Στις 26 Απριλίου του 1903 ιδρύθηκε ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους του ποδοσφαίρου, η Ατλέτικο Μαδρίτης. Τυπικά, ούτε σύλλογος ήταν τότε ούτε αυτό το όνομα είχε, ωστόσο έναν αιώνα μετά, διαθέτει δεκάδες τρόπαια στις προθήκες και μπορεί να κομπάζει για την ιστορία της.
Πρόκειται για την ομάδα που ακολουθεί κατά πόδας Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα στην Ισπανία και που τα τελευταία χρόνια διεκδίκησε και κατέκτησε με το «σπαθί« της θέση στη διεθνή ελίτ.
Το Sport-Retro.gr τιμά τα γενέθλιά της με 5 όχι και τόσο γνωστές ιστορίες της.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ισπανία
Δεν ήταν σύλλογος, ήταν η Αθλέτικ Μπιλμπάο… Μαδρίτης
Στις 8 Απριλίου 1903, στο «Ιπόδρομο» της Μαδρίτης, διεξήχθη ο πρώτος τελικός του Campeonato de España, του σημερινού Copa del Rey. Αντιμέτωποι τέθηκαν η Αθλέτικ Μπιλμπάο και η Μαδρίτη, όπως ήταν η πρώτη ονομασία της Ρεάλ.
Μεταξύ των 5.000 θεατών βρέθηκαν και ορισμένοι Βάσκοι φοιτητές που διέμεναν στην ισπανική πρωτεύουσα και οι οποίοι… ζήλεψαν τους συντοπίτες τους από τη Βασκονία, που είχαν ποδοσφαιρικό σύλλογο.
Μετά από συνεννοήσεις, ένα γκρουπ από τους Βάσκους της Μαδρίτης συμφώνησε με την Αθλέτικ να ιδρύσει μία θυγατρική της ομάδας στην Καστίλλη με την ονομασία Athletic Club Sucursal (=παρακλάδι) de Madrid.
Ένας εξ αυτών, ο Εντουάρντο Άτσα ταξίδεψε στο Μπιλμπάο για τα διαδικαστικά και βάσει καταστατικού συμφωνήθηκε μηνιαία πληρωμή ύψους 2,5 πεσετών και ότι η Αθλέτικ Μαδρίτης θα ήταν το ίδιο σωματείο με την Αθλέτικ Μπιλμπάο.
Αυτό, μεταξύ άλλων, σήμαινε ότι σε μεγάλες διοργανώσεις δεν θα μπορούσαν να τεθούν αντιμέτωπες οι δύο ομάδες. Μάλιστα, σε σημαντικούς αγώνες, η ομάδα του Μπιλμπάο χρησιμοποιούσε ορισμένους παίκτες από την ομάδα της Μαδρίτης.
Επιπλέον, αυτή η… εταιρική σχέση προϋπόθετε ότι και οι στολές της μαδριλένικης ομάδας θα ήταν ίδιες με εκείνη της βασκικής. Όντως, οι πρώτες εμφανίσεις ήταν μισές μπλε και μισές λευκές, όπως της Μπιλμπάο, οι οποίες είχαν αγοραστεί από την ποδοσφαιρική ομάδα της Μπλάκμπερν.
Οι ιδρυτές της Μπιλμπάο είχαν φέρει μαζί τους φανέλες του αγγλικού συλλόγου κι εφόσον η… μητρική ομάδα είχε αυτά τα χρώματα, το ίδιο έπρεπε να συμβεί και με τη θυγατρική της.
Εξάλλου, το 1909, ο πρώην παίκτης της Αθλέτικ Μαδρίτης και τότε μέλος του ΔΣ της, Χουανίτο Ελορντουί, ταξίδεψε στο Μπλάκμπερν για να αγοράσει 25 νέες εμφανίσεις για τις δύο ομάδες, ωστόσο δεν κατάφερε να βρει εύκαιρες.
Αντιθέτως, στο λιμάνι όπου έφτασε, του Σαουθάμπτον, βρήκε εμφανίσεις της τοπικής ομάδας, οι οποίες είχαν κόκκινο και λευκό χρώμα. Τις πήρε πίσω στην Ισπανία και κάπως έτσι θρυλείται ότι έγινε αυτή μεταστροφή το 1911. Παρ’ όλα αυτά, η μαδριλένικη ομάδα προτίμησε να κρατήσει τα μπλε σορτσάκια, ενώ η βασκική στη συνέχεια υιοθέτησε το μαύρο χρώμα.
Μία άλλη εκδοχή, πάντως, θέλει τις δύο ισπανικές ομάδες να προτιμούν το κόκκινο και το λευκό, επειδή ήταν πιο φτηνό να κατασκευαστεί μια τέτοια φανέλα. Τα υφάσματα προέρχονταν από τη γέμιση που περίσσευε από τα στρώματα κρεβατιών και γι’ αυτό εξάλλου ένα από τα παρατσούκλια της Ατλέτικο είναι το «colchoneros» (=στρώματα).
Η ονομασία οφείλεται στον δικτάτορα Φράνκο
Η αρχική ονομασία της ομάδας ουσιαστικά αποφασίστηκε από τη μητρική Μπιλμπάο. Το Athletic Club Sucursal de Madrid διατηρήθηκε ακόμα και μετά από την ανεξαρτητοποίηση από την Αθλέτικ Μπιλμπάο, το 1921.
Οι επιτυχίες εκείνη τη δεκαετία (τρόπαια σε ορισμένες τοπικές διοργανώσεις και οι δύο παρουσίες στον τελικό του κυπέλλου, αμφότερες με ήττα από την Αθλέτικ Μπιλμπάο) της έδωσαν «εισιτήριο» για την «παρθενική» Primera División το 1928, με το ίδιο όνομα.
Μετά από τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου και την επανέναρξη των πρωταθλημάτων το 1939, μέλη της ισπανικής πολεμικής αεροπορίας δημιούργησαν μία νέα ομάδα με έδρα τη Σαραγόσα, την Αβιαθιόν Ναθιονάλ.
Αν και αρχικά είχαν λάβει υπόσχεση ότι ο σύλλογος θα συμμετείχε στην Primera División, η ισπανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία (RFEF), που διοργάνωνε το πρωτάθλημα εκείνη την εποχή, απέτρεψε αυτήν την εξέλιξη.
Ως εκ τούτου, η Αβιαθιόν Ναθιονάλ συγχωνεύτηκε με μία ομάδα της κατηγορίας που είχε μεγάλη ανάγκη ποδοσφαιριστών, την Αθλέτικ Μαδρίτης, αφού είχε χάσει 8 παίκτες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Αθλέτικ Μαδρίτης μετονομάστηκε σε Αθλέτικ Αβιαθόν ντε Μαδρίδ, ονομασία που κράτησε για μόλις δύο σεζόν.
Η χώρα βρισκόταν στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας του Φρανθίσκο Φράνκο, ο οποίος εκείνη την περίοδο επέβαλε τους πιο σκληρούς νόμους της χούντας του. Ένας εξ αυτών εγκρίθηκε το 1941 και απέτρεπε ή και απαγόρευε τη δημόσια χρήση ξένων γλωσσών (αναλόγως την περίσταση), ενώ ήδη από το 1938 απαγορεύονταν ακόμα και τα μη καστιγιάνικα ονόματα σε νεογέννητα, με εξαίρεση παιδιά αλλοδαπών.
Ως εκ τούτου, δεν απαγορεύτηκαν μόνο τα βασκικά, τα καταλανικά και άλλες γλώσσες με ισπανική φύση, αλλά και τα αγγλικά, με συνέπεια η Αθλέτικ Αβιαθιόν να χρειαστεί να αλλάξει ξανά ονομασία.
Το αγγλικό Αθλέτικ μετατράπηκε στο ισπανικό (καστιγιάνικο) Ατλέτικο, με το οποίο πορεύτηκε μέχρι το 1947.
Εκείνη ήταν χρονιά που οι παράγοντες του συλλόγου αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν μία τελευταία αλλαγή στο όνομα. Έδιωξαν το Αβιαθιόν για να μην υπάρχει καμία σύνδεση με το στράτευμα και μετέτρεψαν το όνομα σε Club Atlético de Madrid, ή εν συντομία Ατλέτικο Μαδρίτης.
Πήρε πρωτάθλημα αν και υποβιβασμένη
Η ομάδα συμμετείχε στην Primera División στα δύο πρώτα χρόνια από τη δημιουργία εθνικού ισπανικού πρωταθλήματος, ωστόσο το 1930 υποβιβάστηκε στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1934, όταν βρέθηκε ξανά στα «μεγάλα σαλόνια», όμως το 1936 υποβιβάστηκε και πάλι.
Η χώρα βρισκόταν ήδη υπό καθεστώς εμφυλίου πολέμου, ο οποίος επηρέαζε εμφανώς και τον αθλητισμό. Η Οβιέδο ήταν ένα από τα θύματα των περιστάσεων, αφού οι βομβαρδισμοί είχαν καταστρέψει ολοσχερώς το γήπεδό της, με συνέπεια να μην μπορεί να συμμετάσχει στο επόμενο πρωτάθλημα.
Η νέα σεζόν δεν ήταν η 1936-1937, αφού το πρωτάθλημα αναβλήθηκε λόγω του πολέμου και άρχισε εκ νέου τον Δεκέμβριο του 1939. Οι διοργανωτές αποφάσισαν να επιτρέψουν στην Οβιέδο να απουσιάσει για εκείνη τη σεζόν ώστε να επιδιορθώσει τις ζημιές στο «Μπουεναβίστα» κι αν τα κατάφερνε, θα την τοποθετούσαν απευθείας στην Primera División του 1940-1941.
Τη θέση της στην κατηγορία αποφασίστηκε να την πάρει ο νικητής ενός αγώνα μπαράζ τον Νοέμβριο του 1939, μεταξύ των δύο ομάδων που κατέλαβαν τις τελευταίες θέσεις στην τελευταία ολοκληρωμένη σεζόν, η Αθλέτικ Αβιαθιόν (όπως είχε ονομαστεί ήδη ο σύλλογος) και η Οσασούνα. Η Αθλέτικ νίκησε με 3-1 και παρέμεινε στην κατηγορία με αυτόν τον τρόπο.
Τη νέα σεζόν, πάντως, ούτε εκείνη μπορούσε να αγωνιστεί στο «Μετροπολιτάνο», το γήπεδό της από το 1923, λόγω ζημιών. Επέλεξε το «Τσαμαρτίν» της Ρεάλ (έδωσε και έναν αγώνα στο Βαγέκας, στην πρώτη έδρα της ιστορία της) και το τέλος της χρονιάς τη βρήκε πρωταθλήτρια Ισπανίας, έναν βαθμό πάνω από τη Σεβίλλη!
Από τις 22 αγωνιστικές, με τον θρυλικό τερματοφύλακα της Μπαρτσελόνα και της Ρεάλ στον πάγκο, Ρικάρντο Θαμόρα, η Αθλέτικ πάτησε για πρώτη φορά κορυφή μόλις στη 18η μέρα.
Ένα σερί 5 νικών, η νίκη με 7-5 επί της Μπαρτσελόνα και μία κάμψη της κυρίαρχης στο μισό της σεζόν Εσπανιόλ έδωσαν την ευκαιρία στους Μαδριλένους να ανέβουν στη βαθμολογία την κατάλληλη στιγμή.
Στην προτελευταία αγωνιστική, πάντως, έπεσαν στη 2η θέση, με τη Σεβίλλη να προσπερνάει και να ετοιμάζεται να πανηγυρίσει εκείνη το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία της.
Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία αγωνιστική, η Αθλέτικ μετέφερε τον εντός έδρας αγώνα της στο Βαγέκας, πήρε τη νίκη και εκμεταλλεύτηκε το στραβοπάτημα της Σεβίλλης για να φτάσει στον τίτλο.
Με τους Χερμάν Γκόμεθ και Ραμόν Γκαμπιλόντο να ηγούνται αυτής της προσπάθειας, μια ομάδα που έπρεπε να αγωνίζεται στη Segunda División, στέφθηκε πρωταθλήτρια Ισπανίας και μάλιστα διατήρησε τα «σκήπτρα« και τη νέα χρονιά, μπαίνοντας πια κι αυτή στον χάρτη των μεγάλων ομάδων της ισπανικής επικράτειας.
Έχασε το Πρωταθλητριών από μία γκάφα του Ρέινα
Τα χρόνια πέρασαν, η Ατλέτικο πήρε κι άλλους εγχώριους τίτλους, ενώ έκανε σεφτέ και στους διεθνείς. Το 1961-1962 κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων και τη νέα χρονιά έφτασε ξανά μέχρι τον τελικό της διοργάνωσης, όμως συνετρίβη από την Τότεναμ με 1-5.
Η κυρίαρχη ομάδα της Ισπανίας τη δεκαετία του ’60 και του ’70 αδιαμφισβήτητα ήταν η Ρεάλ, που από το 1961 μέχρι το 1980 είχε πανηγυρίσει 14 πρωταθλήματα.
Η μοναδική ομάδα που αντιστεκόταν ήταν η Ατλέτικο, που από το 1966 μέχρι το 1977 είχε 4 πρωταθλήματα και μάλιστα το 1965 έγινε η πρώτη ομάδα που νίκησε τους «μερένγκες» μέσα στο «Σαντιάγο Μπερναμπέου» σε αγώνα πρωταθλήματος, μετά από 8 χρόνια.
Με τον Αργεντινό προπονητή Χουάν Κάρλος Λορένσο στο «τιμόνι» και παίκτες όπως ο Λουίς Αραγονές, ο Χαβιέρ Ιρουρέτα, ο Χοσέ Εουλόχιο Γάρατε, ο Αδελάρδο, ο Ρουμπέν Αγιάλα, ο Παναδέρο Ντίας και ο Ραμόν Ερεδία, η Ατλέτικο ήταν μία αρκετά σκληροτράχηλη ομάδα, που αναδείχθηκε πρωταθλήτρια το 1973.
Ως εκ τούτου, η νέα σεζόν τη βρήκε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, όπου διατήρησε τον χαρακτήρα της και άρχισε να περνάει τις φάσεις χωρίς να εντυπωσιάζει, αλλά και χωρίς να κινδυνεύει.
Νίκησε με 1-0 τη Γαλατάσαραϊ στην Τουρκία μετά από το 0-0 στη Μαδρίτη, νίκησε 2-0 την Ντινάμο στο Βουκουρέστι και απέσπασε 2-2 στην Ισπανία, επικράτησε με 2-0 στο Βελιγράδι του Ερυθρού Αστέρα και της αρκούσε το 0-0 στο «Βιθέντε Καλδερόν» όπου είχε «μετακομίσει» και στα ημιτελικά κράτησε το 0-0 στη Γλασκόβη απέναντι στη Σέλτικ, για να νικήσει με 2-0 στην Ισπανία.
Χωρίς να χάσει σε κανένα παιχνίδι, προκρίθηκε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών για πρώτη φορά στην ιστορία της, όμως ήταν το αουτσάιντερ για την κατάκτηση του τροπαίου.
Αυτό γιατί απέναντί της είχε την κάτοχο των προηγουμένων δύο ετών, Μπάγερν Μονάχου, η οποία με τον Ούντο Λάτεκ στην τεχνική ηγεσία και τους Φραντς Μπεκενμπάουερ, Γκερντ Μίλερ, Ούλι Χένες, Ζεπ Μάιερ, Πάουλ Μπράιτνερ και Χανς Γκέοργκ Σβάρτσενμπεκ στην ομάδα, δεν έμοιαζε να έχει αντίπαλο.
Εξάλλου, λίγους μήνες αργότερα, οι περισσότεροι από τους παίκτες της Μπάγερν θα επικρατούσαν της εθνικής Ολλανδίας του Γιόχαν Κρόιφ στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και θα στέφονταν πρωταθλητές κόσμου ως Δυτική Γερμανία.
Οι Βαυαροί ήταν καλύτεροι στον αγωνιστικό χώρο του «Χέιζελ» που φιλοξενούσε τον τελικό, όμως η άμυνα των Ισπανών ήταν υποδειγματική. Η εστία του Μιγκέλ Ρέινα, πατέρα του Πέπε, απειλήθηκε αλλά δεν παραβιάστηκε στα 90 λεπτά της κανονικής διάρκειας του αγώνα.
Το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση, όπου οι δύο ομάδες, αποκαμωμένες πια, άρχισαν να σκέφτονται τον επαναληπτικό δύο ημέρες αργότερα, μιας κι εκείνη την εποχή δεν προβλέπονταν πέναλτι από τους κανονισμούς.
Στο 114′, σε αυτό που προγραμμάτιζε ως τελευταίο παιχνίδι στην καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, ο Αραγονές εκτέλεσε αριστουργηματικά ένα φάουλ και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα των Δυτικογερμανών.
Στα επόμενα 6 λεπτά, μία από τις καλύτερες άμυνες του κόσμου έπρεπε απλά να μην δεχθεί γκολ, όπως έπραττε εξάλλου στα προηγούμενα 114 λεπτά αγώνα. Φευ…
Αν και η μαδριλένικη άμυνα εξουδετέρωσε παίκτες όπως ο Μίλερ και ο Χένες, δεν περίμενε ποτέ ότι θα το βρει από έναν στόπερ, τον Σβάρτσενμπεκ. Ο Γερμανός προωθήθηκε στην τελευταία φάση του αγώνα, στο 120′, και με ένα δεξί σουτ περίπου 30 μέτρα μακριά από την εστία, δοκίμασε την τύχη του.
Στη σημερινή εποχή, μία τέτοια προσπάθεια θα θεωρείτο απέλπιδα και κακή επιλογή, αφού επρόκειτο για πολύ μακρινό σουτ και μάλιστα από κεντρικό αμυντικό. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Σβάρτσενμπεκ ίσως έκανε την καλύτερη επιλογή σουτάροντας από εκεί, αντί να δώσει σε κάποιον πιο καταρτισμένο συμπαίκτη.
Η εξήγηση έγκειται στον θρύλο της εποχής, που θέλει τον Ρέινα να βρίσκεται εκτός θέσης στο σουτ, επειδή έδινε ως ενθύμιο τα γάντια του στον φωτογράφο της «Marca», που βρισκόταν πίσω από την εστία του σε όλη τη διάρκεια του αγώνα.
Το παιχνίδι τελείωνε, θα επικρατούσε πανζουρλισμός μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και η Μπάγερν, με την μπάλα στα πόδια ενός στόπερ, 30 μέτρα μακριά από την εστία, δεν έμοιαζε να έχει ελπίδες ισοφάρισης για τον Ισπανό τερματοφύλακα.
Όταν ο Σβάρτσενμπεκ έπιασε ένα (ομολογουμένως πολύ καλό για στόπερ) δεξί σουτ, ο Ρέινα βρισκόταν στο άλλο δοκάρι και μέχρι να βουτήξει για να αποκρούσει, η μπάλα τον είχε προσπεράσει και είχε καταλήξει στα δίχτυα του.
Η ιστορία με τα γάντια δεν έχει επιβεβαιωθεί ούτε έχει διαψευστεί όλες αυτές τις δεκαετίες. Το βέβαιο είναι ότι με το 1-1, οι Ισπανοί τραβούσαν τα μαλλιά τους, διότι γνώριζαν ότι η υπερπροσπάθεια που έκαναν, έπεσε στο κενό.
Δύο ημέρες αργότερα, οι Βρυξέλλες έγιναν ο τόπος του μαρτυρίου τους, αφού η Μπάγερν επιβλήθηκε με 4-0 και κατέκτησε το τρόπαιο για 3η σερί χρονιά. Αντιθέτως, η Ατλέτικο έχασε σε δεύτερο σερί ευρωπαϊκό τελικό…
Ο θεότρελος ρατσιστής πρόεδρος Χεσούς Χιλ
Μία αναφορά στην Ατλέτικο Μαδρίτης δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός τον πιο πολυσυζητημένο πρόεδρό της, που δεν είναι άλλος από τον Χεσούς Χιλ. Ένας τρελός επιχειρηματίας, που καθόρισε εν πολλοίς το ύφος της ομάδας τη δεκαετία του ’90.
Δεν είναι τυχαίο ότι πανηγύρισε την κατάκτηση του νταμπλ το 1996 με τον Μίλινκο Πάντιτς και του Ντιέγκο Σιμεόνε στο ρόστερ, κάνοντας παρέλαση πάνω στο άλογό του, τον «Imperioso», αλλά αρχικά είχε προσπαθήσει να κάνει το ίδιο με ελέφαντες από τον ζωολογικό κήπο της πρωτεύουσας!
Λίγο καιρό μετά από τον τίτλο (και μετά από κάποιες ήττες), δήλωνε για τους παίκτες της Ατλέτικο ότι «μερικοί από αυτούς δεν αξίζει να ζουν». Το επανέλαβε κι άλλες φορές. «Θέλω να πέσει το αεροπλάνο και να σκοτώσει την ομάδα», είχε πει δημόσια, μετά από κάκιστη εμφάνιση απέναντι στη Λας Πάλμας.
Ο ηγέτης των «ροχιμπλάνκος» επί 17 χρόνια όφειλε την παρουσία του στον χώρο σε δύο ανθρώπους. Αρχικά, στον δικτάτορα Φράνκο, τον οποίο υμνούσε με κάθε ευκαιρία και εκείνος τον έσωσε από ισόβια κάθειρξη, μετά από μία τραγωδία τον Ιούνιο του 1969.
Έχοντας δραστηριοποιηθεί στις κατασκευές, ο Χιλ έφευγε με έναν υποψήφιο πελάτη από μία δεξίωση σε νεόκτιστο εμπορικό κέντρο του, όπου ουσιαστικά ακόμη δεν είχε στεγνώσει το τσιμέντο. Η οροφή κατέπεσε και στοίχισε τη ζωή σε 58 από τα 700 άτομα. Όπως αποδείχθηκε, η κατασκευή υλοποιήθηκε δίχως αρχιτεκτονικό πλάνο, αλλά η φυλάκιση του Χιλ διήρκεσε μόνο 18 μήνες, αφού έλαβε χάρη από τον Φράνκο.
Λίγο αργότερα, γνώρισε τον ιστορικό ιδιοκτήτη της Ατλέτικο, Βιθέντε Καλδερόν. Αν και ο Χιλ φημολογείται ότι ήταν φίλος της Αθλέτικ Μπιλμπάο, ο Καλδερόν τον έβαλε στους «ροχιμπλάνκος» το 1981 και ως υπ’ αριθμόν 16.386 μέλος, διεκδίκησε την προεδρία 6 χρόνια αργότερα, τάζοντας ως μεταγραφή τον Πάουλο Φούτρε.
Η εκλογή του ήταν πανηγυρική, όπως θα συνέβαινε από το 1991 μέχρι το 2002 στη δημαρχία της κοσμοπολίτικης Μαρμπέγια (αφού λόγω της τραγωδίας, δεν μπορούσε να δραστηριοποιηθεί στη Μαδρίτη). Οι δύο θέσεις πολλές φορές συνδυάζονταν και μία χορηγία σε φανέλες της Ατλέτικο έφτασε μέχρι την εισαγγελική έρευνα.
Το 1992 αποφάσισε να καταργήσει τις… κοστοβόρες ακαδημίες του συλλόγου, με συνέπεια να χάσει από τη Ρεάλ τον… Ραούλ, δύο χρόνια αφότου έχασε τον Φερνάντο Ιέρο, ξανά από τον «αιώνιο εχθρό».
Οι 39 προπονητές και οι 141 μεταγραφές δεν βοήθησαν τη φήμη του, ούτε η προσπάθεια να αποσύρει την ομάδα από τα ντέρμπι με τη Ρεάλ, τα εσώρουχα που δώριζε σε ξένους διαιτητές και οι επισκέψεις στα καμαράκια των διαιτητών, πριν από τα παιχνίδια της Ατλέτικο.
Ακόμα και οι ξενοφοβικές (στα προημιτελικά Champions League 1996-1997 με τον Άγιαξ, αποκάλεσε «FC Κονγκό» τον «Αίαντα» εξαιτίας των ποδοσφαιριστών του με αφρικανικές ρίζες), ομοφοβικές, σεξιστικές και ρατσιστικές δηλώσεις του, δεν στάθηκαν αρκετές για να τον καθαιρέσουν.
Ήλεγχε όλη την ακτογραμμή της Μάλαγα, η οποία είχε εξελιχθεί σε καταφύγιο ξένων γκάνγκστερ και διάσημων ναζί, που περίμεναν αποφάσεις για την έκδοσή τους. Η «βασιλεία» του έφτασε στο τέλος της, όταν άρχισε να αντιμετωπίζει τη μία μετά από την άλλη κατηγορία.
Συνολικά 70 εξ αυτών έφτασαν μέχρι το δικαστήριο και μπήκε φυλακή συνολικά σε 3 διαφορετικές χρονικές στιγμές. Οι καταδίκες του τον έκριναν ακατάλληλο να κατέχει δημόσιο αξίωμα και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δημαρχία, βάζοντας «ταφόπλακα» στα όνειρα μίμησης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, στην κεντρική πολιτική σκηνή της πατρίδας του.
Τη θέση πήρε το δεξί χέρι του, με συνέπεια να συνεχίσει να κινεί τα νήματα αλλά μόνο για λίγο ακόμα, αφού κάποια στιγμή χρειάστηκε να εξηγήσει από που προήλθαν τα 390.000.000 ευρώ που βρέθηκαν στα ταμεία του δήμου, πώς «κακοδιαχειρίστηκε» 30.000.000 ευρώ στο σκάνδαλο της χορηγίας στην Ατλέτικο και πώς έκανε δικές του (με παράτυπο τρόπο) 236.056 μετοχές του συλλόγου, με συνέπεια να γίνει αφεντικό.
Αφεντικό, ακόμα και της ίδιας της ζωής. Όταν άρχισε να… ξεφεύγει σε μία ραδιοφωνική εκπομπή και ο παραγωγός τον συμβούλευσε να ηρεμήσει, διότι μόλις είχε βάλει βηματοδότη, αποκρίθηκε: «Μπορούν να βάλουν την καρδιά μου στον κώλο μου».
Εν τέλει, το 2004, ο οργανισμός του δεν άντεξε. Έξι ημέρες μετά από νέα καταδίκη που θα τον έφερνε για 4η φορά στη φυλακή, πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία σε ηλικία 71 ετών, χωρίς να προλάβει να υλοποιήσει τα πλάνα του για ομάδα στη Formula 1 και για αεροδιάδρομο στο λιμάνι της Μαρμπέγια.