«Σημαία» της Λιντς Γιουνάιτεντ και συνάμα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που έβγαλε ποτέ η Αυστραλία, αν και στις φλέβες του κυλούσε κροατικό αίμα.
Τίμησε και τις δύο πατρίδες του, την κάθε μία με τον δικό του τρόπο, προτού αποχωρήσει αθόρυβα και αφήσει βαριά κληρονομιά για όποιον συμπατριώτη του ονειρεύεται να κάνει ποδοσφαιρική καριέρα.
Ο Μαρκ Βίντουκα γίνεται 43 ετών την Τρίτη (9/10) και το Sport-Retro.gr θυμάται την πορεία του Αυστραλού με την κροατική καταγωγή στο ποδόσφαιρο.
***
Ξάδερφος του Μόντριτς, θαυμαστής του Μπόμπαν
Ο Μαρκ Άντονι Βίντουκα, όπως είναι το πλήρες όνομα του σπουδαίου βετεράνου ποδοσφαιριστή, γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1975 στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.
Οι γονείς του ήταν πολιτικοί πρόσφυγες από την πάλαι ποτέ Ενωμένη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει το μακρινό ταξίδι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εξαιτίας της ταραγμένης πολιτικής κατάστασης στη χώρα που βρισκόταν υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση.
Ο Τζόε και η Ρόσε Βίντουκα ήθελαν ο γιος τους να μεγαλώσει στην Αυστραλία, στη χώρα δηλαδή που και οι ίδιοι γνωρίστηκαν, καθώς προσδοκούσαν ένα καλύτερο μέλλον.
Ο πατέρας του Μαρκ, ενεργός πολιτικά και αντικαθεστωτικός, ταξίδευε συχνά στη Γιουγκοσλαβία, προκειμένου να εξασφαλίσει πως οποιαδήποτε πολιτική καχυποψία προς το πρόσωπό του ή την οικογένειά του είχε πλέον εξαλειφθεί, μιας και πλέον βρίσκονταν αρκετά μακριά για να μπορούν να επηρεάσουν καταστάσεις ή να θεωρούνται επικίνδυνοι.
Ο μικρός μεγάλωνε ακούγοντας για έναν άγνωστο τόπο με το όνομα Κροατία, στον οποίο πήγαινε ο μπαμπάς και έλειπε για μήνες ολόκληρους από το σπίτι.
Κάθε φορά τον περίμενε να γυρίσει και να του πει ιστορίες από εκεί, ενώ στο παιδικό του μυαλό έπλαθε ότι μια μέρα θα είχε κι εκείνος την ευκαιρία να δει από κοντά αυτό το μέρος.
Πιθανώς ο μπαμπάς να του έλεγε ότι θα γνώριζε κι έναν δεύτερο ξάδερφο που μόλις είχε αρχίσει να περπατά κι έδειχνε από μικρός να γνωρίζει το… τόπι.
Ο λόγος γίνεται για τον σημερινό σταρ της Ρεάλ Μαδρίτης και της εθνικής Κροατίας, τον Λούκα Μόντριτς, η συγγενική σχέση με τον οποίο αποκαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα από τα ΜΜΕ.
Αν προστεθεί το γεγονός ότι η οικογένεια μιλούσε μόνο κροατικά στο σπίτι και η μητέρα του μαγείρευε μόνο συνταγές από την πατρίδα, γίνεται πολύ πιο κατανοητό πώς συντηρήθηκαν και ενισχύθηκαν οι ρίζες του Βίντουκα, ο οποίος δεν ξέχασε ποτέ ποια είναι η καταγωγή του.
Επιπλέον, ο πατέρας του άρχισε να του διδάσκει τα μυστικά της μπάλας, αφού κι ο ίδιος έπαιζε ποδόσφαιρο στα νιάτα του, με αποτέλεσμα το 1992 ο 16χρονος Μαρκ να εξασφαλίσει αθλητική υποτροφία.
Συγκεκριμένα, φοίτησε στο Αυστραλιανό Ινστιτούτο Αθλητισμού, όπου γνώρισε και τον πολύ καλό του φίλο Μαρκ Ρούνταν, με τον οποίο υπήρξαν συμπαίκτες στα κλιμάκια της εθνικής Αυστραλίας και την ολυμπιακή ομάδα.
«Από πού είσαι;» ρώτησε ο ένας Μαρκ.
«Από την Κροατία» απάντησε ο άλλος Μαρκ.
Οι δύο έφηβοι έγιναν αχώριστοι λόγω κοινής καταγωγής, ενώ όπως έχουν αποκαλύψει «μάλωναν» για το πιο… κροατικό επίθετο, προτού τελικά… επικρατήσει ο Ρούνταν
Σύμφωνα με τον μετέπειτα υψηλόσωμο αμυντικό, ο Βίντουκα είχε πάνω από το κρεβάτι του ένα κάδρο με τον πρώτο πρόεδρο της ανεξάρτητης Κροατίας, τον Φράνιο Τούντσμαν, ενώ στο πορτοφόλι του κρατούσε φωτογραφία του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο οποίος έχει γενέθλια μια μέρα νωρίτερα και λατρεύεται από τους συμπατριώτες τους γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Μεγάλο ταλέντο, αλλά τεμπέλης
Το 1993 πραγματοποίησε επίσημο ντεμπούτο με τους Μέλμπουρν Νάιτς, οι οποίοι ιδρύθηκαν από μετανάστες, το πρώτο τους όνομα ήταν SC Κροάσια και ο Μαρκ αποτελούσε προϊόν των ακαδημιών τους.
Το όνομά του έγινε γνωστό, καθώς σε δύο χρόνια βομβάρδισε τα αντίπαλα δίχτυα με 40 γκολ σε 48 εμφανίσεις και έλαβε τα παρατσούκλι «V-Bomber» που τον ακολούθησε ως το τέλος της καριέρας του.
Μία καριέρα που παραλίγο να διακοπεί νωρίς και απότομα, αφού ο Βίντουκα ήταν σύμφωνα με τις κακές γλώσσες αρκετά τεμπέλης, γεγονός που εν μέρει αποδεικνύεται από τις, λιγοστές, δηλώσεις του στα Μέσα εκείνη την εποχή.
Στην ερώτηση «τι κάνεις όταν δεν παίζεις ποδόσφαιρο;», είχε απαντήσει «κοιμάμαι», ενώ σε άλλη περίπτωση είχε πει: «Πιστεύω ότι θα μπορούσα να παίξω σε οποιοδήποτε πρωτάθλημα εκτός από το αγγλικό. Θα ήταν υπερβολικό να τρέχω και να παλεύω τόσο».
Το πρόβλημα στην περίπτωσή του ήταν ότι δεν γυμναζόταν αρκετά, αφού όπως δήλωσε αργότερα: «Συνήθιζα να κάνω γυμναστική και διατάσεις κανονικά, αλλά ακούγοντας κάθε μέρα τους συμπαίκτες μου να μου λένε στην προπόνηση ότι αυτά είναι βλακείες και ότι ένας τόσο καλός παίκτης όπως εγώ δεν τα έχει ανάγκη, απλά σταμάτησα και το πλήρωσα».
Το τίμημα της αδιαφορίας του Βίντουκα ενδεχομένως να ήταν μερικοί μυικοί τραυματισμοί που τον ταλαιπώρησαν στην καριέρα του.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα παρουσίασε σημαντικό πρόβλημα πολλαπλών θλάσεων και κόπωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι!
Χρειάστηκε έξι εβδομάδες θεραπεία από τον Ρον Σμιθ, μέντορά του στο στο Αυστραλιανό Ινστιτούτο Αθλητισμού, προκειμένου να τα καταφέρει.
«Νόμιζε πως η καριέρα του είχε τελειώσει. Πλήρωσε ένα ελαφρύ τίμημα και ευτυχώς το ξεπέρασε», δήλωσε αργότερα ο Σμιθ.
Πανηγυρισμός που έφερε αντιδράσεις
Στο ξεκίνημά του στη Μελβούρνη, πάντως, τρία χρόνια πριν από αυτό το περιστατικό, δεν του πήρε μεγάλο διάστημα για να προσαρμοστεί στα δεδομένα της ανδρικής ομάδας αναφορικά με το αγωνιστικό σκέλος, ωστόσο τα δύσκολα ήρθαν όταν πανηγύριζε κάθε γκολ με σηκωμένο το δεξί του χέρι.
Ο ίδιος είχε δηλώσει απλά ότι το έκανε επειδή άρεσε στους πιο ηλικιωμένους φιλάθλους της ομάδας, οι οποίοι με τη σειρά τους τον θεωρούσαν πρότυπο για την κροατική κοινότητα της Μελβούρνης.
Δεν είχαν όλοι οι οπαδοί της ομάδας, όμως, την ίδια άποψη, καθώς ορισμένοι εκφράστηκαν μέσω οργισμένων επιστολών που εξέφραζαν αποστροφή για τον ναζιστικό χαιρετισμό του και τον προέτρεπαν να επαναπατριστεί, διότι ίσως το έδαφος να ήταν πιο πρόσφορο για τις πεποιθήσεις του.
Την ίδια στιγμή το νεαρό κράτος της Κροατίας έκανε την προσπάθειά του να διαχωριστεί από το γιουγκοσλαβικό παρελθόν σε όλους τους τομείς, ενώ αναφορικά με τα σπορ ήθελε να επαναπατρίσει σπουδαίους αθλητές.
Προσωπικότητες σαν τον Βίντουκα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες, συνεπώς μόνο έκπληξη δεν αποτέλεσε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της χώρας Νίκιτσα Βάλεντιτς ζήτησε να συναντήσει τον 19χρονο τότε άσο όταν επισκέφτηκε την Αυστραλία.
«Είσαι ένας από εμάς. Ένας από αυτούς που περιμένουμε και ελπίζουμε να γυρίσουν για να φτιάξουμε μαζί μία μεγάλη Κροατία. Άνθρωποι σαν κι εσένα πρέπει να είναι τα νέα μας πρότυπα», του είπε και, παράλληλα, τον ενημέρωσε για τα σχέδιά του να μετατρέψει την Ντιναμό Ζάγκρεμπ (σ.σ. τότε ονομαζόταν Κροάσια) σε μεγάλη δύναμη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Επιπλέον, του πρότεινε να φύγουν μαζί και να μεταβούν άμεσα στο Ζάγκρεμπ, προκειμένου να υπογράψει συμβόλαιο, ο Βίντουκα πείστηκε και λίγες εβδομάδες αργότερα, δηλαδή το καλοκαίρι του 1995, μπήκε στο αεροπλάνο για το μακρινό ταξίδι.
Κροατία 1996-1998: Από τον πόλεμο, στις καρδιές όλων των φιλάθλων
«Η Κροατία είναι η πατρίδα μου αλλά…»
Ο Βίντουκα, πάντως, παρά τον ισχυρό δεσμό με τις ρίζες του και προς μεγάλη απογοήτευση της ίδιας του της οικογενείας, επέλεξε την εθνική Αυστραλίας αντί για εκείνη της Κροατίας.
Τον Ιούνιο του 1994 χρίστηκε για πρώτη φορά διεθνής σε φιλικό ματς κόντρα στη Νότια Αφρική, υπήρξε μέλος της ολυμπιακής ομάδας των «καγκουρό» στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 στη Γερμανία, ενώ αποτελεί την πιο ξεχωριστή φιγούρα του αυστραλιανού ποδοσφαίρου μαζί με τους Χάρι Κιούελ, Τιμ Κέιχιλ.
Στην επιστροφή της ομάδας από τη Γερμανία το 2006, πολλοί οπαδοί είχαν μεταβεί στο αεροδρόμιο για να υποδεχθούν τους παίκτες και να τους αποθεώσουν, καθώς για πρώτη φορά είχαν φτάσει μέχρι τη φάση των «16».
Στο τελευταίο ματς του ομίλου απέσπασαν ισοπαλία 2-2 από την… Κροατία, η οποία τέθηκε νοκ-άουτ, εν αντιθέσει με τα «καγκουρό» που ακολούθησαν την πρωτοπόρο Βραζιλία.
Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους στο αεροδρόμιο βρίσκονταν και πολλοί οπαδοί των Μέλμπουρν Νάιτς με σημαίες της Κροατίας, οι οποίοι μόλις είδαν τον αρχηγό Μαρκ Βίντουκα και τους υπόλοιπους άρχισαν να φωνάζουν «Κροατία-Κροατία», γεγονός που δεν πέρασε ασχολίαστο από τον εγχώριο Τύπο.
«Τόσα χρόνια μετά και ακόμα δεν έχουν μάθει το όνομα της χώρας που ζουν», έγραφε ένας Αυστραλός δημοσιογράφος, ο οποίος βέβαια δεν θα μπορούσε να παραβλέψει ότι επτά διεθνείς είχαν κροατική καταγωγή…
Το επικό 31-0 της Αυστραλίας επί της Αμερικανικής Σαμόα
Ο ίδιος ο Βίντουκα, πάντως, ήταν ξεκάθαρος με δηλώσεις που προέβη μετά το τέλος της καριέρας του, κατά την τελετή εισαγωγής του στο Hall of Fame της κροατικής κοινότητας της Αυστραλίας.
«Είμαι Κροάτης, αλλά μεγάλωσα στην Αυστραλία και εδώ είναι το σπίτι μου. Υποστήριζα την ομάδα της Μελβούρνης και όποτε έβλεπα παίκτες που δεν ήταν Κροάτες να παίζουν για την ομάδα μου ένιωθα δύο φορές υπερήφανος.
Είμαι επίσης υπερήφανος για την καταγωγή μου, αλλά εδώ στην Αυστραλία τα παιδιά που δεν κατάγονται από κάποια ευρωπαϊκή χώρα ασχολούνται με το κρίκετ ή το ράγκμπι, συνεπώς ήταν υποχρέωσή μου να βοηθήσω τη δεύτερη πατρίδα μου να αναπτυχθεί ποδοσφαιρικά», είχε πει ο Βίντουκα.
Στην Κροατία, πάντως, πήγε ως παίκτης κι ας μην έπαιξε ποτέ για την εθνική, ενώ έπειτα από δύο σερί σεζόν που αναδείχθηκε MVP και πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, αποχώρησε το 1995 για την ομάδα που έπαιξε το ίνδαλμά του, ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν.
Ο Βίντουκα φόρεσε τη φανέλα της Ντιναμό Ζάγκρεμπ αν και από μικρός ήταν φανατικός οπαδός της Χάιντουκ Σπλιτ (σ.σ. αναφορικά με τις κροατικές ομάδες).
Έφυγε, πάντως, ως πρωταθλητής από την Αυστραλία, χαρίζοντας στην ομάδα του τον πρώτο τίτλο της ιστορίας της, ενώ με το ποσό που έλαβαν οι Μέλμπουρν Νάιτς από τη μεταγραφή του κατασκευάστηκε η νέα κερκίδα που πήρε το όνομά του.
«Ανεπιθύμητος» στην Ντιναμό, «μπελάς» στην Σέλτικ
Στην Ντιναμό Ζάγκρεμπ κατέκτησε τρία νταμπλ σε ισάριθμες σεζόν με 40 γκολ σε 84 εμφανίσεις, προτού αποχωρήσει τον Ιανουάριο του 1999, λόγω κόντρας με τους οπαδούς, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να τον αποδοκιμάζουν μετά από γκολ που σημείωσε στο ντέρμπι με τη Χάιντουκ!
Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πλησιάσει με την ομάδα του ένα βήμα πριν από τα προημιτελικά του Champions League, αλλά έπεσε πάνω στον εξαιρετικό Ολυμπιακό εκείνης της σεζόν, ο οποίος στάθηκε όρθιος στο παγωμένο «Μάξιμιρ» και πήρε την ισοπαλία της πρόκρισης.
Η νέα χρονιά βρήκε τον Μαρκ Βίντουκα στη Σκωτία, αφού προηγουμένως η Σέλτικ κατέβαλε το ποσό των 3.500.000 λιρών για να τον εντάξει στο δυναμικό της.
Η παρουσία του στη Γλασκώβη συνοψίστηκε σε 48 εμφανίσεις και 35 γκολ, αλλά τελείωσε άδοξα καθώς στιγματίστηκε γρήγορα λόγω της κόντρας του με το προπονητικό επιτελείο και μιας αμφιλεγόμενης δήλωσης.
Είχε πει ότι δεν χρειάζεται να δώσει πάνω από το 70% των δυνατοτήτων του για να ξεχωρίσει στο σκωτσέζικο πρωτάθλημα και τη Σέλτικ, φράσεις που δημιούργησαν κακή εντύπωση στις τάξεις των οπαδών της ομάδας.
https://www.youtube.com/watch?v=6L6yA1w7dq4
Στις 8 Μαρτίου 1999, η Σέλτικ έπεσε θύμα έκπληξης στο Κύπελλο, καθώς αποκλείστηκε από την Ινβερνές (σ.σ. ήττα με σκορ 3-1) της β’ κατηγορίας του σκωτσέζικου πρωταθλήματος.
Στο ημίχρονο του αγώνα και με τους οπαδούς ήδη να βράζουν, στα αποδυτήρια ο Βίντουκα πιάστηκε στα χέρια με τον Έρικ Μπλέικ, βοηθό του προπονητή Τζον Μπαρνς.
Στη συνέχεια έβγαλε τα παπούτσια του, τα πέταξε στο κάδο των απορριμάτων και υπογράμμισε πως δεν πρόκειται να βγει από τα αποδυτήρια για να παίξει στο β’ μέρος.
Ο Χένρικ Λάρσον έγινε «βασιλιάς» και της Μπαρτσελόνα στα 33 του
Ο τελικός Σέλτικ-Ρέιντζερς που έληξε 7-1!
Ο Μπαρνς απολύθηκε, ο Βίντουκα επέστρεψε και κατέκτησε το Κύπελλο με τους «Κέλτες» την επόμενη σεζόν, ενώ ψηφίστηκε καλύτερος παίκτης της χρονιάς στη Σκωτία, δεδομένου ότι έβαλε 25 γκολ σε 28 συμμετοχές.
Εντούτοις του είχε κολληθεί πλέον η ταμπέλα του «μπελά» στην ομάδα και η Σέλτικ αποδέχτηκε μετά χαράς την πρόταση 6.000.000 λιρών από τη Λιντς Γιουνάιτεντ το καλοκαίρι του 2000.
«Γεια σου μαμά»
Στη Λιντς πήγε για να πλαισιώσει την επίθεση που αποτελείτο από τον Μάικλ Μπρίτζις και τον συμπατριώτη του Χάρι Κιούελ, αλλά ο τραυματισμός του Άγγλου έφερε τον Άλαν Σμιθ ως βασικό δίπλα στον Βίντουκα.
Παράλληλα, υπό τον φόβο ότι ο Σμιθ δεν θα αντεπεξέλθει στις τότε υψηλές φιλοδοξίες, ώθησε τον σύλλογο στον δανεισμό του Ρόμπι Κιν από την Ίντερ.
Τότε δημιουργήθηκε η τελευταία σπουδαία Λιντς, με τον Ντέιβιντ Ο’ Λίρι στον πάγκο και μία επίθεση-φωτιά που την οδήγησε μέχρι την ημιτελική φάση του Champions League το 2001.
Η μηχανή των γκολ που ακούει στο όνομα Τζίμι Φλόιντ Xάσελμπαϊνκ
Ο Βίντουκα έγινε γρήγορα ένας από τους αγαπημένους παίκτες στο «Έλαντ Ρόουντ», καθώς στις 4 Νοεμβρίου 2000 πέτυχε «καρέ» στη νίκη επί της Λίβερπουλ με 4-3.
Σε ένα από τα γκολ, μάλιστα, στάθηκε μπροστά στην κάμερα και είπε «γεια σου μαμά», προκαλώντας περαιτέρω συμπάθεια στο νέο του περιβάλλον.
Η συνέχεια ήταν ανάλογη, καθώς έκλεισε τη σεζόν με 22 γκολ στο σύνολο, ενώ στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στα «παγώνια» σημείωσε 72 γκολ σε 166 εμφανίσεις και δίκαια χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα ως ένας από τους πιο σπουδαίους παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα τους.
Το τέλος της συνεργασίας του με τη Λιντς ήταν πικρό, καθώς είδε την ομάδα να υποβιβάζεται το 2004, αφού λόγω οικονομικών προβλημάτων αναγκάστηκε να πουλήσει πολλούς ποιοτικούς παίκτες από το ρόστερ της και ο Βίντουκα πάλευε σχεδόν μόνος του να σώσει την κατάσταση.
Στην τελευταία του εμφάνιση με τη φανέλα της στις 2 Μαΐου 2004, σημείωσε γκολ από πέναλτι που έβαλε μπροστά την ομάδα στο εκτός έδρας ματς κόντρα στην Μπόλτον, αλλά στο β’ ημίχρονο αποβλήθηκε με δεύτερη κίτρινη κάρτα και είδε τα «παγώνια» να ηττώνται 4-1 και να υποβιβάζονται μαθηματικά.
Τραγούδι για φιλανθρωπικό σκοπό και… «καρακάξες»
Η συνέχεια περιλάμβανε τρία χρόνια στη Μίντλεσμπρο, με την οποία έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 2006, όταν η Σεβίλλη αποδείχτηκε πολύ δυνατός αντίπαλος.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της θητείας του στην «Μπόρο» έγινε και τραγούδι, αφού ο στιχουργός, τραγουδιστής και οπαδός της ομάδας Άλιστερ Γκρίφιν συνέθεσε μία παραλλαγή του «Halleluja» του Λέοναρντ Κόεν.
Ο αείμνηστος τραγουδιστής έδωσε το ‘οκ’ για να γίνει αυτό, καθώς ήταν στο πλαίσιο της ενίσχυσης του αντικαρκινικού ιδρύματος Μακμίλαν, μία προσπάθεια που προώθησε μαζί με τον Βίντουκα και ο προπονητής της ομάδας Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ.
Ντέιβιντ Σίμαν: Ένας ακομπλεξάριστος άσος, ένας βαθύτατα ανθρωπιστής
Στο αγωνιστικό σκέλος, στην τελευταία του χρονιά με την «Μπόρο», ο Αυστραλός σημείωσε 19 γκολ και ο Σάουθγκεϊτ ήθελε πάση θυσία να τον κρατήσει στην ομάδα, αλλά ο ίδιος είχε άλλα σχέδια.
Συγκεκριμένα, αποδέχτηκε την πρόταση της Νιούκαστλ, καθώς όπως είπε και ίδιος, ήθελε πάντα να παίξει σε μία ομάδα με το παρατσούκλι «καρακάξες».
Αυτό συνέβαινε αφού, εκτός των άλλων, ο Μαρκ Βίντουκα, ως γνήσιο τέκνο της Αυστραλίας, ήταν και φαν του ράγκμπι, η αγαπημένη του ομάδα ήταν η Κόλιγκγουντ, η οποία κι αυτή με τη σειρά της φορούσε ασπρόμαυρες φανέλες και είχε το παρατσούκλι «καρακάξες».
Στα δύο χρόνια που έμεινε στη Νιούκαστλ δεν ήταν πια ο ίδιος, καθώς και οι τραυματισμοί τον είχαν φθείρει πλέον αρκετά, με αποκορύφωμα τη ζημιά στον αχίλλειο τένοντα στο τέλος της πρώτης του σεζόν που τον άφησε έξι μήνες εκτός γηπέδων.
Επέστρεψε στις 29 Νοεμβρίου 2008 κόντρα στην πρώην ομάδα του, τη Μίντλεσμπρο, και μπήκε αλλαγή στη θέση του Ομπαφέμι Μάρτινς, ενώ στο περιθώριο του αγώνα δήλωσε πως νιώθει χαρούμενος και ότι θα ήθελε να συνεχίσει να παίζει για άλλα δύο χρόνια.
Τελικά, το καλοκαίρι του 2009 η Νιούκαστλ υποβιβάστηκε στην Championship, ο Μαρκ Βίντουκα έμεινε ελεύθερος και αποφάσισε να βάλει τέλος στην καριέρα του σε ηλικία 33 ετών.
Το έκανε αθόρυβα χωρίς καν να το ανακοινώσει ή να συζητήσει τυχόν προτάσεις που του έγιναν για να παραμείνει στον χώρο του ποδοσφαίρου.
Σε συνέντευξή του πριν από λίγα χρόνια δήλωσε: «Δεν μιλάω πολύ, όχι επειδή είμαι σνομπ, αλλά επειδή θυμάμαι τον πατέρα μου που μου έλεγε να είμαι πάντα ταπεινός. Είμαι υπερήφανος για όσα έχω καταφέρει, ωστόσο υπάρχουν και πράγματα που θα ήθελα να μην είχα κάνει».
Σήμερα κατοικεί μόνιμα στη Μελβούρνη με την οικογένειά του και αν εξαιρέσει κανείς τις ελάχιστες φορές που εκτελεί χρέη σχολιαστή για ματς της εθνικής Αυστραλίας, η μοναδική επαφή που έχει πια με το ποδόσφαιρο είναι να προπονεί του τρεις γιους του που παίζουν στους Μέλμπουρν Νάιτς.