Η τραγική συνέπεια ενός αστείου που στοίχισε τη ζωή σε ένα αστέρι της Λάτσιο και της εθνικής Ιταλίας
Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια. Τέτοια, που ο νους δεν τα χωρά. Μερικές φορές διαβάζεις μία είδηση και αναρωτιέσαι αν μπορεί να είναι αληθινή. Κι όμως… Πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες στην Ιταλία, ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας στοίχισε τη ζωή σε έναν νέο άνθρωπο. Και μάλιστα, με τον πιο σκληρό τρόπο. Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.
***
Ο Λουτσιάνο Ρε Τσεκόνι γεννήθηκε στο Νερβιάνο, στην ενδοχώρα του Μιλάνου, το 1948. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και ο ίδιος βρήκε δουλειά στο εργαστήρι επεξεργασίας μετάλλων του ξαδέρφου του, αγωνιζόμενος παράλληλα στην τοπική ομάδα.
Ένας μαχητικός μέσος που έκανε πολλά χιλιόμετρα στον αγωνιστικό χώρο (σπάνια σκόραρε, αλλά όταν το έκανε, τα γκολ του ήταν συνήθως εντυπωσιακά), ο Ρε Τσεκόνι ήταν ψηλός και κατάξανθος.
Ξεκίνησε την καριέρα του στην Προ Πάτρια, παλαιότερα μεγάλος σύλλογος της Μπούστο Αρσίτσιο κοντά στο Μιλάνο, και στη συνέχεια μεταγράφηκε στη Φότζια, ομάδα δεύτερης κατηγορίας.
Εκεί γνώρισε τον μέντορά του Τομάζο Μαεστρέλι. Ήταν ο προπονητής που άλλαξε την ιστορία της Λάτσιο, όταν μετακινήθηκε σε αυτή το 1972, παίρνοντας και τον Ρε Τσεκόνι. Μαζί κατέκτησαν το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία του συλλόγου το 1973-74.
Ο νεαρός μέσος, ο οποίος είχε 23 συμμετοχές στη δεύτερη σεζόν του στην ομάδα, αποκαλέστηκε «Τσεκο-Νέτσερ», αφού η ξανθιά του κόμη και η εν γένει εμφάνισή του έμοιαζε πολύ με του Γερμανού σταρ Γκίντερ Νέτσερ.
Έγινε μέλος της εθνικής Ιταλίας με την οποία έπαιξε σε δύο αγώνες, ενώ ήταν στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, όπου έμεινε όμως στον πάγκο, αν και θα ήταν χρήσιμος αν είχε αγωνιστεί πολύ περισσότερο.
Το ακατάπαυστο τρέξιμό του στον αγωνιστικό χώρο ήταν ιδανικό για το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που ήταν πολύ στη μόδα στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Ο Ρε Τσεκόνι είχε παραδεχτεί πως δεν είχε ιδέα από πολιτική, ωστόσο του είχαν κολλήσει την ταμπέλα του φασίστα, εν μέρει λόγω της αγάπης του για τον αλεξιπτωτισμό, μία ασχολία που είχε συνδεθεί με την ακροδεξιά. Πλήρωνε επίσης την πολιτική έκφραση πολλών συμπαικτών του.
Στη Λάτσιο, ο Ρε Τσεκόνι είχε ενσωματωθεί στην ομάδα των «βορείων» και ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Λουίτζι Μαρτίνι, ο οποίος είχε εκφράσει πολλές φορές ακροδεξιές θέσεις. Οι δυο τους ήταν τόσο δεμένοι, που τους αποκαλούσαν «δίδυμους».
Στις 18 Ιανουαρίου του 1977, ώρα 19:30, ο Ρε Τσεκόνι, με τον συμπαίκτη του στη Λάτσιο Πιέρο Γκεντίν και έναν ακόμη φίλο τους πήγαν να ρίξουν μια ματιά σε ένα κοσμηματοπωλείο που δεν απείχε πολύ από το κέντρο της Ρώμης.
Ο Λουτσιάνο βρήκε την ευκαιρία να κάνει πλάκα. Βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες, φώναξε: «Σταματήστε… Ληστεία!». Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, Μπρούνο Ταμποκίνι, που είχε γυρισμένη την πλάτη στους τρεις άνδρες, αρχικά τράβηξε ένα όπλο και το έστρεψε στον Γκεντίν, ο οποίος σήκωσε τα χέρια του ψηλά.
Στη συνέχεια έκανε το ίδιο και προς τον Ρε Τσεκόνι, ο οποίος όμως δεν αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο. Ο κοσμηματοπώλης δεν δίστασε να τον πυροβολήσει από κοντινή απόσταση! Σε μία εποχή που η Ιταλία μαστιζόταν από την τρομοκρατία και οι ληστείες ήταν καθημερινό φαινόμενο, πολλοί καταστηματάρχες είχαν πάρει τα μέτρα τους, βλέποντας την ανικανότητα της αστυνομίας να τους προστατέψει.
Ο Ρε Τσεκόνι, πέφτοντας τραυματισμένος στο έδαφος, ψέλλισε «… ήταν μόνο ένα αστείο, ήταν αστείο». Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Μισή ώρα αργότερα απεβίωσε. Ήταν μόλις 28 ετών.
Λίγο αργότερα ο ιδιοκτήτης του καταστήματος συνελήφθη με την κατηγορία της υπέρμετρης αυτοάμυνας. Στη δίκη που έγινε 18 ημέρες αργότερα απαλλάχθηκε! Όπως έγινε γνωστό στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο ξανθός μέσος είχε προσπαθήσει να κάνει ένα αντίστοιχο αστείο και σε ένα άλλο κατάστημα της Ρώμης.
Ο κατηγορούμενος κοσμηματοπώλης δεν ήταν φίλαθλος και ισχυρίστηκε πως δεν αναγνώρισε τους τρεις άνδρες, ούτε καν τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία του Ρε Τσεκόνι. Η έννοια της αυτοάμυνας εκείνη την εποχή στην Ιταλία ήταν αμφιλεγόμενη.
Στη δεκαετία του ’70 δεξιοί και αριστεροί τρομοκράτες χρησιμοποιούσαν τις ληστείες για να χρηματοδοτούν τις παράνομες δραστηριότητές τους. Οι φόνοι ήταν συχνό φαινόμενο και οι ιδιοκτήτες καταστημάτων ή υπάλληλοι τραπεζών ήταν προετοιμασμένοι. Ο θάνατος του Ρε Τσεκόνι εκλήφθηκε από πολλούς ως συνέπεια αυτής της τεταμένης ατμόσφαιρας.
Ο άτυχος άσος άφησε πίσω του μία σύζυγο και δύο μικρά παιδιά. Πέθανε μόλις 47 ημέρες αφού είχε σηκώσει το φέρετρο του δασκάλου του, του Τομάζο Μαεστρέλι, ο οποίος είχε βοηθήσει την καριέρα του φέρνοντάς τον από τη Φότζια στη Λάτσιο.
Ο γιος του, λίγα χρόνια αργότερα, αγωνίστηκε στην τοπική ομάδα, τη Νερβιανέζε, στο στάδιο που πήρε το όνομα του πατέρα του. Το μνήμα του έχει την ακόλουθη επιγραφή: «Λουτσιάνο Ρε Τσεκόνι: Ποδοσφαιριστής, 1948-1977… έφυγε νωρίς.» Το 2003 δόθηκε το όνομά του και σε έναν δρόμο της Ρώμης. Όλα αυτά, δυστυχώς, ως συνέπεια ενός αστείου. Ενός τραγικά μοιραίου αστείου!
*Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδι χωρίς όρια» που κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.
Διαβάστε ακόμη:
Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος στο Sport-Retro.gr
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στο ιταλικό ποδόσφαιρο
H νύχτα που δάκρυσε ο Φαν Μπάστεν
Η Ρόμα έσπασε κατάρα 22 ετών και στέρησε βέβαιο σκουντέτο από τη Λάτσιο
Η Τζένοα έχασε πρωτάθλημα από σφαίρες, γκολ που δεν μπήκε και φασίστες