Ο Ραούλ δεν είναι απλά ένας καλός επιθετικός που φόρεσε τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης. Για αρκετούς φιλάθλους αποτελεί την προσωποποίηση του συλλόγου, ο ιδανικός εκπρόσωπος της «μπλάνκο» νοοτροπίας, τόσο εντός όσο κι εκτός γηπέδων.
Ο βετεράνος ποδοσφαιριστής, γεννημένος στις 27 Ιουνίου 1977, ο οποίος μετά από 5 χρόνια απουσίας από τον σύλλογο, παίζοντας σε Σάλκε, Αλ Σαντ και Νιου Γιορκ Κόσμος, επέστρεψε αναλαμβάνοντας αρχικά την Κ15 και από το 2019-2020 τη Ρεάλ Καστίγια, είναι ένας εμβληματικός σκόρερ και αρχηγός του συλλόγου και το απέδειξε σε πολλές περιστάσεις.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ισπανία
Έγινε πιο… Ρεάλ από τη Ρεάλ
Το «βάλε με, αν θέλεις να νικήσουμε» που εκστόμισε στον Χόρχε Βαλδάνο σε ηλικία 17 ετών και 124 ημερών, στον αγώνα κόντρα στη Σαραγόσα, όπου πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο ποδόσφαιρο τον Οκτώβριο του 1994, ήταν ένα περιστατικό που αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Ο Εμίλιο Μπουτραγκένιο ουσιαστικά του παρέδωσε τη ‘σκυτάλη’ και παρότι έχασε ευκαιρίες για να σκοράρει σε εκείνο το παιχνίδι στο «Ρομαρέδα», ο πιο μικρός παίκτης που είχε φορέσει (μέχρι τότε) τη φανέλα της Ρεάλ ετοιμαζόταν να γράψει ιστορία.
Τρανή απόδειξη για το πόσο σημαντικός είναι για τη Ρεάλ αυτός ο παίκτης είναι και το πρώτο τέρμα που σημείωσε ποτέ. Μία εβδομάδα μετά από το ντεμπούτο του, ο Ραούλ έβγαλε μία ασίστ, κέρδισε ένα πέναλτι και πέτυχε γκολ στο derbi madrileño κόντρα στην Ατλέτικο Μαδρίτης.
Δεν ήταν απλά ένα σημαντικό παιχνίδι, ήταν ο εξαγνισμός του μπροστά σε όσους φιλάθλους παρέμεναν δύσπιστοι, αφού προερχόταν από τα «σπλάχνα» των «ροχιμπλάνκος», υποστήριζε την ομάδα μικρός κι αν δεν υπήρχε η τρέλα του Χεσούς Χιλ, θα εξελισσόταν στον μεγαλύτερο αντίπαλο της Ρεάλ.
Τα πρώτα τρόπαια του Ραούλ
Δεν χρειάστηκε πολύ καιρό για να μπει στις καρδιές των φιλάθλων των «μερένγκες». Έκλεισε τη σεζόν με 9 γκολ στην Primera Division και δευτεραγωνιστικό ρόλο στην κατάκτηση του τίτλου και ολοκλήρωσε τη νέα χρονιά με 19 γκολ σε 40 παιχνίδια. Η Ατλέτικο κατέκτησε ένα ανέλπιστο τίτλο, ωστόσο θα ερχόταν και η σειρά του Ραούλ να πρωταγωνιστήσει.
Ο Λορένθο Σανθ άρπαξε την ευκαιρία και υπέγραψε τον Φάμπιο Καπέλο το καλοκαίρι του 1996, με τον Ιταλό τεχνικό να επιβάλλει τον νόμο του και να διεκδικεί τρόπαια μέσα από το πρίσμα της ατελείωτης τακτικής. Κουραστικό για τους φιλάθλους, εντυπωσιακό για τον Ραούλ, παρότι δεν είχε σταθερή θέση στον αγωνιστικό χώρο.
Οι Ντάβορ Σούκερ και Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς είχαν πιο κεντρικό ρόλο, ωστόσο ο Ραούλ τερμάτισε 2ος σκόρερ της ομάδας με 21 γκολ (3 πίσω από τον Κροάτη, 7 πάνω από τον Γιουγκοσλάβο) σε όλες τις διοργανώσεις και ο τίτλος τελικά επέστρεψε στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» μετά έναν χρόνο απουσίας.
«Αλκοόλ, ναρκωτικά, ξενύχτια και Ραούλ»
Η κόντρα του Καπέλο με τον κόσμο, ο οποίος ζητούσε περισσότερο θέαμα και τον Ραούλ να μην είναι εκτοπισμένος στις πτέρυγες, ήταν ακόμα ένα σημάδι του τι πρέσβευε αυτός ο ποδοσφαιριστής για τον σύλλογο. Γι’ αυτό και όταν ήρθαν οι άσχημες στιγμές της σεζόν 1997-1998, το πρόβλημα του Ισπανού επιθετικού μεγαλοποιήθηκε αναπόφευκτα.
Η χρονιά άρχισε με αύξηση του ανταγωνισμού, αφού στο ρόστερ προστέθηκε και ο Φερνάντο Μοριέντες από τη Σαραγόσα. Ο Γιουπ Χάινκες, που διαδέχθηκε τον Καπέλο, αρχικά προτιμούσε τον Ραούλ ως playmaker πίσω από τους Σούκερ – Μιγιάτοβιτς και στη συνέχεια υποβίβασε τον Κροάτη και έβαλε τον Ραούλ στο πλευρό του Σέρβου.
Το πρόβλημα δεν ήταν η θέση, όμως, όσο το σύνδρομο κοιλιακών – προσαγωγών που τον ταλαιπώρησε και τον άφησε μακριά από τον καλό εαυτό του. Οι γιατροί του συνέστησαν απραξία για περίπου έναν μήνα και ο Ραούλ εκμεταλλεύτηκε αυτό το διάστημα με ορισμένες νυχτερινές εξόδους.
Αυτό ήταν. Ο αδηφάγος Τύπος το χρησιμοποίησε στα πρωτοσέλιδά του και ο κόσμος ξαφνικά άρχισε να τον κατακρίνει. Ο Ραούλ έμεινε άφωνος για 40 μέρες, με εξαίρεση μια συνέντευξη σε ένα περιοδικό. Στις 11 Μαρτίου 1998 παραχώρησε συνέντευξη Τύπου, στην οποία τριψήφιος αριθμός δημοσιογράφων περίμενε να τον ακούσει να δίνει εξηγήσεις.
Ένας τρίτος παρατηρητής θα έβλεπε ένα 20χρονο παιδί να απειλείται από τα ανάλγητα μικρόφωνα των δημοσιογράφων. Όμως ο Ραούλ δεν ήταν μια απλή περίπτωση ποδοσφαιριστή, ήταν ο «εκλεκτός» της Ρεάλ και συμπεριφέρθηκε ως τέτοιος. «Γνωρίζω ότι ήρθε η ώρα που μέρος της προσωπικής ζωής μου σταματάει να είναι προσωπική. Το αποδέχομαι και ελπίζω να το αντέξω. Αφήστε με να κάνω πρόοδο», ήταν μερικά από τα λόγια του.
Σε αυτήν τη συνέντευξη Τύπου εξήγησε ότι βγαίνει μερικά βράδια και όχι κάθε βράδυ, ότι πίνει νερό και όχι αλκοόλ και διέψευσε μετά βδελυγμίας τα δημοσιεύματα που τον ήθελαν να κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών.
«Καλώς ή κακώς, γεννήθηκα σε μία πολύ ταπεινή οικογένεια και όλα όσα πέτυχα, τα κέρδισα ακριβώς χάρη στις προσπάθειές μου και στην επιθυμία μου να πετύχω, να γίνω ο καλύτερος στον κόσμο».
Πρώτος σκόρερ, αλλά «άκαπνος» στο «Καμπ Νόου»
Και έγινε. Το άστρο του δεν έλαμψε εκείνη τη σεζόν κι όμως πρόλαβε να συμμετάσχει σε 49 αγώνες και να σκοράρει 13 φορές. Το τέλος του 1997-1998 τον βρήκε πρωταθλητή Ευρώπης και λίγο αργότερα πανηγύρισε και το Διηπειρωτικό Κύπελλο κόντρα στη Βάσκο ντα Γκάμα του Ζουνίνιο Περναμπουκάνο, με ένα δικό του εκπληκτικό τέρμα, το «gol de aguanís».
Η σεζόν 1998-1999 ήταν η καλύτερή του σε ατομικό επίπεδο στο πρωτάθλημα, αφού πέτυχε 25 γκολ, τα περισσότερα της καριέρας του, κατακτώντας τον τίτλο του pichichi, του πρώτου σκόρερ της χρονιάς, πάνω από τα 24 γκολ του Ριβάλντο της Μπαρτσελόνα και τα 21 γκολ του Κλαούντιο Λόπες της Βαλένθια.
Παρ’ όλα αυτά, ο τίτλος κατέληξε για 2η σερί χρονιά στο «Καμπ Νόου», το… απαγορευμένο γήπεδο για τη Ρεάλ και τον Ραούλ. Παρά την επιθετική δεινότητα του Ισπανού, δεν είχε γευτεί ακόμα τη χαρά ενός πανηγυρισμού στο «σπίτι» της Μπαρτσελόνα. Για 6η σερί σεζόν στην Primera Division, η Ρεάλ έφευγε από αυτό το γήπεδο ηττημένη και μάλιστα χωρίς να σκοράρει.
Η κατάρα του «Καμπ Νόου»
Το σερί άρχισε από την ιστορική manita της ομάδας του Ρομάριο και του Χρίστο Στόιτσκοφ το 1994 και συνεχιζόταν μέχρι το 1999. Επιθετικοί όπως ο Ιβάν Σαμοράνο, ο Σούκερ, ο Μιγιάτοβιτς, ο Μπουτραγκένιο, ο Μοριέντες και φυσικά ο Ραούλ αδυνατούσαν να νικήσουν τον αντίπαλο τερματοφύλακα στο «Καμπ Νόου», όποιος κι αν ήταν αυτός.
Τον Ιανουάριο του 1994 οι «μερένγκες» ηττήθηκαν με 0-5, τον Μάιο του 1995 με 0-1, τον Φεβρουάριο του 1996 με 0-3, τον Μάιο του 1997 με 0-1, τον Μάρτιο του 1998 με 0-3 και τον Φεβρουάριο του 1999 επίσης με 0-3. Σύνολο 6 ήττες και 0-16 τέρματα στις επισκέψεις τους στη Βαρκελόνη για το πρωτάθλημα.
Το πρώτο clasico της σεζόν 1999-2000, το πρώτο clasico του Τζον Τόσακ στον πάγκο της Ρεάλ, ήταν προγραμματισμένο για τις 13 Οκτωβρίου 1999. Όλα έδειχναν ότι ακόμα ένας επιθετικός της Ρεάλ θα αποτύγχανε να σκοράρει σε αυτό το παιχνίδι. Ο Νικολά Ανελκά ήταν το μεγάλο «μπαμ» του καλοκαιριού από τους Μαδριλένους, αφού κατέβαλαν 34.000.000 ευρώ για να τον κάνουν δικό τους από την Άρσεναλ.
Το ίδιο καλοκαίρι, ο Στιβ Μακμάναμαν αποκτήθηκε ως ελεύθερος μετά από μάχη με την Μπαρτσελόνα, ενώ σπαταλήθηκαν 26.000.000 ευρώ για την απόκτηση του 24χρονου Βόσνιου Έλβιρ Μπάγιτς. Περισσότερο τόπο έπιασαν τα 15.000.000 ευρώ για τον Ιβάν Ελγκέρα, τα 12.000.000 ευρώ για τον Μίτσελ Σαλγάδο, τα 4.200.000 ευρώ για τον Γκέρεμι Τζιτάπ (που κατέληξε στην ΑΕΛ) και λιγότερο τα 2.500.000 ευρώ για τον Ζούλιο Σέζαρ (που έπαιξε και στον Ολυμπιακό) ή τα 2.000.000 ευρώ για τον Άλμπανο Μπισάρι.
Η χρονιά άρχισε με 2 νίκες, αλλά δεν θα συνεχιζόταν έτσι. Ακολούθησαν 3 ισοπαλίες, μία εντός έδρας ήττα από τη Βαλένθια και στην 7η αγωνιστική η Ρεάλ έπρεπε να πάει στο «Καμπ Νόου». Με τη φόρμα της, η… καθιερωμένη ήττα έμοιαζε πιο πιθανή από ποτέ. Όμως ο Ραούλ είχε διαφορετική άποψη…
Το εντυπωσιακό clasico που κρίθηκε από τον Ραούλ
Το παιχνίδι ήταν όπως θα το περίμενε κάποιος φίλαθλος εκείνη την εποχή. Οι παίκτες του Λουίς φαν Χάαλ είχαν την υπεροχή στον αγωνιστικό χώρο. Οι Ριβάλντο, Λούις Φίγκο, Πεπ Γκουαρδιόλα, Πάτρικ Κλάιφερτ είχαν «δέσει» καλύτερα από τους αντιπάλους τους, όντας επί δύο σερί χρονιές πρωταθλητές Ισπανίας και έχαναν ευκαιρίες για να πάρουν προβάδισμα στο σκορ.
Στο 27ο λεπτό ήρθαν τα πάνω κάτω. Λίγα λεπτά μετά από ένα δοκάρι του Ανελκά, ο Σάβιο βγήκε από αριστερά σε θέση για σέντρα. Ο Ραούλ πετάχθηκε στο πρώτο δοκάρι και το 0-1 ήταν γεγονός για τους φιλοξενούμενους.
Στην επόμενη φάση αποκαταστάθηκε η τάξη, αφού ο Ριβάλντο με σουτ εντός περιοχής ισοφάρισε σε 1-1, ωστόσο η Ρεάλ αφυπνίστηκε και άρχισε τη μία επίθεση μετά από την άλλη. Δεν της δόθηκε ένα πέναλτι, σταμάτησε λανθασμένα φάση που κατέληξε σε νέο γκολ και τελικά το μομέντουμ χάθηκε.
Το 2ο μέρος άρχισε με γκολ από όμορφο αριστερό σουτ του Φίγκο, ωστόσο δεν θύμιζε σε τίποτα το 1ο ημίχρονο, με τον καταιγιστικό ρυθμό και τις εκατέρωθεν φάσεις. Αντ’ αυτού, είχε πολλά νεύρα και σκληρά μαρκαρίσματα, με τον Κλάιφερτ να αποβάλλεται για διαμαρτυρία.
Όσο κυλούσε ο χρόνος, τόσο οι φιλοξενούμενοι πίεζαν για την ισοφάριση. Στο 86ο λεπτό, ένα λάθος στη μεσαία γραμμή έδωσε την κατοχή στη Ρεάλ. Η μπάλα έφτασε στον Σάβιο, ο οποίος κατάφερε να βρει τον Ραούλ σε φάση ξεμαρκαρίσματος, ανάμεσα από 4 παίκτες των Καταλανών.
Ο Ισπανός επιθετικός βρέθηκε σε θέση τετ α τετ με τον Ρουντ Χεσπ, έκανε ένα σταμάτημα για να μπερδέψει τον αντίπαλο τερματοφύλακα και πλάσαρε από πάνω του. Η μπάλα κατέληξε βασανιστικά στα δίχτυα της Μπαρτσελόνα, παρά την προσπάθεια του Μίχαελ Ράιζινχερ να την προλάβει.
https://www.youtube.com/watch?v=yjQXeFBivio
«Εντολή σιωπής» στο «Καμπ Νόου»
Μάλιστα, όσο ο Ολλανδός μπακ κυνηγούσε την μπάλα, ο Ραούλ είχε ξεκινήσει ήδη να τρέχει, κοιτάζοντας τους αποσβολωμένους θεατές στην κερκίδα και φέρνοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού του, στο ύψος των χειλιών του.
Ήταν μια χειρονομία απόλυτα σαφής. Ήταν μια διαταγή να μείνει σιωπηλό το «Καμπ Νόου», μετά από 6 παιχνίδια που κανείς παίκτης της Ρεάλ δεν είχε καταφέρει να σκοράρει στο πρωτάθλημα. Μετά από 6 χρόνια που η Ρεάλ είχε συνηθίζει να φεύγει με κατεβασμένο κεφάλι.
«Εντολή σιωπής στο ‘Καμπ Νόου’», έγραφε στο πρωτοσέλιδό της η Marca την επόμενη μέρα, συνοδεύοντας τον τίτλο με την ιστορική φωτογραφία του Ραούλ να πανηγυρίζει καθ’ αυτόν τον τρόπο. Ήταν ίσως ο αγώνας που έβαλε τον Ραούλ στο πάνθεον του συλλόγου, έστω κι αν ήταν μόλις 22 ετών.
Ο Ραούλ σίγησε το «Καμπ Νόου» για πρώτη φορά μετά από 6 χρόνια. Στο τέλος της σεζόν, μάλιστα, με τα 10 γκολ που πέτυχε, οδήγησε τη Ρεάλ Μαδρίτης στην κατάκτηση του Champions League. Ήταν η εποχή που το όνειρο του Ισπανού είχε γίνει πραγματικότητα, που ήταν όντως ο κορυφαίος του κόσμου.