Ο Ριβάλντο υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές της σύγχρονης εποχής σε διεθνές επίπεδο.
Πρόκειται για έναν μεσοεπιθετικό που ολοκλήρωσε την καριέρα του με περισσότερα από 400 τέρματα, για έναν παίκτη που αντιμετώπισε προβλήματα τραυματισμού, όμως αγωνίστηκε σε περισσότερα από 900 επίσημα παιχνίδια.
Η «Χρυσή Μπάλα» του 1999 ήταν μόνο μία από τις σπουδαίες ατομικές διακρίσεις που κατέκτησε στα 26 χρόνια πορείας του. Μαζί της αμέτρητοι τίτλοι, από Παγκόσμιο Κύπελλο και Champions League μέχρι… Κύπελλο Ουζμπεκιστάν.
Η υστεροφημία του οφείλεται εν πολλοίς στις ημέρες που αγωνιζόταν στην Ισπανία. Αρχικά για τη Ντεπορτίβο λα Κορούνια, στη συνέχεια για την Μπαρτσελόνα. Ειδικά στη δεύτερη έκανε σπουδαίο όνομα, έγινε ηγέτης της και την οδήγησε σε αρκετούς τίτλους. Μόνο που για να συμβεί αυτό, χρειάστηκε τη βοήθεια των… Spice Girls και του Στιβ Μακμάναμαν.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ισπανία
Κατέκτησε τίτλους κι έγινε διεθνής στη Βραζιλία
Το πρώτο συμβόλαιό του σε επαγγελματικό επίπεδο το υπέγραψε σε ηλικία 16 ετών το 1989, μια χρονιά ορόσημο για τον Ριβάλντο. Ήταν η χρονιά που δέχθηκε ακόμα ένα πλήγμα από τη μοίρα, το πιο βαρύ.
Εκείνο το έτος, λίγους μήνες νωρίτερα, είχε χάσει τον πατέρα του σε τροχαίο δυστύχημα. Ακόμα μια δυσάρεστη κατάσταση που ήρθε να προστεθεί στη ραιβογωνία (η παραμόρφωση των κάτω άκρων που ουσιαστικά σχημάτιζαν παρένθεση) και στην απώλεια δοντιών, που οφείλονταν στην κακή διατροφή του ως παιδί, λόγω φτώχειας.
Το 1991 μετακινήθηκε στη Σάντα Κρουζ και έναν χρόνο αργότερα έπαιξε στη Μόζι Μιρίμ, στη 2η κατηγορία του πρωταθλήματος Βραζιλίας. Το 1993 ανέβηκε ένα επίπεδο, όταν φόρεσε τη φανέλα της Κορίνθιανς, όπου άρχισε να ξεχωρίζει και μάλιστα έγινε διεθνής, σκοράροντας και το γκολ της νίκης σε φιλικό παιχνίδι επί του Μεξικού.
Το τέλος του έτους τον βρήκε να κατακτά το βραβείο του κορυφαίου παίκτη στη θέση του από το πασίγνωστο περιοδικό «Placar», ενώ έναν χρόνο αργότερα, όταν μεταγράφηκε στην Παλμέιρας και πανηγύρισε το 2ο συνεχόμενο πρωτάθλημα του συλλόγου, κατέκτησε ξανά το «Bola de Ouro».
Δεν αποτέλεσε μέλος της ομάδας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στις ΗΠΑ, όμως δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε στη χώρα, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπου φόρεσε το χάλκινο μετάλλιο, μετά από τον αποκλεισμό σοκ κόντρα στην εκπληκτική Νιγηρία.
Ανακοινώθηκε από την Πάρμα, θριάμβευσε στη Λα Κορούνια
Αυτό ήταν το καλοκαίρι της μεγάλης αλλαγής. Ο Μπεμπέτο αποχωρούσε από τη Λα Κορούνια, έχοντας γράψει ιστορία στον σύλλογο όντας ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του με 86 τέρματα (τον πέρασαν αργότερα οι Ντιέγκο Τριστάν με 87 και Ρόι Μακάι με 96).
Η διοίκηση αποφάσισε να στραφεί ξανά στη Βραζιλία για να βρει τον επόμενο σπουδαίο παίκτη από τη «σελεσάο», που θα έπαιζε τον ρόλο του νέου ηγέτη της ομάδας.
Αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ο Ριβάλντο, αφού ο Βραζιλιάνος είχε ανακοινωθεί τον Ιούνιο, μαζί με τον συμπαίκτη του στην Παλμέιρας, Αμαράλ, από την ιταλική Πάρμα! Εξάλλου, αυτή η διαδρομή έμοιαζε… αυτονόητη λόγω του κοινού χορηγού των δύο ομάδων, της ιταλικής εταιρίας «Parmalat».
Για άγνωστους λόγους, όταν επέστρεψε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν κατέληξε ποτέ στην εκπληκτική Πάρμα της εποχής. Αντ’ αυτού, βρέθηκε στη Γαλικία, όπου υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας.
Δεν χρειάστηκε χρόνο προσαρμογής. Ο Ριβάλντο βρήκε αμέσως τα πατήματά του στο «Ριαθόρ» και σε 41 αγώνες πρωταθλήματος σκόραρε 21 φορές, επωμιζόμενος το “φορτίο” του σκοραρίσματος που άφησε ο συμπαίκτης του στην εθνική ομάδα.
Η Ντεπορτίβο τερμάτισε στην 3η θέση της βαθμολογίας και όλα έδειχναν ότι είχε πετύχει ξανά διάνα. Όμως όπως η Ιταλία της έκανε τη χάρη και της έφερε τον Ριβάλντο έναν χρόνο πριν, έτσι τώρα ετοιμαζόταν να της τον πάρει. Ξανά με έμμεσο τρόπο.
Η Ίντερ κινητοποίησε τα πάντα
Ο Μάσιμο Μοράτι άδειασε τα ταμεία της Ίντερ για να κάνει δικό του τον Ρονάλντο, τον κορυφαίο παίκτη του κόσμου το 1997 και συμπαίκτη του Ριβάλντο στη «σελεσάο».
Η Ίντερ θα έκανε την πιο ακριβή μεταγραφή του κόσμου, αν και το ποσό της θα οριστικοποιούταν τον Σεπτέμβριο του 1997, μετά από δικαστικές διαμάχες με την Μπαρτσελόνα.
Οι Καταλανοί απόλαυσαν το «Φαινόμενο» μόνο για μία σεζόν, όμως ήδη η φυγή του είχε προλάβει να δημιουργήσει «τρύπα» στο ρόστερ.
Αυτήν τη φορά δεν χρειάστηκε να ψάξουν στην Αϊντχόφεν για τον επόμενο Βραζιλιάνο αστέρα, μετά από τον Ρομάριο και τον Ρονάλντο. Η λύση υπήρχε αλλού.
Η Λίβερπουλ δεν ήθελε άλλο τον Μακ Μάναμαν
Την ώρα που ο 25χρονος Ριβάλντο έκανε το όνομά του στην Primera Division, ένας άλλος 25χρονος δεν χρειαζόταν να κοπιάσει πολύ για να κάνει το ίδιο. Ο Στιβ Μακ Μάναμαν υπήρξε γέννημα θρέμμα του Μέρσεϊσαϊντ, ανήκε στη Λίβερπουλ από τα σχολικά χρόνια και ήδη το καλοκαίρι του 1997 είχε ολοκληρώσει την 7η σεζόν του με τον σύλλογο.
Σημαδιακά, ήταν κι η 7η σερί σεζόν χωρίς πρωτάθλημα για την πολυνίκη της χώρας με τους 18 τίτλους, με συνέπεια το κοινό να αρχίσει να πιστεύει ότι η γενιά του Μακ Μάναμαν, του Ρόμπι Φάουλερ, του Τζον Μπαρνς, του Τζέιμι Ρέντναπ ίσως να μην ήταν εκείνη που θα έγραφε νέα «χρυσή σελίδα” στο βιβλίο της ιστορίας της ομάδας.
Η διοίκηση φάνηκε πως το πίστευε σίγουρα αυτό, αφού είχε δαπανήσει 12.000.000 λίρες για να «φρεσκάρει» το ρόστερ, αγοράζοντας (πίσω) τον Πολ Ινς, τον Ούβιντ Λεονάρντσεν, τον Ντάνι Μέρφι και τον Καρλ Χάιντς Ρίντλε, ενώ πούλησε τον Σταν Κόλιμορ στην Άστον Βίλα για 7.000.000 λίρες και ο Μπαρνς έφυγε ως ελεύθερος για τη Νιούκαστλ.
Το σημαντικότερο, όμως, ήταν πως άκουγε προτάσεις για έναν από τους ηγέτες της, όπως ο Μακ Μάναμαν.
Ο Ρόμπσον ήθελε Μακ Μάναμαν, αυτός ήθελε λεφτά
Στα μέσα Αυγούστου, η διοίκηση της Λίβερπουλ δέχθηκε ένα τηλεφώνημα. Ήταν από τη Βαρκελόνη και οι «μπλαουγκράνα» ήθελαν να προσφέρουν 12.000.000 λίρες για την αγορά του Άγγλου μέσου.
Το τηλεφώνημα ήταν αναμενόμενο, αφού ο αθλητικός διευθυντής της Μπαρτσελόνα και προπονητής της την προηγούμενη σεζόν είχε παρακολουθήσει τον παίκτη για δεύτερη φορά σε 5 ημέρες στον αγώνα της Λίβερπουλ με τη Λέστερ για την Premiership, εκείνη την εβδομάδα.
Το όνομά του; Μπόμπι Ρόμπσον, με συνέπεια να έχει μεγαλύτερη γνώση για τα αγγλικά τεκταινόμενα από κάθε άλλον άνθρωπο της Μπαρτσελόνα, έστω κι αν έλειπε από την πατρίδα του από το 1990, όταν αποχώρησε από τη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού.
https://www.youtube.com/watch?v=ip9jpMEHSqA
Ο Μακ Μάναμαν ενημερώθηκε πως η Λίβερπουλ έκανε δεκτή την πρόταση της Μπαρτσελόνα. Παρότι είχε ακόμα δύο χρόνια συμβόλαιο (είχε υπογράψει 5ετές το 1994), έκρινε πως ίσως είχε έρθει η ώρα να κάνει το μεγάλο βήμα και να πάει σε ένα διαφορετικό πρωτάθλημα, σε μία ομάδα όπου θα ήταν πιο πιθανό να κατακτήσει τίτλους.
Κυρίως, αναζητούσε ένα καλύτερο συμβόλαιο, που θα του απέφερε περισσότερες από 12.000 λίρες την εβδομάδα, όπως προέβλεπε εκείνο που είχε υπογράψει με τη Λίβερπουλ, αρκετά πριν αποκτήσει το στάτους που είχε το 1997.
Ο Σάιμον Φούλερ και οι Spice Girls
Στην πρωτεύουσα της Καταλονίας δεν βρέθηκε μόνος του. Ταξίδεψε συνοδεία δύο ατζέντηδων, ο ένας εκ των οποίων γνώριζε μεγάλες πιένες εκείνη την περίοδο, αφού ένας πελάτης του εξελισσόταν σε παγκόσμιο φαινόμενο. Και δεν ήταν ο Ρονάλντο…
Ο λόγος για τον Σάιμον Φούλερ, έναν 37χρονο αυτοδημιούργητο επιχειρηματία, που γεννήθηκε στην Κύπρο επί βρετανικής κυριαρχίας και ο οποίος το 1981 υπέγραψε τη Μαντόνα για το «Holiday» στη δισκογραφική εταιρία που εργαζόταν. Πλέον, εν έτει 1997, ασχολιόταν με ένα νέο πρότζεκτ.
Οι Spice Girls δημιουργήθηκαν το 1994 και το 1996 έβγαλαν το πρώτο single τους, το περίφημο Wannabe, που αμέσως έγινε παγκόσμια επιτυχία.
Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος τους, το «Spice», ενώ το καλοκαίρι του 1997 ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη μεγαλύτερη επιτυχία τους, το «Spiceworld».
Μέσα σε αυτό το κλίμα επιτυχίας, ο Μακ Μάναμαν εμπιστεύτηκε τον Φούλερ και ακόμα έναν ατζέντη για να του εξασφαλίσουν το καλύτερο δυνατό συμβόλαιο από μία ομάδα που είχε πλουτίσει, κάνοντας την ακριβότερη πώληση ποδοσφαιριστή στην ιστορία, μέχρι εκείνο το σημείο.
Η Μπαρτσελόνα έδινε, αλλά όχι στον Μακ Μάναμαν
Η Μπαρτσελονα ήθελε να ενισχύσει το ρόστερ του νέου προπονητή, του Λουίς φαν Χάαλ, και είχε αγοράσει ήδη έναν Βραζιλιάνο επιθετικό για να αντικαταστήσει τον Ρονάλντο, τον Σόνι Άντερσον από τη Μονακό για 13.000.000 λίρες (περίπου 18.000.000 ευρώ).
Για ένα συνολικά μικρότερο ποσό απέκτησε 3 παίκτες από τη Μίλαν (Κριστόφ Ντιγκαρί, Μίχαελ Ράιζινχερ, Γουίνστον Μπογκάρντε), ενώ αποκτήθηκε για 1.100.000 ευρώ ακόμα ένας Ολλανδός, ο τερματοφύλακας Ρουντ Χεσπ.
Εκείνη τη χρονιά υπέγραψε ως ελεύθερος και ο Νιγηριανός εξτρέμ της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, Εμάνουελ Αμουνίκε, ενώ αποκτήθηκε από την Παρτίζαν ο Ντράγκαν Τσίριτς, που δύο χρόνια αργότερα παραχωρήθηκε δανεικός στην ΑΕΚ.
Έχοντας κατακτήσει τελευταία φορά το πρωτάθλημα το 1994, επί Γιόχαν Κρόιφ, και θέλοντας να αποδείξει ότι σωστά έβαλε τέλος στην εποχή του «ιπτάμενου Ολλανδού» το 1996, η διοίκηση της Μπαρτσελόνα δεν δίστασε να δώσει κι άλλα χρήματα για μεταγραφική ενίσχυση. Όχι όμως και για συμβόλαια.
Η πρόταση που έκανε στον Μακ Μάναμαν αφορούσε εβδομαδιαίες απολαβές 30.000 λιρών, σχεδόν τριπλάσιες από εκείνες που εισέπραττε στη Λίβερπουλ. Όμως ο Μακ Μάναμαν θεώρησε πως αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία του, η once in a lifetime στιγμή.
Διεμήνυσε στον Φούλερ πως ήθελε εξαπλάσιες απολαβές από εκείνες που είχε στην Αγγλία. Κοινώς, ήθελε 12.000.000 λίρες για το 6ετές συμβόλαιό του, όσα χρήματα θα πλήρωνε η Μπαρτσελόνα στη Λίβερπουλ.
Η Μπαρτσελόνα κοίταζε Ντενίλσον και Ριβάλντο
Όταν ολοκληρώθηκε το πρώτο ραντεβού των δύο πλευρών στη Βαρκελόνη, η πλευρά του Μακ Μάναμαν περίμενε ένα τηλεφώνημα για νέο ραντεβού, το οποίο ενδέχεται να ήταν και το τελικό. Μόνο που θα περίμενε πολύ ακόμα.
«Ο σύμβουλός μου μίλησε στον Τζουάν Γκασπάρτ, τον αντιπρόεδρο της Μπαρτσελόνα, σε κινητό τηλέφωνο, και ήταν μόνο μια σύντομη συνομιλία. Ο Γκασπάρτ έμοιαζε να βρίσκεται αλλού, να διαπραγματεύεται με άλλον παίκτη. Νομίζω ότι είναι γελοίο να υπονοούμε ότι η συμφωνία χάλασε επειδή ήμουν άπληστος», δήλωνε αργότερα ο ίδιος ο Άγγλος διεθνής μέσος.
Πράγματι, ο Ρόμπσον δεν είχε κάνει σκάουτινγκ μόνο τον συμπατριώτη του, αλλά και τον Ντενίλσον της Σάο Πάουλο και τον Ριβάλντο της Λα Κορούνια. Ο πρώτος, στα 20 του και χωρίς να έχει δοκιμαστεί ακόμα στην Ευρώπη, αν και διεθνής από το 1996, αξίωνε περισσότερα χρήματα από όσο θα περίμεναν οι Καταλανοί.
Ο δεύτερος ήταν μια δοκιμασμένη λύση, που τον γνώριζαν καλά στη Βαρκελόνη και παρότι δεν ήταν «φουνταριστός» όπως ο Ρονάλντο, είχε μεγάλη έφεση στο γκολ, όπως είχε αποδείξει την προηγούμενη σεζόν.
Η περίπτωση Ντενίλσον απορρίφθηκε και έτσι στο ζύγι μπήκαν ο Ριβάλντο με τον Μακ Μάναμαν. Και νικητής ήταν μόνο ένας…
Ο Ριβάλντο νίκησε τον Μακ Μάναμαν για 3 λόγους
Η επιλογή δεν αποδείχθηκε δύσκολη για τους ανθρώπους της Μπαρτσελόνα και οι λόγοι ήταν αρκετοί.
Εκτός του Άντερσον, στην ομάδα υπήρχε ακόμα ένας Βραζιλιάνος διεθνής ποδοσφαιριστής, ο Ζιοβάνι, ο οποίος θα βοηθούσε τον Ριβάλντο να εγκλιματιστεί πιο εύκολα στο «Καμπ Νόου». Αμφότεροι οι Βραζιλιάνοι της Μπαρτσελόνα, μάλιστα, μιλούσαν ισπανικά. Αντιθέτως, παραδοσιακά οι Άγγλοι ποδοσφαιριστές αποτύγχαναν οικτρά όταν περνούσαν τη Μάγχη.
Επιπλέον, ο Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός ήταν αριστεροπόδαρος και θα προσέφερε μεγαλύτερη ισορροπία στο ρόστερ της ομάδας, σε σχέση με τον δεξιοπόδαρο Μακ Μάναμαν.
Τέλος, οι αριθμοί έμοιαζαν με… μονόδρομο. Ο Μακ Μάναμαν σε 289 αγώνες με τη Λίβερπουλ μέχρι εκείνο το σημείο είχε 42 τέρματα, ενώ με την εθνική ομάδα δεν είχε βρει ακόμα δίχτυα, αν και αγωνιζόταν για 3 χρόνια με το εθνόσημο. Ο συνομήλικός του Ριβάλντο είχε ήδη 122 τέρματα με συλλόγους και εθνική ομάδα.
Δικαιώθηκαν Μπαρτσελόνα και Μακ Μάναμαν
Η Μπαρτσελόνα έκανε την επιλογή της και συνέταξε τελικά το συμβόλαιο με τις απολαβές που ζητούσε ο Μακ Μάναμαν, αλλά το έδωσε στον Ριβάλντο.
Αποδείχθηκε σοφή επιλογή, αφού στην πρώτη σεζόν του στην ομάδα, ο Βραζιλιάνος σημείωσε 19 τέρματα σε 34 αγώνες (πίσω μόνο από τον Κριστιάν Βιέρι της Ατλέτικο Μαδρίτης με 24) και οδήγησε την Μπαρτσελόνα στην κατάκτηση του νταμπλ και του Super Cup Ευρώπης.
Ό,τι δεν κατάφερε ο Ρονάλντο με τα 34 τέρματά του την προηγούμενη σεζόν, το πέτυχε ο Ριβάλντο έναν χρόνο αργότερα.
Οι δυο τους συνεργάστηκαν το καλοκαίρι του 1998 για να φτάσουν με τη Βραζιλία μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όμως μόνο ένας κατάφερε να κάνει την καριέρα που όλοι περίμεναν μέχρι το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, το 2002.
Οι τραυματισμοί καθήλωσαν το «Φαινόμενο», την ώρα που ο Ριβάλντο κατακτούσε με την Μπαρτσελόνα το πρωτάθλημα και του 1999, χρονιά που αναδείχθηκε κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου.
Μπορεί να απέκτησε μεγάλα προβλήματα με τον Φαν Χάαλ στην πορεία, όμως μέχρι το 2002 και το επόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο, στο οποίο συνέβαλε τα μέγιστα για να το κατακτήσει μαζί με τον αναγεννημένο Ρονάλντο, είχε γίνει ήδη θρύλος του αθλήματος.
Την ίδια στιγμή, ο Μακμάναμαν εξελίχθηκε σε μεγάλο αντίπαλο του Ριβάλντο στην Ισπανία, αφού από το 1999 ανήκε στη Ρεάλ Μαδρίτης. Η ευκαιρία της Μπαρτσελόνα χάθηκε, όμως του ήρθε μία δεύτερη, την οποία άδραξε και δικαιώθηκε κι αυτός, με δύο πρωταθλήματα και δύο Champions League.