Μάικλ Τζόρνταν, Σκότι Πίπεν, Τόνι Κούκοτς, Ντένις Ρόντμαν, Φιλ Τζάκσον…
Για τους φίλους του αμερικανικού μπάσκετ, τη δεκαετία του 1990 οι Σικάγο Μπουλς ήταν είτε η ομάδα που λάτρευαν είτε η ομάδα που λάτρευαν να μισούν.
Η αρμάδα του Τζόρνταν σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της με την κατάκτηση 6 πρωταθλημάτων (1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998) και το καλύτερο ρεκόρ νικών σε κανονική περίοδο από σύλλογο που τελικά κατέκτησε τον τίτλο την ίδια σεζόν (72-10 το 1996).
Δεν είναι μάλιστα λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι αν ο “Air” δεν είχε αποσυρθεί προσωρινά από τον μαγικό κόσμο του NBA τη διετία 1994-95, τότε οι Μπουλς πιθανότατα θα έφταναν τα 8 συνεχόμενα πρωταθλήματα και θα ισοφάριζαν το ρεκόρ των Μπόστον Σέλτικς, οι οποίοι από το 1959 έως το 1966 αναδεικνύονταν ως η κορυφαία επαγγελματική ομάδα μπάσκετ των ΗΠΑ.
Τα κατορθώματα των “ταύρων” στα 90s’ είναι λίγο πολύ σε όλους γνωστά. Πόσοι όμως είναι εκείνοι που γνωρίζουν το ξεκίνημα αυτής της ομάδας, τις λεπτομέρειες της ένταξής της στο NBA και την πορεία των πρώτων χρόνων;
Με αφορμή τη συμπλήρωση 52 ετών από την ημέρα που οι Σικάγο Μπουλς πήραν το πράσινο φως για να ενταχθούν στην κορυφαία μπασκετική λίγκα του κόσμου, το Sport–Retro.gr σας παρουσιάζει τα στοιχεία για τις απαρχές της ομάδας που τελικά κυριάρχησε στην κορυφαία ίσως περίοδο του ΝΒΑ.
Μία ομάδα για το Σικάγο
Η δεκαετία του 1960 αποτελούσε για τις ΗΠΑ (και τον υπόλοιπο κόσμο) μια ιδιαίτερη περίοδο, ένα διάστημα έντονου αναβρασμού, κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων και δυναμικών κινημάτων.
Ήταν η εποχή που ο άνθρωπος πάτησε για πρώτη φορά στο φεγγάρι, οι Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και Τζον Κένεντι δολοφονήθηκαν και εκατομμύρια ανθρώπων βρίσκονταν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.
Όσον αφορά στον χώρο του επαγγελματικού μπάσκετ η δεκαετία του 1960 ανήκε στους Σέλτικς. Οι φοβεροί και τρομεροί “Κέλτες” των Μπιλ Ράσελ και Ρεντ Άουερμπαχ δημιούργησαν μια από τις μεγαλύτερες δυναστείες του παγκοσμίου αθλητισμού, καθώς κατέκτησαν τον τίτλο όλες τις σεζόν πλην μίας.
Κατά το ίδιο διάστημα όμως, και συγκεκριμένα το 1966, καταγράφηκε ένα γεγονός ιστορικής σημασίας για το αμερικανικό μπάσκετ, καθώς εκείνη τη χρονιά δημιουργήθηκαν οι Σικάγο Μπουλς, οι οποίοι κέρδισαν μια θέση στον ονειρικό κόσμο του NBA.
Το έτος εκείνο υλοποιήθηκε η δεύτερη επέκταση της λίγκας, ύστερα από την παρθενική που είχε πραγματοποιηθεί το 1961, όταν οι ομάδες από 8 έγιναν 9 (σ.σ. τότε το Σικάγο φιλοξενούσε τους νεοϊδρυθέντες Πάκερς).
Δύο χρόνια αργότερα μετακόμισαν στη πόλη της Βαλτιμόρης, μετονομάστηκαν ταυτόχρονα σε Μπούλετς και μετά από μια σειρά αλλαγών κατέληξαν να αποτελούν σήμερα τους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς.
Είσοδος με ABC και… Άουερμπαχ
Το 1966 είχε έρθει η ώρα το Σικάγο να αποκτήσει και πάλι μια ομάδα που θα το εκπροσωπεί στο NBA, γεγονός που επικυρώθηκε επίσημα στις 16 Ιανουαρίου.
Ο Ντικ Κλάιν, επιτυχημένος επιχειρηματίας της περιοχής και παλιός επαγγελματίας μπασκετμπολίστας με τους Σικάγο Αμέρικαν Γκίαρς, προσπαθούσε εναγωνίως για μήνες να εξασφαλίσει η πόλη του το δικαίωμα να φιλοξενήσει ξανά μία επαγγελματική ομάδα μπάσκετ και εν τέλει το κατάφερε με τη βοήθεια του ABC.
Tότε, το κολοσσιαίο αμερικανικό δίκτυο βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τη λίγκα για τηλεοπτικά δικαιώματα και έβλεπε στην προοπτική της εκπροσώπησης του Σικάγο στο NBA μια χρυσή ευκαιρία για αύξηση της θεαματικότητας.
Κατά συνέπεια, με τη στήριξη του ΑBC και τη συνεργασία ενός αριθμού επιπλέον επιχειρηματιών εξασφάλισε το πράσινο φως απ’ τους υπευθύνους αντί του ποσού των 1.600.000 δολαρίων, ενώ ο ίδιος ανέλαβε την ιδιότητα του γενικού διευθυντή των Μπουλς.
Το πρώτο βήμα είχε γίνει και το επόμενο αφορούσε στην κατάρτιση του ρόστερ του συλλόγου. Το διήμερο 30 Απριλίου – 1 Μαΐου ο Κλάιν είχε το δικαίωμα να επιλέξει όποιους παίκτες επιθυμούσε από τις προϋπάρχουσες ομάδες του NBA, πλην των 7 που κάθε ομάδα μπορούσε να “προστατεύσει”.
Σύμβουλός του σε αυτή τη διαδικασία υπήρξε ο Ρεντ Άουερμπαχ, ο οποίος είχε συμφωνήσει να τον βοηθήσει με την προϋπόθεση ότι μεταξύ των “εκλεκτών” δεν θα βρισκόταν ο Κέι Σι Τζόουνς των Μπόστον Σέλτικς.
Τελικά οι Μπουλς στελέχωσαν το ρόστερ τους με 18 συνολικά παίκτες, έναν από κάθε ομάδα του πρωταθλήματος. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο πρώην all star Λεν Τσάπελ, το Νο1 του ντραφτ του 1959 Μπομπ Μπούζερ και ο ηγέτης τους για μία δεκαετία Τζέρι Σλόαν, μετέπειτα άκρως επιτυχημένος προπονητής με τους Γιούτα Τζαζ, η φανέλα του οποίου αποτέλεσε την πρώτη που αποσύρθηκε από τους Μπουλς το 1976.
Παράλληλα, ο επί τρεις φορές all star Τζόνι Κερ αποσύρθηκε από τη δράση προτού αρχίσει η σεζόν 1966-67, προκειμένου να αναλάβει την τεχνική ηγεσία των “ταύρων”.
Ξεκίνημα με το δεξί
Όλα ήταν έτοιμα για την πρώτη χρονιά της ομάδας του Σικάγο στο ΝΒΑ. Και τι χρονιά…
Οι Μπουλς σημείωσαν ρεκόρ 33 νικών και 48 ηττών, το οποίο αποτελούσε την καλύτερη επίδοση νεοϊδρυθέντος συλλόγου μετά την επέκταση της λίγκας, ενώ το ίδιο ίσχυε και για το επίτευγμα της συμμετοχής τους στα πλέι-οφ, απ’ τα οποία αποκλείστηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου με σκορ 3-0 από τους Σεντ Λούις Χοκς.
Καθόλου αδίκως ο κόουτς Κερ ανακηρύχθηκε προπονητής της σεζόν και οι Τζέρι Σλόαν, Γκάι Ρότζερς συμμετείχαν στο All Star Game του 1967.
Ως έδρα κατά τη διάρκεια της παρθενικής τους περιόδου χρησιμοποιούσαν το “International Amphitheatre”, αλλά μετά τη φωτιά στο συνεδριακό κέντρο “McCormick Place” τον Ιανουάριο του 1967, μέρος των εμπορικών εκθέσεων μεταφέρθηκε στην αρένα που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούσαν οι Μπουλς, εξαιτίας οικονομικών λόγων.
Το τελευταίο εντός έδρας ματς των πλέι-οφ πραγματοποιήθηκε στο “Chicago Coliseum”, ενώ επιπροσθέτως ένας ικανός αριθμός παιχνιδιών είχε προηγουμένως διεξαχθεί στο Έβανσβιλ της πολιτείας της Ιντιάνα, λόγω της δημοφιλίας που απολάμβανε ο Τζέρι Σλόαν στην περιοχή, καθ’ ότι απόφοιτος του τοπικού κολεγίου.
Πρώτη νίκη στα πλέι-οφ
Την ακόλουθη χρονιά η λίγκα επεκτάθηκε ξανά, καθώς ενσωματώθηκαν οι Σαν Ντιέγκο Ρόκετς και Σιάτλ Σουπερσόνικς, προκειμένου να γίνουν 12 συνολικά οι ομάδες που ανταγωνίζονταν στο NBA.
Οι Μπουλς μετακόμισαν στο “Chicago Stadium” και πραγματοποίησαν μικρές αλλαγές στο ρόστερ τους, όπως για παράδειγμα η μεταπήδηση του βοηθού προπονητή Αλ Μπιάνκι στο Σιάτλ.
Παρά το γεγονός ότι ολοκλήρωσαν την κανονική περίοδο με ρεκόρ χειρότερο της προηγουμένης σεζόν (29 νίκες – 53 ήττες), οι “ταύροι” κατάφεραν και πάλι να μπουν στα πλέι-οφ.
Μάλιστα, σημείωσαν την πρώτη τους νίκη στη διαδικασία, καθώς στο τρίτο ματς της σειράς απέναντι στους Λος Άντζελες Λέικερς επικράτησαν 104-98 χάρη στους 41 πόντους του νεοαποκτηθέντος Φλιν Ρόμπινσον.
Τελικά έχασαν τη σειρά με συνολικό σκορ 4-1, ενώ με το πέρας της σεζόν ο περσινός “κόουτς της χρονιάς” Τζόνι Κερ απολύθηκε και ακολούθησε τον Τζέρι Κολάντζελο (business manager των Μπουλς) στο Φοίνιξ, προκειμένου να αναλάβει τις τύχες των Σανς, οι οποίοι την ερχόμενη περίοδο θα εντάσσονταν στο πρωτάθλημα.
Ο οξύθυμος κόουτς και το πισωγύρισμα
Πριν από το ξεκίνημα της σεζόν 1968-69 η αναζήτηση των Μπουλς για προπονητή είχε καταλήξει σε τρεις κύριους υποψήφιους: τον Ρόι Σκίνερ από το πανεπιστήμιο του Βάντερμπιλτ, τον Βικ Μπούμπας του Ντιουκ και τον Ντικ Μότα από το Γουέμπερ Στέιτ, ο οποίος και πήρε τελικά το χρίσμα.
Η περίοδος αποδείχθηκε επεισοδιακή εξαιτίας κυρίως του νέου κόουτς. Μερικούς μήνες αφού ανέλαβε καθήκοντα, ο Μότα ήρθε σε ρήξη με τον Ντικ Κλάιν και, μάλιστα, στο περιθώριο μιας κόντρας τους πέταξε ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου στο παρκέ και ρώτησε τους δημοσιογράφους αν τα χρήματα μπορούν να παίξουν μπάσκετ, τη στιγμή που οι Μπουλς αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα.
Εν συνεχεία, ο κόουτς συγκρούστηκε με τον Φλιν Ρόμπινσον και απαίτησε να αποχωρήσει, ξεκαθαρίζοντας ότι αν αυτό δεν συνέβαινε θα εγκατέλειπε ο ίδιος την ομάδα.
Χαρακτηριστικό είναι πως ο προπονητής ζητούσε από τον παίκτη να σουτάρει καλύτερα, ενώ ο Ρόμπινσον περνούσε στην… αντεπίθεση λέγοντας πως ο Μότα όφειλε να κοουτσάρει καλύτερα.
Πάντως, δεν αντιμετώπιζε προβλήματα μόνο με το επιτελείο της ομάδας, αφού κατά τη διάρκεια της σεζόν κατέγραψε τις περισσότερες τεχνικές ποινές στο πρωτάθλημα, καθώς μία από τις… αγαπημένες του συνήθειες ήταν να φτύνει τις μπάλες πριν να τις δώσει στους διαιτητές!
Εν τέλει η κανονική περίοδος ολοκληρώθηκε με ρεκόρ 33-49 για τους Μπουλς, οι οποίοι έμειναν για πρώτη φορά εκτός της διαδικασίας των πλέι-οφ, με τον Μπομπ Μπούζερ να ηγείται στο σκοράρισμα με μέσο όρο 21.7 πόντους ανά ματς, στην τελευταία του χρονιά στην ομάδα.
Το επιτυχημένο κλείσιμο των 60s’
Η ακόλουθη σεζόν έχει ξεχωριστή σημασία στην ιστορία του NBA, διότι την περίοδο αυτή έκανε την παρθενική του εμφάνιση ο θρυλικός Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ.
Στο στρατόπεδο των Μπουλς η διαμάχη Κλάιν-Μότα έληξε με νικητή τον κόουτς και τον άνθρωπο που ουσιαστικά δημιούργησε την ομάδα να αποπέμπεται από τις τάξεις της.
Στη θέση του προσελήφθη ο Πατ Γουίλιαμς, ο οποίος ως business manager των Φιλαδέλφεια 76ερς είχε ανεβάσει το κλαμπ στην 3η θέση του μέσου όρου προσέλευσης θεατών κατά την περασμένη χρονιά, ενώ ανάλογη επιτυχία είχε και στο Σικάγο, αφού ο μ.ό. έφτανε τους 10.000 ανά ματς.
Στον αγωνιστικό τομέα υπήρξε επίσης σαφής βελτίωση, αφού οι Μπουλς σημείωσαν το καλύτερο έως τότε ρεκόρ τους σε κανονική περίοδο με 39 νίκες έναντι 43 ηττών και, ταυτόχρονα, επανήλθαν στα πλέι-οφ, όπου όμως και πάλι σταμάτησαν στον πρώτο γύρο εξαιτίας του 1-4 στη σειρά με τους Ατλάντα Χοκς.
Έτσι ολοκληρώθηκε η δεκαετία του 1960 για την ομάδα του Σικάγου, η οποία έκανε τις πρώτες υπερβάσεις το 1974 και το 1975 με την παρουσία της σε τελικούς περιφέρειες, προτού επέλθει ο κατήφορος (σ.σ. τα επόμενα 9 χρόνια μπήκαν μόλις 2 φορές στα πλέι-οφ).
Το 1984, όμως, έμελλε να συμβεί ένα γεγονός που θα άλλαζε την ιστορία όχι μόνο των Μπουλς, αλλά ολόκληρου του παγκοσμίου μπάσκετ, καθώς στις 19 Ιουνίου, στο “Felt Forum” του Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης, η ομάδα του Σικάγο επέλεγε στο Νο3 του ντραφτ κάποιον ονόματι Μάικλ Τζόρνταν…
Δημοσθένης Καραμούζας
Τελειόφοιτος Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ
Διαβάστε ακόμη:
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στο ΝΒΑ
Έξι παρατάσεις και «φτωχό» σκορ παρά τις 75 βολές! Ο αγώνας μπάσκετ με τη μεγαλύτερη διάρκεια
«Πίστολ» Πιτ Μάραβιτς: Ο βασιλιάς χωρίς στέμμα που… πήρε τη θέση του Γκάλη
Λάρι Κένον: Ένας «κλέφτης» του ΝΒΑ που παραμένει ασύλληπτος έως σήμερα…