Είναι γνωστό πως ο κόσμος είναι γεμάτος από παράξενες και αξιοπερίεργες ιστορίες. Πολλές φτάνουν κατά καιρούς στα αυτιά του καθενός, αλλά υπάρχουν και κάποιες που αν δεν κοιτάξεις ή δεν ψάξεις πολύ προσεκτικά δεν θα τις μάθεις ποτέ.
Με γνώμονα αυτό η ιστοσελίδα προσπάθησε πριν από έναν μήνα να βρει μία τέτοια άγνωστη ιστορία για τον θρυλικό Εουσέμπιο μιας και τα φοβερά του κατορθώματα είναι ήδη γνωστά και έχουν γραφτεί πολλάκις.
Σε αυτή την αναζήτηση, ο γραφών κατέφυγε στο πέρασμα του αείμνηστου Πορτογάλου άσου από τις ΗΠΑ και το εύρημα ήταν από αυτά τα παράξενα που δεν περιμένει κανείς να συναντήσει.
Ο λόγος γίνεται για τους δύο Έλληνες ποδοσφαιριστές που επί λίγους μήνες αγωνίστηκαν με την ομάδα του Τορόντο στο MLS πλάι στον Εουσέμπιο και στέφθηκαν μαζί του πρωταθλητές.
Ο Θέμης Ρήγας, ο παλιός άσος της Παναχαϊκής, «έφυγε» νωρίς μόλις στα 39 του χρόνια, αλλά ο Νίκος Σεβαστόπουλος στις 26 Φεβρουαρίου έκλεισε αισίως το 74ο έτος της ζωής του.
Ο παλιός άσος της ΑΕΚ που βαφτίστηκε «Έλληνας Πελέ» και διάδοχος του Κώστα Νεστορίδη στα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα, βρέθηκε αργότερα μία ανάσα από την Ρεάλ Μαδρίτης του Σαντιάγο Μπερναμπέου και τελικά έγινε «πολίτης του κόσμου», αφού αγωνίστηκε σε 4 διαφορετικές Ηπείρους λόγω μίας απίστευτης αλληλουχίας γεγονότων αλλά και προσωπικών επιλογών.
Υπήρξε συμπαίκτης του Εουσέμπιο και του Μπόμπι Μουρ, αντίπαλος του Πελέ και σκόρερ της ΑΕΚ στον προημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Σπάρτακ Τρνάβα το 1969.
Ο Νίκος Σεβαστόπουλος, ο οποίος δεν υλοποίησε την καριέρα που περίμεναν πολλοί αλλά έκανε αυτή που (σχεδόν) ήθελε, μίλησε στο Sport-Retro.gr και μοιράστηκε την απίστευτη ιστορία της καριέρας του.
***
Πώς άρχισε η ποδοσφαιρική σας καριέρα;
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή του Ταύρου και έπαιξα για πρώτη φορά ποδόσφαιρο στις αλάνες της περιοχής πριν ενταχθώ στις ακαδημίες του Πανθησειακού το 1956 σε ηλικία 11 ετών».
Εκεί σας εντόπισε η ΑΕΚ;
«Όχι, δεν με είδε ποτέ κανείς από την ΑΕΚ, αλλιώς έγιναν τα πράγματα. Το 1957 ο Σπύρος Γιαλαμπίδης, προπονητής του Φωστήρα εκείνη την εποχή και ίσως ο μεγαλύτερος παίκτης που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της ομάδας (σ.σ. το γήπεδο του Φωστήρα φέρει το όνομά του), πήγαινε όπου υπήρχε αλάνα στην περιοχή και έκανε δελτία στους πιτσιρικάδες.
Πριν προλάβει να με εντοπίσει, με πήγε ο άνδρας της αδελφής μου στα τσικό της ΑΕΚ να δοκιμαστώ. Τον είχε παρακινήσει ένας φίλος του, φανατικός ΑΕΚτσής αν και τα παιδιά του έπαιζαν στον Φωστήρα, γιατί είχε την αίσθηση πως μπορούσα να ανταποκριθώ σε πιο υψηλό επίπεδο».
Εσείς ως νεαρό παιδί πώς αντιμετωπίσατε αυτή την πρόκληση;
«Η πιθανότητα να παίξω στην ΑΕΚ με ενθουσίασε. Ήμουν ΑΕΚτσής από μικρός, όπως και όλη μου η οικογένεια ως Κωνσταντινουπολίτες. Πρώτη φορά που είχα πάει στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν για να παρακολουθήσω το φιλικό ματς της ΑΕΚ με την φοβερή Αούστρια Βιέννης της εποχής, το 1952.
Ήμουν μόλις 7 ετών και με είχε πάει ο άνδρας της αδελφής μου και τότε. Ήταν κι αυτός Κωνσταντινουπολίτης και φυσικά ΑΕΚτσής, ενώ έκοβε και τα εισιτήρια στα ματς. Μεσολάβησε, λοιπόν, για να πάω να δοκιμαστώ».
Ξαφνικά, λοιπόν, από τις αλάνες στη Νέα Φιλαδέλφεια ως υποψήφιος παίκτης των ακαδημιών της ΑΕΚ. Μεγάλη αλλαγή έτσι; Πώς θυμάστε την πρώτη σας εμπειρία εκεί;
Αρχικά να σου πω ότι τότε για να πας από τον Ταύρο στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν ταξίδι ολόκληρο. Όταν πήγα λοιπόν, μπήκα στα αποδυτήρια και συνάντησα τον φροντιστή της ομάδας, τον μπαρμπα-Γρηγόρη.
Η ΑΕΚ τότε δοκίμασε περίπου 125 παιδιά για να στελεχώσει τις ακαδημίες της. Του εξηγώ, λοιπόν, για ποιο λόγο είμαι εκεί και αφού το διασταυρώνει με τον Χρήστο Ρίμπα που ήταν τότε προπονητής της ΑΕΚ μαζί με τον Νταϊσπάγκο, μου δίνει ρούχα και ποδοσφαιρικά παπούτσια.
Βέβαια τα παπούτσια ήταν 45-46 νούμερο, καθώς ανήκαν σε κάποιον από την πρώτη ομάδα. Εγώ 12 χρονών παιδί φορούσα νούμερο 36, οπότε χρειάστηκε να βάλω δυο ζευγάρια κάλτσες μπροστά για να καλύψω το κενό, αφού τα δάχτυλά μου δεν έφταναν».
Και καταφέρατε να ξεχωρίσετε με τις ικανότητές σας παρά τη σχετική δυσκολία;
«Ναι, τα είχα καταφέρει και δεν χρειάστηκε να κάνω και πολλά. Τότε δεν χρειαζόταν να παίξεις σε ματς και να κάνεις προετοιμασία για να καταλάβουν αν αξίζεις. Ειδικότερα το μάτι του Ρίμπα έκοβε πολύ. Με έστησε στα 10 μέτρα μακριά του και μου πέταξε την μπάλα με τρεις διαφορετικούς τρόπους.
Τη σταμάτησα και την επέστρεψα όπως έπρεπε, με το ανάλογο πόδι και τα ανάλογα φάλτσα. Μετά την τρίτη φορά μου λέει ‘στοπ, πήγαινε μέσα στον κ. Αργυρόγλου (σ.σ. υπεύθυνος των ακαδημιών) να κανονίσεις τις λεπτομέρειες και αύριο φέρε δύο φωτογραφίες σου για να φτιάξουμε το δελτίο’».
«Ο Χρήστος μου δεν γέρασε». Το παράπονο της συζύγου του Ρίμπα
Πότε ήρθε ο προβιβασμός στην ανδρική ομάδα;
«Αυτός δεν ήρθε πριν από το 1961, όταν ήμουν 16 ετών. Μέχρι τότε αγωνιζόμουν σε μία από τις επτά ομάδες των τσικό, οι οποίες έπαιζαν μεταξύ τους πριν από τα ματς της πρώτης ομάδας, αφού ακόμα δεν υπήρχε εφηβικό πρωτάθλημα (σ.σ. άρχισε κατά τη δεκαετία του 1960). Κάθε ομάδα από τις επτά έπαιρνε το όνομα ενός κωνσταντινουπολίτικου νησιού. Χάλκη, Πρίγκηπος, Αντιγόνη κτλ. Από τις εμφανίσεις μου τότε μου κόλλησαν και το παρατσούκλι ‘Πελέ’».
Αυτό πώς σας κόλλησε και πότε;
«Αγωνιζόμουν ως δεκάρι και είχα την ανάλογη τεχνική κατάρτιση, ενώ μου άρεσε να επιχειρώ φαντεζί κινήσεις, όπως τακουνάκια και άλλα τέτοια. Αφετέρου είμαι μελαχρινός και είχα κοντό σγουρό μαλλί τότε, οπότε προέκυπτε μία σχετική ομοιότητα και άρχισαν όλοι να με αποκαλούν ‘Πελέ’».
Η μεταπήδηση, όμως, στην ανδρική ομάδα πότε έγινε;
«Ανεπίσημα το 1961 σε φιλικό ματς με τον Παναθηναϊκό στο γήπεδο της Λεωφόρου. Έπαιξα ένα ημίχρονο ως αριστερό εξτρέμ και είχα αντίπαλο τον Σωτήρη Αγγελόπουλο του Παναθηναϊκού, μεγάλο ‘κλαδευτήρι’ της εποχής. Λίγο πριν από το ημίχρονο, αφού τον είχα ντριμπλάρει περίτεχνα δύο φορές ξεσηκώνοντας και τον κόσμο, μου κάνει ένα τάκλιν και με σηκώνει έναμιση μέτρο από το έδαφος. Έχασα τον κόσμο».
«Τους ανθρώπους τους αφήνω. Την ΑΕΚ όχι». Ο θρυλικός Κώστας Νεστορίδης στο Sport-Retro.gr
Σκληρή προσγείωση στη νέα πραγματικότητα. Σωστά;
«Ναι, ήταν άλλο επίπεδο η πρώτη ομάδα, αλλά αυτό δεν το περίμενα. Θυμάμαι τότε είχαμε στην ΑΕΚ έναν Κύπριο παικταρά, τον Πανίκο Κρυστάλλη, ο οποίος είχε υπάρξει και πρωτοπαλίκαρο της ΕΟΚΑ στον απελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων με τους Άγγλους.
Ήρθε τότε αμέσως και είπε στον Αγγελόπουλο ‘καλά δεν ντρέπεσαι ρε, επειδή σου έκανε δυο ντρίμπλες ο πιτσιρικάς πας να τον σκοτώσεις, έλα σε μένα να κάνεις τον μάγκα’.
Ήταν και οι δύο δυνατά παιδιά και πήγαν να αρπαχτούν, αλλά ευτυχώς τους χώρισαν οι πιο ψύχραιμοι. Αργότερα βρέθηκα τυχαία με τον Αγγελόπουλο στο σπίτι του ξαδέρφου μου και ξαφνιαστήκαμε και οι δύο.
Τελικά η πρώτη του ξαδέρφη είχε παντρευτεί τον ξάδερφό μου, αλλά δεν το ήξερε κανείς μας. Καθίσαμε εκεί στο σπίτι στην Καλλιθέα και τα βρήκαμε. Μικρός ο κόσμος».
Πώς ήταν να είστε συμπαίκτης με τα ινδάλματά σας σε τόσο μικρή ηλικία;
«Υπήρξα συμπαίκτης με τον Κώστα Νεστορίδη, τον καλύτερο παίκτη που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα. Αυτό από μόνο του ήταν κάτι αξέχαστο. Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν πόσο μάλλον τον Μίμη Παπαϊωάννου, που θεωρώ πως ήταν όντως επιπέδου Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά η εμπειρία να παίζω με τον ‘Νέστορα’ και να με χρίζουν οι εφημερίδες διάδοχό του στα πρώτα μου βήματα, ήταν κάτι που δεν ξεχνιέται».
Η καριέρα σας, πάντως, είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω της απ’ ότι καταλαβαίνω.
«Είχα αρχίσει να συμπεριλαμβάνομαι στους 14 της αποστολής χωρίς να παίζω. Κάπως έτσι γνώρισα και τον Γιώργο Κούδα, ο οποίος δούλευε στο ξενοδοχείο ‘Αιγαίον’ στη Θεσσαλονίκη όπου κατέλυε η αποστολή της ΑΕΚ, όταν πηγαίναμε για κάποιο ματς. Μας είχαν οι μεγάλοι να τους φέρνουμε τσιγάρα, πορτοκαλάδες κ.τ.λ. οπότε τρέχαμε πάνω-κάτω και οι δύο και γνωριστήκαμε. Δημιουργήσαμε έτσι από μικροί μία στενή σχέση και μέχρι σήμερα όποτε συναντιόμαστε χαιρόμαστε και οι δύο ιδιαίτερα».
Ο «Μεγαλέξανδρος» του ελληνικού ποδοσφαίρου στο Sport-Retro.gr! Η ζωή και η καριέρα του θρυλικού Γιώργου Κούδα
Το 1962-63, λοιπόν, υπήρξα μέλος της φοβερής εφηβικής ομάδας της ΑΕΚ, η οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα. Αρχικά, στον Νότιο όμιλο τερματίσαμε πρώτοι με 15 βαθμούς διαφορά από τον Απόλλωνα Αθηνών που είχε επίσης πολύ καλή ομάδα και μετά παίξαμε διπλούς τελικούς με τον ΠΑΟΚ, ο οποίος διέθετε παίκτες, όπως ο Αποστολίδης και ο Κούδας στη σύνθεσή του.
Έκανα χατ-τρικ στο πρώτο ματς στη Νέα Φιλαδέλφεια που τέλειωσε με 5-0 και έβαλα κι άλλο ένα γκολ στην Τούμπα όπου κερδίσαμε 3-1 και σφραγίσαμε την κατάκτηση του τίτλου.
Στο ενδιάμεσο είχα κληθεί στην Εθνική Νέων για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διεξήχθη στην Αγγλία, όπου και νικήσαμε 7-2 τη Δυτική Γερμανία του Μπεκενμπάουερ, του Μίλερ και άλλων μετέπειτα σταρ, πριν τελικά αποκλειστούμε».
Οπότε έχετε ξεχωρίσει. Είστε πλέον 18 ετών, αλλά κάπου εδώ κάτι στραβώνει και τελικά μετά από ελάχιστες εμφανίσεις με την αντρική ομάδα, φεύγετε για Νότια Αφρική. Τι συνέβη;
«Στις αρχές της σεζόν 1963-64 ήρθε ο Κλεάνθης Μαρόπουλος, γενικός αρχηγός της ΑΕΚ και εκλέκτορας για όλα τα κλιμάκια της Εθνικής ομάδας, και μου ζήτησε να εργαστώ στο μαγαζί με αθλητικά είδη που είχε μαζί με τον Τρύφωνα Τζανετή, προπονητή της ΑΕΚ λίγο νωρίτερα, στην οδό Νίκης στο κέντρο της Αθήνας.
Εγώ τότε είχα τις προπονήσεις, αλλά παράλληλα πήγαινα και στην Εμπορική Σχολή απ’ όπου έβγαινες λογιστής οπότε του αρνήθηκα. Αυτός τότε μου είπε χαρακτηριστικά ‘αυτό που έκανες, θα το θυμηθείς’.
Από τότε με έθεσε στο περιθώριο όσον αφορά στην Εθνική ομάδα, αλλά και την αντρική της ΑΕΚ, ενώ αργότερα συμμετείχα σε ένα περιστατικό, το οποίο έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα».
«Σε ένα ματς του εφηβικού με τον Εθνικό, αρπάχτηκα με τον συχωρεμένο τον Χατζηιωαννίδη, ο οποίος με μάρκαρε σε εκείνο το ματς. Έκανε διάφορα, ενώ κάποια στιγμή μου είπε ‘θα σας γαμ… εδώ μέσα στη Φιλαδέλφεια’.
Νευρίασα πολύ και λίγο μετά του έκανα ένα δολοφονικό τάκλιν και έπεσε πάνω στα κάγκελα που υπήρχαν κάτω από τους επισήμους. Φυσικά αποβλήθηκα.
Τότε δεν υπήρχαν ακόμα κάρτες, αλλά και… τρεις κόκκινες να μου έβγαζε ο διαιτητής θα το δεχόμουν. Τιμωρήθηκα με τρεις μήνες αποκλεισμό λόγω αυτής της ιστορίας».
Και για να μην μείνετε σε απραξία πήγατε στη Νότια Αφρική. Γιατί εκεί όμως;
«Η Νότια Αφρική τότε ήταν τιμωρημένη από τη FIFA λόγω του απαρτχάιντ, οπότε δεν είχαν χρονικό περιορισμό μεταγραφών. Επίσης τα χρήματα που έδιναν ήταν πολύ καλά, ενώ και η ομάδα που με ζήτησε, η Hellenic F.C, έδρευε στο Κέιπ Τάουν, το οποίο είχε ισχυρό ελληνικό στοιχείο. Επομένως, ναι μεν ξενιτευόμουν, αλλά δεν πήγαινα και κάπου που δεν θα μπορούσα να μιλήσω με κανέναν».
Πώς προέκυψε η συμφωνία;
«Είχαν έρθει από την Hellenic F.C, προκειμένου να πάρουν όποιον Έλληνα παίκτη ενδιαφερόταν να τους βοηθήσει για λίγους μήνες. Είχαν πάει αρκετοί εκεί κατά καιρούς. Ο Δημήτρης Φυλακούρης, αδελφός του Τότη, ο Ζουμπούλης του Παναιγιαλείου και άλλοι.
Τότε, μάλιστα είχε συμφωνήσει να πάει και ο Βασίλης Μποτίνος, αφού τον είχε πείσει ο Μάριο Τουάνι, παλιός προπονητής της Νίκης Βόλου και τότε της Hellenic, που τον γνώριζε από τον Βόλο. Προέκυψε, όμως, η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό και φυσιολογικά η συμφωνία χάλασε. Κυρίως, όμως ήθελαν να πάρουν ξανά κάτω τον Γιώργο Δεϊμέζη του Φωστήρα.
Αυτός αρνήθηκε αλλά αμέσως υπέδειξε στον Γιώργο Μπαμπαλετάκη, πρόεδρο της Hellenic, εμένα λέγοντάς του ‘μην κοιτάς που είναι πιτσιρικάς, έχει παίξει ΑΕΚ και Εθνική Νέων και θα σας βγάλει τα μάτια’. Εγώ κατόπιν δέχτηκα και ενώ πήγα για τέσσερις μήνες, έκατσα οκτώ».
Πώς ήταν τα πράγματα στο Κέιπ Τάουν;
«Για τους λευκούς καλά, οι δύστυχοι οι μαύροι αντιμετώπιζαν τα πάνδεινα. Ποδοσφαιρικά, πάντως, ήταν όμορφα. Τα γήπεδα γέμιζαν, ενώ έρχονταν και πολλοί μεγάλοι παίκτες από ευρωπαϊκά πρωταθλήματα είτε για να σβήσουν κάποια τιμωρία όπως εγώ είτε στη διακοπή από τις υποχρεώσεις τους για να βγάλουν κάποια παραπάνω χρήματα.
Ο Μπόμπι Μουρ και ο Γκόρντον Μπανκς ήταν χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Εκτός όλων των άλλων υπήρχε και καλό βιοτικό επίπεδο, πέρασα πολύ καλά σε όλους τους τομείς, ενώ είχα την ευκαιρία να αντιμετωπίσω και τη Ρεάλ Μαδρίτης».
Πώς θυμάστε αυτήν την εμπειρία;
«Ομαδάρα η Ρεάλ τότε. Πούσκας, Χέντο, Σανταμαρία, Αμάνθιο, Πίρι, Σαντσίς, Μιλέρ και πάει λέγοντας. Μόνο ο Ντι Στέφανο έλειπε επειδή τότε είχε πάει στην Εσπανιόλ για κάποιο διάστημα. Χάσαμε 4-0, αλλά είχα κάνει πολύ καλό παιχνίδι αν και αγωνιζόμουν ως δεξί εξτρέμ που ήταν δύσκολο για εμένα ως αριστεροπόδαρος.
Στα αποδυτήρια μετά είχα πάει και ανταλλάξαμε φανέλες με τον Αμάνθιο, μιας και φορούσαμε και οι δύο τον αριθμό 7. Δεχόμουν συγχαρητήρια απ’όλους τους Ισπανούς για το πόσο καλά έπαιξα και συγκεκριμένα για 2-3 φάσεις που είχα εκθέσει τον Σαντσίς.
Δυστυχώς εκείνη τη φοβερή φανέλα της Ρεάλ, με κεντητό σήμα, την έχασα μαζί με πολλές φωτογραφίες από την Αμερική κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Λίγο μετά έκανα και το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου, επειδή τότε που μυαλό να καταλάβω ως πιτσιρικάς που ήμουν».
«Η ΑΕΚ κτυπά τον Νέτσερ»
Σε τι αναφέρεστε ακριβώς;
«Εκείνο το βράδυ μετά το ματς υπήρξε γεύμα, στο οποίο έδωσε το ‘παρών’ όλη η ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Σαντιάγο Μπερναμπέου.
Ο Μάριο Τουάνι, προπονητής της Hellenic και με θητεία στο ελληνικό πρωτάθλημα παλαιότερα, μίλησε με τον Μπερναμπέου, ο οποίος του είπε ότι ήθελε να πάω στη Μαδρίτη για δοκιμαστικό μόλις τελειώσει το πρωτάθλημα στη Νότια Αφρική.
Όταν το πληροφορήθηκα, όμως, αρνήθηκα σαν χαζός γιατί δεν ήθελα να παραμείνω άλλο στη Νότια Αφρική αλλά ούτε και να ζήσω στο εξωτερικό γενικώς, οπότε γύρισα στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1964 και εντάχθηκα ξανά στις προπονήσεις της ΑΕΚ, αφού είχα σβήσει και την τιμωρία μου».
Το μετανιώσατε αυτό;
«Ξέρω ποιος ήμουν και τι άξιζα, αλλά είναι αλήθεια πως σε εκείνο το σημείο τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά. Η πλάκα είναι πως λίγο αφότου γύρισα, η Ρεάλ ήρθε στην Αθήνα για να παίξει φιλικό με την ΑΕΚ και οι Ισπανοί με θυμούνταν μιας και ήταν πρόσφατο το ματς με τη Hellenic. Mε ρωτούσαν τι δουλειά έχω εκεί και αφού τους εξήγησα, ο Αμάνθιο είχε απογοητευτεί που του είπα ότι δεν θα παίξω, γιατί είχα κάνει μόλις δύο προπονήσεις με την ομάδα».
Επίσημο ματς με την ΑΕΚ παίξατε ξανά το 1968. Τι μεσολάβησε μέχρι τότε;
«Πήγα φαντάρος τον Ιανουάριο του 1965 και εκεί ήταν που θυμήθηκα τα λόγια του Μαρόπουλου και σιγουρεύτηκα ότι όσο δραστηριοποιούνταν στο χώρο του ποδοσφαίρου, δεν θα έπαιζα ξανά ούτε στην ΑΕΚ ούτε στην Εθνική».
Πώς το καταλάβατε αυτό;
«Όλοι οι ποδοσφαιριστές, ιδίως αυτοί που ανήκαν σε μεγάλες ομάδες, υπηρετούσαν στην Αθήνα και έβγαζαν τη θητεία τους με πολιτικά ρούχα, αν με καταλαβαίνεις. Εγώ υπηρέτησα 18 μήνες εκτός Αθηνών, εκ των οποίων οι 16 στην Κύπρο, ενώ δεν κλήθηκα ούτε μία φορά στην Εθνική Ενόπλων. Θυμάμαι, μάλιστα, πως όταν ήρθε η Ενόπλων στην Κύπρο, ο Γιώργος Κούδας μίλησε στον Παπαθεοδώρου, τον προπονητή, και του είπε ‘είναι δυνατόν ο Νίκος να μην είναι ούτε στην ομάδα ούτε καν στην Αθήνα;’.
Αυτός υποσχέθηκε ότι θα λύσει άμεσα το θέμα, αλλά τελικά γύρισα στην Αθήνα μετά από πέντε μήνες για να πάρω το απολυτήριό μου, στις αρχές του Απριλίου του 1967. Λίγο μετά έφυγα ξανά για Κέιπ Τάουν, αφού παρόντος του Μαρόπουλου δεν είχα ποδοσφαιρικό μέλλον στην ΑΕΚ. Μάλιστα, εκείνη τη φορά έφυγα αποφασισμένος για να μείνω εκεί οριστικά».
Επιστρέψατε σύντομα όμως…
«Ναι, γιατί στις 21 Απριλίου έγινε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Ο Μαρόπουλος τότε καθαιρέθηκε, μιας και ήταν Αριστερός, και τοποθετήθηκε επίτροπος της Χούντας στη θέση του, όπως και σε όλες τις μεγάλες ομάδες. Εγώ εν τω μεταξύ το καλοκαίρι του 1967 που τέλειωσε πια η σεζόν, έπρεπε να βγάλω πράσινη κάρτα για να μείνω μόνιμα στη Νότια Αφρική και όσο θα διαρκούσε αυτή η διαδικασία δεν μπορούσα να μείνω εντός της χώρας».
Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός: Όταν ο Παττακός ήθελε να «συνετίσει» τον Σιδέρη
Οπότε πήρατε το δρόμο της επιστροφής;
«Όχι. Πήγα στη Ροδεσία (σ.σ. σημερινή Ζιμπάμπουε) και έμεινα στο σπίτι της αδερφής του προέδρου της Hellenic, η οποία διέμενε μόνιμα εκεί με την οικογένειά της. Η διαδικασία υποτίθεται θα κρατούσε τρεις μήνες, αλλά πέρασαν επτά και η πράσινη κάρτα δεν είχε εκδοθεί, οπότε αποφάσισα να γυρίσω Ελλάδα.
Στη Ζάμπια, όπου πήγα για να πάρω την πτήση της Alitalia, δεν μου σφράγιζαν το διαβατήριο λόγω ενός εμβολίου που έπρεπε να κάνω για να περάσω τα σύνορα. Τελικά εμφανίστηκε ένα Κύπριος που με αναγνώρισε και μεσολάβησε με τις γνωριμίες του να ξεμπλέξω. Στις αρχές της σεζόν 1968-69 ξαναβρέθηκα στη Νέα Φιλαδέλφεια και την ΑΕΚ».
Πώς σας υποδέχθηκε η ομάδα;
«Τότε είχε αναλάβει ο Μπράνκο Στάνκοβιτς, ο οποίος είχε ακούσει για εμένα. Μόλις με είδε να παίζω, με αγάπησε αμέσως και μου έδωσε θέση στην ομάδα».
Αυτή η χρονιά ήταν που η ΑΕΚ έφτασε μέχρι τους «8» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Πώς τη θυμάστε;
«Ο Στάνκοβιτς που υπήρξε φοβερό μπακ όταν έπαιζε ποδόσφαιρο, είχε δώσει μεγάλη σημασία στην ποδοσφαιρική κατάσταση. Η προετοιμασία ήταν πολύ σκληρή αλλά άψογα οργανωμένη, καμία σχέση με όσα είχα δει μέχρι τότε. Ο άνθρωπος εν τω μεταξύ ήταν θηρίο. Κάθε μέρα στο Ζηρίνειο όπου προετοιμαζόμασταν, μπροστά έτρεχε αυτός πρώτος κι εμείς από πίσω να τον προλάβουμε. Η χρονιά αν και δεν άρχισε καλά στο πρωτάθλημα, στην Ευρώπη πήγε καταπληκτικά».
Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικό από εκείνη την πορεία;
«Αφού αποκλείσαμε τη Ζενές Ες, θυμάμαι ότι πριν πάμε στη Δανία για να παίξουμε τη ρεβάνς του 0-0 με την Ακαντέμισκ, μας επισκέφθηκαν ο Στυλιανός Παττακός με τον ΓΓΑ Γιώργο Ασλανίδη. Μας είπαν ότι θέλουν να είμαστε ‘τύπος και υπογραμμός’ εκεί που θα πάμε σε όλα μας και να μην δώσουμε κανένα δικαίωμα.
Κάτι υποπτεύονταν όπως αποδείχθηκε, αφού στο ξενοδοχείο της ομάδας μία μέρα πριν από το ματς, ήρθαν Έλληνες που διέμεναν στην Κοπεγχάγη και διαδήλωσαν κατά της Χούντας. Εμείς χωρίς να συμμετάσχουμε στο γεγονός, πήγαμε την άλλη μέρα, παίξαμε και πήραμε τη μεγάλη πρόκριση μέσα στη Δανία».
Και μετά ήρθε το ιστορικό γκολ που σημειώσατε στην Τσεχοσλοβακία, ανήμερα των γενεθλίων σας μάλιστα, επί της Σπάρτακ Τρνάβα. Πόσο έντονα σας έχει μείνει στη μνήμη αυτό το ματς;
«Έκλεινα τα 24 εκείνη την ημέρα ναι. Όσο ήμασταν εκεί χιόνιζε και θυμάμαι πριν από το ματς είχε κατέβει στον αγωνιστικό χώρο ένα ελικόπτερο, προκειμένου να λιώσει το χιόνι με τον έλικα για να παιχτεί ποδόσφαιρο. Το χιόνι, βέβαια, όταν έλιωσε έγινε λάσπη. Από εκεί και πέρα, η Σπάρτακ ήταν πολύ καλή ομάδα και μας είχε διαλύσει. Εγώ να φανταστείς που έπαιζα αριστερό εξτρέμ περισσότερο είχα στο νου μου να μαρκάρω τον Τόμπιας που έπαιζε δεξί μπακ και ανέβαινε, παρά να επιτεθώ.
Στο ημίχρονο θυμάμαι που κοιτούσα την εστία μας και μετρούσα τις στάμπες που είχε αφήσει η μπάλα στα δοκάρια! Την είχαμε γλυτώσει τέσσερις φορές και σε μία από τις ελάχιστες ευκαιρίες που είχαμε, έπιασα ένα διαγώνιο σουτ, αφού η μπάλα έφτασε σε εμένα μετά την κεφαλιά του Μίμη που πήγε στο δοκάρι, και μείωσα σε 2-1».
Η ΑΕΚ ήταν η πρώτη ελληνική ομάδα που «φόρεσε κοντομάνικα» στην Ευρώπη
Στην επιστροφή είχε 5.000 ανθρώπους στο αεροδρόμιο που σας αποθέωναν. Τι λέγατε μεταξύ σας οι παίκτες για την υποδοχή που λάβατε και τη μεγάλη πρόκληση να βρεθείτε στις τέσσερις καλύτερες ομάδες της Ευρώπης;
«Στο αεροδρόμιο γινόταν χαμός, αλλά εμείς ξέραμε πόσο καλή ομάδα ήταν η Σπάρτακ Τρνάβα και κρατούσαμε μικρό καλάθι. Τελικά στο δεύτερο ματς δεν τα καταφέραμε, ενώ κι εγώ δεν κατάφερα να παίξω δυστυχώς, επειδή είχα προχωρήσει σε οδοντιατρική επέμβαση, είχα χάσει πολύ αίμα μία ημέρα πριν από το ματς και ο γιατρός μου απαγόρευσε τη συμμετοχή. Ήμουν στο γήπεδο, όμως, και θυμάμαι πόσο προσπάθησαν τα παιδιά για να προκριθούμε».
Το τέλος της σεζόν, όμως, δεν σας βρήκε στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι κάνατε 24 συμμετοχές. Ποιος ήταν ο λόγος αυτή τη φορά;
«Εκείνη την εποχή είχα πολλά σκαμπανεβάσματα στην καριέρα μου και στις επιθυμίες μου, οπότε μόλις ενημερώθηκα από την πρεσβεία ότι τα χαρτιά μου ήταν εντάξει και μπορούσα να πάω στη Νότια Αφρική, πήρα τη μέλλουσα γυναίκα μου μαζί και κατηφόρισα προς τα εκεί, προτού καν τελειώσει το πρωτάθλημα. Το γεγονός ότι δεν της άρεσε εκεί και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί, με έκανε να γυρίσω πάλι πίσω τον Σεπτέμβριο του 1969, αφού πρώτα κάναμε εκεί τον γάμο μας».
Πώς αντέδρασαν αυτή τη φορά στην ΑΕΚ;
«Ο Στάνκοβιτς ξαφνιάστηκε, αφού ο συγχωρεμένος ο Παναγιώτης Βεντούρης τον είχε ενημερώσει ότι έφυγα με τη γυναίκα μου μόνιμα. Όσο έλειπα, όμως, η ΑΕΚ είχε αποδεσμεύσει 14 ποδοσφαιριστές, μέσα στους οποίους κι εγώ, οπότε έπρεπε να βρω άλλη ομάδα, καθώς έμεναν 10 μέρες για να τελειώσουν οι μεταγραφές. Ο Φωστήρας μου δίνει 50.000 και αρνούμαι, τα ίδια μου δίνει και το Αιγάλεω. Πάω, όμως, στον Βύζαντα Μεγάρων και παίρνω 300.000 δραχμές».
Πλέον είχατε οικογένεια και στεριώσατε στην Ελλάδα, αλλά το 1974 αποφασίσατε να φύγετε εν μία νυκτί για Καναδά. Γιατί έγινε αυτό;
«Δούλευα παράλληλα ως μπάρμαν στο Χίλτον. Ένα βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο και είναι στην άλλη άκρη της γραμμής ο Παπασπύρου, παλιός παίκτης της Ελευσίνας και προπονητής τότε. Μου λέει ‘έλα στον 12ο όροφο, σου έχω μία έκπληξη’. Πάω και βλέπω σε ένα δωμάτιο τον Θανάση Ιντζόγλου, τον Νίκο Χρηστίδη, τον Θέμη Ρήγα και άλλους 4-5 ποδοσφαιριστές, μαζί με τον Καραπιπέρη που ήταν πρόεδρος του Ομήρου, ομάδας του Τορόντο.
Με ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε να παίξω μαζί τους εκείνο το καλοκαίρι στον Καναδά. Με έπεισε και ο Θέμης, με τον οποίον γίναμε πολύ καλοί φίλοι μετά, και ήταν εκεί από την προηγούμενη χρονιά. Εκείνος έπρεπε να εκτίσει την ποινή του για όσα του καταλόγιζαν μετά από εκείνο το ματς της Παναχαϊκής με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Δέχθηκα να πάω για τρεις μήνες, αλλά τελικά γύρισα μετά από δύο χρόνια, το 1976».
Τόσο καλά ήταν εκεί;
«Δεν ήταν άσχημα, αλλά δεν ήταν και δική μου επιλογή, στην αρχή τουλάχιστον. Τον Ιούλιο του 1974 έγινε η εισβολή στην Κύπρο και κηρύχθηκε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα. Η γυναίκα μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: ‘Τα δύο μου αδέρφια τα κάλεσαν ήδη. Κάτσε εκεί που είσαι και θα έρθουμε εμείς’. Πήρε, λοιπόν, τον γιο μας και ήρθαν στον Καναδά, ενώ εγώ πήγα στην Windsor, μία μικρή ομάδα της Β’ Κατηγορίας.
Έπαιζα μάλιστα με ξένο δελτίο, το οποίο ήταν στο όνομα ενός Πατρινού που είχε περάσει από εκεί. Φυσικά αυτό είχε αντίκτυπο στην καριέρα μου που πήρε άλλη τροπή, αφού είχε ήδη συμφωνηθεί η μεταγραφή μου από τον Βύζαντα στον ΠΑΣ Γιάννινα των Αργεντινών, αλλά τελικά δεν έπαιξα ποτέ εκεί».
Κοντογεωργάκης και Ντάσιος σβήνουν τα κεράκια του ΠΑΣ Γιάννινα στο Sport-Retro.gr
Η επόμενη χρονιά, όμως, σας βρήκε συμπαίκτη με τον Εουσέμπιο σε άλλη ομάδα.
«Συμπαίκτες βρεθήκαμε το καλοκαίρι του 1975 με τον Εουσέμπιο και όχι μόνο. Μαζί ήταν ο Ντράγκαν Σεκουλάρατς, ο Μπόμπι Μουρ, ο Ντέιβιντ Γουίλσον (σ.σ. τερματοφύλακας της Άρσεναλ), ο Νενέ της Μπενφίκα και άλλοι».
Σε ποια ομάδα έγιναν όλα αυτά;
«Σε μία μικτή ομάδα που κατέβηκε να παίξει ποδόσφαιρο σάλας στο Ρίο ντε Ζανέιρο κατά παραγγελία του Πελέ και του Κάρλος Αλμπέρτο, οι οποίοι εκείνη την εποχή είχαν ιδρύσει μία εταιρεία μέσω της οποίας ήθελαν να προωθήσουν το ‘indoor soccer’ όπως λέγεται στην Αμερική. Αντίπαλος ήταν μία ομάδα από Βραζιλιάνους διεθνείς εν ενεργεία ή που μόλις είχαν αποσυρθεί και παίξαμε 7 εναντίον 7.
Το πρώτο ματς, μάλιστα, παίχτηκε στο κλειστό γήπεδο, στο οποίο πριν από λίγες μέρες η ΑΕΚ κατέκτησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο στο μπάσκετ. Έχει χωρητικότητα 10.000 ατόμων, μεγάλο δηλαδή για κλειστό, γι’ αυτό και οι Βραζιλιάνοι το αποκαλούσαν ‘Μαρακαζίνιο’ (μτφρ. ‘μικρό Μαρακανά’). Το άλλο ματς το παίξαμε στο Σάο Πάουλο, στο κλειστό γήπεδο της ομάδας μπάσκετ της Κορίνθιανς. Ήταν 12 καταπληκτικές μέρες».
Το τελευταίο παιχνίδι του Πελέ με την εθνική Βραζιλίας
Πώς ήταν να είστε στην ίδια ομάδα με τόσο μεγάλους παίκτες, έστω και υπό αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες;
«Ήταν πολύ ωραία αίσθηση. Όχι μόνο να παίζεις μπάλα μαζί τους αλλά και η παρέα που κάναμε. Με τον Μπόμπι Μουρ είχαμε και το κοινό ότι τότε είχε πάει κι αυτός να παίξει στην Hellenic, οπότε τα είχαμε πει αρκετά, ενώ θυμάμαι κι ένα βράδυ που ο Εουσέμπιο έκανε φασαρία σε ένα μαγαζί επειδή το αφεντικό κατάλαβε ότι είμαστε ποδοσφαιριστές, άρα ότι είχαμε χρήματα, και έφερε έναν υπέρογκο λογαριασμό που μετά μείωσε στο μισό.
Επίσης τρομερό σκηνικό ήταν που κάποιος είχε μπει στα αποδυτήρια και μας είχε κλέψει χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία ένα χρυσό ρόλεξ του Εουσέμπιο, το οποίο ψάχναμε όλοι να βρούμε και τελικά αναγκάστηκαν οι διοργανωτές να του πάρουν άλλο. Τέλος αξέχαστες μου έχουν μείνει οι πόκες που παίξαμε, όπου ο Εουσέμπιο δεν σκάμπαζε, αλλά ο Σεκουλάρατς τα μάζευε όλα. Ήταν ‘γάτος’ ο Γιουγκοσλάβος στο χαρτί».
Όταν ο Μπόμπι Μουρ έγινε αρχηγός του Ολυμπιακού
Μετά βρεθήκατε συμπαίκτες στο Τορόντο σε πιο ποδοσφαιρικές συνθήκες. Πώς τον θυμάστε ως παίκτη;
«Βρεθήκαμε συμπαίκτες τη σεζόν 1975-76. Εγώ έφυγα από τη Windsor, όπου είχα τσακωθεί και με τον Ιταλό πρόεδρο για εκείνες τις 12 ημέρες που είχα πάει στη Βραζιλία – αν και δεν κόστισαν στην ομάδα βαθμολογικά, και ο Εουσέμπιο είχε μόλις φύγει από τη Βοστώνη όπου αγωνιζόταν.
Ήταν παικταράς. Είχε φοβερό σουτ, χτύπαγε όλα τα στημένα και γενικά η ποιότητά του φαινόταν. Θυμάμαι όμως να μου δείχνει τα γόνατά του, τα οποία ήταν πολύ ταλαιπωρημένα από τους τραυματισμούς.
Μου έλεγε κιόλας ‘Νικ, όποτε παίζουμε μαζί, θέλω την μπάλα να μου τη δίνεις στα πόδια, όχι διεκδικήσιμη’. Δεν ήταν πια όσο ταχύς υπήρξε, αλλά και πάλι για εκεί που ήμασταν, έφτανε και περίσσευε, ενώ φαινόταν και πόσο μεγάλος παίκτης ήταν ούτως ή άλλως».
Το 1976, λοιπόν, επιστρέψατε στην Ελλάδα, αφού είχατε παίξει μπάλα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε τέσσερις Ηπείρους. Νιώθατε γεμάτος ποδοσφαιρικά;
«Πλην του ποδοσφαίρου, ένιωθα όμορφα επειδή είχα εμπειρίες και είχα δει πολλά πράγματα σε μία εποχή που τέτοια ταξίδια ήταν δύσκολα. Έμαθα αρκετά καλά αγγλικά και λίγα γαλλικά. Μέσα στα άλλα αν με στεναχώρησε κάτι, ήταν που δεν κατάφερα να παίξω μπάλα στην Αυστραλία για μία χαζομάρα».
Σας είχε δοθεί τέτοια δυνατότητα;
«Ναι, αλλά όχι σε ομάδα της Αυστραλίας. Πήγε η Toronto-Croatia το καλοκαίρι του 1975 για προετοιμασία εκεί. Μία μέρα πριν φύγουμε, με συνέλαβε η αστυνομία, καθώς είχα απλήρωτες κλήσεις ύψους 600 δολαρίων.
Ήταν Παρασκευή, κινητά δεν υπήρχαν, τηλέφωνο δεν με άφησαν να πάρω, οπότε πέρασα το Σαββατοκύριακο στο τμήμα, ενώ τη Δευτέρα πήγα στο δικαστήριο και αθωώθηκα λόγω αμφιβολιών, αφού η υπογραφή στην κλήτευση που μου είχε έρθει δεν ήταν δική μου.
Είχε υπογράψει η γυναίκα μου χωρίς να με ειδοποιήσει και λόγω αυτού του μπερδέματος τη γλίτωσα κι εγώ. Δεν πήγα όμως στην Αυστραλία, όπου και 5.000 δολάρια θα είχα ως αμοιβή και θα έπαιζα μπροστά στην πολυπληθή ελληνική ομογένεια. Όταν έμαθα μετά ότι ρωτούσαν διάφοροι Έλληνες που είχαν πάει στο γήπεδο ‘πού είναι ρε παιδιά αυτός ο Σεβαστόπουλος;’, στεναχωρήθηκα αρκετά».
«Η ΑΕΚ αναγεννήθηκε από τις στάχτες της». Ο Στέλιος Σεραφείδης στο Sport-Retro.gr
Ποδόσφαιρο, βιβλία, γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια… Ο Λύσανδρος και ο Γιώργος Γεωργαμλής στο Sport-Retro.gr
Μετά την επιστροφή στην Ελλάδα κλείσατε την καριέρα σας το 1981. Τελικά ήταν όπως την ονειρευόσασταν;
«Θα μπορούσα να έχω κάνει μεγαλύτερη καριέρα, αλλά όπως σου είπα και πιο πριν, ξέρω ποιος είμαι και τι άξιζα. Αφήνω τους άλλους να μιλήσουν για εμένα. Έζησα καλά, είχα ξεχωριστές εμπειρίες και κρατάω αυτά. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι σταμάτησα στα 36 μου, λόγω του γεγονότος ότι δεν άντεχα τη βραδινή δουλειά στο Χίλτον και τις προπονήσεις ταυτόχρονα. Αν είχα τη δυνατότητα, θα ήθελα να παίζω μέχρι 41-42 ετών. Ένιωθα καλά σωματικά ακόμα και λάτρευα το ποδόσφαιρο».
Σήμερα με το ποδόσφαιρο τι σχέση έχετε;
«Παρακολουθώ ματς παλαιμάχων και φυσικά την ΑΕΚ. Εδώ, όμως, θέλω να σου πω κάτι. Ό,τι κι αν κάνει τελικά η ομάδα και πρωτάθλημα να μην πάρει ξανά για 2-3 χρόνια δεν με νοιάζει. Το παν είναι φτιαχτεί το δικό ‘σπίτι’ μας πάλι στη Νέα Φιλαδέλφεια. Πραγματικά ως ΑΕΚτσής αυτό είναι που με νοιάζει πρωτίστως».