Την Κυριακή 7 Απριλίου του 1963 ήρθε στον κόσμο ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες που ανέδειξε το γαλλικό ποδόσφαιρο: ο Μπερνάρ Λαμά.
Με αφορμή τα 55α του γενέθλια, το Sport-Retro.gr κάνει μια αναδρομή στην πορεία και τα πεπραγμένα του ταλαντούχου γκολκίπερ, ο οποίος συχνά αγωνιζόταν χωρίς γάντια, βρέθηκε θετικός σε χρήση κάνναβης και κατέκτησε Παγκόσμιο Κύπελλο/Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Αψήφησε τον πατέρα του για να παίξει ποδόσφαιρο
Ο Μπερνάρ Πασκάλ Μορίς Λαμά, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη συνοικία Σαν Σιμφοριάν της Τουρ, αλλά μεγάλωσε στη Γαλλική Γουιάνα απ’ όπου κατάγονταν οι γονείς του.
Έπαιξε ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο στην ομάδα της Μοντζολί, ενώ σε ηλικία 18 ετών παρέβλεψε την αντίρρηση του πατέρα του, άφησε τη χώρα και μετοίκησε στη Γαλλία, προκειμένου να ακολουθήσει καριέρα επαγγελματία.
Η Λιλ τον ενέταξε στο ρόστερ της, αλλά όπως ήταν λογικό, δεν αποτελούσε βασικό στέλεχος του συλλόγου, παρά μια ελπιδοφόρα προοπτική για το μέλλον.
Συνεπώς, το 1982 παραχωρήθηκε δανεικός στην Αμπβίλ, προκειμένου να πάρει χρόνο συμμετοχής, ωστόσο δεν αγωνίστηκε σε κανένα ματς εκείνης της σεζόν.
Την επομένη χρονιά δόθηκε στη Μπεσανσό, όπου αντιθέτως με την προηγουμένη περίοδο αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι της ομάδας με 23 συμμετοχές κάτω από τα γκολπόστ.
Αυτό ήταν αρκετό για τη Λιλ, η οποία την επόμενη σεζόν του εμπιστεύθηκε τη θέση του δευτέρου τερματοφύλακα πίσω από τον Ζαν-Πιέρ Μοτέ.
Κατά τη διάρκεια της χρονιάς αυτής δεν μπόρεσε να δείξει όλα όσα μπορούσε λόγω κάποιων τραυματισμών, όμως, την επόμενη η πρόοδος του φάνηκε ξεκάθαρα και σταδιακά άρχισε να διεκδικεί τον ρόλο του βασικού γκολκίπερ.
Στην πορεία της σεζόν η Μπαστιά και η Τουλόν έδειξαν ενδιαφέρον για την απόκτησή του κι εκείνος το εκμεταλλεύθηκε υπό την έννοια ότι θα αποχωρούσε αν δεν έπαιρνε τη φανέλα με το Νο1.
Η καθιέρωση και η εκτόξευση
Ο Μοτέ, ο οποίος υπήρξε στέλεχος του κλαμπ για αρκετά χρόνια, αποχώρησε τελικά για την Τουλόν και, πλέον, ο Μπερνάρ Λαμά κλήθηκε να αναλάβει δράση.
Την τριετία 1986-89 αγωνίστηκε σε 91 ματς με τη φανέλα της Λιλ και, μάλιστα, σημείωσε ένα γκολ με πέναλτι στην εκκωφαντική νίκη της ομάδας του (8-0) επί της Λαβάλ.
Το καλοκαίρι του 1989 είχε έρθει η ώρα να αποχωρήσει από τον σύλλογο που ανήκε επί 8 χρόνια και να πάρει μεταγραφή στη Μετς, την εστία της οποίας υπερασπίστηκε σε 38 αναμετρήσεις.
Με την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος μεταπήδησε στην Μπρεστ και για δεύτερη διαδοχική σεζόν δεν έχασε ούτε ένα ματς, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει τον υποβιβασμό.
Τότε, η Παρί Σεν Ζερμέν τον προσέγγισε και την ίδια περίοδο αρνήθηκε μια καλή πρόταση της Μαρσέιγ, καθώς δεν επιθυμούσε να εργαστεί για τον συνονόματο, πλην απατεώνα, πρόεδρο Μπερνάρ Ταπί.
Ο Λαμά συμφώνησε να ενταχθεί στον σύλλογο της πρωτεύουσας αλλά από το καλοκαίρι του 1992, καθώς προηγήθηκε ένα πέρασμα από τη Λανς (36 συμμετοχές-1 γκολ τη σεζόν 1991-92).
Εντασσόμενος στην Παρί Σεν Ζερμέν ανέλαβε μια πολύ δύσκολη αποστολή, αφού κλήθηκε να αντικαταστήσει ένα από τα «τοτέμ» της ομάδας, τον Ζοέλ Μπατς.
Εντούτοις, ανταποκρίθηκε με αξιοθαύμαστη αποτελεσματικότητα στον ρόλο του και γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία με τη φανέλα της ομάδας του Παρισιού.
Από το 1992 μέχρι το 1996 υπήρξε ο βασικός της τερματοφύλακας και κατέκτησε τους πρώτους του τίτλους (πρωτάθλημα 1994, Κύπελλο Γαλλίας 1993, 1995 και Κύπελλο Κυπελλούχων 1996).
Εθνική, τραυματισμός, ναρκωτικά…
Οι εμφανίσεις του τον οδήγησαν στην εθνική Γαλλίας, με την οποία έκανε το ντεμπούτο του τον Φεβρουάριο του 1993 στο νικηφόρο ματς με το Ισραήλ (4-0).
Το καλοκαίρι του 1996 συμπεριλήφθηκε στην αποστολή των «τρικολόρ» για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διεξήχθη στα γήπεδα της Αγγλίας.
Εκεί πραγματοποίησε κάποιες από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του και αγωνίστηκε σε όλα τα ματς που έδωσε η εθνική ομάδα, η οποία αποκλείστηκε από την Τσεχία στην ημιτελική φάση (5-6 στα πέναλτι).
Αφού είχε απορρίψει το ενδιαφέρον της Μπαρτσελόνα, η σεζόν 1996-97 άρχισε εξαιρετικά, αλλά τον Σεπτέμβριο υπέστη τον πρώτο σοβαρό τραυματισμό της καριέρας του και, μάλιστα, στο γόνατο έπειτα από μια απόκρουση πέναλτι σε ματς με την Καέν.
Το ατυχές αυτό γεγονός τον άφησε εκτός δράσης για κάποιους μήνες, ενώ σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή του πιάστηκε θετικός σε έλεγχο για χρήση κάνναβης, με συνέπεια να χάσει τη σεζόν λόγω τιμωρίας.
Ύστερα απ’ αυτά, κατά το θέρος του 1997, του γνωστοποιήθηκε από τους ιθύνοντες της Παρί Σεν Ζερμέν πως πλέον δεν υπολογίζεται από το κλαμπ και ότι είναι ελεύθερος να αναζητήσει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του.
Αφού το προηγούμενο διάστημα έκανε προπονήσεις με τις ρεζέρβες της ομάδας, στις 21 Δεκεμβρίου δόθηκε δανεικός στη Γουέστ Χαμ.
Χρειάστηκε να κάνει υπομονή για δυόμιση μήνες μέχρι να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του στις 3 Μαρτίου απέναντι στην Άρσεναλ, ενώ συνολικά κατέγραψε 12 συμμετοχές.
Κατέκτησε το Παγκόσμιο και το Ευρωπαϊκό
Το καλό κλείσιμο που έκανε στην περίοδο 1997-98 με τη Γουέστ Χαμ του επέτρεψε να μπει στην αποστολή της Γαλλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998.
Σε αντίθεση, όμως, με το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1996, ο Λαμά πλέον αποτελούσε τη δεύτερη επιλογή στη θέση του Νο1, πίσω από τον Φαμπιάν Μπαρτέζ, τον οποίον απεχθανόταν.
Μάλιστα, στο αδιάφορο τρίτο ματς του ομίλου με τη Δανία, όπου αγωνίστηκαν αρκετοί από τους αναπληρωματικούς, ο Λαμά αρνήθηκε να παίξει.
Έπειτα από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο έμπειρος τερματοφύλακας επέστρεψε στην Παρί Σεν Ζερμέν για την επόμενη διετία και παρά τις θετικές εμφανίσεις, με το κλείσιμο της σεζόν 1999-00 ειδοποιήθηκε πως λόγω ηλικίας δεν θα είχε πλέον ουσιαστικό ρόλο στον σύλλογο.
Ακολούθως, το καλοκαίρι κλήθηκε ξανά σε μια κορυφαία διοργάνωση με την εθνική Γαλλίας, αφού συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000 που κατέκτησε η χώρα του και, μάλιστα, με συμμετοχή στο τρίτο ματς του ομίλου κόντρα στην Ολλανδία.
Η «γάτα», όπως ήταν το παρατσούκλι του, λόγω της ευελιξίας του και των θεαματικών του εκτινάξεων, ολοκλήρωσε την πορεία του ως ποδοσφαιριστής την περίοδο 2000-01 αγωνιζόμενος για λογαριασμό της Ρεν.
Ο παλιός συμπαίκτης και νυν προπονητής του Πολ Λε Γκεν τον χρησιμοποίησε σε 32 ματς πρωταθλήματος, στα οποία έπιασε αξιοθαύμαστη απόδοση, αν ληφθεί υπ’ όψιν και η ηλικία του.
Ο άνθρωπος που, μεταξύ άλλων, ξεχώριζε για την επιλογή του να αγωνίζεται σε αρκετά ματς δίχως γάντια, μετά την απόσυρσή του από τη δράση ασχολήθηκε ξανά με το ποδόσφαιρο από το πόστο του προπονητή το 2006, όταν και ανέλαβε να προπονήσει την εθνική Κένυας.
Η θητεία ως κόουτς, πάντως, υπήρξε βραχεία, καθώς μετά από λίγους μόνο μήνες παραιτήθηκε επικαλούμενος την έλλειψη επαγγελματισμού στην ομοσπονδία της αφρικανικής χώρας.
Ο βραβευμένος ως ο καλύτερος Γάλλος ποδοσφαιριστής του 1994 από το περιοδικό «France Football» και χρισμένος ως ιππότης της «Λεγεώνας της Τιμής» μαζί με τους υπόλοιπους παίκτες που κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, εργάζεται αγόγγυστα τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να προωθήσει τον αθλητισμό στην πατρίδα των γονιών του.
Δημοσθένης Καραμούζας
Τελειόφοιτος Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ
Διαβάστε ακόμη:
Νταβίντ Ζινολά: Ο «δολοφόνος της Γαλλίας», ο «εγκληματίας» που κόστισε το Μουντιάλ 1994
Κλοντ Μπεζ, ο εκκεντρικός και… απατεώνας πρόεδρος που γιγάντωσε Μπορντό κι εθνική Γαλλίας