Με αφορμή τη συμπλήρωση 29 χρόνων από τον θάνατο του Κλεάνθη Βικελίδη ή αλλιώς του «μακεδονικού τανκ», το Sport-Retro.gr επιχειρεί μια βουτιά στα έργα και τις ημέρες του ανθρώπου που από το 2004 έχει δώσει το όνομά του στο γήπεδο του Άρη.
Γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1916 και είχε άλλα 8 αδέρφια, εκ των οποίων τα 5 ήταν επίσης αθλητές του συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Ο Κώστας και ο Νικηφόρος Βικελίδης, μάλιστα, ήταν συμπαίκτες του τόσο στον Άρη όσο στην Εθνική ομάδα, μία περίπτωση που θυμίζει εκείνη των Ανδριανόπουλων του Ολυμπιακού.
Ο Κλεάνθης Βικελίδης αγωνίστηκε για πρώτη φορά με την κίτρινη φανέλα τη σεζόν 1931-32. Πιο συγκεκριμένα την Κυριακή 10 Απριλίου 1932, σε ηλικία 16 ετών, πέρασε για πρώτη φορά ως αλλαγή στο ματς του Άρη με τον Απόλλωνα Αθηνών (σ.σ. 6-1 το σκορ, λίγο πριν από το 2ο πρωτάθλημα του Άρη), ως επιλογή του Τσέχου τεχνικού Ντε Βάλερ.
Στην καριέρα του με τον Άρη κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας του 1932 και του 1946, τα πρωταθλήματα Θεσσαλονίκης 1934, 1938, 1946 και 1949, το πρωτάθλημα Βορείου Ομίλου 1935, ενώ συμμετείχε και στον τελικό του Κυπέλλου το 1940.
Με τους «κίτρινους» αγωνίστηκε σε συνολικά 131 ματς και σκόραρε 72 γκολ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, του αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «μακεδονικό τανκ», λόγω της μεγάλης δύναμης που έβγαζε στο παιχνίδι του, καθώς και του «ισοπεδωτικού» τρόπου που επιτίθετο.
Ο χαρακτηρισμός αυτός ίσως και να ήταν ειρωνεία της μοίρας, καθώς η καριέρα του διακόπηκε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκεί όπου πολλοί ποδοσφαιριστές σκοτώθηκαν στο μέτωπο.
Είναι χαρακτηριστική η ιστορία του Βικελίδη με τον Νίκο Σωτηριάδη, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε μάχη με τους Ιταλούς τον Ιανουάριο του 1941.
Ο Σωτηριάδης, λένε οι διηγήσεις της εποχής, ότι θεωρειτο τόσο ατρόμητος που ήταν ο μοναδικός που δε φοβόταν να πέσει στα πόδια του Κλεάνθη Βικελίδη.
Δυστυχώς,, όσο ηρωικά έκανε επεμβάσεις στα πόδια του «μακεδονικού τανκ» τόσο ηρωικά έπεσε στο πεδίο της μάχης σε ηλικία 32 ετών, στην πιο δύσκολη απόκρουση που κλήθηκε να κάνει και στο πιο οδυνηρό «γκολ» που δέχθηκε κατευθείαν στην καρδιά.
Ο Βικελίδης έχαιρε σεβασμού και αναγνώρισης τόσο από συμπαίκτες όσο και από αντιπάλους, όπως μαρτυρά μια διήγηση του Λεωνίδα Ανδριανόπουλου, θρύλου του Ολυμπιακού.
«Όταν ο Ολυμπιακός αντιμετώπιζε τον Άρη, ο προπονητής των Θεσσαλονικέων έβαζε τον Κλεάνθη Βικελίδη δεξιό χαφ για να με αντιμετωπίζει, ενώ η κανονική του θέση ήταν αριστερό χαφ. Μάχη γιγάντων. Σε έναν αγώνα ο φίλος μου ο Βικελίδης, μου έριξε δύο γερές κλωτσιές, τσαντίστηκα και πιαστήκαμε στα χέρια, αλλά μας χώρισε ο αδελφός μου ο Γιώργος και μας συμφιλίωσε.
Μετά τον αγώνα θα μαζευόμασταν όλοι οι διεθνείς γιατί θα φεύγαμε για τη Ρουμανία. Πράγματι το βράδυ φύγαμε όλοι μονιασμένοι και εγώ κάθισα δίπλα στον φίλο μου Βικελίδη, έχοντας ξεχάσει και οι δύο το επεισόδιο. Ο Βικελίδης ο Κλεάνθης υπήρξε μεγάλος ποδοσφαιριστής», ήταν τα λόγια του.
Ο Βικελίδης έγραψε ιστορία στις 23 Απριλίου 1948, καθώς σκόραρε το μοναδικό γκολ στο πρώτο μεταπολεμικό ματς (σ.σ. και τελευταίο διεθνές δικό του) της Εθνικής Ελλάδος κόντρα στην Τουρκία.
Σε έναν αγώνα που έγινε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας μπροστά σε 15.000 φιλάθλους, η Εθνική ηττήθηκε 3-1 από την Τουρκία.
Συνολικά με τη γαλανόλευκη φανέλα αγωνίστηκε σε 7 αγώνες και πέτυχε 4 γκολ, αλλά λόγω της ιδιαιτερότητας της εποχής και της δυσκολίας διάσωσης στατιστικών στοιχείων ενδεχομένως τα τέρματα και οι συμμετοχές του να ήταν περισσότερες.
Υπάρχουν διηγήσεις που λένε ότι ο πραγματικός αριθμός διαφέρει πάρα πολύ και πως ο Βικελίδης αγωνίστηκε τουλάχιστον σε ακόμη 15 ματς, τα οποία όμως δεν αναγνωρίζονται από τη FIFA.
Αξίζει να σημειωθεί ότι προπολεμικά είχε επιδείξει ενδιαφέρον για την απόκτησή του η ρουμανική Βένους, η οποία θα αποτελούσε το διαβατήριο για μια διεθνή καριέρα υψηλού επιπέδου.
Όταν, όμως, ο Βικελίδης ήταν έτοιμος να πάρει το τρένο για να ανηφορίσει στο Βουκουρέστι, έσκισε το εισιτήριο και δεν έφυγε ποτέ. Ήθελε να παραμείνει στην ομάδα της καρδιάς του, στην ομάδα που δόξασε και δοξάστηκε.
Μία ημέρα μάλιστα πριν η Ελλάδα μπει στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις 27 Οκτωβρίου 1940, ο Βικελίδης σκόραρε δύο φορές στη νίκη του Άρη επί της ΜΕΝΤ στο πλαίσιο της 2ης αγωνιστικής του πρωταθλήματος Θεσσαλονίκης. Αυτά ήταν και τα τελευταία προπολεμικά του γκολ.
Η καριέρα του τελείωσε άδοξα καθώς στις 19 Ιανουαρίου 1949, σε έναν φιλικό αγώνα του Άρη κόντρα στην Βίνερ Βιέννης στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, σκόραρε στο 55΄ και έκανε το 2-1 για τους «κίτρινους», όμως, λίγα λεπτά μετά δέχθηκε σκληρό μαρκάρισμα και αποχώρησε.
Ο Άρης ηττήθηκε με 3-2, όμως τα χειρότερα νέα ήρθαν αργότερα όταν έγινε γνωστό ότι το «μακεδονικό τανκ» τραυματίστηκε σοβαρά και δεν ήταν σε θέση να ξαναπαίξει μπάλα.
Έπειτα από τη λήξη της ποδοσφαιρικής του καριέρας, δεν ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του που ήταν μπακάλης, αλλά διέγραψε πορεία ως προπονητής στον πάγκο του Άρη (1953-54, 1958-59, 1961-62), του ΠΑΟΚ (1956-57), του Απόλλωνα Καλαμαριάς (1960-61), του Πιερικού (Β’ Εθνική το 1961-62) και της Νίκης Βόλου (1963-64).
Ήταν ιδιαίτερα αξιόλογος και ως τεχνικός, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πορεία του στον Πιερικό, τον οποίον ανέβασε για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική.
Συγκεκριμένα ανέλαβε την ομάδα στις 8/6/1962 διαδεχόμενος τον Χάρι Αουρέτνικ, ενώ απέμεναν 4 αγωνιστικές στην τελική φάση της Β’ Εθνικής.
Ο Πιερικός ισοβαθμούσε με άλλους δύο συλλόγους στη 2η θέση και απείχε 2 βαθμούς από τον πρωτοπόρο και μεγάλο φαβορί Ηρακλή Καβάλας.
Εντούτοις, ο σύλλογος της Κατερίνης κατάφερε να τερματίσει στην κορυφή με τον Ηρακλή Καβάλας και μετά να τον νικήσει 2-0 (57’ Μπίκας, 87’ Αναστασιάδης) στο μπαράζ, παίρνοντας το εισιτήριο για την Α’ Εθνική.
Ο υπέρ πάντων αγώνας, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε μπροστά σε 12.000 θεατές στο γήπεδο Χαριλάου, το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του.
Ο Κλεάνθης Βικελίδης απεβίωσε σαν σήμερα (4 Νοεμβρίου) το 1988. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι έπεσε από τη σκάλα του σπιτιού του, όμως σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η κόρη του, διευκρίνισε ότι ο θάνατός του οφείλεται σε ανακοπή καρδιάς και όχι σε ατύχημα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Κλεάνθης Βικελίδης ήταν ένας από τους πιο σπουδαίους άσους που πέρασαν όχι μόνο από τον Άρη, αλλά συλλήβδην από το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ένας τεράστιος παίκτης, ένας πολύ καλός προπονητής και ένας σοβαρός άνθρωπος. Ένα τανκ εντός κι εκτός αγωνιστικών χώρων, με τη μόνη διαφορά ότι αυτό το τανκ δεν γκρέμισε, αλλά έχτισε. Έχτισε έναν μύθο γύρω από το όνομά του χάρη στο ταλέντο του και άφησε μια ισχυρή παρακαταθήκη που μένει αναλλοίωτη ακόμα και 29 χρόνια μετά το θάνατό του.