Οι στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχαν ακόμη εξαϋλωθεί στην ατμόσφαιρα, όταν η Βραζιλία ανέλαβε τη διεξαγωγή του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου από το 1938.
Ο Ζιλ Ριμέ, πρόεδρος της FIFA, πρότεινε να πραγματοποιηθεί το 1949, αλλά τα χρονικά περιθώρια ήταν στενά, ενώ χώρες όπως η Γερμανία (είχε χωριστεί σε Ανατολική-Δυτική και η Ιαπωνία) δεν ήταν εις θέση να λάβουν μέρος.
Η Βραζιλία είχε αναλάβει τη διοργάνωση του 1942 και η Γερμανία του 1946, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν επέτρεψε διεξαχθεί καμία από τις δύο.
Η «χώρα του καφέ» αποτέλεσε τη μοναδική υποψηφιότητα στο συνέδριο της FIFA που έγινε στις 25 Ιουλίου 1946, ενώ ήταν θετικό το γεγονός ότι δεν είχε εμπλακεί στο πιο «μαύρο» γεγονός του περασμένου αιώνα (σ.σ. κανένα κράτος της Νοτίου Αμερικής).
Με την Αργεντινή να αποσύρεται επειδή η «άσπονδη φίλη» πήρε το χρίσμα της διεξαγωγής, η Βραζιλία δεν είχε κανένα πρόβλημα να τερματίσει πρώτη στον 1ο όμιλο (4-0 το Μεξικό, 2-2 με την Ελβετία, 2-0 τη Γιουγκοσλαβία).
Έπειτα, η «σελεσάο» προκρίθηκε στον τελικό όμιλο που θα έκρινε τον παγκόσμιο πρωταθλητή και αρχικά συνέτριψε 7-1 τη Σουηδία, 6-1 την Ισπανία.
Μία άλλη νοτιοαμερικανική ομάδα, η Ουρουγουάη, κάτοχος του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου, είχε φτάσει πιο εύκολα στο final round, καθώς έδωσε μόλις… ένα ματς!
Συνέτριψε 8-0 την αδύναμη Βολιβία και προκρίθηκε, αφού η τρίτη ομάδα του ομίλου (Γαλλία), ενώ αρχικά είχε δεχθεί να αντικαταστήσει μια εκ των Σκωτίας και Τουρκίας, αποφάσισε να μην πραγματοποιήσει αυτό το μακρινό ταξίδι.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι «τρικολόρ» θα έπρεπε να δώσουν το πρώτο ματς στο Πόρτο Αλέγκρε και εν συνεχεία να διανύσουν 3.200χλμ. για το δεύτερο στο Ρεσίφε!
Συνεπώς, οι τρεις πρώτοι όμιλοι είχαν από τέσσερις χώρες και ο 4ος μόλις δύο, με συνέπεια η Ουρουγουάη να πάρει διά περιπάτου το εισιτήριο, προτού πάρει ισοπαλία 2-2 με την Ισπανία και κάμψει στο 85’ την αντίσταση της Σουηδίας με 3-2.
Η κλοπή του πρώτου τροπαίου του Μουντιάλ για τον χρυσό του και η κατάληξη των τεσσάρων κλεφτών
Στις 16 Ιουλίου 1950, περίπου 173.850 φίλαθλοι (μερικοί ιστορικοί κάνουν λόγο για 200.000) κατέκλυσαν τις κερκίδες του «Μαρακανά» μαζί με όλες τις σημαίνουσες προσωπικότητες του κράτους, προκειμένου να πανηγυρίσουν (με νίκη ή ισοπαλία) το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας.
Οι εφημερίδες της εποχής είχαν ήδη τυπώσει τα πρωτοσέλιδα «Brasil Campeón», όμως παρά τις προσπάθειες των τρομερών Αντεμίρ, Ζιζίνιο και Ζαΐρ, οι αμυντικοί Εουσέμπιο Τεχέρα, Ματίας Γκονσάλες και οι μέσοι Βίκτορ Ροντρίγκες Αντράντε, Ομπντούλιο Βαρέλα, Σούμπερτ Γκαμπέτα κρατούσαν γερά στα μετόπισθεν.
Τρία λεπτά μετά την έναρξη του β’ ημιχρόνου, ένα κοντινό πλασέ του δεξιού μεσοεπιθετικού Φριάσα έκαμψε την αντίσταση του Ρόκε Μάσπολι και η Βραζιλία πήρε το προβάδισμα.
Ο Βαρέλα αμφισβήτησε την εγκυρότητα του γκολ, υποστηρίζοντας ότι ο σκόρερ βρισκόταν σε θέση οφσάιντ και, μάλιστα, για να εκφράσει τα παράπονά του στον Άγγλο διαιτητή Τζορτζ Ρίντερ, ζήτησε τη βοήθεια ενός μεταφραστή!
Όταν τα πνεύματα ηρέμησαν, ο Ουρουγουανός αρχηγός έστησε την μπάλα στη σέντρα και φώναξε στους συμπαίκτες του: «Τώρα είναι ώρα να νικήσουμε!»
Η «σελέστε» πήρε τα ηνία του αγώνα, ισοφάρισε στο 66’ με τον Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και στο 79’ ο Αλσίδες Γκίτζα γράφτηκε στην Ιστορία.
Το «Μαρακανά» πάγωσε και τότε γράφτηκε ότι «τη στιγμή που η μπάλα μπήκε στα δίχτυα, αν έπεφτε καρφίτσα στις εξέδρες θα ακουγόταν».
Λίγο αργότερα, ο 9χρονος Πελέ θα έβλεπε για πρώτη φορά τον πατέρα του να κλαίει, ενώ ο 16χρονος Γκαρίντσα προτίμησε να πάει για ψάρεμα, αλλά όταν γύρισε στο Πάου Γκράντε είδε τους κατοίκους να είναι δακρυσμένοι για την απώλεια του Κυπέλλου.
Η δημιουργία της Βραζιλίας των πέντε «δεκαριών» το ’70 είχε συνωμοσία, ταπείνωση, NASA και εγκλεισμό
Η εθνική Βραζιλίας δεν χρησιμοποίησε μαύρο τερματοφύλακα για δεκαετίες, αφού ο Μπαρμπόζα στοχοποιήθηκε για το γκολ του Αλσίδες Γκίτζα.
«Στη Βραζιλία η μέγιστη ποινή για ένα έγκλημα είναι 30 χρόνια. Εγώ εδώ και 44 χρόνια πληρώνω για ένα έγκλημα που δεν έχω διαπράξει», έχει πει ο τερματοφύλακας της «σελεσάο», η οποία δεν ξαναφόρεσε την ολόλευκη εμφάνιση, επειδή χαρακτηρίστηκε γρουσούζικη.
Ο επίλογος ανήκει στον Γκίτζα: «Όταν ήμασταν παιδιά συνηθίζαμε να παίζουμε στον δρόμο. Τύχαινε να παίζουμε 15 εναντίον 15 ή 20 εναντίον 20. Και εδώ έμαθα να ντριμπλάρω. Ξέρεις, να παίζω με πονηριά.
Όταν με κάλεσαν το 1950, αισθάνθηκα ότι ακουμπώ τον ουρανό και με τα δυο χέρια. Υπήρχαν 30-40 Ουρουγουανοί, όχι περισσότεροι, οι υπόλοιποι ήταν όλοι Βραζιλιάνοι. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε το 0-0 στο α’ ημίχρονο και τα καταφέραμε.
Τρία λεπτά μετά την έναρξη του β’ μέρους μας έβαλαν γκολ. Στο 22’ ξέφυγα από τον παίκτη που με μάρκαρε, σέντραρα για τον Σκιαφίνο και όπως έμπαινε στην περιοχή, έκανε το σουτ και έστειλε την μπάλα στη γωνία.
Συνειδητοποίησα ότι μπορούμε να νικήσουμε, επειδή είχαν παγώσει. Και στο 33’ ήρθε το γκολ μου. Ήμουν πολύ γρήγορος. Ξέφυγα από τον Μπιγκόντε και ο Ζουβενάλ στα αριστερά μου δεν μπορούσε να με πιάσει. Σούταρα δεξιά δίπλα από το δοκάρι και όταν βούτηξε, η μπάλα ήταν ήδη μέσα.
Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν καταφέρει να σιγήσουν το «Μαρακανά»: ο Πάπας, ο Φρανκ Σινάτρα κι εγώ.
Μερικές φορές αισθάνομαι σαν να είμαι το φάντασμα της Βραζιλίας. Είμαι πάντα εκεί στις αναμνήσεις τους. Πάντα δείχνουν ότι τους έχω επηρεάσει. Οι Βραζιλιάνοι ακόμη με αναγνωρίζουν και έρχονται να μου μιλήσουν γι’ αυτό το περιστατικό.
Μίλησα με τον Μπαρμπόζα πολλά χρόνια μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Του είπα ότι το ποδόσφαιρο είναι 11 εναντίον 11. Οι τερματοφύλακες είναι πάντα οι πιο αδικημένοι. Παίζεις σε όλο το ματς, αλλά όταν δεχθείς ένα γκολ σε κατηγορούν.
Ο παίκτης που με μάρκαρε δεν με σταμάτησε. Γιατί δεν κατηγόρησαν εκείνον; Ο Μπαρμπόζα πέθανε κουβαλώντας πάντα την αχαριστία των Βραζιλιάνων».
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στο Παγκόσμιο Κύπελλο
Κι ένα ακόμη χαρακτηριστικό περιστατικό: «Βρισκόμουν σε τελωνείο του Ρίο. Και όταν έδειξα το διαβατήριο μου, η νεαρή κοπέλα στο γραφείο κοίταξε πρώτα αυτό και μετά εμένα. Ρώτησα: ‘Είναι όλα εντάξει, δεσποινίς;’ και είπε ‘είστε ο Γκίτζα;’. Της απάντησα: ‘Ναι, αλλά πάει καιρός από τότε’. Έπιασε την καρδιά της και είπε: ‘Όχι, όχι, ακόμα πονάμε εδώ’».
Ο Αλσίδες (μτφρ. Αλκείδης – ένα από τα άλλα ονόματα του ημίθεου Ηρακλή) Γκίτζα σκόραρε και στα τέσσερα ματς της Ουρουγουάης στη διοργάνωση.
Η ειρωνεία είναι ότι δεν βρήκε δίχτυα στις υπόλοιπες οκτώ διεθνείς συμμετοχές του. Μία άλλη, τραγική, ειρωνεία είναι ότι πέθανε στις 16 Ιουλίου 2015. Ανήμερα δηλαδή της 65ης επετείου του πιο ξεχωριστού γκολ της καριέρας του…