Πριν από λίγες ημέρες, ο 40άρης Φραντσέσκο Τότι φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της Ρόμα, έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια σε επαγγελματικό επίπεδο.
Πριν από 23 έτη, στις 30 Μαΐου 1994, ένας άλλος μεγάλος ηγέτης των «τζιαλορόσι», ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι, είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του, βυθίζοντας στο πένθος το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Το Sport-Retro.gr τιμά τη μνήμη του «Άγκο» με την καταγραφή της σύντομης ζωής και της καριέρας του, η οποία στιγματίστηκε από την απώλεια του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ακριβώς 10 χρόνια πριν από την αυτοκτονία του (30/5/1984).
Τραγική σύμπτωση από κούνια…
Ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι είδε το πρώτο φως της ζωής στην «αιώνια πόλη», τη Ρώμη, στις 8 Απριλίου 1955.
Εκείνη την ημερομηνία η εφημερίδα «Messaggero» ανέφερε ότι ο χορευτής Ιστβάν Ματέ είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του.
Τραγική σύμπτωση: Ο αυτόχειρας είχε υπάρξει μασέρ στη Ρόμα…
Από μικρή ηλικία ο Αγκοστίνο έπαιζε ποδόσφαιρο στις παιδικές χαρές του προαστίου Τορ Μαράντσια της Ρώμης.
Εντάχθηκε στην ΟΜΙ, μία από τις ομάδες-δορυφόρους της Ρόμα, αλλά η Μίλαν έμελλε να εκδηλώσει πρώτη το ενδιαφέρον της, όταν ο «Άγκο» ήταν 13 ετών.
Εκείνος αρνήθηκε να αποχωριστεί το σπίτι του τόσο νέος, απόφαση που δεν άρεσε καθόλου στην εταιρεία, η οποία θα ήταν συνδετικός κρίκος και θα είχε οικονομικό όφελος από τη μετακίνησή του στο Μιλάνο.
«Αισθάνθηκα σαν φρικιό. Τότε έλεγα ότι τελείωσα με το ποδόσφαιρο», είχε πει αργότερα για εκείνη την εφηβική ιστορία ο Ντι Μπαρτολομέι.
Τελικά, προτίμησε να ενταχθεί στις ακαδημίες της Ρόμα με προπονητή τον Αντόνιο Τρεμπιτσάνι, να κατακτήσει δύο πρωταθλήματα Νέων στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και να καταγράψει τις πρώτες συμμετοχές του στην ανδρική ομάδα τη σεζόν 1972-73.
Ο Ελένιο Ερέρα, τεχνικός της Ρόμα από το 1968 μέχρι 1970, είχε αντιληφθεί την αξία του και γι’ αυτό εκείνος έφευγε νωρίς-νωρίς από το σχολείο για να λάβει μέρος στις προπονήσεις.
Χάρη στους συμμαθητές και τους καθηγητές του, ο Αγκοστίνο κάλυπτε τα κενά που προέκυπταν μετά τη δεύτερη ώρα.
Το επαγγελματικό του ντεμπούτο του έγινε στις 22 Απριλίου 1973, σε ένα ισόπαλο ντέρμπι με την Ίντερ στο Μιλάνο, μόλις δύο εβδομάδες μετά την ενηλικίωσή του. Το νερό είχε μπει για τα καλά στο αυλάκι…
Η επόμενη δεκαετία
Το πρώτο του γκολ ως παίκτης της Ρόμα σημειώθηκε την 1η αγωνιστική της αγωνιστικής περιόδου 1973-74 με αντίπαλο την Μπολόνια και προπονητή του τον Μάνλιο Σκοπίνο.
Στις τρεις παρθενικές του σεζόν με τους «τζιαλορόσι», όπου πορευόταν μεταξύ Νέων και Ανδρών κατέγραψε 23 επαγγελματικές συμμετοχές.
Την περίοδο 1975-76 παραχωρήθηκε στη Βιτσέντσα, η οποία μόλις είχε υποβιβαστεί στη Serie B και βασιζόταν σε νεαρούς άσους για να επανέλθει στα μεγάλα σαλόνια.
Αυτός ο δανεισμός έμελλε να αλλάξει την καριέρα του, αφού συνάντησε ξανά τον Σκοπίνο, τον προπονητή που είχε οδηγήσει την Κάλιαρι στο μοναδικό πρωτάθλημα της ιστορίας της το 1970 και κόλλαγε τα τελευταία ένσημα στην πόλη του Βένετο.
Ουσιαστικά η χρονιά στη Βιτσέντσα είναι η πρώτη που ο, 20χρονος, Ντι Μπαρτολομέι παίρνει φανέλα βασικού και αποκτά διαδοχικές εμπειρίες από επίσημες αναμετρήσεις.
H πλευρά του Αγκοστίνο είχε συμφωνήσει με τη Ρόμα για μισθό 30.000.000 λιρετών, αλλά η διοίκηση της ομάδας του Βένετο δεν επιθυμούσε να δίνει περισσότερα από 16.000.000.
Τη λύση έδωσε ο Γκαετάνο Αντσαλόνε, πρόεδρος των «τζιαλορόσι», ο οποίος δέχθηκε να πληρώσει τη διαφορά για να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα με τον δανεισμό του «Άγκο».
Να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο ένας άλλος μεταγενέστερος σταρ της Ρόμα, ο Μπρούνο Κόντι, παραχωρήθηκε στην Τζένοα για τον ίδιο λόγο με τον συμπαίκτη του, δηλαδή για να «ψηθεί» με διαδοχικές συμμετοχές.
Ο Ντι Μπαρτολομέι επέστρεψε στη Ρόμα το καλοκαίρι του 1976 και μέχρι εκείνο του 1984 απουσίασε από ελάχιστες αναμετρήσεις, γεγονός που αποδεικνύει ότι ορθώς έλαβε το περιβραχιόνιο του αρχηγού ουκ ολίγες φορές.
Αγωνιζόμενος αρχικά σε ρόλο μέσου, η τραγική αυτή φιγούρα του «κάλτσιο» ξεχώριζε για το εξαιρετικό διάβασμα των φάσεων, τον πολύ γρήγορο τρόπο σκέψης και τον υψηλό βαθμό στην τακτική προσέγγιση.
Όλα τα παραπάνω κάλυπταν τη μεγαλύτερη αδυναμία του: ότι ήταν αργός. Ο “Άγκο” δεν είχε πολλά τρεξίματα και σπανίως θα αποφάσιζε να επιχειρήσει κάποιο σπριντ.
Τροφοδοτούσε εξαιρετικά τους συμπαίκτες του, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έβρισκε δίχτυα είτε με σουτ εκτός περιοχής είτε με πέναλτι, τα οποία συνήθως εκτελούσε χωρίς φόρα.
Ήταν ένας απλός, «καθαρός» παίκτης, πραγματικός αρχηγός που όταν πλησίαζε τους διαιτητές για μία διαμαρτυρία ή μία εξήγηση σταύρωνε τα χέρια του πίσω από τη μέση.
Η σεζόν 1977-78 ήταν η πιο παραγωγική, καθώς σημείωσε 10 γκολ, δηλαδή 3 περισσότερα από εκείνη που η ομάδα του κατέκτησε το πρωτάθλημα (1982-83).
Την αγωνιστική περίοδο 1982-83, ο Νιλς Λίντχολμ είχε τη φαεινή ιδέα να του δίνει ρόλο λίμπερο ή κεντρικού αμυντικού δίπλα στον νεαρό Πιέτρο Βιέρτσοβοντ και αυτή η κίνηση αποδείχθηκε καθοριστική για το πρώτο πρωτάθλημα της Ρόμα μετά από 41 ολόκληρα χρόνια.
«Ωωω Αγκοστίνο, Άγκο-Άγκο-Άγκο, Αγκοστίνο γκολ!», ήταν το σύνθημα που δονούσε συχνά πυκνά το «Ολίμπικο» της Ρώμης εκείνη την εποχή.
Συνολικά, ο Ντι Μπαρτολομέι φόρεσε 308 φορές τη φανέλα της Ρόμα, εκ των οποίων οι 146 με το περιβραχιόνιο του αρχηγού, σημείωσε 66 γκολ (τα 50 στη Serie A) και εκτός από το «σκουντέτο» κατέκτησε 3 κύπελλα: το 1980, το 1981 και το 1984.
Οι τελικοί του 1980 και το 1981 κόντρα στην Τορίνο κρίθηκαν στη διαδικασία των πέναλτι, όπου ο «Άγκο» (ή «DiBa» λόγω των αρχικών του), αστόχησε και στις δύο εκτελέσεις του αλλά δεν αποδείχθηκε μοιραίος για τους «τζιαλορόσι».
«Ti hanno tolto la Roma ma non la tua curva»
Στις 30 Μαΐου 1984, το «Ολίμπικο» της Ρώμης γέμισε με Ιταλούς και Άγγλους υποστηρικτές της Λίβερπουλ, η οποία διεκδικούσε το 4ο τρόπαιο έπειτα από 3 νίκες σε ισάριθμους τελικούς.
Η Ιστορία έγραψε ότι ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι ήταν ο αρχηγός της Ρόμα στον μοναδικό τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών που έχει αγωνιστεί μέχρι σήμερα.
Ήταν, μάλιστα, ο άνθρωπος που της έδωσε το προβάδισμα στη διαδικασία των πέναλτι, ύστερα από την άστοχη εκτέλεση του Στιβ Νίκολ, αλλά οι Μπρούνο Κόντι και Φραντσέσκο Γκρατζιάνι δεν βρήκαν δίχτυα, με συνέπεια η Λίβερπουλ να πάρει το τρόπαιο.
Ύστερα από το πρωτάθλημα του 1983, ο «Άγκο» είχε φτάσει στο ποδοσφαιρικό ζενίθ με τη 2η θέση στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση του πλανήτη.
Και, βέβαια, θα ήταν παράλειψη αν δεν γινόταν αναφορά στον επαναληπτικό της ημιτελικής φάσης με την Νταντί Γιουνάιτεντ, η οποία είχε επικρατήσει 2-0 στο ματς του «Τάνανταϊς Παρκ».
Ο Ρομπέρτο Προύτσο είχε ισοφαρίσει το σκορ του πρώτου αγώνα με δύο γκολ (23’, 38’), προτού ο Ντι Μπαρτολομέι διαμορφώσει το τελικό 3-0 με πέναλτι στο 58’ και χαρίσει στη Ρόμα το εισιτήριο για τον τελικό με τη Λίβερπουλ.
Μερικές σκόρπιες ατάκες του «Άγκο»: «Ποτέ δεν είχα αμφιβολίες, ήξερα ότι θα προχωρήσω. Διαθέτω πνεύμα νικητή από τη φύση μου, γεννήθηκα τελειομανής. Ποτέ δεν είμαι χορτασμένος, ποτέ δεν είμαι ικανοποιημένος, έρχομαι συνεχώς σε κόντρα με τον εαυτό μου. Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν ότι παίζω σε ένα διάσημο στάδιο, γεμάτο κόσμο.
Άρχισα στο «Σαν Σίρο» εναντίον της Ίντερ. Πάντα ονειρευόμουν να φέρω στη Ρόμα το πρωτάθλημα. Τέλος πάντων, ήθελα να το κερδίσω με οποιαδήποτε ομάδα, αλλά ήξερα ότι αν το κατάφερνα με τη Ρόμα το συναίσθημα θα ήταν διαφορετικό. Είμαι εδώ, ο αρχηγός της Ρόμα, που μετά από 41 χρόνια είναι πρωταθλήτρια Ιταλίας.
Λίγοι φαντάζονται πόσο πολύ υπέφερα για να βελτιώσω τον εαυτό μου, για να αποφύγω τους απεχθείς και ταπεινωτικούς συμβιβασμούς, πόσα στερήθηκα για να παραμείνω συνεπής.
Παραδόθηκα μόνο σε ένα σημείο. Δεν είμαι αστραπή, είμαι αργός. Λοιπόν, αν γνωρίζατε τι έκανα, πόσα χρόνια προσπαθούσα με επιμονή… Στο τέλος, όμως, συνειδητοποίησα ότι γρήγορος γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».
Αυτή η έλλειψη ταχύτητας ήταν ο ένας βασικός λόγος που δεν κλήθηκε ποτέ στην εθνική ομάδα, ενώ ο άλλος ήταν η παρουσία των Γκαετάνο Σιρέα και Μάρκο Ταρντέλι.
Η άφιξη του Σβεν-Γκόραν Έρικσον το 1984 προανήγγειλε ένα γρήγορο στυλ παιχνιδιού, το οποίο δεν ταίριαζε με τον αργό Ντι Μπαρτολομέι και, κατά συνέπεια, το «διαζύγιο» θα ήταν αναπόφευκτο.
Οι «τιφόζι» της Ρόμα, πάντως, δεν παρέλειψαν να πάρουν θέση για το ζήτημα με ένα πανό που ανάρτησαν στον τελικό Κυπέλλου κόντρα στη Βερόνα, ήτοι στο τελευταίο ματς του «Άγκο»: «Έδιωξαν εσένα από τη Ρόμα, όχι όμως και την curva σου».
Curva=πέταλο, όπερ σήμαινε ότι οι οργανωμένοι των «τζιαλορόσι» εξέφρασαν ανοικτά την αφοσίωσή τους προς τον άνθρωπο που συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η Ρόμα έπαιξε ένα πρωτοποριακό ποδόσφαιρο (λίγο πιο επιθετικό), συμμετείχε σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ενώ κατέκτησε 1 πρωτάθλημα και 3 Κύπελλα.
«Το ποδόσφαιρο είναι απάνθρωπο»
Ένας επαγγελματίας παίκτης, ένας πραγματικός αρχηγός, που παρακολούθησε από την τηλεόραση την εθνική ομάδα της πατρίδας του και τον συμπαίκτη του Μπρούνο Κόντι να κατακτούν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982.
Η μοναδική χαρά του εκείνο το καλοκαίρι ήταν η γέννηση του γιου του Λούκα την ημέρα που πραγματοποιήθηκε η αναμέτρηση της Ιταλίας με την Αργεντινή (29 Ioυνίου).
Δύο χρόνια αργότερα, ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι δεν έφυγε με τον καλύτερο τρόπο από την ομάδα που έδωσε την ψυχή του για την κατάκτηση 4 εγχώριων τίτλων.
Το γυαλί ράγισε μετά τον χαμένο τελικό με τη Λίβερπουλ, κάποιοι έκαναν λόγο για μία φιλονικία με τον Πάουλο Ρομπέρτο Φαλκάο, εκτός από την επικείμενη έλευση του Έρικσον. Κανείς δεν έμαθε ποτέ…
O «Άγκο» τηλεφωνεί στον Νιλς Λίντχολμ, τον ρωτά αν χρειάζεται μέσο στη Μίλαν κι εκείνος δίνει διαφορετική απάντηση από αυτή που είχε δώσει ο ίδιος το 1968 στην πρόταση της ίδιας ομάδας.
Στις 14 Οκτωβρίου 1984 οι «ροσονέρι» υποδέχονται τη Ρόμα, ο Ντι Μπαρτολομέι ανοίγει το σκορ στο 58’, πανηγυρίζει το γκολ και σε συνδυασμό με το τελικό 2-1 οι φιλοξενούμενοι δεν καλοβλέπουν την ενέργεια του «Άγκο».
Στο ματς του δευτέρου γύρου στο «Ολίμπικο» τα νεύρα είναι τεντωμένα, ο πρώην «καπιτάνο» αποδοκιμάζεται από πολλούς οργανωμένους και μερικούς άλλους φιλάθλους. Αντίθετα, ο Νιλς Λίντχολμ αποθεώνεται και γίνεται αποδέκτης μιας ανθοδέσμης.
Με τη λήξη του αγώνα, ο Φραντσέσκο Γκρατσιάνι χτυπά τον Ντι Μπαρτολομέι επειδή, όπως υποστήριξε ο ίδιος, νωρίτερα είχε κλωτσήσει τον Μπρούνο Κόντι.
«Ένιωσε πολύ άσχημα με αυτήν την υποδοχή, περίμενε διαφορετικά πράγματα», θα δηλώσει κάποια στιγμή για το επεισόδιο ο πρώην συμπαίκτης του Κάρλο Αντσελότι.
Ο Μπρούνο Κόντι, από την πλευρά του, αποδεικνύεται αιχμηρός: «Δεν είναι αλήθεια, όπως κάποιος έγραψε, ότι είμαι φίλος του Ντι Μπαρτολομέι. Κι έπειτα, στο γήπεδο μου είπε μερικές φράσεις που δεν μου άρεσαν.
Εν πάση περιπτώσει έχει φίλους που αξίζουν. Στη Μίλαν συνεχίζει να αγωνίζεται όπως στη Ρόμα: ήσυχος, καθαρός, χωρίς ποτέ να φύγει ιδρωμένος από τον αγωνιστικό χώρο. Και πάντα ήταν ο καλύτερος παίκτης μας…».
Γενικώς, ο Ντι Μπαρτολομέι είχε συνάψει φιλίες με ελάχιστους συμπαίκτες στη Ρόμα: τον τερματοφύλακα Φράνκο Τανκρέντι και τον Ρομπέρτο Προύτσο, ο οποίος μάλιστα όταν πήρε μεταγραφή στους «τζιαλορόσι» συγκατοίκησε μαζί του για ένα μικρό διάστημα.
«Όχι, δεν υπάρχει πάντα κάποιος συμπαίκτης που να «κολλάς». Το ποδόσφαιρο είναι αδίστακτο, δεν είναι όλα χρυσός», είχε πει ο ίδιος.
Μία άλλη φράση του ήταν η εξής: «Το ποδόσφαιρο είναι απάνθρωπο, ιδίως όταν παύεις πια να το υπηρετείς».
«Κύκνειο άσμα» στη Serie Α, άνοδος στη Serie B
H θητεία του «Άγκο» στο Μιλάνο ολοκληρώνεται χωρίς κάποιον τίτλο στις 3 Μαΐου 1987, ανήμερα της αυτοκτονίας της θρυλικής τραγουδίστριας Νταλιντά.
Στις 3 σεζόν του με τη φανέλα των «ροσονέρι», ο Ντι Μπαρτολομέι κατέγραψε 121 συμμετοχές και 14 γκολ, ένα εκ των οποίων σε ντέρμπι με την Ίντερ.
Σε ηλικία 32 ετών πια, ο «Άγκο» παίρνει μεταγραφή (και μαζί το περιβραχιόνιο του αρχηγού) στην Τσεζένα και καταγράφει την τελευταία του χρονιά στη Serie A.
Το πρόσημο είναι θετικό αφού οι «μπιανκονέρι» καταφέρνουν να παραμείνουν στην κατηγορία, όμως εκείνος «κατηφορίζει» στη Serie C για λογαριασμό της Σαλερνιτάνα.
Εξάλλου, ο Aγκοστίνο και η σύζυγός του Μαρίζα ντε Σάντις έχουν αποφασίσει να μετακομίσουν στο Σαλέρνο, τον τόπο καταγωγής της, και συγκεκριμένα σε μία παραθαλάσσια βίλα στο μικρό χωριό Σαν Μάρκο Καστελαμπάτε.
Ο γάμος τους είχε γίνει σε κλειστό κύκλο στο Λονδίνο, γεγονός που έγινε γνωστό μερικούς μήνες αργότερα, αφού ο παίκτης απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας.
Η Μαρίζα έβγαζε το ψωμί της ως αεροσυνοδός της «Alitalia» και η γνωριμία τους έγινε το 1983 σε ένα πάρτι. «Με δυο λόγια είσαι ένας που εργάζεται με τα πόδια του», του είχε πει με σκοπό να πουλήσει πνεύμα.
Όταν έλαβε απάντηση στην ερώτηση για το επάγγελμά της, ο Αγκοστίνο θέλησε να πάρει ρεβάνς με τη φράση: «Α, μια καμαριέρα των ταξιδιών».
Η σεζόν 1988-89 στη Σαλερνιτάνα δεν κυλά όπως θα ήθελε, διότι ο προπονητής του προτιμά να χρησιμοποιεί πιο συχνά τον πολύ νεότερο Στέφανο ντάλα Κόστα.
Αντίθετα, η τελευταία χρονιά του «DiBa» κλείνει με θετικό πρόσημο, αφού εκείνος παίρνει το περιβραχιόνιο του αρχηγού και οδηγεί την ομάδα στη Serie B, έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια, με γκολ στο Μπρίντιζι την προτελευταία αγωνιστική.
«Αυτό ήταν;», τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος μετά την ισοπαλία της τελευταίας στροφής κόντρα στην Ταράντο. «Εεε…», ήταν η απάντηση του Ντι Μπαρτολομέι.
Το καλοκαίρι του 1990 σχολιάζει για λογαριασμό του «Rai» τους αγώνες του εγχώριου Παγκοσμίου Κυπέλλου, ενώ την ίδια περίοδο δημιουργεί στην Καστελαμπάτε μία σχολή ποδοσφαίρου που φέρει το όνομά του.
Σκοπός του «Άγκο» είναι να προσπαθήσει να μεταφέρει σε παιδιά το όραμά του για τον κόσμο του «βασιλιά των σπορ»: να είναι «καθαρό», να τηρούνται οι κανονισμοί και η ηθική του.
«Θα ήθελα τα παιδιά να μαθαίνουν από μικρά να αγαπούν το ποδόσφαιρο, αλλά όχι σύμφωνα με το μοντέλο κάποιων ιδιότροπων συναδέλφων», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι ήταν ένας σοβαρός, «καθαρός» και δίκαιος παίκτης. Όταν η Γιουβέντους ήταν η πιο μισητή ομάδα στη Serie A δεν έριχνε λάσπη, αλλά έλεγε: «Είναι προτιμότερο να προσπαθείτε να αντιγράψετε τα καλά και όχι τα κακά».
Ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ στα ιταλικά για τον Αγκοστίνο:
Λάτρευε τις τέχνες και την ανάγνωση, ενώ για περισσότερα από 20 χρόνια πρότεινε να καταστεί υποχρεωτική η διδασκαλία και η μελέτη της Ιστορίας του αθλητισμού από το δημοτικό σχολείο.
Όταν αποφοίτησε από το λύκειο, ήθελε να γίνει γιατρός, ασχέτως αν είχε γραφτεί σε σχολή που αφορούσε την οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Το τέλος
«Θα είσαι, θα είσαι… Και μετά; Και μετά τα πάντα περνάνε». Ο Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι διάβαζε για χρόνια αυτή τη φράση του Φιλίππου Νέρι, γνωστού ως Τρίτου Αποστόλου της Ρώμης, χαραγμένη σε πλάκα στην είσοδο του μικρού γηπέδου που έπαιζε ποδόσφαιρο στη γειτονιά του.
Τα γραφειοκρατικά προβλήματα για τη δημιουργία της σχολής ποδοσφαίρου, τα εκατομμύρια χρέη από την ασφαλιστική εταιρεία που ίδρυσε και η πλήρης αδιαφορία της Ρόμα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το «είναι» του.
Προσκαλεί αρκετές φορές τον Νιλς Λίντχολμ στη σχολή του, όμως εκείνος δεν δίνει ποτέ το «παρών». Και το αποκορύφωμα; Ο πρόεδρος των «τζιαλορόσι» Φράνκο Σένσι δίνει ρόλο γενικού διευθυντή σε έναν πρώην διαιτητή, τον Λουίτζι Ανιολίν!
Προσπαθεί να ξαναγίνει ορατός. Τον Φεβρουάριο του 1994 ταξιδεύει μέχρι την Παλαφιέρα της Ρώμης για να δώσει το «παρών» στην επίσημη πρώτη της παράταξης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του πρώην προέδρου του στη Μίλαν.
Ο Αγκοστίνο βυθίζεται συνεχώς στην εσωστρέφεια και τη θλίψη. Δεν μπορεί να περάσει τον τρόπο σκέψης του, αισθάνεται ότι δεν έχει φωνή. Η μετακόμιση στον Νότο δεν τον βοηθά, αφού ουσιαστικά βγαίνει εκτός ποδοσφαιρικού χάρτη.
Συχνά «καβαλά» τη βάρκα του, τη «Λευκωσία» (σ.σ. όνομα Σειρήνας) και πλέει στην Πούντα Λικόζα για να ψαρέψει χέλια και να πείσει τον εαυτό του ότι μπορεί να κολυμπήσει μόνος.
30 Μαΐου 1994 στις 08:00. Λίγες ώρες μετά τους εορτασμούς για τα γενέθλια του πατέρα του. Ο παλιός «καπιτάνο» της Ρόμα σηκώνεται σιωπηλός από το δωμάτιο για να μην ξυπνήσει τη Μαρίζα. Φορά φόρμα γυμναστικής, από πάνω πιτζάμα και μία τζιν ζακέτα.
Ανοίγει ένα συρτάρι και παίρνει ένα από τα τρία όπλα του, ένα περίστροφο Smith & Wesson 38άρι. Βγαίνει στη βεράντα, στέκεται ανάμεσα τους φοίνικες και τις βουκαμβίλιες. Στρέφει το όπλο προς την καρδιά του. Πυροβολεί.
Η Μαρίζα ξυπνά από τις κραυγές του Τζιανμάρκο, του άλλου της γιου από τον προηγούμενο γάμο της. Ο 12χρονος Λούκα είναι στο σχολείο. Δύο ώρες αργότερα, η «Ansa» μεταδίδει πρώτη την είδηση.
«Σε λατρεύω και αγαπώ τα όμορφα αγόρια μας, αλλά δεν μπορώ να βρω την έξοδο από το τούνελ», αναφέρει ένα από τα σκισμένα κομμάτια χαρτιού που βρέθηκαν από τη Μαρίζα σε ένα παντελόνι.
Σε άλλα κάνει λόγο για τράπεζες που εμποδίζουν όνειρα, στεγαστικά δάνεια, γραφειοκρατία, αμοιβαία κεφάλαια…
Και μία σοκαριστική μαρτυρία του φίλου του ονόματι Μετσανότι: «Όταν συζητούσαμε στο αυτοκίνητο για την αυτοκτονία του επιχειρηματία Ραούλ Γκαρντίνι, μου είπε: «Ήταν λάθος που πυροβόλησε τον εαυτό του στο κεφάλι. Καλύτερα να σημάδευε την καρδιά για να είναι σίγουρος ότι θα σκοτωθεί αμέσως…».
***
Το 2012, το «γήπεδο Α» του προπονητικού κέντρου της Ρόμα μετονομάστηκε σε «γήπεδο Aγκοστίνο Ντι Μπαρτολομέι».
Διαβάστε ακόμη:
Το πρώτο τρόπαιο του Φραντσέσκο Τότι ήρθε το 1996 σε «μαγικό» Euro