Ενενήντα ένα χρόνια μπασκετικής ιστορίας. Τόσα συμπληρώνονται εφέτος από την πρωτοβουλία του Αλέκου Αλεξιάδη να δώσει υπόσταση στο τμήμα μπάσκετ του ΠΑΟΚ, μια διετία μετά την ίδρυση του συλλόγου.
Από τότε μεσολάβησαν 31 έως την κατάκτηση του πρώτου τίτλου (πρωτάθλημα 1959) κι εν συνεχεία άλλα 40 μέχρι τον πιο πρόσφατο από τους 7 που έχει πανηγυρίσει ο «δικέφαλος».
Ήταν 31 Ιανουαρίου 1999, όταν σ’ ένα αφιλόξενο έδαφος, πότε γούρικο και πότε γρουσούζικο, όπως το φαληρικό ΣΕΦ, ο ΠΑΟΚ έφτανε τα 3 κύπελλα της ιστορίας του, ντουμπλάροντας τις σχετικές επιτυχίες στη λαμπρότερη 10ετία της μακράς διαδρομής του.
Ο Στογιάκοβιτς είχε εγκατασταθεί στο Σακραμέντο. Ο Μπάνε Πρέλεβιτς ήταν αντίπαλος. Το τεχνικό δίδυμο των πρωτάρηδων Φλεβαράκη – Σφαιρόπουλου άμαθο. Ο τελικός σε εχθρικό έδαφος. Κόντρα στις συνθήκες όμως, ο ΠΑΟΚ αναδείχθηκε Κυπελλούχος Ελλάδας για 3η φορά στην ιστορία του.
Το τελευταίο κύπελλο του ΠΑΟΚ είχε… βασιλικό αίμα
Ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές εκείνης της επιτυχίας ήταν ο Γιώργος Μπαλογιάννης. Με 16 πόντους (4/5 τρίποντα) στον τελικό απέναντι στην ΑΕΚ υπήρξε άξιος συμπαραστάτης του Φράνκι Κινγκ (21 π.) αλλά και του MVP Γουόλτερ Μπέρι (19 π.).
Ο αρχηγός του ΠΑΟΚ σε εκείνη την τελευταία μεγάλη επιτυχία της ομάδας μεταγράφηκε το καλοκαίρι του 2000 στον Παναθηναϊκό και προσέθεσε 2 πρωταθλήματα Ελλάδας, 1 κύπελλο καθώς και 1 Euroleague.
Είχε ήδη κατακτήσει 2 κύπελλα Ελλάδας και 1 Κύπελλο Korać από το 1992 ως το 2000 που αγωνιζόταν στον σύλλογο της Θεσσαλονίκης.
Με αφορμή τον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας μπάσκετ, όπου ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκός τίθενται αντιμέτωποι για πρώτη φορά από το 1982, το Sport-Retro.gr μίλησε με τον Γιώργο Μπαλογιάννη, προπονητή σήμερα στην ομάδα της γενέτειράς του, τον Αστέρα Σίνδου.
***
Τελικός κυπέλλου την Κυριακή στη σκιά των γεγονότων του ημιτελικού των «αιωνίων». Έχεις κάποιο σχόλιο για όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες στο χώρο του μπάσκετ;
«Γενικά παρακολουθώ το ελληνικό μπάσκετ και η αίσθηση μου είναι ότι καταστάσεις σαν αυτές που συνέβησαν στο ΟΑΚΑ ανήκουν στο μακρινό παρελθόν και δεν γίνεται να συμβαίνουν σήμερα. Πάνε το άθλημα πίσω και δεν αξίζει κάτι τέτοιο στο μπάσκετ, το οποίο έχει προσφέρει μεγάλες στιγμές στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την επαρχία και όλη την Ελλάδα γενικά. Όπως είπε και ο κ. Ρικ Πιτίνο, δεν αξίζει να το πατάμε το άθλημα. Ας σταματήσουν να το πυροβολούν όσοι ασχολούνται με αυτό».
Πιστεύεις οδεύουμε σε μία ποδοσφαιροποίηση στις συμπεριφορές όσων εμπλέκονται με το άθλημα; Αν φυσικά είναι δόκιμος αυτός ο όρος.
«Δεν θέλω να το πω έτσι. Πάντα υπήρχαν προβληματικές συμπεριφορές που κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά. Όσον αφορά στο κομμάτι των φιλάθλων δεν θα μπορούσε σήμερα να είναι αλλιώς τα πράγματα και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το μπάσκετ, αλλά γενικότερα με την παρουσία τους στα γήπεδα. Οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων έτσι κι αλλιώς έχουν χειροτερέψει στις μέρες μας και αυτό δεν θα μπορούσε να μην φαίνεται και στη συμπεριφορά τους στο γήπεδο. Αυτό φυσικά επηρεάζει και τη συμπεριφορά όσων εμπλέκονται με το μπάσκετ από όλα τα πόστα».
Ο τελικός πάντως είναι ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός. Όσο έχεις παρακολουθήσει τον ΠΑΟΚ βλέπεις κάποια ομοιότητα με εκείνη την ομάδα του 1999;
«Άλλες εποχές, άλλες καταστάσεις και φυσικά άλλο μπάσκετ παιζόταν τότε και τώρα. Αν υπάρχει μία ομοιότητα νομίζω πως αυτή είναι η πίστη που φαίνεται να διακατέχει αυτήν τη φετινή ομάδα του ΠΑΟΚ. Είναι πάντως μία μεγάλη πρόκληση για τον σύλλογο να κατακτήσει έναν τίτλο μετά από τόσα χρόνια και πιστεύω ότι το καταλαβαίνουν πολύ καλά οι Έλληνες παίκτες. Πρέπει να το μεταδώσουν και στους ξένους όσο πιο ψυχροί επαγγελματίες και να είναι».
Η συμβουλή στον Ίβκοβιτς, η ταβέρνα του Ωρωπού και τα ντέρμπι ΠΑΟΚ-Άρης. Ο Νίκος Μπουντούρης στο Sport-Retro.gr
Να ρωτήσω ποια είναι η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τότε;
«Θεωρώ πως η μεγάλη διαφορά, πλην του γεγονότος ότι έχει ανοίξει παραπάνω η διαφορά δυναμικότητας μεταξύ Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού και υπολοίπων, είναι ο τρόπος διεξαγωγής όσον αφορά στο Κύπελλο Ελλάδος. Τώρα παίζεις κάθε ένα ματς ξεχωριστά και φτάνεις σε έναν τελικό για τον οποίο έχεις 4-5 μέρες να προετοιμαστείς, να σκεφτείς ή και να έχει απώλειες από τραυματισμούς ή ασθένειες, γιατί και οι αθλητές άνθρωποι είναι. Τότε υπήρχε το Final 4, το οποίο δεν συγκρίνεται».
Τι διαφορετικό είχε το Final 4 και πόσο θεωρείς ότι λείπει ως μορφή διεξαγωγής;
«Δεν προλάβαινες να σκεφτείς τι είχες πετύχει και ερχόταν την επόμενη μέρα ένας τελικός. Φυσικά αυτό έχει το κακό ότι δεν είχες χρόνο να προετοιμαστείς, αλλά από την άλλη μπορείς να πεις ότι ευνοούσε και το αουτσάιντερ που μπορεί να είχε οικοδομήσει μομέντουμ και ρυθμό από τον ημιτελικό.
Το Final 4 ήταν πιο απρόβλεπτο, ενώ είχε και τη μορφή γιορτής. Έκανες προπόνηση και έπαιζες τα ματς στο ίδιο γήπεδο με όλες τις ομάδες, είχε κόσμο από όλες τις ομάδες την ώρα που αγωνιζόσουν. Γενικά εγώ το προτιμώ ως τρόπο διεξαγωγής και θυμάμαι πόσο ωραία είχα περάσει σε όσα Final 4 αγωνίστηκα. Δεν ξέρω γιατί καταργήθηκε, αλλά πιστεύω ήταν λάθος».
Το Κύπελλο Korać του ΠΑΟΚ
Πώς θυμάσαι το Final 4 του 1999;
«Αρχικά και να ήθελα να το ξεχάσω δεν γίνεται, αφού δε μας άφηνε η ιστορία και ο κόσμος του ΠΑΟΚ. Όλοι θυμούνται εκείνο το τελευταίο κύπελλο οπότε αναπόφευκτα πας κι εσύ μαζί με αυτό».
Συμμετείχαν τρεις ομάδες από τη Θεσσαλονίκη (ΠΑΟΚ, Άρης, Ηρακλής) και γινόταν στο ΣΕΦ που παραδοσιακά δεν ήταν ιδιαίτερα φιλόξενο γήπεδο για κανέναν πλην του Ολυμπιακού. Αυτό πως επηρέαζε;
«Δεν συμμετείχε ο Ολυμπιακός τότε, αλλά μιας και το αναφέρεις είναι αλήθεια πως στο ΣΕΦ είχαμε…καλοπεράσει όποτε κατεβαίναμε. Ως παίκτης του ΠΑΟΚ, αλλά και του Παναθηναϊκού, θυμάμαι πολλά. Η επίθεση στο πούλμαν στη Συγγρού με τραυματίες τον Αλμπάνο και τον Καλαϊτζή, όταν κατεβήκαμε χωρίς κάλτσες και άλλα.
Το θέμα είναι ότι τότε εμείς δεν είχαμε διανοηθεί ποτέ να φύγουμε από το γήπεδο. Ήταν κομμάτι της προετοιμασίας μας για το ματς ότι θα αντιμετωπίζαμε κάτι τέτοιο και αυτό μπορούν να πουν φυσικά και τα παιδιά που έρχονταν να παίξουν αντίπαλοί μας στη Θεσσαλονίκη ή και στο ΟΑΚΑ.
Δεν υπήρχε τότε η λογική ότι η διοργανώτρια ή η διοίκηση θα μας προστατέψει, μπαίναμε και παίζαμε κανονικά ότι κι αν γινόταν. Δεν θεωρώ φυσιολογικό αυτό που γινόταν τότε, αλλά και αυτό που έγινε στο τελευταίο ντέρμπι αιωνίων μου προκάλεσε εντύπωση».
Πώς προετοιμαστήκατε για εκείνο το Final 4;
«Ήμασταν μία ομάδα με δεμένο ελληνικό κορμό, η οποία είχε χαρακτήρα και παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε από εξωαγωνιστικούς παράγοντες, είχαμε καταφέρει να βάλουμε στο κλίμα και τους πολύ καλούς ξένους που είχαμε. Ο Μπέρι, ο οποίος με όλες τις ιδιαιτερότητές του υπήρξε καταπληκτικός παίκτης, ο Φράνκι Κινγκ που ήταν ένα ‘παιδί’ εντός και εκτός γηπέδου, με εξωπραγματικές ικανότητες, ο Κολντεμπέλα που εκτελούσε με ακρίβεια τον ρόλο του στο γήπεδο…
Φυσικά χωρίς την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία από Γιάννη Σφαιρόπουλο και Κώστα Φλεβαράκη, οι οποίοι είχαν βρει τον τρόπο να μας εμπνεύσουν, τίποτα από αυτά δεν θα ήταν εφικτό. Εξάλλου, η καριέρα τους μέχρι σήμερα δείχνει πόσο σπουδαίος ήταν και ο ρόλος τους τότε».
Θρίαμβος επί του Άρη για αρχή. Όταν το παιχνίδι είχε πια κριθεί, βάλατε στόχο να εκτοξεύσετε τη διαφορά;
«Το ΠΑΟΚ–Άρης θα είναι πάντα ένα μεγάλο ντέρμπι. Ακόμα και 3 εναντίον 3 να παίζαμε, ντέρμπι θα ήταν. Παρ’ όλα αυτά δεν είχαμε ως ομάδα το χαρακτηριστικό του να ‘εξευτελίσουμε’ τον αντίπαλο. Οι 33 πόντοι σίγουρα είναι πολλοί, απλά έτσι μας πήγε το παιχνίδι. Σεβόμασταν τους συναθλητές μας, όμως, σε κάθε περίπτωση».
Το πρώτο μπασκετικό ντέρμπι ΠΑΟΚ-Άρης έληξε 14-12 και είχε διαιτητική σκιά!
Στον τελικό με την ΑΕΚ ήρθε άλλη μία άνετη επικράτηση, ενώ έκανες και ένα από τα καλύτερα ματς της καριέρας σου. Τι ειπώθηκε πριν από το ματς στα αποδυτήρια;
«Θυμάμαι να λέμε ότι είμαστε μία ανάσα μακριά από το κύπελλο και δεν γίνεται να το χάσουμε, ενώ ο κόουτς μας είπε ‘παιδιά έχουμε αφήσει μία δουλειά στη μέση’».
Θεωρείς ότι ήταν και η καλύτερη στιγμή της καριέρας σου;
«Η επικράτηση τότε μπορεί να φάνηκε εύκολη, ωστόσο να μην ξεχνάμε πως η ΑΕΚ, παρά τα αγωνιστικά προβλήματα που είχε, διέθετε φοβερό υλικό όπως αποδείχτηκε και από όσα πέτυχαν στη συνέχεια της καριέρας τους τα μέλη εκείνης της ομάδας.
Προσωπικά είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας μου, όμως υπάρχουν και ματς, τα οποία δεν έκριναν κάποιον τίτλο αλλά τα θυμάμαι πολύ έντονα. Όσον αφορά στη δική μου απόδοση, δεν θέλω να περιαυτολογήσω, ένιωθα καλά και πήρα τα σουτ, αλλά αν δεν ήταν ας πούμε τα ριμπάουντ του Γιαννούλη ή η ψυχραιμία του Κολντεμπέλα πώς θα σούταρα εγώ; Ήταν ομαδική προσπάθεια».
Πώς ήταν να είσαι αρχηγός του ΠΑΟΚ σε ένα τέτοιο ματς και να έχεις αντίπαλο τον Μπάνε Πρέλεβιτς;
«Το να είμαι αρχηγός δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο πέρα από το γεγονός ότι σήκωσα πρώτος το κύπελλο. Το να αντιμετωπίζω, όμως, τον Μπάνε ήταν το πιο δύσκολο εκείνης της αναμέτρησης. Υπήρξαμε χρόνια συμπαίκτες και ήμασταν αρκετά κοντά και εκτός γηπέδου.
Σκεφτόμουν μέρες πριν το πώς θα είναι να βρεθούμε αντιμέτωποι στον τελικό και τελικά συνέβη, αλλά μέσα στο γήπεδο τα ξεχνάς όλα και το ίδιο νομίζω πως έκανε και ο Μπάνε, ο οποίος εξάλλου υπήρξε τεράστιος παίκτης και είχε κληθεί να διαχειριστεί ακόμη πιο δύσκολες καταστάσεις από αυτήν στην καριέρα του».
Τελικά το κύπελλο ήρθε και γιορτάστηκε αναλόγως, ενώ επιστρέψατε με το τρένο την επόμενη μέρα μετά από ξεφάντωμα. Ισχύει ότι ο Φράνκι Κινγκ ήταν ο πιο «τρελός» εκείνης της ομάδας;
«Μετά από τέτοια ένταση λογικό είναι να υπάρχουν και ανάλογης έντασης πανηγυρισμοί και όλοι θα το γλεντήσουν. Άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο όπως ο Φράνκι. Τώρα ο πιο ‘τρελός’ κατ’ εμέ ήταν ο Γιάννης Γιαννούλης, ο οποίος υπήρξε σημείο αναφοράς τόσο στην πλάκα όσο και στην αποφόρτιση της ομάδας».
«Καλύτερα να είχες πεθάνει παρά να είχε γίνει αυτό». O Xρήστος Τσέκος στο Sport-Retro.gr
Αργότερα πήγες στον Παναθηναϊκό όπου έζησες περισσότερες επιτυχίες. Υπήρξε σημαντική διαφορά στο πώς ένιωθες ως μέλος εκείνου του συνόλου σε σχέση με τον ΠΑΟΚ;
«Σίγουρα. Αρχικά είχα πάει με διαφορετικό ρόλο από αυτόν που είχα στον ΠΑΟΚ, ενώ από την πρώτη μέρα καταλάβαινες ότι τα πράγματα κινούνταν σε άλλο ρυθμό. Ο κ. Ομπράντοβιτς είχε πρόγραμμα σε ό,τι και αν έκανε, ενώ υπήρχε άπλετη επιθετική και αμυντική ποιότητα στους παίκτες της ομάδας.
Το κυριότερο, όμως, ήταν ότι όλος ο οργανισμός δούλευε για να μπορούμε να παίζουμε εμείς απερίσπαστοι μπάσκετ. Ήταν συνθήκες πρωταθλητισμού με όλη τη σημασία της φράσης».
Με βάση αυτό που λες κατέχει μία πιο ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σου εκείνος ο τίτλος του 1999, ακριβώς επειδή ήρθε σε πολύ δύσκολες συνθήκες για τον ΠΑΟΚ;
«Ναι αυτό είναι γεγονός. Εκείνη η επιτυχία ήρθε σε μία εποχή που οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν αραιώσει από το ‘Παλέ’ και είχαν επιστρέψει μαζικά στην Τούμπα.
Εκείνο το Σαββατοκύριακο ήρθαν περίπου 5.000 για να μας στηρίξουν και να πανηγυρίσουμε όλοι μαζί.
Επίσης, οι δύο τελευταίες μου χρονιές στον ΠΑΟΚ ήταν αυτές της κατάκτησης του κυπέλλου και της συμμετοχής στον τελικό του πρωταθλήματος την επόμενη χρονιά. Θεωρώ αυτές τις δύο χρονιές σχεδόν ηρωικές αν σκεφτεί κανείς τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε, τα οποία έγιναν πιο εμφανή και ασήκωτα για τον μπασκετικό ΠΑΟΚ τα επόμενα χρόνια».
«Και οι κούπες μας γίνανε τρεις…». Η Ανάσταση του Παναθηναϊκού στην Μπολόνια
Στον τελικό ποιον θα υποστηρίξεις;
«Αγαπάω και τις δύο ομάδες. Στη μία ανδρώθηκα μπασκετικά και με την άλλη στέφθηκα πρωταθλητής Ελλάδας και Ευρώπης, παίζοντας σε ένα υψηλότερο επίπεδο. Έχω ακόμα φίλους και στις δύο ομάδες, ακόμα κι αν αυτοί δεν έχουν πια ενεργό ρόλο σε αυτές. Με γνώμονα αυτό νομίζω πως θα ακολουθήσω τη ρήση ‘είμαι με αυτόν που θα κερδίσει’.
Θα δω σίγουρα το ματς και θέλω να πιστεύω ότι θα είναι αντάξιο της ιστορίας των δύο ομάδων. Ελπίζω μέσα από αυτό να αποκατασταθεί όσο είναι δυνατόν και το άθλημα του μπάσκετ που τόσο ταλαιπωρήθηκε τις τελευταίες μέρες».