Η πτώση του Πάουλο Φούτρε, το μόλις ένα παιχνίδι κι αυτό σε φιέστα με Μίλαν και η άρνηση να αγωνιστεί στη Γουέστ Χαμ
Κατά καιρούς, διάφοροι ποδοσφαιριστές συνοδεύουν την ανασκόπηση της καριέρας τους με ένα τεράστιο ερωτηματικό δίπλα και ένα “αν” να πλανιέται από πάνω. Ποδοσφαιριστές που αν όλα είχαν κυλήσει ομαλά στη ζωή ή στην καθημερινότητά τους, θα μπορούσαν να είχαν προσφέρει ακόμη περισσότερα.
Για την Πορτογαλία, ο Κουαρέσμα μοιάζει το πιο σύγχρονο “αν”, ωστόσο ο Πάουλο Φούτρε πάντοτε θα είναι το μεγαλύτερο, παρότι θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της χώρας στην ιστορία του αθλήματος.
Ο “Μαραντόνα της Πορτογαλίας”, όπως ήταν η σύγκριση στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, γεννήθηκε σαν σήμερα στις 28 Φεβρουαρίου 1966 και το Sport-Retro.gr θυμάται τη σκοτεινή πλευρά της καριέρας του, γεμάτη οικονομικά προβλήματα και τραυματισμούς, που δεν του επέτρεψαν να αγγίξει την προσωπική κορυφή του.
“Πρόδωσε” Σπόρτινγκ με Πόρτο για τα λεφτά
Ο Φούτρε είδε το πρώτο φως της ημέρας στο Μοντίζο του Σετούμπαλ και μετά από έναν χρόνο στην ακαδημία της τοπικής ομάδας, το 1975 εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής της Σπόρτινγκ. Οκτώ χρόνια αργότερα, σε ηλικία 17 ετών, στις 10 Μαΐου 1983, ο Γιόσεφ Βένγκλος που είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ομάδας, χρησιμοποίησε τον Φούτρε ως αλλαγή του Βάνιο Κοστόφ στο 2ο ημίχρονο φιλικού γνωριμίας με τη βραζιλιάνικη Πορτουγκέζα.
Μετά από ακόμα δύο εμφανίσεις σε φιλικά, τον Αύγουστο του 1983, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, πήρε φανέλα βασικού στο αριστερό άκρο της επίθεσης και άρχισε να “χορεύει” τους αντιπάλους, φορώντας το νούμερο 10 στη φανέλα.
Παρότι ανήλικος, ο Τσεχοσλοβάκος προπονητής τον χρησιμοποιούσε σχεδόν ως βασικό και αναντικατάστατο, με συνέπεια να τελειώσει τη χρονιά με 30 συμμετοχές και 3 γκολ, να γίνει ο νεαρότερος διεθνής στην ιστορία της εθνικής Πορτογαλίας όταν έπαιξε κόντρα στη Φινλανδία για τα προκριματικά του Euro 1984 σε ηλικία 17 ετών και 204 ημερών (ρεκόρ που διατηρεί ως σήμερα) και φυσικά να εξελιχθεί σε σταρ.
Γι’ αυτόν τον λόγο ζήτησε περισσότερα χρήματα στο τέλος της σεζόν 1983-1984, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από τον πρόεδρο της ομάδας, Ζοάο Ρόσα, με συνέπεια να παρέμβει η Πόρτο και να κινηθεί για την απόκτηση του παίκτη, με αντάλλαγμα τους βετεράνους Ζάιμε Πασέκο και Αντόνιο Σόουζα. Τα “λιοντάρια” δέχθηκαν και κάπως έτσι άλλαξε η ιστορία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου.
Άλλαξε την ιστορία του πορτογαλικού ποδοσφαίρου
Η Πόρτο μετρούσε μόλις επτά πρωταθλήματα μέχρι εκείνη την εποχή, το τελευταίο εκ των οποίων εκείνο της σεζόν 1978-1979, όταν είχε κατακτήσει δύο σερί, 20 χρόνια μετά από την προηγούμενη στέψη της. Για ευρωπαϊκή διάκριση φυσικά, ούτε λόγος. Οι κορυφαίες ομάδες της χώρας ήταν με διαφορά η Μπενφίκα των 26 τίτλων και των δύο Κυπέλλων Πρωταθλητριών και η Σπόρτινγκ των 16 πρωταθλημάτων και του ενός Κυπέλλου Κυπελλούχων.
Τρία χρόνια μετά, με τον Φούτρε στη σύνθεσή τους και τον Αρτούρ Ζόρζε στον πάγκο τους, οι “δράκοι” είχαν κατακτήσει δύο σερί πρωταθλήματα και το 1986-1987 έφτασαν μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου με MVP τον Φούτρε, κατέκτησαν το βαρύτιμο τρόπαιο εις βάρος της Μπάγερν.
Μέσα σε μία τριετία, το στάτους του συλλόγου είχε αλλάξει, βάζοντας τα θεμέλια ώστε σήμερα να έχει αφήσει πολύ πίσω της τη Σπόρτινγκ και να ανταγωνίζεται επάξια την Μπενφίκα για τον τίτλο της κορυφαίας ομάδας της χώρας. Ομοίως, το στάτους του Φούτρε επίσης άλλαξε, αφού ήταν ένας παίκτης που είχε αγωνιστεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1986, που είχε οδηγήσει την ομάδα του σε τεράστιες διακρίσεις και που είχε όλο το ταλέντο και την προσωπικότητα να σταθεί σε υψηλότερο επίπεδο.
Στη “σκιά” Γκούλιτ, Μπουτραγκένιο, Κρόιφ
Το καλοκαίρι του 1987 μεταγράφηκε στην Ατλέτικο Μαδρίτης, πραγματοποιώντας την πιο μεγάλη μεταγραφή του πορτογαλικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή, για 630.000 εσκούδος. Αποτελούσε ουσιαστικά τον διάδοχο του Ούγκο Σάντσες στους “ροχιμπλάνκος”, με τον Μεξικανό να έχει αποχωρήσει για τη Ρεάλ Μαδρίτης δύο καλοκαίρια νωρίτερα. Στο τέλος του έτους, μάλιστα, τερμάτισε στη 2η θέση στην ψηφοφορία για τη “Χρυσή Μπάλα”, πίσω μόνο από τον Ρουντ Γκούλιτ της Μίλαν.
Ο Φούτρε είχε την ατυχία να πέσει στην περίοδο κυριαρχίας της “γενιάς του γύπα”, του Εμίλιο Μπουτραγκένιο, για λογαριασμό της Ρεάλ, την οποία διαδέχθηκε η “Dream Team” του Γιόχαν Κρόιφ, με συνέπεια η Ατλέτικο να περιοριστεί στα δύο κύπελλα του 1991 και του 1992. Παρ’ όλα αυτά, δέθηκε αρκετά με τον κόσμο της ομάδας, ο οποίος δεν γινόταν να μην αγαπήσει έναν “αέρινο” ποδοσφαιριστή, που “σμπαράλιαζε” οποιαδήποτε άμυνα από αριστερά με την εκρηκτικότητα που διέθετε και τις ντρίμπλες του.
Φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού για το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής του στο “Βιθέντε Καλδερόν”, με τις ασίστ του τη σεζόν 1991-1992 ανέδειξε τον Μανόλο πρώτο σκόρερ της Primera Division με 27 τέρματα (τελευταίος Ισπανός αρχισκόρερ μέχρι τον Ραούλ το 1999), ωστόσο όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος…
“Έστησαν” τη ρήξη, αγοράστηκε με κρατικά λεφτά
Όταν η Ατλέτικο επιχείρησε να ξεφορτωθεί τα “βαριά” συμβόλαια λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, το δικό του αποτελούσε τον πιο σημαντικό “βραχνά”. Παρότι είχε να πληρωθεί περίπου οκτώ μήνες, έπρεπε να αποχωρήσει στο πλαίσιο της οικονομικής εξυγίανσης του συλλόγου. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει απλά με την ανακοίνωση της πώλησής του, εξαιτίας της σχέσης που είχε αναπτύξει με τον κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο, “εφευρέθηκε” μία ρήξη μεταξύ παίκτη και ομάδας και αναζητήθηκε αγοραστής.
Η ομάδα που εμφανίστηκε ήταν η Μπενφίκα, η οποία προσέφερε 825.000 εσκούδος μετρητά για να τον αγοράσει τον Δεκέμβριο του 1992. Εξ αυτών, τα 600.000 προέρχονταν από το RTP (Rádio e Televisão Pública), τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό της χώρας. Τα χρήματα αφορούσαν στη συμφωνία παραχώρησης των δικαιωμάτων για τους αγώνες του συλλόγου τα επόμενα δύο χρόνια, συμφωνία που “πυροδότησε” αντιδράσεις, οι οποίες έφτασαν ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο και οδήγησαν στην απόλυση του προέδρου του RTP, Μοντέιρο ντε Λέμος, από τον πρωθυπουργό Ανίμπαλ Καβάκο Σίλβα.
Παρότι είχε δηλώσει ότι σκόπευε να επιστρέψει στη Σπόρτινγκ φεύγοντας από την Ατλέτικο, το τέλος της σεζόν 1992-1993 τον βρήκε να πανηγυρίζει το Taça de Portugal με την “αιώνια” αντίπαλο Μπενφίκα και να γίνεται ένας από τους ελάχιστους παίκτες που έχουν φορέσει τη φανέλα και των “Três Grandes” (τότε ήταν ο 4ος, σήμερα συνολικά είναι 8 οι παίκτες).
Δεύτερο “χαστούκι” της Μαρσέιγ στη Μίλαν
Μόνο που και οι “αετοί” αντιμετώπιζαν κι αυτοί σοβαρά οικονομικά προβλήματα και γι’ αυτό εξάλλου χρειάστηκαν την αρωγή του κράτους για να αγοράσουν το μεγαλύτερο αστέρι του πορτογαλικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή. Αντιθέτως, η Μαρσέιγ όχι μόνο δεν είχε οικονομικά προβλήματα, αλλά αντιθέτως, με τον Μπερνάρ Ταπί στις τάξεις της, είχε κατακτήσει ήδη το πρώτο Champions League της ιστορίας, που συνάμα ήταν ο πρώτος τέτοιος τίτλος για το γαλλικό ποδόσφαιρο.
Προτού ξεσπάσει το περίφημο σκάνδαλο με τη Βαλενσιέν που οδήγησε σε αφαίρεση του ευρωπαϊκού τίτλου και υποβιβασμό της ομάδας, οι Μασσαλοί νίκησαν για δεύτερη φορά τη Μίλαν, μετά από τον τελικό τους στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, αφού και ο Φάμπιο Καπέλο ήθελε τον Πορτογάλο υπό τις οδηγίες του.
Οι Γάλλοι προσέφεραν το τετραπλάσιο ποσό από αυτό που είχε δαπανήσει η Μπενφίκα για να τον αγοράσει έξι μήνες νωρίτερα και όπως ήταν φυσικό, τον έκανε δικό της. Εν τέλει, αγωνίστηκε τόσο στη Μαρσέιγ όσο και στη Μίλαν, αλλά συνολικά έκανε λιγότερες από 10 συμμετοχές…
Τα πρώτα προβλήματα τραυματισμών κι η Ρετζιάνα
Η θητεία του στη Μαρσέιγ ήταν η πρώτη γεμάτη τραυματισμούς που άρχισαν να του στερούν θεαματικά μεγάλο αριθμό αγώνων. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 1993 είχε αγωνιστεί σε 8 παιχνίδια και είχε 2 γκολ, αλλά είχε χάσει όλον τον Σεπτέμβριο με πρόβλημα τραυματισμού. Ο σύλλογος βρισκόταν υπό διάλυση, αφού είχε τιμωρηθεί με αποκλεισμό από το Champions League και βρισκόταν εν αναμονή της τιμωρίας εντός των συνόρων (παρότι τερμάτισε στη 2η θέση εκείνης της σεζόν, υποβιβάστηκε και του αφαιρέθηκε το πρωτάθλημα του 1993).
Γι’ αυτόν τον λόγο, η Μαρσέιγ αποφάσισε να πουλήσει άμεσα έναν παίκτη που έβλεπε ότι δεν μπορούσε να ποντάρει πολλά πάνω του, με τον ίδιο τον Φούτρε να επιθυμεί να μεταβεί στο κορυφαίο πρωτάθλημα της εποχής, το ιταλικό. Αυτήν τη φορά δεν υπήρχε Μίλαν στο προσκήνιο, ωστόσο δέχθηκε να αγωνιστεί ακόμα και στη Ρετζιάνα, μία ομάδα που διένυε την “παρθενική” σεζόν της στη Serie A και που βρισκόταν στην τελευταία θέση με μόλις 6 βαθμούς και καμία νίκη.
Στο ρόστερ υπήρχε ήδη ο βασικός τερματοφύλακας της Βραζιλίας, Ταφαρέλ (είχε γίνει ανταλλαγή με τον Λούκα Μπούτσι που έφυγε για την Πάρμα), κάτι που έπεισε τον Φούτρε να πει το “ναι” στη θαρραλέα πρόταση του μεγαλομετόχου Φράνκο Ντελ Τσιν, ο οποίος όταν ήταν αθλητικός διευθυντής της Ουντινέζε είχε… τολμήσει να αγοράσει τον Ζίκο.
Αποκλεισμός, ντεμπούτο, γκολ, χιαστός σε 4 μέρες
Ο Φούτρε για πρώτη φορά βρισκόταν στη χώρα όπου διέπρεψε εκείνος με τον οποίο τον συνέκριναν όλο το προηγούμενο διάστημα, ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Στις 21 Νοεμβρίου 1993, στο “Μιραμπέλο”, είχε την ευκαιρία να δικαιώσει αυτές τις συγκρίσεις. Η Ρετζιάνα υποδεχόταν την Κρεμονέζε, ομάδα με την οποία θα πάλευε για την αποφυγή του υποβιβασμού, και στο 64ο λεπτό, ο Φούτρε συνδύασε το ντεμπούτο του με γκολ, στέλνοντας στα ουράνια τους περίπου 15.000 φίλους των γηπεδούχων.
Το τελικό 2-0 έδωσε στην ομάδα την πρώτη νίκη της ιστορίας της στη Serie A και υπό την καθοδήγηση του Τζιουζέπε Μαρκιόρο ακολούθησαν αρκετές ακόμη, με συνέπεια την κατάληψη της 13ης θέσης. Για ακόμα μία φορά, όμως, ο Φούτρε δεν ήταν μέλος αυτών των προσπαθειών, διότι πριν ολοκληρωθεί ο αγώνας όπου έκανε ντεμπούτο, ένα τάκλιν του Αλεσάντρο Πεντρόνι του διέλυσε τον χιαστό, με συνέπεια να απουσιάσει από το υπόλοιπο της σεζόν.
Μέσα σε τέσσερις μέρες, ο Φούτρε είχε χάσει όλο τον (ποδοσφαιρικό) κόσμο του, αφού στις 17 Νοεμβρίου, η Ιταλία είχε προλάβει να τον πληγώσει ξανά. Ένα γκολ του Ντίνο Μπάτζιο στο 83′ έδωσε τη νίκη 1-0 στη “σκουάντρα ατζούρα”, στο τελευταίο παιχνίδι του 1ου προκριματικού γκρουπ για το Μουντιάλ των ΗΠΑ. Οι Ίβηρες μπήκαν ως πρωτοπόροι του ομίλου στην τελευταία αγωνιστική, μετά από τη νίκη 3-0 επί της Εσθονίας μία εβδομάδα νωρίτερα με τον Φούτρε να ανοίγει το σκορ (τελευταίο τέρμα του με την εθνική) και βγήκαν 3οι στον όμιλο, αφού τους προσπέρασε κι η Ελβετία, με συνέπεια να χάσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο, διοργάνωση που θα έχανε ούτως ή άλλως τελικά ο εξτρέμ της Ρετζιάνα.
Ο δρόμος της επιστροφής ήταν πολύ μακρύς. Αγωνίστηκε ξανά στις 25 Σεπτεμβρίου 1994, στην εντός έδρας συντριβή από τη Ρόμα με 1-4. Ακολούθησαν ακόμα τέσσερις συμμετοχές (2 γκολ) στο πρωτάθλημα, αλλά μόλις ένα 90λεπτο, μέχρι να ξαναμπεί στα πιτς λόγω τραυματισμού και να βγει τον Απρίλιο του 1995, με τη Ρετζιάνα καταδικασμένη σε υποβιβασμό.
Έπαιξε σε ακόμα επτά παιχνίδια, αλλά δεν είπε το “αντίο” που ήθελε, αφού στην προτελευταία αγωνιστική ήταν τραυματίας και στην τελευταία είχε ταξιδέψει στην Πορτογαλία για υποχρεώσεις με την εθνική ομάδα, σε κάτι που έμελε να είναι η τελευταία διεθνής συμμετοχή του. Μαζί με δύο παιχνίδια κυπέλλου, συνολικά σε σχεδόν δύο σεζόν στη Ρετζιάνα είχε μόλις 15 αγώνες και 5 γκολ.
Έπαιξε πρώτη φορά στο… τελευταίο παιχνίδι
Ο Καπέλο δεν έχασε την πίστη του στον Πορτογάλο και πόνταρε σε αυτόν το καλοκαίρι του 1995, το πρώτο μετά από τρία χρόνια που δεν βρήκε τη Μίλαν πρωταθλήτρια Ιταλίας. Φυσικά, οι μεγάλες μεταγραφές εκείνου του καλοκαιριού ήταν δύο άλλοι επιθετικοί και ανταγωνιστές του Φούτρε, οι Ζορζ Γουεά και Ρομπέρτο Μπάτζιο, που πλαισίωναν τους Μάρκο Σιμόνε, Πάολο ντι Κάνιο στην επιθετική γραμμή των “ροσονέρι”, με τους Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν και Τζιανλουίτζι Λεντίνι σε υποστηρικτικό ρόλο.
Το στοίχημα του Ιταλού προπονητή, όμως, χάθηκε. Ο Φούτρε αντιμετώπιζε συνεχώς προβλήματα τραυματισμού, με συνέπεια την πρώτη φορά που βρέθηκε στην αποστολή της ομάδας, το ημερολόγιο να δείχνει 24 Μαρτίου 1996, στη νίκη με 3-0 επί της Πάρμα, αμέσως μετά από τον αποκλεισμό κόντρα στην Μπορντό για τα προημιτελικά του Κυπέλλου UEFA. Παρέμεινε στον πάγκο σε όλη τη διάρκεια του αγώνα και παρακολούθησε από την κερκίδα και την τηλεόραση τα επόμενα επτά παιχνίδια της σεζόν.
Στις 12 Μαΐου 1996 ήρθε η ώρα για το ντεμπούτο του με τη φανέλα των “ροσονέρι”. Κυριολεκτικά στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν κι ενώ η ομάδα είχε κατακτήσει μαθηματικά το πρωτάθλημα εδώ και καιρό. Το παιχνίδι ήταν απέναντι στην υποβιβασμένη Κρεμονέζε στο Σαν Σίρο και είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας φιέστας τίτλου. Ο Φούτρε πήρε θέση στη βασική ενδεκάδα και αντικαταστάθηκε στο 79′ από τον Μπάτζιο, ωστόσο δεν κατάφερε να σκοράρει στον θρίαμβο με 7-1.
Ο Ρέντναπ τον πήρε στη Γουέστ Χαμ
Ο Φούτρε δεν ήταν αποφασισμένος να εγκαταλείψει το κορυφαίο επίπεδο και γι’ αυτό συνέχισε εκτός Πορτογαλίας. Μετά από την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, επόμενος σταθμός ήταν η Αγγλία, όπου η Γουέστ Χαμ του έδωσε την ευκαιρία να “αναστήσει” την καριέρα του.
Ο Χάρι Ρέντναπ βρισκόταν μόλις στη 2η σεζόν του στον πάγκο των “σφυριών” (μετά από τις επτά ως παίκτης τους) και ακόμα δεν είχε το όνομα που διαθέτει σήμερα. Γι’ αυτόν τον λόγο, ήθελε ποδοσφαιριστές με “λάμψη” και υπόβαθρο, που θα μπορούσαν να προσφέρουν τόσο εντός, όσο κι εκτός αγωνιστικού χώρου. Ο Φούτρε ήταν τέτοιος και από τη στιγμή που ήταν ελεύθερος, η μετακίνησή του αποτελούσε ευκαιρία για τους Λονδρέζους. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα τα ήθελε ο Άγγλος τεχνικός, όπως εξηγεί στην αυτοβιογραφία του “Always Managing: My Autobiography”.
“Μας ήρθε το καλοκαίρι του 1996 και η ικανότητά του ήταν απλά απίθανη. Η προπόνηση σταματούσε μόνο και μόνο για να τον δούμε να εκτελεί φάουλ. Θα τον έβαζα στο top 10 των παικτών που έχω δει”, γράφει ο Ρέντναπ, μέχρι να αρχίσει την εξιστόρηση ίσως του πιο περίεργου περιστατικού που έτυχε να αντιμετωπίσει.
Έφυγε γιατί πήρε τη φανέλα με το 16
“Το πρώτο παιχνίδι ήταν στην Άρσεναλ και οι ενδεκάδες είχαν ήδη σταλεί, όμως υπήρχε ένα πρόβλημα. Ο Έντι Γκίλιαμ, ο γυμναστής μας, του είχε δώσει τη φανέλα με το νούμερο 16 και του γύρισε πίσω στο πρόσωπο. Την επόμενη στιγμή, ο Πάουλο ήταν στο δικό μου πρόσωπο. ‘Φούτρε 10, όχι 16’, είπε. ‘Εουσέμπιο 10, Μαραντόνα 10, Πελέ 10. Φούτρε 10, όχι γαμ…ο 16′”.
“Εκείνη τη στιγμή, ήμασταν 45 λεπτά πριν από τη σέντρα. ‘Έγινε τώρα, Πάουλο’, του εξήγησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. ‘Έχουμε τα νούμερα και το δικό σου είναι το 16. Δεν επιλέξαμε το νούμερο. Όταν ήρθες, όλα τα νούμερα είχαν δοθεί, οπότε ο φροντιστής σου έδωσε το 16’. ‘Νούμερο 10’, επέμεινε. ‘Φούτρε 10. Νούμερο 10 σε Μίλαν, Ατλέτικο, Πόρτο, Μπενφίκα, Σπόρτινγκ. Φούτρε 10′”.
“Τώρα άρχισα να έχω μία απόγνωση. Προσπάθησα να γίνω αυστηρός. ‘Πάουλο, φόρεσε τη φανέλα σου, πήγαινε άλλαξε σε παρακαλώ, έχουμε ένα μεγάλο παιχνίδι. Εάν δεν θέλεις να τη φορέσεις, Πάουλο, φύγε’, είπα. Και έφυγε…”.
“Την επόμενη Δευτέρα, ο Πάουλο γύρισε με την ομάδα δικηγόρων του για να διαπραγματευτούν τη φανέλα με το νούμερο 10. Αρχικά, προσπαθήσαμε να του πούμε ότι είχαμε πουλήσει τόσες πολλές φανέλες με το ‘Φούτρε 16’ στην πλάτη, που θα ήταν αδύνατο να αλλάξουμε, ωστόσο κατάλαβε την μπλόφα μας”.
“‘Πόσες;’, ρώτησε. ‘Θα πληρώσω 100.000 λίρες’. Και τότε ήταν που αντιλήφθηκα ότι αυτή ήταν μία διαφωνία που δεν μπορούσα να κερδίσω. Ο Φούτρε ήταν διατεθειμένος να δαπανήσει 100.000 λίρες μόνο για το νούμερο 10. Στο τέλος, το κατάφερε κάπως φθηνότερα”.
“Ο Τζον Μονκούρ, το νούμερο 10, συμφώνησε να ανταλλάξει φανέλες και ο Πάουλο τον άφησε να πάει δύο εβδομάδες στη βίλα του στο Αλγκάρβε, που είναι από τις καλύτερες εκεί, στους λόφους που ‘κοιτούν’ τα καλύτερα γήπεδα γκολφ”.
“Η φανέλα με το 10 είναι στο συμβόλαιό μου”
Όταν ο Φούτρε ρωτήθηκε για τη δική του εκδοχή της ιστορίας από τη “Mirror” το 2010, απάντησε με χαρά, χωρίς να αλλάξει πολλά πράγματα: “Είναι μία φανταστική ιστορία. Σε όλη την καριέρα μου έπαιζα με το νούμερο 10, ήθελα το νούμερο 10 και ήταν γραμμένο και στο συμβόλαιό μου. Ήμουν 30, γνώριζα ότι το γόνατό μου δεν ήταν σε καλή κατάσταση και δεν ήξερα εάν μπορούσα να αγωνιστώ μία εβδομάδα, έναν μήνα ή έναν χρόνο. Ήθελα όμως ο χρόνος μου στη Γουέστ Χαμ να είναι ξεχωριστός”.
“Σε όλη την καριέρα μου έπαιζα με το νούμερο 10 και τότε είδα τη φανέλα να κρέμεται στα αποδυτήρια και έλεγε ‘Φούτρε 16’. Τότε, ο (σ.σ. διευθυντής ποδοσφαίρου της ομάδας) Πίτερ Στόρι ήρθε και μου είπε ‘ποιο είναι το πρόβλημα;’ Του είπα ‘όχι, εσείς έχετε πρόβλημα, η φανέλα με το νούμερο 10 είναι στο συμβόλαιό μου’. Δεν έπαιξα κι έφυγα”.
“Πήγα σε ένα ξενοδοχείο, είδα τον φίλο μου και μετά τον κ. Στόρι να μιλάει με την ομοσπονδία και αλλάξαμε τον αριθμό στη φανέλα. Ο Τζον Μανκούρ είχε το νούμερο 10, αλλά πήγα στον Μανκούρ και του είπα ‘Τζον, συγγνώμη, μπορείς να έρθεις στη βίλα μου στο Αλγκάρβε να μείνεις όσο καιρό θέλεις και να παίξεις γκολφ. Συμφώνησε!”
“Από τότε που ήμουν παιδί, πάντα είχα το 10, εκτός από τον καιρό μου στη Μίλαν όπου υπήρχε ο Σαβίτσεβιτς. Σπουδαίοι παίκτες έχουν φορέσει το νούμερο 10 κι εγώ κέρδισα τη 2η θέση στη Χρυσή Μπάλα. Ο Εουσέμπιο φορούσε το 10, ο Πελέ, σπουδαίοι παίκτες”, κατέληξε ο Φούτρε, ο οποίος στη Μίλαν φορούσε το 26.
Το ντεμπούτο του έγινε την επόμενη αγωνιστική, ως αλλαγή για 33 λεπτά στο εντός έδρας 1-1 με την Κόβεντρι. Ακολούθησαν τέσσερις αγώνες, στους τρεις εκ των οποίων αγωνίστηκε 90λεπτο και στις 14 Σεπτεμβρίου 1996 άρχισε βασικός απέναντι στη Γουίμπλεντον, αλλά αντικαταστάθηκε λόγω τραυματισμού στο 34′.
Απουσίες για τις επόμενες τέσσερις αγωνιστικές, επέστρεψε για τέσσερα παιχνίδια, όλα ως αλλαγή και από τις 23 Νοεμβρίου και το 1-1 με την Ντέρμπι στο “Άπτον Παρκ”, όταν πήρε τη θέση του Σταν Λαζαρίδη, δεν αγωνίστηκε ξανά με τη Γουέστ Χαμ.
“Σκιά” του εαυτού του με το 12 στην πλάτη
Αποχώρησε με 9 συμμετοχές και κανένα γκολ, αλλά με πληθώρα νέων τραυματισμών. Παρ’ όλα αυτά, η Ατλέτικο πόνταρε ξανά σε εκείνον, έχοντας χάσει την προηγούμενη σεζόν τον τίτλο της νταμπλούχου Ισπανίας. Παρότι μόλις 32 ετών, ο Φούτρε δεν ήταν ο παίκτης που θα επανέφερε τους “ροχιμπλάνκος” στην κορυφή (και δεν είχε το 10, αφού πήρε το νούμερο 12).
Έκανε ντεμπούτο για 20 λεπτά τη 2η αγωνιστική στην εκτός έδρας αναμέτρηση με τη Βαγιαδολίδ τον Σεπτέμβριο, είχε μία συμμετοχή ως αλλαγή τον Οκτώβριο, μία ως αλλαγή τον Νοέμβριο και δύο ως αλλαγή τον Δεκέμβριο. Τον Οκτώβριο κάθισε στον πάγκο για την εντός έδρας νίκη με 5-2 επί του ΠΑΟΚ στον 2ο γύρο του Κυπέλλου UEFA, όντας εκτός αποστολής σε όλα τα υπόλοιπα ματς μέχρι τα ημιτελικά και τον αποκλεισμό από τη Λάτσιο.
Ξαναέπαιξε τον Φεβρουάριο, τέσσερις φορές ως αλλαγή (συνολικά 51 λεπτά) και στις 8 Μαρτίου 1998, στο εντός έδρας 0-0 με την Μπέτις, πέρασε ως αλλαγή στη θέση του Χόρδι Λαρδίν, κι έκτοτε δεν αγωνίστηκε ξανά σε κορυφαίο επίπεδο. Το καλοκαίρι τον βρήκε στην Ιαπωνία για τους Γιοκοχάμα Φλίγκελς, όπου μετά από 16 συμμετοχές και 3 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, ολοκλήρωσε με άδοξο τρόπο μία καριέρα που τυπικά έκλεισε το 1998, ωστόσο ουσιαστικά τελείωσε το 1993, όταν άρχισαν τα σοβαρά προβλήματα τραυματισμού σε εκείνη την καταραμένη Μαρσέιγ.
Διαβάστε ακόμη
Στο πρώτο «Ο Clássico» της Ιστορίας η Μπενφίκα νίκησε 8-2 την Πόρτο…
Έλντερ Ποστίγκα: Η οικογενειακή τραγωδία και η ανάδειξη από τον Ζοζέ Μουρίνιο
Οι πρώτες μονομαχίες του Ολυμπιακού με πορτογαλική ομάδα έληξαν… 13-3!