Ο Ομάρ Σίβορι ήταν ο πρώτος… Μαραντόνα και έχτισε το στάδιο της Ρίβερ

Ο Ομάρ Σίβορι αγωνίστηκε σε τρεις συλλόγους και δύο εθνικές ομάδες. Με ύψος 1,63μ. και άρτια τεχνική κατάρτιση, ήταν εύκολο για εκείνον να ντριμπλάρει σαν σταματημένους τους αντιπάλους του, να τρέχει χωρίς κανείς να μπορεί να τον ανακόψει στα ξεπετάγματά του, να σουτάρει με δύναμη και να σκοράρει ακατάπαυστα.

Επιπροσθέτως, ήταν εύκολο για εκείνον να τσακώνεται δίχως… αύριο με τους διαιτητές, να κλοτσάει αντιπάλους, να διαμαρτύρεται και να γκρινιάζει για τα πάντα και να θεωρεί εαυτόν χειρότερο μόνο του Πελέ. Αυτά τα στοιχεία συν η καριέρα του στην Ιταλία (έπαιξε και στη Νάπολι), συχνά «πυροδοτούν» παρομοιώσεις με τον Ντιέγκο Μαραντόνα.

Ο Αργεντινός επιθετικός, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 17 Φεβρουαρίου 2005, έμεινε στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως ένας από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου, έχοντας συνδεθεί κυρίως με κατορθώματα επί ιταλικού εδάφους και δη για λογαριασμό της Γιουβέντους.

Η προσφορά του στη Ρίβερ Πλέιτ, όμως, δεν πρέπει να λησμονηθεί, ειδικά όταν αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο… στάδιο!

Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Αργεντινή

Ο δημιουργός της «Μηχανής» βρήκε τον Σίβορι

Η Ρίβερ Πλέιτ ήταν η κυρίαρχη ομάδα του ’50, αφού είχε πάρει φόρα από την εποχή της «Máquina», της «μηχανής» που συνέθεσαν οι Χουάν Κάρλος Μουνιός, Χοσέ Μανουέλ Μορένο, Αδόλφο Περδενέρα, Άνχελ Λαμπρούνα και Φέλιξ Λοουστάου, η οποία κατέληξε σε 4 πρωταθλήματα μεταξύ 1941 και 1947.

Η ομάδα αυτή διαλύθηκε λόγω της αποχώρησης ορισμένων ποδοσφαιριστών, ωστόσο οι Λαμπρούνα και Λοουστάου συνέχισαν να συνεισφέρουν και με τη βοήθεια ορισμένων ταλαντούχων παικτών που ακολούθησαν, όπως ο Αλφρέδο ντι Στέφανο, κατέκτησαν κι άλλα πρωταθλήματα τη δεκαετία του ’50.

Ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία αυτής της ομάδας ήταν ένας πρώην παίκτης της, ο Ιταλοαργεντινός Ρενάτο Τσεζαρίνι, ο οποίος ανέλαβε την τεχνική ηγεσία το 1941.

Μετά από προτροπή ενός θρύλου της Αργεντινής της δεκαετίας του ’30, με τον οποίο συνεργάζονταν στον πάγκο της Ρίβερ, τον Κάρλος Πεουσέλε (η πανάκριβη αγορά του οποίου προσέδωσε στον σύλλογο το παρατσούκλι «εκατομμυριούχοι»), ο Τσεζαρίνι αποφάσισε να μεταθέσει τον Περδενέρα από έξω δεξιά σε κεντρικό φορ και κάπως έτσι άρχισαν όλα.

«Θέλω 10 αγνώστους και τον Σίβορι»

Όταν το 1944 αποχώρησε από τον πάγκο της ομάδας, συνέχισε να τη βοηθάει με άλλους τρόπους. Όπως συνέβη στις αρχές του ’50, όταν είδε στους δρόμους του Σαν Νικολάς ντε λος Αρόγιος κάτι πρωτόγνωρο για το συγκεκριμένο προάστιο του Μπουένος Άιρες: έναν ταλαντούχο ποδοσφαιριστή.

«Θέλω μία ομάδα με 10 αγνώστους. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Μετά θα προσθέσω τον Σίβορι και είμαστε έτοιμοι να γίνουμε πρωταθλητές», έλεγε ο Τσεζαρίνι για την ανακάλυψή του.

Ο Σίβορι μέχρι τότε αγωνιζόταν σε ομάδες της γειτονιάς και σε αυτοσχέδια τοπικά πρωταθλήματα, όμως όταν τον είδε ο Τσεζαρίνι, αμέσως τον πήρε και τον πήγε στην πρωτεύουσα και στις ακαδημίες της Ρίβερ.

Ακόμα κι αν στην αναφορά του έκανε εκτενή λόγο για τον αγενή και εκρηκτικό χαρακτήρα του βραχύσωμου νεαρού και κακού μαθητή, με το λεπτεπίλεπτο κορμί και τα φουντωτά μαλλιά, αυτό δεν εμπόδισε τους «εκατομμυριούχους« να εμπιστευτούν τον Σίβορι για τις ομάδες «μικρών».

Η αρχή έγινε με την 4η ομάδα, όπου ο Σίβορι σημείωσε 14 γκολ σε 12 αγώνες. Προωθήθηκε στην αμέσως πιο πάνω ομάδα και σε 19 αγώνες σκόραρε 12 φορές. Το 1953, λίγο αφότου συμπλήρωσε τα 17 χρόνια, έκανε ντεμπούτο στη δεύτερη ομάδα, όπου σκόραρε 11 φορές σε 21 αγώνες. Η πρώτη ομάδα δεν μπορούσε να περιμένει…

Πρωταγωνιστής στη νέα μεγάλη ομάδα της Ρίβερ

Στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, στις 4 Απριλίου 1954, η Ρίβερ υποδεχόταν τη Λανούς. Ο Λαμπρούνα είχε τεθεί νοκ άουτ με ηπατίτιδα και ο Χοσέ Μαρία Μινέλα, ο προπονητής της Ρίβερ από το 1945, επέλεξε τον 18χρονο Σίβορι για να αναπληρώσει το κενό του «αστεριού» της ομάδας.

Ο νεαρός επιθετικός δεν φοβήθηκε το βάρος και αντεπεξήλθε στις περιστάσεις. Η Ρίβερ νίκησε με 5-2 και ο Σίβορι σημείωσε το τελευταίο γκολ της ομάδας του, μετά από το καρέ που είχε πετύχει ο Ουρουγουανός Βάλτερ Γκόμες.

Οι εμφανίσεις του σε αυτά τα πρώτα παιχνίδια της σεζόν ήταν τέτοιες που όταν επέστρεψε ο Λαμπρούνα, ο Σίβορι δεν έφυγε από την ενδεκάδα, αλλά αντί να παίζει στο κέντρο της επίθεσης, μετατοπίστηκε δεξιά.

Μαζί με τους Αμαντέο Καρίσο, Φεντερίκο Βάιρο, Νέστορ Ρόσι, Σαντιάγο Βερνάσα, Νορμπέρτο Μενέντες, Ελισέο Πράντο και φυσικά τον Λαμπρούνα, πήραν το παρατσούκλι «Maquinita», αφού οι επιτυχίες τους ήταν ουσιαστικά μία συνέχεια της ομάδας του ’40.

Ο ίδιος, δε, είχε το παρατσούκλι «Cabezón» («Κεφάλας»), που αφορούσε τόσο στον όγκο του κεφαλιού του λόγω της πλούσιας κόμης, όσο και στον αλαζονικό χαρακτήρα του και την τεράστια αυτοπεποίθηση που διέθετε.

Πήρε δύο πρωταθλήματα και έφυγε

Στην πρώτη χρονιά του ως ποδοσφαιριστής, όπου είχε 8 γκολ σε 16 αγώνες πρωταθλήματος, γνώρισε την απογοήτευση, αφού το πρωτάθλημα κατέληξε στη μεγάλη αντίπαλο της Ρίβερ, Μπόκα Τζούνιορς.

Την επόμενη χρονιά, όμως, οι «εκατομμυριούχοι» πήραν εκδίκηση, αφού κατέκτησαν μαθηματικά τον τίτλο μία αγωνιστική πριν από το τέλος, χάρη στη νίκη με 2-1 μέσα στο «Μπομπονέρα» της Μπόκα.

Με 11 γκολ σε 23 συμμετοχές, ο Σίβορι βοήθησε σημαντικά στην κατάκτηση του τίτλου και το ίδιο συνέβη και τη νέα χρονιά, το 1956, όταν με 10 γκολ σε 23 αγώνες στέφθηκε πρωταθλητής ξανά, την τελευταία αγωνιστική, νικώντας με 4-0 τη Ροσάριο Σεντράλ.

Ο Σίβορι σημείωσε το τελευταίο τέρμα του αγώνα και αυτό θα ήταν σημαδιακό, αφού θα ήταν και το τελευταίο του με τη φανέλα των «εκατομμυριούχων».

Την επόμενη σεζόν έκανε ντεμπούτο στο πρωτάθλημα κόντρα στον ίδιο αντίπαλο στις 5 Μαΐου 1957, όμως στη συνέχεια, πήρε μεταγραφή στη Γιουβέντους.

MVP στο Πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής

Παράλληλα με την πορεία του στη Ρίβερ, ο Σίβορι, αν και αρκετά νεαρός, εξελίχθηκε σε πολύ σημαντικό «γρανάζι» και για την εθνική Αργεντινής. Ο προπονητής Γκιγέρμο Στάμπιλε, επίσης θρύλος του ’30, είχε στη διάθεσή του επιθετικούς όπως ο Ομάρ Ορέστε Κορμπάτα, ο Οσβάλντο Κρους, ο Ουμπέρτο Μάστσιο και ο Βαλεντίν Ανχελίλο, κι όμως βρήκε θέση και για τον Σίβορι.

«Στην αρχή δεν μπορούσαμε να βρούμε τις θέσεις μας. Όμως ένα βράδυ, σε ένα φιλικό παιχνίδι μεταξύ βασικών και αναπληρωματικών στο γήπεδο της Ουρακάν, ο Μάστσιο έπαιξε στο 8, ο Σίβορι στο 10 και εγώ στο 9. Νικήσαμε με 11 γκολ και δεν αλλάξαμε ξανά», δήλωσε χρόνια αργότερα ο Ανχελίλο.

Το ελεύθερο παιχνίδι της πεντάδας των επιθετικών της Αργεντινής τους «κόλλησε» και ένα ιδιαίτερο παρατσούκλι: «Los Carasucias» ή αλλιώς οι «Άγγελοι με τα Βρώμικα Πρόσωπα».

Επρόκειτο για τον τίτλο μιας αμερικανικής ταινίας του 1938 για δύο ανήλικους κακοποιούς που ζούσαν χωρίς περιορισμούς, φόβο και συστολή, κάτι που ταίριαζε με το παιχνίδι των επιθετικών της «αλμπισελέστε» εκείνη την εποχή.

Το Πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής 1957, ο προπομπός του Copa America, ήταν μία ευκαιρία επίδειξης για εκείνη την ομάδα. Η Αργεντινή διέλυσε με 8-2 την Κολομβία, 3-0 το Εκουαδόρ, 4-0 την Ουρουγουάη, 6-2 τη Χιλή και 3-0 τη Βραζιλία του Ντιντί, του Εβαρίστο, του Πέπε, του Ζιζίνιο, που έναν χρόνο αργότερα θα κατακτούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ο μοναδικός αγώνας που δεν κέρδισε στον όμιλο της διοργάνωσης ήταν κόντρα στο Περού, στο τελευταίο παιχνίδι του τουρνουά κι ενώ είχε στεφθεί μαθηματικά πρωταθλήτρια της ηπείρου.

Ο Σίβορι σκόραρε σε αυτήν την ήττα με 1-2, όπως και σε ακόμα δύο αγώνες, κατακτώντας τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη της διοργάνωσης. Πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε ο Μάστσιο μαζί με τον Χαβιέρ Αμπρόις με 9 γκολ και ο Ανχελίλο είχε 8 γκολ (όσα και οι Ντιντί, Εβαρίστο).

Η Γιουβέντους έκανε την πιο ακριβή μεταγραφή του κόσμου

Ο Τσεζαρίνι, όπως πήγε τον Σίβορι στη Ρίβερ Πλέιτ έτσι και τον Μάιο του 1957, βρήκε την ευκαιρία να στείλει τον συμπατριώτη του στην άλλη όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού, στη Γιουβέντους. Δεν ήταν άγνωστη ομάδα για τον έμπειρο προπονητή, αφού εκεί έκανε σπουδαία θητεία ως παίκτης το ’30 κατακτώντας 5 σερί πρωταθλήματα Ιταλίας, προτού κλείσει την καριέρα του στη Ρίβερ.

Η «γηραιά κυρία» περνούσε μία κακή περίοδο και τη σεζόν 1956-1957 κινδύνευσε ακόμα και με υποβιβασμό, αφού τερμάτισε 4 βαθμούς πάνω από τη 17η θέση που οδηγούσε στη Serie B.

Ο Αντρέα Ανιέλι αποφάσισε να αποχωρήσει από τα του συλλόγου και να κάνει χώρο στον αδερφό του, Ουμπέρτο, ο οποίος διέγνωσε ότι χρειαζόταν ριζική ενίσχυση του ρόστερ.

Στην ομάδα υπήρχε ήδη ένας παγκόσμιας κλάσης επιθετικός, ο Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, ο οποίος πλαισιώθηκε από τον Τζον Τσαρλς της Λιντς για 65.000 λίρες και 10.000 λίρες πριμ υπογραφής στον Ουαλό «γίγαντα».

Παρ’ όλα αυτά, η μεταγραφή αυτή δεν ήταν αρκετή και όταν ο Τσεζαρίνι, το «μάτι» του συλλόγου στην Αργεντινή, έδωσε την πληροφορία για τη διαθεσιμότητα του Σίβορι, οι Ιταλοί στράφηκαν στον 21χρονο επιθετικό.

Η Ρίβερ ζήτησε 10.000.000 πέσος για το νο10 της και ο Ανιέλι δεν δίστασε να βγάλει από τα ταμεία της FIAT αυτό το ποσό (περίπου 91.000 λίρες).

Ο Αργεντινός είχε γίνει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου και η Ρίβερ βρήκε τους πόρους για να χρηματοδοτήσει την τελευταία κατασκευή που χρειαζόταν το γήπεδό της!

Η Ρίβερ έχτισε γήπεδο, αλλά πέρασε «πέτρινα χρόνια»

Μπορεί το «Μονουμεντάλ» να είχε χτιστεί από το 1938, ωστόσο έλειπαν τα χρήματα για την ολοκλήρωση της ανέγερσης, με συνέπεια το γήπεδο να διαθέτει μόνο 3 κερκίδες και να αποκαλείται σχεδόν χλευαστικά «Herradura», δηλαδή «οπλή αλόγου» λόγω σχήματος.

Με τα χρήματα της μεταγραφής Σίβορι στη Γιουβέντους, η Ρίβερ έχτισε και την κερκίδα «Κολόνια», η οποία αύξησε τη συνολική χωρητικότητα του γηπέδου σε 30.000 θεατές.

«Δεν χάνω την ελπίδα μου ότι στο μέλλον, αυτή η κερκίδα που βλέπει στον ποταμό Λα Πλάτα, θα αλλάξει ονομασία και θα πάρει το δικό μου όνομα. Αυτή η κερκίδα θα πρέπει να ονομαστεί Ενρίκε Ομάρ Σίβορι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την έχτισαν με αυτά που πήραν από τη μεταγραφή μου στην Ιταλία», δήλωνε το 1972 ο πάντα με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του Σίβορι. Λίγο μετά από τον θάνατο του το 2005, η κερκίδα πήρε τελικά και επίσημα το όνομά του.

Η αποχώρηση του Σίβορι, πάντως, δεν είχε μόνο θετικές εξελίξεις για τον σύλλογο. Μπορεί το τέλος της σεζόν να βρήκε τη Ρίβερ ξανά πρωταθλήτρια Αργεντινής, για 3η διαδοχική χρονιά, όμως ήταν και η τελευταία με κάποιο τρόπαιο, πριν έρθουν τα «πέτρινα χρόνια».

Για να έρθει το επόμενο (οποιασδήποτε μορφής) τρόπαιο έπρεπε να εμφανιστεί ακόμα ένας παίκτης παγκόσμιας κλάσης στο ρόστερ της ομάδας, ο Ντανιέλ Πασαρέλα, ο οποίος πανηγύρισε το πρωτάθλημα Metropolitano του 1975.

Η εθνική ομάδα του έκλεισε την «πόρτα» στα 21 του

Η αποχώρηση του Σίβορι από την Αργεντινή προκάλεσε μεγάλα προβλήματα και στην εθνική ομάδα. Έχοντας διαλύσει τη Βραζιλία (αν και χωρίς Πελέ) στο Πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής τον Απρίλιο του 1957, η χούντα που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση αποφάσισε να άρει τον διεθνή αποκλεισμό που είχε επιβάλει ο πρώην πρόεδρος Χουάν Περόν.

Η εθνική ομάδα θα μπορούσε να αγωνιστεί ξανά σε Παγκόσμιο Κύπελλο, κάτι που είχε συμβεί τελευταία φορά το 1934 στην Ιταλία και αυτό με αναπληρωματική ομάδα. Στη Σουηδία το 1958 θα ήταν ένα από τα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, αν δεν… πυροβολούσε το πόδι της.

Το καλοκαίρι του 1957, εκτός του Σίβορι, μεταγραφή στην Ιταλία πήραν και οι υπόλοιποι… Άγγελοι με τα Βρώμικα Πρόσωπα. Ο Μάστσιο πήγε στην Μπολόνια και ο Ανχελίλο στην Ίντερ, όπου έκανε και αξιόλογη καριέρα.

Η κυβέρνηση άσκησε πιέσεις την ίδια εποχή να υιοθετηθεί το μοντέλο των Σουηδών, που επέτρεπαν τη συμμετοχή στην εθνική ομάδα μόνο ερασιτεχνών, ήτοι μόνο όσον αγωνίζονταν στο ακόμα ερασιτεχνικό σουηδικό πρωτάθλημα, έστω κι αν υπήρχαν μεγάλα «αστέρια» που μπορούσαν να αλλάξουν τη μοίρα της χώρας, όπως οι Gre-No-Li, που έπαιζαν στην Ιταλία.

Αυτό συνέβη και στην Αργεντινή τελικά, με συνέπεια όποιος παίκτης δεν έπαιζε στο εγχώριο πρωτάθλημα να παραγκωνίζεται από την εθνική ομάδα.

Ο Σίβορι πολιτογραφήθηκε Ιταλός

Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Η Αργεντινή ταξίδεψε στη Σουηδία με ένα ρόστερ γεμάτο παίκτες άνω των 30 και δίχως κατάλληλη προετοιμασία, ηττήθηκε 1-3 από την παγκόσμια πρωταθλήτρια Δυτική Γερμανία στην πρεμιέρα του ομίλου.

Αν και νίκησε με 3-1 τη Βόρεια Ιρλανδία στη συνέχεια και την τελευταία αγωνιστική είχε ακόμα ελπίδες πρόκρισης, γνώρισε τη συντριβή με 1-6 από την Τσεχοσλοβακία (η οποία επίσης αποκλείστηκε) και αποχώρησε με σκυμμένο κεφάλι.

Ο Σίβορι δεν κάθισε με «σταυρωμένα» χέρια και μετά από 9 γκολ σε 19 αγώνες με την «αλμπισελέστε», κίνησε διαδικασίες για να λάβει ιταλική υπηκοότητα χάρη στον Ιταλό παππού του.

Όταν τα κατάφερε, κλήθηκε στη «σκουάντρα ατζούρα» το 1961, τη χρονιά που αναδείχθηκε και καλύτερος παίκτης στον κόσμο, λόγω της εκπληκτικής πορείας του (και) στη Γιουβέντους.

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!