Ενόσω ο Κλάιντ Ντρέξλερ πάσχιζε να κερδίσει ένα δαχτυλίδι στο ΝΒΑ, ο «κολλητός» του κατακτούσε τον τίτλο του Πρωταθλητή Ευρώπης ως ένας από τους κορυφαίους σκόρερ στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο.
Είναι αλήθεια πως αν δεν υπήρχε ο Μάικλ Γιανγκ, ο Αμερικανός που έβγαλε μάτια με τη Λιμόζ, ο «Γκλάιντ» ενδεχομένως να μην ήταν αυτός που είναι σήμερα, στα 57 χρόνια του πλέον: ένας από τους 50 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών στο αμερικάνικο μπάσκετ.
***
Σαν σήμερα, Παρασκευή ήταν, του 1962 στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνα η Γιουνές Ντρέξλερ έφερνε στον κόσμο τον μικρό Κλάιντ.
Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, με 6 συνολικά αδέρφια, μεγάλωσε στο Σάουθ Παρκ του Χιούστον, ζώντας με τη μητέρα και τον πατριό του Μάνουελ Σκοτ και μέχρι τα 12 τίποτα δεν φανέρωνε πως θ’ ακολουθήσει αθλητική καριέρα.
Τον περιέγραφαν ως «ένα παχουλό παιδί που ήταν πολύ αργό, δεν μπορούσε να πηδήξει καλά-καλά και στο παιχνίδι τον επέλεγαν πάντα τελευταίο».
Η μεταμόρφωση σ’ ένα καλοκαίρι
Ποτέ του βέβαια δεν έπαψε ποτέ να παίζει. Ακόμη και κάτω από τον καυτό ήλιο, όποτε κι αν του δινόταν η ευκαιρία να πιάσει μια μπάλα. Είχε τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Τζέιμς, για πρότυπο, που έπαιζε ήδη καλό μπάσκετ στα αυτοσχέδια τουρνουά των γειτονιών και ήθελε πολύ να του μοιάσει.
Έτρεχε πίσω του, τον παρακολουθούσε με τους συμπαίκτες του και αποτύπωνε στο μυαλό κάθε κίνηση που θα μπορούσε να κοπιάρει στο μέλλον.
Σταδιακά ο Κλάιντ έχασε το περιττό βάρος που κουβαλούσε στο σώμα του ως ατσούμπαλος πιτσιρικάς και ενασχόλησή του με τις πολεμικές τέχνες τον άλλαξε ολοκληρωτικά, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά.
Η εγγραφή του στη σχολή μετά από προτροπή γείτονά του τον «αποσυμπίεσε» και από τα 12 ήταν πια ένα άλλο παιδί που προσπαθούσε ν’ ανταποκριθεί σε κάθε σπορ του λυκείου. Απέκτησε αθλητικότητα, ευλυγισία και πειθαρχία, δούλεψε την ταχύτητα και το άλμα του.
Έπαιζε μπέισμπολ, φούτμπολ και μπάσκετ διαθέτοντας πολλαπλά χαρίσματα για την ηλικία του. Επειδή μέσα σ’ ένα καλοκαίρι ψήλωσε απότομα, παίρνοντας περί τους 20 πόντους, άρχισε να επικεντρώνονται στο μπάσκετ.
Έγινε αγνώριστος, κάρφωσε για πρώτη φορά, καμάρωνε. Του έμεινε πάντως απωθημένο το γεγονός πως δεν κατάφερε να συνδυάσει δύο αθλήματα μαζί, το έχει πολλάκις ομολογήσει, αλλά ήταν σχεδόν υποχρεωμένος να διαλέξει το μπάσκετ, αφού ταίριαζε περισσότερο στο σωματότυπό του.
Ήταν η εποχή που έπαιζε στο λύκειο Ρος Στέρλινγκ, συμμαθητής της Ζίνα Γκάρισον, παίκτριας του τένις η οποία έφτασε ως το Νο4 της παγκόσμιας κατάταξης. Αρχικά, με το μπόι που είχε ο Κλάιντ Ντρέξλερ, χρησιμοποιήθηκε αναγκαστικά ως… σέντερ.
Τον ωφέλησε στην καριέρα του, διότι έμαθε να παίζει με πλάτη και ανέπτυξε έντονα την αίσθηση του με τα ριμπάουντ. Σ’ ένα γειτονικό τουρνουά, Χριστούγεννα του ’79, έφτασε να μαζέψει 27 από δαύτα, ξέχωρα από τους 34 πόντους είχε σημειώσει στο παιχνίδι με το Σάρπσταουν.
Push ups δεν μπορούσε να κάνει
Δεν ήταν πάντως όλα ρόδινα. Είχε έναν προπονητή, τον Κλίφτον Τζάκσον, που ήταν αρκετά σκληρός, θύμιζε στρατηγό με παραγγέλματα.
«Μας φόρτωνε με πολλές ασκήσεις καλλισθενικής γυμναστικής πριν από την προπόνηση», έχει πει Ντρέξλερ, κάτι που σήμαινε έλξεις και push ups. «Εγώ 25 δεν μπορούσα να βγάλω και έκλεβα. Δεν ήμουν τόσο δυνατός, περισσότερο με κουτάβι έμοιαζα τότε».
Τον κατάλαβε και τον απομόνωσε. Τον διέταξε να κάνει άλλα 25 μπροστά του ο έφηβος Κλάιντ κατάφερε μόλις 6 και τον έδιωξε από την προπόνηση.
«Σωστά μ’ έδιωξε τότε», έχει παραδεχθεί, γιατί είχε καθυστερήσει κιόλας, και μ’ αυτόν στα ηνία δεν έπαιξε ούτε ένα παιχνίδι. «Δεν με χρειάζονταν, είχαν καλή ομάδα», έχει αναφέρει μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Τέτοιες καταστάσεις τον ατσάλωσαν. Ποτέ του δεν έπαψε να γυμνάζεται. Ήταν δουλευταράς και επίμονος, ίσως και κάτι παραπάνω, κέρδισε επάξια τη θέση του στην ομάδα όταν άλλαξε ο προπονητής. Επειδή ο αδερφός του είχε λατρεία στον Τζούλιους Έρβινγκ, τον είχε κι αυτός.
Τον μελέτησε για να μιμηθεί τις κινήσεις του. Το έκανε καλά. Με τις επιδόσεις που εμφάνισε ήταν αναπόφευκτο πως θα προσελκύσει τα βλέμματα από εκπροσώπους κολεγίων που έψαχναν για ταλαντούχους νέους, τους δυνητικά επόμενους μεγάλους σταρς του αθλήματος.
Σταρ με μέσο
Ο Ντρέξλερ δεν ήθελε να φύγει από το Χιούστον για προσωπικούς λόγους. Το Νιου Μέξικο και το Τέξας Τεκ είχαν δείξει εξ αρχής ενδιαφέρον για την περίπτωσή του, τον ήθελαν πολύ. Τουναντίον το Χιούστον εμφανίστηκε με καθυστέρηση.
Περισσότερο με… μέσο κέρδισε τη θέση του στο πανεπιστήμιο της πόλης του. Δεν είναι ψέμα ότι… μεσολάβησε γνωστός του για να κερδίσει μία θέση στο πανεπιστήμιο και να χαράξει έκτοτε το δρόμο του.
Ήταν ο Μάικλ Γιανγκ, ένα χρόνο μεγαλύτερός του, που προέτρεψε τον κόουτς Γκάι Λιούις να τον διαλέξει μαζί του για τους Κούγκαρς.
Ο Γιανγκ τον γνωρίζε τόσο από τις γειτονιές του Χιούστον όσο και από τα λυκειακά χρόνια. Ο ίδιος έπαιζε στο Γέιτς και ήξερε πολύ καλά τις δυνατότητές του Κλάιντ. Τον Λιούις τον έπεισε ότι άξιζε μια τέτοια ευκαιρία λέγοντάς του πως «είναι ο καλύτερος παίκτης που έχω αντιμετωπίσει ως τώρα».
Στα 19 του τότε ο Γιανγκ, προοριζόταν να γίνει το αστέρι του Τέξας και η γνώμη του μέτρησε σ’ εκείνη την περίπτωση. Ούτως ή άλλως πρόθεση του κολεγίου ήταν να ποντάρει στο ντόπιο στοιχείο. Ήταν ένα στοίχημα που, εκ του αποτελέσματος, πέτυχε.
Όλα πήραν τον δρόμο τους
Ο Ντρέξλερ είχε μόλις κάνει το πρώτο βήμα για τη λαμπρή διαδρομή που θα διένυε τα επόμενα 18 χρόνια ως κολεγιόπαιδο και επαγγελματίας του ΝΒΑ.
Ο Χακίμ Ολάουζον, ένας θεόρατος νέος από το Λάγος της Νιγηρίας, ήρθε να συμπληρώσει την τριάδα της «Phi Slama Jama», μιας ομάδας με ταχύτητα-δύναμη-αθλητικότητα, και οι Κούγκαρς έφτασαν στο ζενίθ, με τρεις διαδοχικές συμμετοχές στο Final 4 του πανεπιστημιακού πρωταθλήματος (1982, 1983, 1984).
Από τότε δεν έχουν φτάσει ποτέ τόσο μακριά, ενώ μόλις τον περασμένο Μάρτιο κατάφεραν να προκριθούν ως τη φάση των «16».
Ο «Γκλάιντ», αυτός που ελίσσεται και αλλάζει κατεύθυνση, έγινε αυτός που έγινε. Παίκτης-τομέμ για τους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς, εξέχον μέλος της αυθεντικής Dream Team, πρωταθλητής του 1995 με τους Χιούστον Ρόκετς του Ολάζουον (στους οποίους είχε δοθεί τιμητικά ως ανταλλαγή), ένας γκαρντ-φόργουορντ που τελείωσε την καριέρα του με +22.000 πόντους, +6.500 ριμπάουντ και +6.000 τελικές πάσες! Έχοντας βελτιώσει τρομερά το σουτ.
Την ίδια στιγμή ο Μάικλ Γιανγκ, αυτός που του είχε «ανοίξει» το δρόμο, αν και Νο24 στο περίφημο ντραφτ του ’84 (Ολάζουον, Τζόρνταν, Μπάρκλεϊ, Στόκτον, Μπαρτ, Κέρσεϊ), έφτιαχνε το όνομά του στην Ευρώπη παίζοντας σε Βαγιαδολίδ, Ούντινε, Ρέτζιο Καλάμπρια, αλλά κυρίως στη γαλλική Λιμόζ για τρία χρόνια (1992-1995).
Τη Λιμόζ που έφτασε ως την κορυφή της Ευρώπης το 1993 και σε ακόμη ένα Final 4 το 1995, με τον Γιανγκ να σκοράρει ακατάπαυστα ως συνέχεια του Γιούρι Ζντοβτς!