Στις 28 Μαρτίου 2001, στο 5-0 επί της Βενεζουέλας, ο Ντιέγκο Σιμεόνε έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της εθνικής Αργεντινής που έφτανε σε τριψήφιο αριθμό διεθνών συμμετοχών.
Ο μέσος της Λάτσιο είχε γράψει ήδη τη δική του ιστορία στο ποδόσφαιρο, όντας ένας από τους κορυφαίους αμυντικούς μέσους στον κόσμο και βασικό στέλεχος στις τελευταίες -μέχρι και σήμερα- επιτυχίες της «αλμπισελέστε» σε επίπεδο ανδρών.
Από τα δύο Copa America του 1991 και του 1993 και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 1992, η Αργεντινή δεν έχει κατακτήσει ξανά άλλο τρόπαιο, παρότι έχει φτάσει σε αρκετούς τελικούς.
Ίσως αυτό να μην είναι τυχαίο, αφού πλέον της λείπει ένας άνθρωπος που θα εμπνεύσει τους συμπαίκτες του με μια ομιλία, που θα πλημμυρίσει με σκληράδα τον αγωνιστικό χώρο, που θα προσφέρει την ώθηση, αυτό το κάτι παραπάνω που χρειάζεται για τη νίκη σε έναν τελικό.
Όλα αυτά τα προσέφερε ο Σιμεόνε ως παίκτης στην εθνική ομάδα, φορώντας μάλιστα τη φανέλα με το νούμερο 10, έστω κι αν η ιστορία του άρχισε όταν… έχασε το λεωφορείο!
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Αργεντινή
Αποβλήθηκε ως ball boy για καθυστερήσεις
Από παιδί ο Σιμεόνε ήταν ιδιαίτερος χαρακτήρας. Μόλις στα 11 του, το 1982, αποβλήθηκε από τον διαιτητή αγώνα της Βέλες Σάρσφιλντ με τη Μπόκα Τζούνιορς, επειδή είχε πετάξει δεύτερη μπάλα στον αγωνιστικό χώρο.
«Απίστευτο. Αποβλήθηκα ως ball boy», έλεγε το 2005 σε συνέντευξή του στη «La Nacion», μία αποβολή που ποτέ δεν αποδέχθηκε, αφού δεν προσπάθησε να… κλέψει χρόνο υπέρ της ομάδας του (Βέλες), αλλά να δώσει μια μπάλα για να συνεχιστεί το παιχνίδι.
«Η πρώτη μπάλα είχε βγει εκτός αγωνιστικού χώρου, όμως χτύπησε σε πινακίδα και επέστρεψε, γι’ αυτό υπήρχαν δύο», υποστηρίζει μέχρι και σήμερα.
Η προπονητική φιλοσοφία του οφείλεται στο… Τσόλο
Τρία χρόνια αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα, το περίφημο «Τσόλο». Μάλιστα, του το «κόλλησε» μία θρυλική φιγούρα του ποδοσφαίρου της Αργεντινής, ο Βικτόριο Σπινέτο.
Ο Σπινέτο υπήρξε σπουδαίος παίκτης της Βέλες και αργότερα προπονητής, ακόμα και της εθνικής ομάδας. Κύριο γνώρισμά του η αγάπη για την πάλη, τον μόχθο. Προτιμούσε τον κάματο με αποτέλεσμα, από το ωραίο άνευ αποτελέσματος.
Στα 14 χρόνια του ως τεχνικός της Βέλες οδήγησε τον σύλλογο στο πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας του. Ένας από τους παίκτες που είχε στη διάθεσή του ήταν ο Οσβάλντο Σουμπελδία, που εξελίχθηκε στον θρυλικό προπονητή της Εστουδιάντες των Copa Libertadores στα τέλη του ’60.
Η φιλοσοφία του Σουμπελδία παρόμοια, με συνέπεια η ομάδα της Λα Πλάτα να γίνει μισητή σε όλον τον πλανήτη για το αντιποδόσφαιρό της και τα αντιαθλητικά μαρκαρίσματα που είχε στο μενού.
Ένας από τους παίκτες που είχε ο Σουμπελδία στην Εστουδιάντες με τη σειρά του ήταν ο Κάρλος Μπιλάρδο, ο οποίος επίσης εντρύφησε σε αυτήν την προπονητική φιλοσοφία και την απογείωσε, με αποκορύφωμα την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1986.
Ο Σιμεόνε αναγνωρίζει ότι πήρε στοιχεία και από τους τρεις. Η μοίρα τα έφερε έτσι, μάλιστα, ώστε να συνεργαστεί σε μικρή ηλικία με τον Σπινέτο και τον Μπιλάρδο.
Πήρε το ψευδώνυμο λόγω ενός… Σιμεόνε
Όταν το 1978 ο Σπινέτο άφησε τους πάγκους ομάδων, ανέλαβε τη λειτουργία των ακαδημιών της Βέλες. Εκεί υπήρχε και ο Σιμεόνε, ο οποίος ήταν ένας παίκτης που κάλλιστα θα μπορούσε να αγωνιστεί στη δική του ομάδα, μερικές δεκαετίες νωρίτερα.
Ένας παίκτης από μία τέτοια ομάδα το ’50 ονόματι Καρμέλο Σιμεόνε, αν και δεν είχε σχέση με τον Ντιέγκο, έφερε πρώτος το ψευδώνυμο «Τσόλο».
Ο τότε αμυντικός της Βέλες, της Μπόκα και της εθνικής Αργεντινής ήταν ένας αρκετά δραστήριος ποδοσφαιριστής, που αναζητούσε τις συγκρούσεις και τους καυγάδες και στο μυαλό του Σπινέτο θύμιζε σε πολλά τον… νέο Σιμεόνε.
Εξ ου και το «Τσόλο» (ένα κατά τα άλλα υποτιμητικό ψευδώνυμο, το οποίο αφορά κυρίως τους μιγάδες της Νότιας Αμερικής) από τον συνδετικό κρίκο των δύο παικτών, έστω κι αν ο νεαρός Σιμεόνε ήταν ακόμα 14 ετών και βρισκόταν στις ακαδημίες της Βέλες, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα γίνει ποδοσφαιριστής.
Έλεγε από μικρός ότι θα γίνει ποδοσφαιριστής
Όχι ακριβώς, αφού στο σχολείο, όταν τον ρώτησε ο καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το επάγγελμα που θα ακολουθήσει, ο Σιμεόνε αναφώνησε ευθαρσώς «ποδοσφαιριστής», αψηφώντας τα ειρωνικά γέλια των συμμαθητών του, που δεν έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν ταλαντούχο παίκτη.
Δικαίως, αφού εκείνη την εποχή ο Σιμεόνε είχε κάτι άλλο να αντιπαρατάξει, κάτι πολύ μεγάλο και εξίσου σημαντικό: το πάθος του.
Αυτό ήταν που τελικά τον οδήγησε στην εθνική ομάδα και από εκεί και πέρα, η καριέρα του πήρε τον δρόμο της.
Ντεμπούτο και εθνική στα 17 του
Ο Σιμεόνε ήταν 17 ετών και ήδη είχε κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Βέλες, αφήνοντας καλές εντυπώσεις για την υπακοή του στην τακτική, την αγριότητα στα μαρκαρίσματα και τα ηγετικά προσόντα του, παρά το νεαρό της ηλικίας.
Εξακολούθησε να παίρνει αγώνες με την πρώτη ομάδα της Βέλες και ως εκ τούτου, ο Κάρλος Πατσάμε του εμπιστεύτηκε μια κλήση για προπόνηση στην εθνική κ-20.
Ο ενθουσιασμένος Σιμεόνε δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του, ωστόσο δεν επέτρεψε στον ενθουσιασμό να τον παρασύρει. Φρόντισε να φτάσει στο σημείο συγκέντρωσης της αποστολής νωρίτερα, ώστε να δείξει στον προπονητή του πόσο σοβαρά έχει πάρει αυτήν την ευκαιρία που του δόθηκε. Φευ…
Είχαν κάνει λάθος στην ώρα
Ο Σιμεόνε περίμενε στην έδρα της ομοσπονδίας της Αργεντινής στο Μπουένος Άιρες, σημείο που του είχε υποδειχθεί από την κλήση. Η ώρα περνούσε και αποφάσισε να φάει πρωινό, καθώς περίμενε την υπόλοιπη αποστολή. Δεν έβλεπε κανέναν εκεί, όμως, παρά μόνο έναν πρώην συμπαίκτη και φίλο του από τις ακαδημίες της Βέλες, τον Αντόνιο Μοαμέντ, ο οποίος επίσης κλήθηκε για πρώτη φορά.
Ο Σιμεόνε ανησύχησε και πήγε να αγοράσει μια εφημερίδα, έξω από τις εγκαταστάσεις. Ρώτησε τον πωλητή αν είχε δει τους συμπαίκτες του. «Έφυγαν ήδη. Στις 7 το πρωί!», ήταν η απάντηση, που σίγουρα δεν περίμενε.
Σιμεόνε και Μοαμέντ πανικοβλήθηκαν αφού είχαν κατανοήσει λάθος την ώρα συγκέντρωσης της αποστολής και όλα έδειχναν ότι τα έκαναν… θάλασσα στην πρώτη κλήση τους.
«Χλωμιάσαμε. Φυσικά καταλάβαμε αμέσως ότι είχαμε κάνει λάθος στην ώρα. Τρέξαμε στο μετρό, κατεβήκαμε στον κεντρικό σταθμό και από εκεί έπρεπε να πάρουμε δύο λεωφορεία για να προλάβουμε την αποστολή. Πήραμε το πρώτο κανονικά, όμως μετά αντιληφθήκαμε ότι δεν είχαμε άλλα χρήματα», θυμάται ο Μοαμέντ.
Ο Σιμεόνε έπεισε τον οδηγό να τους πάει δωρεάν
Εκεί ο Σιμεόνε έκανε χρήση μιας ικανότητας που διατηρεί μέχρι και σήμερα και που έχει φανεί άκρως σημαντική στις εκπληκτικές πορείες της Ατλέτικο Μαδρίτης (τόσο ως παίκτης στο νταμπλ του 1996 όσο και ως προπονητής της), αρκετές φορές πάνω από το «ταβάνι» της.
Ο Αργεντινός έβγαλε έναν… πύρινο λόγο στον οδηγό του δεύτερου λεωφορείου, ώστε να τους αφήσει να επιβιβαστούν δίχως εισιτήριο. Και έπιασε!
«Πήγαμε στο δεύτερο λεωφορείο. Ο Ντιέγκο το σταμάτησε και είπε στον οδηγό: ‘Κοίταξε καλά αυτό το πρόσωπο. Μια μέρα θα είμαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Θα παίξω για την Αργεντινή. Θα γίνω αστέρι. Θυμήσου το όνομά μου και το δικό του. Μη μας ξεχάσεις. Απλά χρειαζόμαστε μια μικρή χάρη’».
Φώναζε στον Μοαμέντ για να αντέξει
Ο οδηγός μπορεί να πείστηκε και να πήρε μαζί του τους δύο εκκολαπτόμενους ποδοσφαιριστές, όμως αυτό δεν ήταν το τελευταίο εμπόδιο. Η πιο κοντινή στάση στο κέντρο όπου έκανε προπόνηση η εθνική κ-20 ήταν 6 χιλιόμετρα μακριά.
Όταν κατέβηκαν στη στάση, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τρέξουν μέχρι εκεί. Κάθε φορά που ο Μοαμέντ δεν άντεχε άλλο και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, ο Σιμεόνε του φώναζε να βρει κουράγιο και να συνεχίσει την προσπάθεια. «Υπάρχει ακόμα ελπίδα να τα καταφέρουμε», του φώναζε.
Αποδείχθηκε πως δεν υπήρχε, αφού όταν έφτασαν κατάκοποι στο προπονητικό κέντρο, το πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί και οι συμπαίκτες του έκαναν μπάνιο.
Προπονήθηκαν με την αντρική ομάδα, έπεισαν τον Μπιλάρδο
Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησαν κάθιδροι ήταν ο προπονητής, στον οποίο εξήγησαν γιατί έχασαν το ραντεβού και πώς έφτασαν μέχρι εκεί.
Ο Πατσάμε έμεινε εντυπωσιασμένος από την επιμονή τους και μάλιστα μίλησε στον προϊστάμενό του, τον ομοσπονδιακό τεχνικό της ανδρικής ομάδας, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε οδηγήσει (μαζί με τον Ντιέγκο Μαραντόνα) την «αλμπισελέστε» στην κορυφή του κόσμου.
Ο Μπιλάρδο, περί ου ο λόγος, ετοιμαζόταν να προπονήσει την ανδρική ομάδα στον ίδιο χώρο και γοητεύτηκε ακούγοντας την ιστορία των δύο παιδιών, με συνέπεια να τους προτείνει να παραμείνουν στο προπονητικό κέντρο, για να κάνουν την προπόνησή τους, αλλά με διαφορετικούς συμπαίκτες: την εθνική ανδρών!
Σιμεόνε και Μοαμέντ, δύο καλοί φίλοι από τα 8 τους, συνέχισαν να παίζουν μαζί έστω κι αν άνηκαν σε διαφορετικούς συλλόγους. Αμφότεροι έδειξαν πολύ καλά στοιχεία, με συνέπεια ο Μπιλάρδο να τους προσκαλέσει στη μετέπειτα προετοιμασία της εθνικής Αργεντινής.
Μάλιστα, στις 14 Ιουλίου του 1988, ο Μπιλάρδο έδωσε ντεμπούτο στον Σιμεόνε, σε μία φιλική ήττα 1-4 από την Αυστραλία στο Σίδνεϊ. Δύο ημέρες αργότερα, ο Αργεντινός σημείωσε και το πρώτο τέρμα του, στη νίκη με 2-0 επί της Σαουδικής Αραβίας.
Στην εθνική για 14 χρόνια
Αυτό ήταν. Μπορεί να μη συμμετείχε σε κάποια μεγάλη διοργάνωση μέχρι το Copa America του 1991, όμως ο Σιμεόνε από το 1988 μέχρι το 2002, όταν και σταμάτησε από την εθνική ομάδα, δεν υπήρξε έτος στο οποίο δεν είχε διεθνή συμμετοχή.
Όταν, δε, ανέλαβε ο Άλφιο Μπασίλε, του παραχώρησε την πολύ βαριά φανέλα με το νούμερο 10, εκείνη που δεν μπορούσε να φορέσει ο (συμπαίκτης του στη Σεβίλλη το 1992) Μαραντόνα λόγω της τιμωρίας του για 1,5 έτος για χρήση ναρκωτικών.
Με αυτήν τη φανέλα και ως βασικός, ο Σιμεόνε έκοβε, μοίραζε και έβγαζε ασίστ στο πλευρό του Φερνάντο Ρεδόνδο και ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα σκόραρε, οδηγώντας την Αργεντινή στην κορυφή της Νότιας Αμερικής το 1991 και το 1993.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα ξεπερνούσε σε συμμετοχές τον Μαραντόνα ως ο παίκτης που φόρεσε περισσότερες φορές τη φανέλα της εθνικής ομάδας, δήλωσε ότι «ντρέπεται» γι’ αυτό.
Έφτασε μέχρι τις 106 (11 γκολ), λέγοντας «αντίο« στον αποκλεισμό της Αργεντινής στη φάση των ομίλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2002, με την ήττα από την Αγγλία. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε μία πολύ σημαντική μορφή για την εθνική ομάδα και όλα άρχισαν από εκείνη την ασυνεννοησία στο πρώτο ραντεβού…