα φώτα της δημοσιότητας, όμως η Ντιναμό Βερολίνου είχε το πάνω χέρι διαχρονικά κατακτώντας 14 φορές τον τίτλο.
Μάλιστα, την εποχή που η Ντιναμό Δρέσδης έδινε δυναμικό “παρών” και απειλούσε την κυριαρχία της συνονόματης ομάδας του Βερολίνου, η “Στάζι” έβρισκε τον τρόπο για να μπλοκάρει τα ατού των αντιπάλων.
Η μυστική αστυνομία εξέδιδε εντάλματα σύλληψης για ανάκριση όλων των επικίνδυνων παικτών της Δρέσδης (όπως ο περίφημος Ματίας Ζάμερ μετέπειτα σταρ στη Δύση) την παραμονή κάθε κρίσιμου ματς μεταξύ των δύο συλλόγων και τους άφηνε ελεύθερους μετά τη λήξη! Αυτό έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ 6 φορές πριν από καθοριστικής σημασίας ματς μεταξύ των δυο αντιπάλων.
Ο Ζάμερ, ο οποίος κατέκτησε και τη “Χρυσή Μπάλα” το 1996, ήταν ο πρώτος που το διέδωσε και μάλιστα λίγο καιρό προτού πέσει το Τείχος.
Ο Χόνεκερ έβλεπε την Ντιναμό Βερολίνου ως την μοναδική, αληθινά, μεγάλη έκφραση των ιδεών του καθεστώτος. Ποτέ δεν τον συγκίνησαν ούτε οι καλές πορείες άλλων συλλόγων ούτε το κοινό που τις ακολουθούσε.
Εκτός του Μαγδεμβούργου, σε τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων έφτασαν τόσο η Λοκομοτίβ Λειψίας (το 1987 στην Αθήνα κόντρα στον Άγιαξ του Μάρκο φαν Μπάστεν) όσο και η Καρλ Τσάις Ιένα (το 1981 απέναντι στην Ντιναμό Τιφλίδας στο Ντίσελντορφ), αλλά αυτό δεν τις ανέβασε στην υπόληψη του ηγέτη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ο Μάνφρεντ Έβαλντ, ο γραμματέας αθλητικού σχεδιασμού του καθεστώτος και πανίσχυρος ηγέτης στα σπορ της χώρας, πήρε το 1966 την εντολή να φτιάξει μία καινούργια πρώτη κατηγορία στο πρωτάθλημα με μετονομασίες συλλόγων που δεν θα έπαιζαν άλλο άθλημα παρά μόνο ποδόσφαιρο.
Ανάμεσά τους ήταν η Ντιναμό που πρόσθεσε το όνομα «Βερολίνου», η Έμπορ Ρόστοκ που έγινε Χάνσα, η Αουφμπάου που μετονομάστηκε σε Μαγδεμβούργο και η Φ.Κ. Λειψίας που έγινε Λοκομοτίβ.
Κλασσικότερη, όμως, περίπτωση από τη Φόρβερτς δεν υπήρχε. Ομάδα που ιδρύθηκε στη Λειψία, αλλά το καθεστώς θεώρησε πως έπρεπε να πάει στο Βερολίνο, όπερ κι εγένετο το 1953, με τους παίκτες που αντιδρούσαν να τους επιβάλλεται φυλάκιση!
Ενώ είχε καταφέρει να κατακτήσει 6 πρωταθλήματα μέχρι το 1969, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για την ανάπτυξη της Ντιναμό, αποφασίστηκε να μεταφερθεί εκ νέου η Φόρβερτς σε άλλη πόλη, το 1971 στη Φρανφκούρτη (Όντερ). Αυτό ήταν και το τέλος της, αφού οι κορυφαίοι άσοι της άρχισαν πηγαίνουν δεξιά κι αριστερά.
Άλλωστε οποιαδήποτε ομάδα είχε εντολή να παραχωρεί (χωρίς απαιτήσεις) όποιον σταρ έβγαζε σε μία από τις μεγάλες, αλλά υπήρξαν και δύο που αγνόησαν τις εντολές του κόμματος.
Ο Γίργκεν Κρόι, τερματοφύλακας της Τσβικάου δεν δέχτηκε να πάει στη Δρέσδη, όπου ήθελαν να τον στείλουν και στην αρχή τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από την εθνική ομάδα. Το ίδιο και ο Γκερντ Κίσε της Ρόστοκ που το κόμμα υπολόγιζε να στείλει για ενίσχυση στην Ντιναμό Βερολίνου.
Τη λύση τη βρήκε ο ομοσπονδιακός τεχνικός Γκέοργκ Μπούσχνερ, ο οποίος έπεισε τον Χόνεκερ για την αναγκαιότητα να παραμένουν μερικοί παίκτες στις μικρές ομάδες για να υπάρχει ανταγωνισμός!
Η «Στάζι», πάντως, είχε αναλάβει τον δικό της ελεγκτικό ρόλο σε αυτό που λεγόταν «ποδοσφαιρικός ανταγωνισμός». Υπήρχαν κρυφοί πράκτορες σε κάθε σωματείο, που ονομάζονταν Informelle Mitarbeiter και των οποίων ο επίσημος ρόλος ήταν αυτός του… ρουφιάνου. Ό,τι έπεφτε στην αντίληψη τους έπρεπε να αναφέρεται αμέσως.
Η ιστορία του Γκερντ Βέμπερ είναι χαρακτηριστική μίας εποχής πολύ κοντινής αλλά συνάμα τόσο μακρινής. Αγωνιζόταν στην Ντιναμό Δρέσδης και επίσημα ήταν «πληροφοριοδότης». Όταν το 1980 η Δρέσδη πήγε στο Ενσχέντε της Ολλανδίας για ματς του Κυπέλλου UEFA με την Τβέντε, πριν από τη σέντρα τον πλησίασε άνθρωπος της Κολωνίας και πρότεινε συμβόλαια σε αυτόν αλλά και στους συμπαίκτες του Ματίας Μίλερ και Πέτερ Κότε. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραμείνουν ζητώντας άσυλο.
Ο Βέμπερ έπρεπε κανονικά να μεταφέρει την κουβέντα και στους άλλους και να τους «καρφώσει» αν είχαν στο μυαλό τους να αποστατήσουν. Ζήτησαν χρόνο και επιστρέφοντας στη Δρέσδη, ο Βέμπερ μίλησε στους υπόλοιπους που όμως δεν έμοιαζαν διατεθειμένοι να φύγουν.
Τον Βέμπερ τον βασάνιζε η ιδέα και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να αλλάξει τη ζωή του. Δεν πρόλαβε ποτέ, αφού τον συνέλαβαν μαζί με τους Κότε, Μίλερ και άλλα 3 άτομα τη νύχτα της 27ης Ιανουαρίου του 1981, μία μέρα προτού δοκιμάσει να διαφύγει!
Ποιος όμως ήταν αυτός που τον «κάρφωσε»; Όσο καιρό έμεινε στην φυλακή, περίπου για 16 μήνες, βασάνισε το μυαλό του αλλά δεν έβγαζε άκρη. Όταν έπεσε το καθεστώς Χόνεκερ και οι φάκελοι της “Στάζι” ήρθαν στη δημοσιότητα, ο Βέμπερ ανακάλυψε πως ο άνθρωπος που τον είχε καταδώσει ήταν η… κοπέλα του!
Σε εκείνη είχε πει τα πάντα, αλλά του είχε ξεφύγει της προσοχής πως τη γνώρισε λίγες μέρες αφότου στρατολογήθηκε από τη μυστική αστυνομία! Και η κοπέλα (που φυσικά ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της “Στάζι”) ξαφνικά βρέθηκε στη ζωή του ώστε να τον διπλοτσεκάρουν!
Το πρωτάθλημα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας ο Χόνεκερ και η “Στάζι” το ήθελαν να είναι μόνιμα κούρσα για ένα άλογο. Ό,τι και να έκαναν οι υπόλοιποι, η Ντιναμό Βερολίνου ήταν συνεχώς ευνοημένη.
Έπειτα από τη δεκαετία της Φόρβερτς που ήταν εκείνη του 1960, στα 1970s’, η Ντιναμό Δρέσδης με 5 τίτλους και το Μαγδεμβούργο με 3 μπόρεσαν να ανατρέψουν για λίγο τις ισορροπίες. Η Δρέσδη είχε άλλωστε πάντα φανατικό κοινό με 25.000 κόσμο βρέξει-χιονίσει στις εξέδρες, σε αντίθεση με τους 10.000 που με τη βία μάζευε η Ντιναμό Βερολίνου.
Εκείνο που πλήρωσε μετά το 1989 ήταν η αμαρτωλή της σχέση με το καθεστώς και κατρακύλησε κατηγορίες. Δέκα χρόνια μετά, το 1999, μπόρεσε να ορθοποδήσει αγωνιζόμενη στην 3η κατηγορία του ενωμένου γερμανικού Πρωταθλήματος.
Έχοντας μετονομαστεί σε Φ.Κ. Βερολίνου διατηρούσε έναν πυρήνα σκληρών οπαδών που απαίτησαν τότε να επανέλθει το αρχικό της όνομα. Η νοσταλγία για την ομάδα των 80s’ σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη δυσφορία των πολιτών της πρώην ανατολικής πλευράς για την αντιμετώπιση τους από την κυβέρνηση, δυνάμωσε τα τελευταία χρόνια την Ντιναμό Βερολίνου, με τη διαφορά πως η «Στάζι» δεν υπάρχει πια για να τη βοηθήσει…”.
*Το κομμάτι είναι απόσπασμα από το βιβλίο best seller του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδι χωρίς όρια» που κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Τόπος.