Ο Τζιουζέπε Μπέργκομι υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Ιταλούς αμυντικούς όλων των εποχών και ορισμός της «σημαίας» για την Ίντερ. Το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα πραγματοποιήθηκε τη σεζόν 1979-1980 και σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1998-1999, χωρίς να έχει φορέσει τη φανέλα άλλου συλλόγου στο μεσοδιάστημα.
Μέχρι να τον ξεπεράσει ο Χαβιέρ Σανέτι, κατείχε όλα τα ρεκόρ συμμετοχών των «νερατζούρι», ενώ άφησε το στίγμα του και στην εθνική Ιταλίας, με την οποία στέφθηκε πρωταθλητής κόσμου το 1982.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του ήταν η ηλικία στην οποία βρέθηκε στην ελίτ του ποδοσφαίρου, αφού έκανε ντεμπούτο με το που έκλεισε τα 16 και κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στα 18 του. Όλα αυτά, παρότι κανείς δεν πίστευε ότι ήταν τόσο μικρός, με συνέπεια να του «κολλήσουν» το παρατσούκλι «θείος».
Το Sport-Retro.gr θυμάται την… παρεξήγηση με τον Μπέργκομι, ενός παίκτη που «έκοψε» η Μίλαν, ανήμερα του αποχαιρετιστήριου αγώνα του, στις 11 Οκτωβρίου 1999.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ιταλία
Η Μίλαν τον απέρριψε λόγω υγείας
Γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 22 Δεκεμβρίου 1963 και από μικρός υποστήριζε τη Μίλαν, αφού δεν πρόλαβε τα δύο σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών της Ίντερ του Ελένιο Ερέρα! Όταν το 1974 ένας άνθρωπος των «ροσονέρι» ονόματι Τρέτσι, εντόπισε το ταλέντο του, τον κάλεσε να δοκιμαστεί στον σύλλογο.
Οι άνθρωποι της Μίλαν ήταν κατενθουσιασμένοι από το αγωνιστικό κομμάτι, ωστόσο απογοητεύτηκαν από τις ιατρικές εξετάσεις του 11χρονου. Ο Μπέργκομι είχε ρευματοειδείς παράγοντες στον οργανισμό του, στους οποίους οφείλεται το 80% των περιπτώσεων ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Η Μίλαν δεν πήρε το ρίσκο κι έστειλε τον Μπέργκομι πίσω στο σπίτι του. Εκείνος δεν το έβαλε κάτω και εντάχθηκε στην ομάδα της γειτονιάς του, τη Σετάλα. Γρήγορα έδειξε ότι μπορούσε να παίξει κανονικά ποδόσφαιρο και να υποβάλει σε ένταση τον οργανισμό του. Μάλιστα, δίνοντας την απάντησή του στους γιατρούς της Μίλαν και στο «απαγορευτικό» τους, έπαιζε ταυτόχρονα σε δύο κατηγορίες: τα Σάββατα στους παμπαίδες και τις Κυριακές στους παίδες!
Ο ρόλος του στις ομάδες τυπικά ήταν δεξί μπακ ή φουλ μπακ, ωστόσο συνήθως αγωνιζόταν χωρίς… λάσο κι έπαιζε περισσότερο ως εξτρέμ. Γι’ αυτό την πρώτη χρονιά σημείωσε 24 γκολ και τη δεύτερη 30.
Ο Ματσόλα βρήκε τον διάδοχό του στην Ίντερ
Η φήμη του επεκτάθηκε και το 1977, σε ηλικία 13 ετών, αποτελούσε στόχο (ξανά) της Μίλαν, της Γιουβέντους και της Ίντερ. Στους «νερατζούρι» τον είχε προτείνει ο Τζιουζέπε Μπούσι, έμπιστος του Σάντρο Ματσόλα, με τον τελευταίο να έχει μόλις ολοκληρώσει τη 17ετή θητεία του στην Ίντερ ως ποδοσφαιριστής και capitano και να αναλαμβάνει διευθυντικό ρόλο.
«Επέλεξα την Ίντερ επειδή μου άρεσε το προπονητικό κέντρο, την ήθελα περισσότερο, μου συμπεριφέρθηκε καλύτερα. Τη στιγμή που μπαίνεις στον αγωνιστικό χώρο, όλα γύρω σου εξαφανίζονται. Υποστηρίζεις την ομάδα στην οποία αγωνίζεσαι. Αν παίζεις για την Ίντερ, υποστηρίζεις την Ίντερ και αν αλλάξεις ομάδα, είσαι οπαδός της επόμενης ομάδας. Όταν σταματήσεις να αγωνίζεσαι, δεν έχεις πλέον το πάθος που είχες ως αγόρι, επειδή ήδη έζησες τα πάντα», δήλωνε το 2014 γι’ αυτήν την επιλογή.
Η Ίντερ έκανε μία συμφέρουσα προσφορά στους ανθρώπους της Σετάλα, αφού προσέφερε 3.000.000 λιρέτες άμεσα και δύο δόσεις των 5.000.000 λιρετών έκαστη, εφόσον ο Μπέργκομι ανέβαινε από τα τμήματα υποδομής του συλλόγου. Το έκανε πολύ πιο σύντομα από όσο υπολόγιζαν οι «νερατζούρι»…
Δεν τον άφηναν να παίξει χωρίς ταυτότητα
Ίσως και όχι, τουλάχιστον για τους αντιπάλους του στα πρωταθλήματα υποδομής, που ποτέ δεν πίστεψαν ότι ήταν τόσο μικρός στην ηλικία, όσο… ισχυρίζονταν οι άνθρωποι της Ίντερ.
«Το σοκαριστικό με αυτό το παιδί ήταν πως δεν επρόκειτο για παιδί. Τον βρήκα όταν ήταν 14 ετών και σας διαβεβαιώ ότι κάθε Κυριακή στο πρωτάθλημα, περνούσα μισή ώρα για να πείθω τους υπευθύνους των αντιπάλων ότι το νο6 μας ήταν όντως μαθητής. Κανείς δεν με πίστευε, ακόμα κι όταν τους έδειχνα το δελτίο του Μπέπε. Οι συμπαίκτες του δεν χρειαζόταν καν να φέρνουν τις ταυτότητές τους στο γήπεδο, όμως αν εκείνος δεν είχε μαζί του, δεν τον άφηναν να αγωνιστεί», θυμάται ο τότε προπονητής του, Αρκάντιο Βεντούρι.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το παχύ μουστάκι που είχε από μικρή ηλικία ο Μπέργκομι. Σε συνδυασμό με τα σμιχτά φρύδια, το πρόσωπο του Ιταλού αμυντικού δεν θύμιζε παιδί σε προεφηβική και εφηβική ηλικία. Κανένας αντίπαλος δεν θα είχε πρόβλημα, πάντως, αν ο Μπέργκομι δεν ήταν τόσο καλός ποδοσφαιριστής, με αποτέλεσμα να προκαλεί και αγωνιστικά προβλήματα στις ομάδες που έπαιζαν κόντρα στην Ίντερ.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Εουτζένιο Μπερζελίνι, ο τεχνικός που οδήγησε την Ίντερ στο κύπελλο του 1977-1978, δεν είχε πρόβλημα να χρησιμοποιήσει τον Μπέργκομι στον ίδιο θεσμό, σε αγώνα κόντρα στη Γιουβέντους. Σε ηλικία 16 ετών και ενός μήνα, στις 30 Ιανουαρίου 1980, ο Μπέργκομι έκανε ντεμπούτο με τη φανέλα της Ίντερ, βοηθώντας στη διατήρηση του 0-0 στο «Ντέλε Άλπι», έστω κι αν αυτό το αποτέλεσμα απέκλειε την ομάδα του (είχε χάσει 1-2 στο Μιλάνο).
Βασικός και μοιραίος στα 17 του
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1980, κι ενώ η Ίντερ είχε στεφθεί πρωταθλήτρια Ιταλίας το 1979-1980, ο Μπέργκομι κλήθηκε στις «μικρές» εθνικές Ιταλίας για ένα τουρνουά στο Μόντε Κάρλο. Η ιταλική εθνική ομάδα κατέκτησε το τρόπαιο, με ρόστερ στο οποίο ανήκαν παίκτες όπως ο Αλμπέριγκο Εβάνι και ο Τζιουζέπε Γκαλντερίζι.
Ο Μπερζελίνι σημείωσε τη θετική παρουσία του Μπέργκομι στο τουρνουά και στις 22 Φεβρουαρίου 1981 του έδωσε ντεμπούτο και στο πρωτάθλημα, σε αγώνα κόντρα στην Κόμο, όπου πήρε τη θέση του Γκαμπριέλε Οριάλι.
«Το βράδυ του Σαββάτου, ο Νατσαρένο Κανούτι είχε κρίση σκωληκοειδίτιδας. Όταν άρχισε ο αγώνας με την Κόμο, ο Πιέτρο Βιέρκοβοντ βγάζει νοκ άουτ τον Οριάλο με χτύπημα στο γόνατο. Ο Μπερζελίνι σηκώνει τον Φράνκο Πανκέρι για ζέσταμα, μετά εμένα και στο τέλος μπήκα εγώ. Έτσι άρχισε η ιστορία μου με την Ίντερ, ένα μεγάλο φιλμ, μια ζωή».
Δέκα ημέρες αργότερα, ο Μπέργκομι έκανε ντεμπούτο και στις διεθνείς διοργανώσεις, σε αγώνα κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα στο Σαν Σίρο για τον πρώτο προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Η Ίντερ αναδείχθηκε ισόπαλη 1-1 με τους Σέρβους, αλλά ξανά με βασικό τον Μπέργκομι, πήρε τη νίκη στο Βελιγράδι με 1-0, απέναντι σε μία ομάδα που αγωνιζόταν ο μετέπειτα επιθετικός του Ολυμπιακού, Μίλος Σέστιτς, και ο μετέπειτα μέσος του ΟΦΗ και της ΑΕΚ, Ράικο Γιάνγιανιν.
Παρότι ήταν μόλις 17 ετών και λίγων μηνών, ο Μπέργκομι δεν ξαναβγήκε από την ενδεκάδα της Ίντερ εκείνη τη σεζόν, με συνέπεια να αγωνιστεί και στους δύο ημιτελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στη Ρεάλ Μαδρίτης. Οι «νερατζούρι» ηττήθηκαν 0-2 στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου», ωστόσο πήραν προβάδισμα στο 57′ της ρεβάνς με τον Γκρατσιάνο Μπίνι και πίστεψαν στην ανατροπή. Στα τελευταία λεπτά, ο Μπέργκομι είχε μία πολύ καλή στιγμή για να γράψει το 2-0 και να στείλει τον αγώνα στην παράταση, όμως αστόχησε και η Ίντερ δεν κατάφερε να φτάσει στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης για πρώτη φορά από το 1971-1972 και την περίφημη αναμέτρηση με την Γκλάντμπαχ.
Έχασε τον πατέρα του όταν ήταν στην εθνική
Μπορεί να μην είχε ενηλικιωθεί ακόμα, όμως από την αρχή της σεζόν 1981-1982 λογιζόταν βασικός στην Ίντερ. Οι εμφανίσεις του ενεργοποίησαν τον ομοσπονδιακό τεχνικό, Έντσο Μπεαρτσότ, ο οποίος του έδωσε ντεμπούτο με την αντρική ομάδα στις 14 Απριλίου 1982, σε φιλικό με αντίπαλο την Ανατολική Γερμανία, όπου η «σκουάντρα ατζούρα» ηττήθηκε με 0-1.
Ο αγώνας διεξήχθη στη Λειψία, μία πόλη που είχε χαραχθεί με τον χειρότερο τρόπο στη μνήμη του νεαρού Μπέργκομι, όχι για το τελικό αποτέλεσμα, αλλά για ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε από το Μιλάνο δύο χρόνια νωρίτερα. Ήταν η μητέρα του, Φράνκα, για να τον ενημερώσει για την εξέλιξη της υγείας του πατέρα του, ο οποίος είχε υποβληθεί σε μία επέμβαση.
«Βρισκόταν εκεί με τις μικρές εθνικές Ιταλίας. Μου τηλεφώνησε μόλις έφτασε. ‘Μαμά, πώς ήταν η επέμβαση;’ ‘Καλά, καλά, μην ανησυχείς. Οι γιατροί είπαν ότι όλα κυλούν στη σωστή κατεύθυνση’. Μετά από μερικές ώρες, ο σύζυγός μου, Τζιοβάνι, πέθανε. Και έπρεπε να καλέσουμε τον Μπέπε για να έρθει αμέσως πίσω στο σπίτι. Ο Μπέπε αντέδρασε, αψηφώντας την απώλεια του πατέρα του. Όμως μέσα του υπέφερε πολύ. Ποτέ δεν μιλάει για τον πατέρα του, δεν θέλει να ακούει γι’ αυτό. Ξέρω γιατί. Συγκινείται. Ο Τζιοβάνι ήταν πολύ δεμένος με τα παιδιά του», εξηγεί ο Φράνκα Μπέργκομι.
«Ως άνθρωπος, νομίζω ότι ωρίμασα σταδιακά. Ποτέ δεν ήμουν νεαρός άντρας, δεν είχα τον χρόνο. Ήμουν 16 όταν πέθανε ο πατέρας μου. Το ποδόσφαιρο έγινε άμεσα το μέλλον μου. Κάθε φορά που σκέφτομαι τον πατέρα μου, μετανιώνω μόνο που δεν κατάφερε να με δει παγκόσμιο πρωταθλητή. Όμως στα 16, ποιος θα το φανταζόταν;», εξηγεί ο ίδιος ο Μπέργκομι.
«Μου φαίνεσαι σαν ένας θείος μου»
Μετά από μία σεζόν που αγωνίστηκε 2.160 λεπτά στο πρωτάθλημα με τη φανέλα της Ίντερ και ακόμα 885 στο κύπελλο, από τη στιγμή που είχε δοκιμαστεί και στην εθνική ομάδα, δεν υπήρχε λόγος ο Μπεαρτσότ να τον αφήσει πίσω, όταν επέλεγε την 22άδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας.
Ο Μπέργκομι ήταν το νεαρότερο μέλος της ιταλικής αποστολής, ωστόσο ήδη είχε αποκτήσει ένα… περίεργο παρατσούκλι. Γι’ αυτό είχε φροντίσει ο συμπαίκτης του στην Ίντερ αλλά και στην εθνική ομάδα, Τζιαμπιέρο Μαρίνι, ο οποίος δεν μπορούσε να συνηθίσει στην ιδέα ότι ο μυστακοφόρος Μπέργκομι με τα σγουρά μαλλιά ήταν… έφηβος.
«Τι; Δηλαδή είσαι αλήθεια 17; Μου φαίνεσαι σαν ένας θείος μου», του είπε ο διεθνής μέσος και το παρατσούκλι «zio» συνόδευσε τον Μπέργκομι στα επόμενα 20 χρόνια καριέρας του ως ποδοσφαιριστής.
Ενδεκάδα στο πιο κρίσιμο παιχνίδι
Ο 18χρονος Μπέργκομι ήταν αναπληρωματικός του Κλάουντιο Τζεντίλε στην πρώτη φάση των ομίλων του θεσμού. Η Ιταλία δεν έπεισε για τις δυνατότητές της, παρότι προκρίθηκε με τρεις ισοπαλίες. Στον πρώτο αγώνα του νέου ομίλου, απέναντι στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Αργεντινή του Μάριο Κέμπες και του Ντιέγκο Μαραντόνα, η «σκουάντρα ατζούρα» νίκησε με 2-1, ωστόσο και πάλι ο Μπέργκομι έμεινε στον πάγκο.
Η ευκαιρία τού δόθηκε στο πιο κομβικό παιχνίδι, σε αυτό που θα έκρινε την πρόκριση στα ημιτελικά. Ο Πάολο Ρόσι είχε… αφυπνιστεί και ήδη είχε σκοράρει δις απέναντι στη Βραζιλία, η οποία είχε ισοφαρίσει προσωρινά με τον Σόκρατες. Στο 34ο λεπτό, ο κεντρικός αμυντικός της Μίλαν που από εκείνο το καλοκαίρι θα γινόταν συμπαίκτης του Μπέργκομι στην Ίντερ, Φούλβιο Κολοβάτι, τραυματίστηκε και δεν μπορούσε να συνεχίσει στον αγώνα.
Ο Μπεαρτσότ είχε τις επιλογές του Φράνκο Μπαρέζι, που παρότι είχε στεφθεί πρωταθλητής με τη Μίλαν και είχε φορέσει το περιβραχιόνιό της, δεν είχε ακόμα διεθνή συμμετοχή, του Βιέρκοβοντ με μόλις δύο διεθνείς συμμετοχές, και του Μπέργκομι με μία διεθνή συμμετοχή. Επέλεξε τον 18χρονο, μετατοπίζοντας τον Τζεντίλε στα στόπερ. Δικαιώθηκε, αφού η Ιταλία επικράτησε με 3-2 του φαβορί για το τρόπαιο λόγω του jogo bonito της και προκρίθηκε στα ημιτελικά, όπου αντιμετώπισε την Πολωνία.
Εξουδετέρωσε τον καλύτερο παίκτη του κόσμου
Αυτήν τη φορά, ο Μπέργκομι βρισκόταν στην αρχική ενδεκάδα, με τον Τζεντίλε να μένει στον πάγκο. Ο 18χρονος αγωνίστηκε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, που έληξε με νίκη 2-0 της «σκουάντρα ατζούρα» χάρη σε ακόμα δύο γκολ του Ρόσι. Στον τελικό, απέναντι στην πανίσχυρη Δυτική Γερμανία, η επιστροφή του Τζεντίλε στην ενδεκάδα ήταν μονόδρομος για τον Μπεαρτσότ, όχι όμως εις βάρος του Μπέργκομι.
Ο εκ των MVP της Ιταλίας στο τουρνουά, Τζιανκάρλο Αντονιόνι, τραυματίστηκε και αντικαταστάθηκε στο 1ο ημίχρονο του ημιτελικού και δεν ήταν έτοιμος για τον τελικό. Ο Μπεαρτσότ αφαίρεσε έναν παίκτη από μπροστά και παρέταξε άμυνα με πέντε ποδοσφαιριστές και τον Μπέργκομι στα δεξιά. Χαρακτηριστικό εκείνης της αμυντικής γραμμής της Ιταλίας ήταν πως οι τέσσερις από τους πέντε αμυντικούς (Αντόνιο Καμπρίνι, Γκαετάνο Σιρέα, Κολοβάτι, Τζεντίλε) είχαν σχεδόν 200 διεθνείς συμμετοχές (ο Μπέργκομι αγωνιζόταν μόλις για 4η φορά), ενώ ο Ντίνο Τζοφ είχε φτάσει τις 106.
Ο Μπέργκομι ουσιαστικά έπρεπε να μαρκάρει man to man τον κάτοχο της «Χρυσής Μπάλας» τα προηγούμενα δύο χρόνια, Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε! Ο νεαρός τα πήγε περίφημα στο μαρκάρισμα του (τραυματία) επιθετικού της Μπάγερν, που βγήκε αλλαγή στο 70′ κι ενώ το σκορ ήταν 2-0 υπέρ των Ιταλών. Το τελικό 3-1 έχρισε παγκόσμιο πρωταθλητή έναν 18χρονο, ένα παιδί θαύμα του ποδοσφαίρου της Ιταλίας και όχι μόνο!
Τον έδιωξαν από την εθνική ομάδα
Ο Μπέργκομι εξελίχθηκε σε τοτέμ της Ίντερ και της εθνικής Ιταλίας. Βασικός και αναντικατάστατος στα δεξιά, ωστόσο αγωνίστηκε αρκετές φορές και ως στόπερ. Παρότι ξύρισε το μουστάκι του και κούρεψε αρκετά το μαλλί του, σε σημείο να μοιάζει πιο… νεαρός από τον καιρό που απέκτησε το παρατσούκλι «θείος», δεν έχασε τις δυνάμεις του.
Χαμηλών τόνων άνθρωπος, κέρδισε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων της Ίντερ, παρότι ορισμένες φορές ξεσπούσε αναίτια. Αποβλήθηκε για έντονες διαμαρτυρίες σε έναν βοηθό και για μία γροθιά στον Μάρκο Πατσιόνε της Βερόνα που μετέδωσε η τηλεόραση, αν και προσπαθούσε να δικαιολογήσει και τις δύο περιπτώσεις.
Μία τέτοια αποβολή του στοίχισε αρκετά μερικά χρόνια αργότερα. Ήταν 5 Ιουνίου 1991, με την Ιταλία να έχει αποτύχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργάνωσε να επαναλάβει τον θρίαμβο του 1982. Η χώρα του αντιμετώπιζε στο Όσλο τη Νορβηγία για έναν κρίσιμο προκριματικό του Euro 1992. Η ήττα 1-2 κόστισε στη «σκουάντρα ατζούρα» και δίχως καθαρό μυαλό, ο Μπέργκομι χαστούκισε έναν αντίπαλο στα τελευταία λεπτά και αποβλήθηκε μόλις για πρώτη φορά με το εθνόσημο στο στήθος, παρότι είχε ήδη 76 διεθνείς συμμετοχές.
«Ήταν ένα χαστούκι σε έναν αντίπαλο που επιχείρησε να μου επιτεθεί. Δεν είναι τόσο σοβαρό πράγμα όσο θέλουν να πιστεύουν κάποιοι. Πάντα ψάχνεις για τα άσχημα, δεν κοιτάς τα καλά. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι έπαιξα για 70 παιχνίδια στην εθνική ομάδα και είχα μόλις μία αποβολή. Αυτά πλέον δεν μετρούν στην καριέρα ενός ποδοσφαιριστή;», διερωτήθηκε.
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Ιταλίας από το 1986, Ατζέλιο Βιτσίνι, προσπαθούσε να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στη θέση του και κατά συνέπεια, όταν ήρθε η εντολή άνωθεν, έπρεπε απλά να υπακούσει. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας, Αντόνιο Ματαρέζε, επέλεξε τον σκληρό δρόμο της πειθαρχίας, κρίνοντας ότι η ενέργεια του Μπέργκομι ήταν ατιμωτική για τη χώρα. Μπορεί ο Βιτσίνι να τον χρησιμοποίησε στο φιλικό τουρνουά Scania κόντρα στη Δανία μία εβδομάδα αργότερα, ωστόσο όταν ήρθε η τιμωρία των έξι αγωνιστικών, ο Μπέργκομι ουσιαστικά τέθηκε εκτός εθνικής ομάδας.
Η ομοσπονδία ήταν εμφανώς απέναντί του και δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψει όταν θα έληγε η ποινή. Το παράδειγμα του Τζιανλούκα Βιάλι του έδωσε να το καταλάβει. Ο επιθετικός της Σαμπντόρια είχε χτυπήσει αντίπαλο με γροθιά σε αγώνα κόντρα στη Βουλγαρία λίγο καιρό αργότερα και ο Ματαρέζε διοργάνωσε φιλικό κόντρα στο Σαν Μαρίνο, ώστε ο Βιάλι να εκτίσει ανώδυνα τουλάχιστον τη μία από τις αγωνιστικές της δικής του ποινής.
Όταν, δε, απομακρύνθηκε ο Βιτσίνι και ανέλαβε ο Αρίγκο Σάκι, ο Μπέργκομι δεν βρισκόταν στα πλάνα για την εθνική ομάδα και ουσιαστικά ήταν παλαίμαχος από τα 28 του για τη «σκουάντρα ατζούρα».
Επέστρεψε για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας
Όταν πια έγινε βετεράνος και για την Ίντερ, έχοντας πατήσει τα 34, και μετά από την κατάκτηση του τρίτου Κυπέλλου UEFA με τους «νερατζούρι», κλήθηκε ξανά στην εθνική ομάδα, στην αποστολή του Τσέζαρε Μαλντίνι για το Παγκόσμιο Κύπελλο 1998. Αν και άρχισε στο τουρνουά ως αναπληρωματικός, ο τραυματισμός του Αλεσάντρο Νέστα στο τελευταίο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, έβαλε τον Μπέργκομι στην τετράδα της άμυνας, μαζί με τους Πάολο Μαλντίνι, Αλεσάντρο Κοστακούρτα και Φάμπιο Καναβάρο.
Η Ιταλία έφτασε στα προημιτελικά, όπου αποκλείστηκε στα πέναλτι από τη Γαλλία, με τον Μπέργκομι να κάνει την 81η και τελευταία διεθνή συμμετοχή του (έχει και 6 γκολ). Έναν χρόνο αργότερα, σε μία ταραγμένη σεζόν με την Ίντερ, του Ρονάλντο και ακολούθως του Γρηγόρη Γεωργάτου, με αλλαγή τεσσάρων προπονητών, ήρθε και το τέλος του στους «νερατζούρι». Μετά από 20 χρόνια και 719 εμφανίσεις (33 γκολ) στην πρώτη ομάδα, ο Μπέργκομι είπε «αντίο» στα γήπεδα.
Στις 11 Οκτωβρίου 1999 επέστρεψε μόνο για έναν αγώνα, τον αποχαιρετιστήριό του, στον οποίο συμμετείχε μεταξύ άλλων ο Ρονάλντο, ο Αντρέας Μπρέμε, ο Βάλτερ Τζένγκα. Στο τέλος του παιχνιδιού, όλο το «Τζιουζέπε Μεάτσα» σηκώθηκε στο πόδι και αποθέωσε τον αγαπημένο… θείο του.