Το «ποδόσφαιρο επέστρεψε στο σπίτι», σύμφωνα με το τραγούδι που κυριάρχησε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1996. Μία διοργάνωση που ανέλαβε η Αγγλία με περίεργο τρόπο και έχοντας την υποστήριξη του κόσμου της, στριμώχτηκε μεταξύ των φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.
Το Euro 1996, όμως, πήρε μία απρόσμενη τροπή. Θα μείνει στην ιστορία ως η διοργάνωση που «στέγασε« δεκάδες αστέρια του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, που όμως… αρνήθηκαν να κατακτήσουν το τρόπαιο.
Τα φαβορί όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Γαλλία και φυσικά η Αγγλία αποδείχθηκαν αυτόχειρες και τελικά πρωταθλήτρια Ευρώπης στέφθηκε η Γερμανία, η οποία επίσης… προσπάθησε να χάσει αυτήν την ευκαιρία, με την Τσεχία να καραδοκεί.
Η Ελλάδα διεκδίκησε τη θέση της Αγγλίας
Η επιλογή της οικοδέσποινας χώρας εξελίχθηκε σε μία αρκετά περίεργη διαδικασία. Οι ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να υποβάλλουν φακέλους μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1991, περιλαμβάνοντας 4 στάδια που θα πληρούσαν τις προδιαγραφές. Αυστρία, Αγγλία, Ελλάδα, Ολλανδία και Πορτογαλία ήταν οι 5 χώρες που διεκδίκησαν τη διοργάνωση των 8 ομάδων, όμως τελικά η Αγγλία ήταν αυτή που πήρε μια διοργάνωση 16 ομάδων!
Μέχρι τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της UEFA στις 5 Μαΐου 1992 είχε αλλάξει ο χάρτης της Ευρώπης, με τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Η UEFA έφτασε να απαριθμεί 48 μέλη το 1994 (από 33) και αναγκάστηκε να αυξήσει τους φιναλίστ του Euro 1996 και κατά συνέπεια να χρειαστεί τα διπλάσια γήπεδα.
Χώρες όπως η Ελλάδα και η Αυστρία έγιναν ακόμα πιο αουτσάιντερ και από τη στιγμή που η Αγγλία αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998, ώστε να πάρει την ψήφο των Ευρωπαίων που ήθελαν το Μουντιάλ και τους άφησε ελεύθερο το πεδίο, κέρδισε τη μάχη για το 1996.
Εξάλλου, μετά από τον ευρω-αποκλεισμό της λόγω των γεγονότων στο «Χέιζελ» το 1985, ήταν η ευκαιρία της UEFA να την καλοδεχθεί ξανά στους «κόλπους» της, προσφέροντάς της μια τέτοια διοργάνωση σε ένα σημαδιακό έτος, αφού θα συμπληρώνονταν 30 χρόνια από την προηγούμενη μεγάλη διοργάνωση που ανέλαβε (κι εν τέλει κατέκτησε), το Παγκόσμιο Κύπελλο 1966.
Τα 8 γήπεδα, δε, πληρούσαν και με το παραπάνω τις προδιαγραφές, μετά από τις αλλαγές στους κανόνες, λόγω των τραγικών συμβάντων της προηγούμενης δεκαετίας.
Η μάχη των προκριματικών
Ο νέος χάρτης της Ευρώπης επηρέασε και τα προκριματικά. Για πρώτη φορά η νίκη απέφερε 3 βαθμούς και σε συνδυασμό με την αύξηση των ομάδων, μία καλή αρχή έδινε ευκαιρίες σε χώρες που δεν είχαν πολλές συμμετοχές σε τελικές φάσεις του παρελθόντος.
Δεν έλειψαν και οι εκπλήξεις, όμως, αφού η Σουηδία, που 2 χρόνια νωρίτερα βρέθηκε στην 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου των ΗΠΑ, αποκλείστηκε στα προκριματικά. Εκτός έμεινε και η Ελλάδα στον όμιλο με Ρωσία, Σκωτία, Φινλανδία, Νησιά Φερόε και Σαν Μαρίνο.
Η Ολλανδία με την Ιρλανδία, δε, έκαναν το ταξίδι στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Λίβερπουλ, για να τεθούν αντιμέτωπες σε μπαράζ, ως οι χειρότερες δεύτερες ομάδες στους προκριματικούς ομίλους. Νικητές οι «οράνιε» με 2 γκολ του Πάτρικ Κλάιφερτ.
Η κατάρα των πέναλτι για τους Άγγλους
Η προετοιμασία της Αγγλίας ήταν η χειρότερη που θα μπορούσε να διανοηθεί ποτέ κάποιος φίλαθλος. Ο Τέρι Βέναμπλς και οι παίκτες του βρέθηκαν στο Χονγκ Κονγκ τον Μάιο του 1996 και την ημέρα των γενεθλίων του Πολ Γκασκόιν, αρκετοί ποδοσφαιριστές βρέθηκαν σε ένα μπαρ κάνοντας έκτροπα, τα οποία ήρθαν στο φως της δημοσιότητας μερικές ημέρες αργότερα.
Το κλίμα ήταν εις βάρος τους και δεν βοήθησε την κατάσταση η ισοπαλία 1-1 με την Ελβετία, σε μία κάκιστη πρεμιέρα. Όπως ούτε το γκολ του Άλαν Σίρερ, που είχε να σκοράρει με το εθνόσημο από τον Σεπτέμβριο του 1994 και ένα φιλικό με τις ΗΠΑ.
Στη 2η αγωνιστική του 1ου ομίλου, όμως, τα «τρία λιοντάρια» ήρθαν αντιμέτωπα με έναν γνώριμο αντίπαλο, τη Σκοτία. Το εμβληματικό γκολ του Γκασκόιν για το 2-0 στο 79′ έμεινε στην ιστορία τόσο για την ομορφιά του, όσο για τον πανηγυρισμό – αναπαράσταση της… καρέκλας του οδοντιάτρου, ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι διεθνείς στο επίμαχο μπαρ του Χονγκ Κονγκ.
Το 4-1 επί της Ολλανδίας δεν αποτυπώνει την πραγματική εικόνα της τελευταίας αγωνιστικής. Οι Άγγλοι σημείωσαν 3 γκολ μέσα σε 11 λεπτά, αιφνιδίασαν απόλυτα τους «οράνιε» και προκρίθηκαν ως πρωτοπόροι στον όμιλο.
Στα προημιτελικά τέθηκαν αντιμέτωποι με την Ισπανία. Στάθηκαν αρκετά τυχεροί ώστε να οδηγήσουν το παιχνίδι στην παράταση και από εκεί στα πέναλτι. Μέχρι τότε, είχαν μόνο μία εμπειρία σε αυτήν τη διαδικασία, στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1990, όπου ηττήθηκαν από τη Δυτική Γερμανία με 4-5. Στο «Γουέμπλεϊ» η Τύχη ήταν με το μέρος των Άγγλων, που επικράτησαν με 4-2 στη διαδικασία και προχώρησαν στα ημιτελικά του τουρνουά.
Αντίπαλος η Γερμανία, η οποία και πάλι μετά από 120 λεπτά αγώνα, δεν κατάφερε να αποκλείσει τους Άγγλους και χρειάστηκε τα πέναλτι. Ο Βέναμπλς είχε μια ατυχή έμπνευση και αντί να βάλει τον Ρόμπι Φάουλερ έκτο εκτελεστή, όπως είχε κάνει στη νικηφόρα διαδικασία με αντίπαλο την Ισπανία, προτίμησε τον Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ. Ο αμυντικός της Άστον Βίλα δεν κατάφερε να στείλει την μπάλα στα δίχτυα και η Αγγλία αποκλείστηκε ξανά στα πέναλτι από τους Γερμανούς.
Παίκτες όπως ο Ντέιβιντ Σίμαν,ο Στούαρτ Πιρς, ο Πολ Ινς, οΤόνι Άνταμς, ο Ντέιβιντ Πλατ, ο Τέντι Σέριγχαμ, ο Τζέιμι Ρέντναπ, ο Σολ Κάμπελ, ο Στιβ Μακμάναμαν, ο Φιλ Νέβιλ και ο Γκάρι Νέβιλ θα έμεναν χωρίς διεθνές τρόπαιο με την εθνική ομάδα τους.
Οι εσωτερικές έριδες της Ολλανδίας
Οι 8 από τους 22 παίκτες στην αποστολή της Ολλανδίας προέρχονταν από τον Άγιαξ, την ομάδα που έφτασε μέχρι τον τελικό Champions League τα τελευταία 2 χρόνια και το 1995 είχε κατακτήσει το τρόπαιο.
Οι Έντβιν φαν ντερ Σαρ, Μίχαελ Ράιζιχερ, Ντάνι Μπλιντ, Ρόναλντ ντε Μπουρ, Έντγκαρ Ντάβιντς, Κλάιφερτ, Πέτερ Χούκστρα και Γουίνστον Μπογκάρντε δεν ήταν τα μοναδικά αστέρια του ρόστερ.
Ο πρώην συμπαίκτης τους, Κλάρενς Σέεντορφ, έβγαζε τα προς το ζην πια στην Ιταλία, όπως και ο Άρον Βίντερ. Ο Ντένις Μπέργκαμπ βρισκόταν ήδη στην Άρσεναλ, ενώ υπήρχαν και οι Γιαπ Σταμ (κλήθηκε αντί του τραυματία Φρανκ ντε Μπουρ), Φίλιπ Κοκού από την Αϊντχόφεν και Ρουντ Χεσπ από τη Ρόντα, μεταξύ άλλων.
Αυτό το all-star ρόστερ του Γκους Χίντινκ αναμφίβολα όφειλε να κατακτήσει το τρόπαιο, όπως πολλές εκπληκτικές ομάδες του παρελθόντος, που έπεσαν θύμα εσωτερικών θεμάτων. Το ίδιο συνέβη και τώρα, καταδικάζοντας τους «οράνιε» σε ακόμα μια μακρά περίοδο «ξηρασίας», μετά από την κατάκτηση του Euro 1988.
Η ισοπαλία στην πρεμιέρα με τη Σκωτία και η νίκη 2-0 επί της Ελβετίας στη συνέχεια έδωσε μια μικρή άνεση για την πρόκριση στην επόμενη φάση. Το μόνο που χρειαζόταν η Ολλανδία για να είναι ασφαλής, ήταν να μην χάσει από την Αγγλία, ειδάλλως θα περίμενε μην τυχόν νικήσει με πολλά γκολ η Σκοτία τους Ελβετούς και προσπερνούσε στην ισοβαθμία.
Η ήττα ήρθε πριν από τη σέντρα. Πριν, καν, αρχίσει το τουρνουά, όταν οι Ντάβιντς, Σέεντορφ, Ράιζιχερ και Κλάιφερτ, 4 από τους πιο νεαρούς παίκτες του Άγιαξ, άρχισαν να διαμαρτύρονταν επειδή έπαιρναν λιγότερα χρήματα σε σχέση με τους συμπαίκτες τους. Μάλιστα, μετά από τα μπαράζ με την Ιρλανδία, έκαναν μία περίεργη δήλωση στις κάμερες, υποστηρίζοντας «είμαστε η κλίκα», η οποία παρερμηνεύτηκε, αν και οι παίκτες απλά ήθελαν να τονίσουν το «δέσιμό» τους.
Όλα αυτά άρχισαν να αφήνουν υπόνοιες ότι υπήρχε ρατσιστική διάθεση εντός της 22άδας της Ολλανδίας και ότι οι 4 παίκτες απομονώνονταν από την υπόλοιπη ομάδα λόγω του χρώματός τους. Η άτυπη… επιβεβαίωση ήρθε όταν μετά από τον νικηφόρο αγώνα κόντρα στην Ελβετία, ο Ντάβιντς δήλωσε ότι «ο Χίντινκ βρίσκεται στον κώλο του Μπλιντ», δυσαρεστημένος που δεν είχε χρόνο συμμετοχής, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τον Κλάιφερτ, που έμενε ανεξήγητα στον πάγκο για χάρη του Τζόρντι Κρόιφ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, όταν η ομάδα συγκεντρώθηκε για ένα γεύμα στον κήπο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, ενεργοποιήθηκε η «βόμβα». Οι παίκτες μοιράστηκαν σε 3 τραπέζια, τα 2 εκ των οποίων είχαν μόνο λευκούς παίκτες και το ένα μόνο μαύρους, με εξαίρεση τον Ρίτσαρντ Βίτσχε.
Ο Γκους Ντούμπελμαν, του φωτογραφικού πρακτορείου Hollandse Hoogte, απαθανάτισε τη στιγμή, με τον Χίντινκ να τον διώχνει αφού δεν ήθελε φωτογραφίες. Όταν αυτό το ενσταντανέ κυκλοφόρησε στον Τύπο την επόμενη μέρα, αμέσως άρχισε η κατακραυγή για το «ρατσιστικό σχίσμα» που φαινόταν ότι υπήρχε στην ομάδα.
Τα πράγματα ήταν διαφορετικά, όμως. Εκείνη τη μέρα, ο μάγειρας του ξενοδοχείου ετοίμασε φαγητά και από το Σουρινάμ, τόπο καταγωγής των περισσοτέρων μαύρων παικτών της Ολλανδίας, γι’ αυτό και κάθισαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα γευτούν μαζί.
Αυτή η πληροφορία δεν ήταν γνωστή τότε στον Τύπο και αποκαλύφθηκε αργότερα, με τους παίκτες να αρνούνται την ύπαρξη οποιουδήποτε ρατσιστικού ίχνους στα αποδυτήρια. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν το οικονομικό, όπως τόσες και τόσες φορές συμβαίνει με την εθνική Ολλανδίας.
Όσα προηγήθηκαν της 3ης αγωνιστικής των ομίλων, επηρέασαν εμφανώς την ομάδα, που συνετρίβη με 1-4 από την Αγγλία. Προκρίθηκε στην ισοβαθμία τελικά, χάρη στην καλύτερη επίθεση από τη Σκωτία, αλλά απέναντι στη Γαλλία στα προημιτελικά, αποκλείστηκε στα πέναλτι (ο Σέεντορφ ήταν ο μοιραίος).
Η… αυτοτιμωρία της Γαλλίας
Δύο χρόνια πριν από τον τίτλο στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1998 και 4 πριν από τον τίτλο στο Euro 2000, η Γαλλία θεωρητικά δεν είχε τόσο μεγάλη διαφορά επιπέδου από τις μετέπειτα επιτυχίες και όφειλε και στα γήπεδα της Αγγλίας να τα πάει περίφημα. Κι όμως, ούτε οι «τρικολόρ» έκαναν κάποια αξιομνημόνευτη διοργάνωση, παρότι έφτασαν μέχρι τα ημιτελικά.
Το μεγάλο πρόβλημα των Γάλλων ήταν τα «φαντάσματα» του 1993. Ο αποκλεισμός τους στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1994 έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, με συνέπεια να αλλάξουν πολλά από τότε. Ο Ζεράρ Ουγέ απομακρύνθηκε από τον πάγκο και τη θέση του ανέλαβε ο βοηθός του και αναμορφωτής της Μπορντό, Εμέ Ζακέ, με προσωρινή ιδιότητα.
Οι καλές εμφανίσεις σε φιλικά παιχνίδια τον μονιμοποίησαν και ο Γάλλος προπονητής βάσισε την ομάδα του στον Ερίκ Καντονά, που μεγαλουργούσε στην Αγγλία με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μάλιστα, του έδωσε και το περιβραχιόνιο του αρχηγού, όμως το περίφημο περιστατικό με τον φίλο της Κρίσταλ Πάλας τον Ιανουάριο του 1995, που οδήγησε στον 8μηνο αποκλεισμό του «βασιλιά Έρικ», άλλαξε όλα τα πλάνα του Ζακέ.
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός των «τρικολόρ» χρειάστηκε να βρει νέο οργανωτή (σε αυτήν τη θέση χρησιμοποιούσε τον Καντονά) και εμπιστεύτηκε τον κορυφαίο παίκτη της Ligue 1 για το 1995-1996, έναν μέσο της Μπορντό, τον Ζινεντίν Ζιντάν. Τον πλαισίωσε με τον Γιούρι Τζορκαέφ και περιθωριοποίησε παίκτες όπως ο Νταβίντ Ζινολά, το «μαύρο πρόβατο» του αποκλεισμού από τη Βουλγαρία, και ο Ζαν Πιερ Παπέν, στηρίζοντας τη νεότερη γενιά.
Η Γαλλία πήρε την εκδίκησή της από τη Βουλγαρία στη φάση των ομίλων, αφού με τη νίκη της με 3-1 στην 3η αγωνιστική άφησε τους Βαλκάνιους εκτός συνέχειας. Προκρίθηκε ως πρωτοπόρος μετά από τη νίκη 1-0 επί της Ρουμανίας (ουραγός χωρίς βαθμό, παρότι στα προκριματικά τερμάτισε πάνω από τη Γαλλία) και το 1-1 με την Ισπανία και στα προημιτελικά εμφανίστηκε πιο ψύχραιμη από τους Ολλανδούς στα πέναλτι.
Δεν συνέβη το ίδιο στα ημιτελικά, όμως, αφού παρότι ήταν καλύτερη από την Τσεχία, λύγισε στα πέναλτι. Ο Ρεϊνάλ Πεντρός δεν κατάφερε να ευστοχήσει στην 5η εκτέλεση και συνειρμικά έρχεται το ερώτημα στο μυαλό για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν αυτό το πέναλτι το εκτελούσαν σπεσιαλίστες όπως ο Καντονά ή ο Ζινολά.
Ο πρώτος ήταν διαθέσιμος, αφού επέστρεψε στη δράση σε εκπληκτική κατάσταση τον Οκτώβριο του 1995 και οδήγησε τη Γιουνάιτεντ στο πρωτάθλημα του 1995-1996, ο δεύτερος… έχασε το πρωτάθλημα από τη Γιουνάιτεντ, παρότι είχε οδηγήσει τη Νιούκαστλ σε διαφορά 10 πόντων τον Φεβρουάριο και υπήρξε μεταγραφικός στόχος της Μπαρτσελόνα.
Ο Ζακέ προτίμησε να εμπιστευτεί τους παίκτες που οδήγησαν τη Γαλλία στην τελική φάση του τουρνουά (Μπερνάρ Λαμά, Ζοζλίν Ανγκλομά, Φρανκ Λεμπέφ, Λοράν Μπλαν, Ντιντιέ Ντεσάμπ, Μαρσέλ Ντεσαϊγί, Πατρίς Λοκό, Μπισέντε Λιζαραζού, Κριστόφ Ντουγκαρί, Λιλιάν Τουράμ, Φαμπιάν Μπαρτέζ, Κριστιάν Καρεμπέ κ.λ.π.) και πιθανότατα το «πλήρωσε« εκείνη τη στιγμή, αν και αποζημιώθηκε στη συνέχεια.
Η διαιτησία εμπόδισε την Ισπανία κόντρα στους διοργανωτές
Η Ισπανία δεν ήταν ποτέ η ομάδα των μεγάλων διοργανώσεων, ωστόσο στο 1ο μισό της δεκαετίας είχε ορισμένες πανίσχυρες ομάδες στο πρωτάθλημά της, όπως η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Ατλέτικο Μαδρίτης, η Λα Κορούνια κι η Βαλένθια, με συνέπεια οι προσδοκίες να είναι υψηλές και για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Αυτό έγινε κοινώς αποδεκτό όταν ολοκλήρωσε την πορεία της στην προκριματική φάση με 8 νίκες, 2 ισοπαλίες και μόλις 4 τέρματα παθητικό, επιβεβαιώνοντας ότι θα είναι μεταξύ των φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, του μοναδικού που είχε σηκώσει μέχρι τότε, από το μακρινό 1964.
Φερνάντο Ιέρο, Τόνι Θουμπιθαρέτα, Αμπελάρδο, Χοσέ Εμίλιο Αμαβίσκα, Τζούλεν Γκερέρο, Χουάν Αντόνιο Πίσι, Ντονάτο, Σαντιάγο Κανιθάρες, Κίκο, Χοσέ Λουίς Καμινέρο, Γκιγέρμο Αμόρ, Χούλιο Σαλίνας, Μιγκέλ Άνχελ Ναδάλ και Λουίς Ενρίκε ήταν τα ονόματα που ξεχώριζαν από την αποστολή. Απουσίαζε ο 18χρονος Ραούλ και ο Πεπ Γκουαρδιόλα, που είχε έρθει σε ρήξη με τον ομοσπονδιακό προπονητή Χαβιέρ Κλεμέντε.
Η Βουλγαρία έβαλε δύσκολα στην πρεμιέρα και μετά από το δεύτερο σερί 1-1, με αντίπαλο τη Γαλλία, τα πάντα θα κρίνονταν κόντρα στους Ρουμάνους την τελευταία αγωνιστική. Ο Χαβιέρ Μανχαρίν άνοιξε το σκορ στο 11′, όμως ο Φλόριν Ραντουτσιόιου ισοφάρισε στο 29′ και όλα έδειχναν ότι η Βουλγαρία θα έπαιρνε το δεύτερο «εισιτήριο», παρότι έχανε την ίδια στιγμή από τη Γαλλία. Στο 84ο λεπτό, όμως, ο Αμόρ «λύτρωσε» τη «φούρια ρόχα» και την έστειλε στα προημιτελικά.
Στο «Γουέμπλεϊ» η Ισπανία είχε την ατυχία να συναντηθεί με τους διοργανωτές. Ατυχία όχι σε αγωνιστικό επίπεδο, αλλά σε εξωαγωνιστικό, αφού ο αποκλεισμός προέκυψε από τις διαιτητικές αποφάσεις.
Ο αγώνας ήταν συναρπαστικός, με πολλές επικίνδυνες στιγμές και για τους δύο τερματοφύλακες. Η Ισπανία είχε το πάνω χέρι για μεγαλύτερο διάστημα και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα δύο φορές. Αμφότερες ακυρώθηκαν ως οφσάιντ, ωστόσο στην περίπτωση του Σαλίνας, η απόφαση ήταν λανθασμένη. Ομοίως, δύο φορές ζήτησε πέναλτι, στη μία περίπτωση, σε μαρκάρισμα στον Καμινέρο, ο Γάλλος Μαρκ Μπατά υπέπεσε σε σφάλμα.
Το παιχνίδι έμεινε στο 0-0 μετά από 120 λεπτά, οδηγήθηκε στα πέναλτι κι εκεί ο Κλεμέντε πλήρωσε την επιλογή του να βάλει 3 αμυντικούς στους πρώτους 4 εκτελεστές. Κι αν ο Ιέρο ήταν σπεσιαλίστας και ήταν λογικό να βρεθεί στη λίστα και μάλιστα πρώτος (έστειλε την μπάλα στο δοκάρι), οι επόμενες επιλογές ήταν περίεργες.
Ο δεξιός μπακ της Σαραγόσα, που έκλεισε την καριέρα του στον Ηρακλή, Αλμπέρτο Μπελσουέ, δικαίωσε τον Κλεμέντε, όμως ο αμυντικός «βράχος» της Μπαρτσελόνα, ο Ναδάλ, δεν κατάφερε να νικήσει τον Σίμαν, με συνέπεια η Ισπανία να αποκλειστεί στο καλύτερο παιχνίδι της στο τουρνουά.
Οι αλχημείες του Σάκι γύρισαν μπούμερανγκ
Με βάση την εικόνα στην προηγούμενη μεγάλη διοργάνωση, το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου θα έπρεπε να είναι η Ιταλία. Φιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1994, έχασε το στέμμα από την ισάξια Βραζιλία εξαιτίας ενός πέναλτι.
Δύο χρόνια αργότερα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, ακόμα κι αν οι Ιταλοί κυριαρχούσαν σε διασυλλογικό επίπεδο, στέλνοντας ομάδα στον τελικό του Champions League από το 1992 μέχρι το 1997 και κατακτώντας 2 τρόπαια με Μίλαν και Γιουβέντους.
Ο Αρίγκο Σάκι παρέμεινε στον πάγκο παρά τον σπαραγμό του 1994, όμως η ρήξη στη σχέση του με τον Ρομπέρτο Μπάτζιο οδήγησε τον «μικρό Βούδα» εκτός ομάδας. Η απουσία αυτή αποδυνάμωσε αρκετά τη «σκουάντρα ατζούρα», παρότι είχε εξαιρετικό ρόστερ.
Οι Άντζελο Περούτσι, Πάολο Μαλντίνι, Αλεσάντρο Κοστακούρτα, Αλεσάντρο Νέστα, Ρομπέρτο Ντοναντόνι, Ντεμέτριο Αλμπερτίνι, Ντίνο Μπάτζιο, Φραντσέσκο Τόλντο, Αλεσάντρο ντελ Πιέρο, Άντζελο ντι Λίβιο, Ρομπέρτο ντι Ματέο Ντιέγκο Φουζέρ, Πιερλουίτζι Καζιράγκι, Ενρίκο Κιέζα, Φαμπρίτσιο Ραβανέλι και Τζιανφράνκο Τζόλα ήταν εχέγγυα μιας καλής πορείας.
Στην πρεμιέρα των ομίλων, η Ιταλία νίκησε 2-1 τη Ρωσία, που προκρίθηκε δίχως ήττα από τον όμιλο της Ελλάδας. Η επιτυχία αυτή αξιολογήθηκε λανθασμένα από τον Σάκι, ο οποίος ξεκούρασε αρκετούς βασικούς παίκτες στη 2η αγωνιστική, ώστε να τους έχει ετοιμοπόλεμους στο φινάλε με τη Γερμανία.
Η Τσεχία, όμως, δεν ήταν αμελητέα ποσότητα, όπως αποδείχθηκε. Μόλις στο 5ο λεπτό, ο Πάβελ Νέντβεντ την έβαλε μπροστά στο σκορ και παρά την ισοφάριση του Κιέζα στο 18′, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα για την Ιταλία, όταν ο Λουίτζι Απολόνι αποβλήθηκε στο 29′. Ο Ράντεκ Μπέιμπλ έκανε το 2-1 στο 35′ και με παίκτη λιγότερο, η Ιταλία δεν κατάφερε να ισοφαρίσει.
Στην τελευταία αγωνιστική χρειαζόταν κατάλληλο συνδυασμό αποτελεσμάτων στον 3ο όμιλο. Αν νικούσε τη Γερμανία, της αρκούσε και η ισοπαλία της Τσεχίας με τη Ρωσία ώστε να προκριθεί. Αν δεν κατάφερνε να νικήσει, όπως και τελικά έγινε μετά από το 0-0 στο «Ολντ Τράφορντ», ήθελε η Ρωσία να νικήσει την Τσεχία.
Αυτό έμοιαζε να συμβαίνει στο 85ο λεπτό, με το γκολ του Βλάντιμιρ Μπεστσάστνιχ, που έκανε την ανατροπή από 0-2 σε 3-2.
Όμως στο 88′ ο Βλάντιμιρ Σμίτσερ ισοφάρισε για τους Τσέχους, που πήραν τον «χρυσό» βαθμό και μαζί το «εισιτήριο» πρόκρισης, αφήνοντας εκτός προημιτελικών τους Ιταλούς και βάζοντας τέλος στην εποχή Σάκι.
Οι τραυματισμοί που παραλίγο να κοστίσουν στη Γερμανία
Με την Πορτογαλία να παρουσιάζεται για πρώτη φορά σε μεγάλο τουρνουά με τη «χρυσή γενιά» της (Λουίς Φίγκο, Ζοάο Πίντο, Φερνάντο Κόουτο, Ρούι Κόστα) και την Κροατία να κάνει ντεμπούτο ως εθνική ομάδα και να χρειάζεται «δέσιμο» ακόμα, η μοναδική μεγάλη χώρα που απέμενε στο τουρνουά ήταν η Γερμανία.
Μεγάλη με κάθε έννοια, αφού οι φιναλίστ του προηγούμενου Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και πρωταθλητές κόσμου του 1990 είχαν υψηλό μέσο όρο ηλικίας πια, κάτι που αποτυπωνόταν στην πτωτική πορεία τους. Αρχηγός και ηγέτης ήταν ο Γιούργκεν Κλίνσμαν και υπήρχαν ακόμα οι Γιούργκεν Κόλερ, Τόμας Χάσλερ, Στέφαν Κουντς, Τόμας Χέλμερ και Αντρέας Κέπκε, όλοι άνω των 30.
Από εκεί και πέρα, το ρόστερ περιελάμβανε και τους Στέφαν Ρόιτερ, Ματίας Ζάμερ, Αντρέας Μέλερ, Μεχμέτ Σολ, Όλιβερ Καν, Μάριο Μπάσλερ, Μάρκους Μπάμπελ, Κρίστιαν Τσίγκε, Τόμας Στρουντς, Όλιβερ Μπίρχοφ και Ντίτερ Άιλτς, μεταξύ άλλων. Ρόστερ όχι άκρως ικανοποιητικό σε σχέση με το άμεσο παρελθόν, όπως μουρμούρες υπήρχαν και για τον άνθρωπο που καθόταν στην άκρη του πάγκου από το 1990, ο Μπέρτι Φογκτς.
Η Γερμανία έβγαλε τον 3ο όμιλο χωρίς να δεχθεί γκολ, απόρροια των κόπων του Ζάμερ ως λίμπερο και του Άιλτς ως «νεροκουβαλητή» στο κέντρο. Με 2 νίκες επί της Τσεχίας και της Ρωσίας και με μία ισοπαλία με την Ιταλία, τερμάτισε στην 1η θέση και στα προημιτελικά τέθηκε αντιμέτωπη με την Κροατία.
Οι Βαλκάνιοι είχαν ορισμένα μεγάλα ονόματα στο ρόστερ τους, όπως ο Ντάβορ Σούκερ, ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, ο Σλάβεν Μπίλιτς και ο Αλιόσα Ασάνοβιτς, όμως θα έκαναν τη ζημιά στους Γερμανούς δύο χρόνια αργότερα. Προς το παρόν, υποτάχθηκαν με 1-2, παίζοντας για περίπου 40 λεπτά με παίκτη λιγότερο.
Η νίκη αποδείχθηκε «Πύρρειος» για τη Γερμανία, που στο 39′ έχασε τον Κλίνσμαν με τραυματισμό (κι ενώ είχε ανοίξει το σκορ). Ο επιθετικός της Μπάγερν ήταν ανέτοιμος για τον ημιτελικό με την Αγγλία και τη θέση του πήρε ο Κουντς. Ευεργετικό σενάριο για τα «πάντσερ», αφού ο 33χρονος επιθετικός της Μπεσίκτας ισοφάρισε στο 16′ το γκολ του Σίρερ από το 3′ και ουσιαστικά έστειλε το παιχνίδι στην παράταση και από εκεί στα πέναλτι.
Η κατάληξη ήταν ίδια με τον ημιτελικό των δύο ομάδων στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1990 και η Γερμανία πέρασε στον τελικό. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε… παίκτες για να συμμετάσχει στον αγώνα του «Γουέμπλεϊ»! Οι Ρόιτερ, Στέφεν Φρόιντ, Μέλερ, Φρέντι Μπόμπιτς, Μπάσλερ και Κόλερ ήταν τραυματίες, με συνέπεια να επιτραπεί από την UEFA η κλήση ενός παίκτη για να συμπληρωθεί 6άδα στον πάγκο του τελικού!
Ο Γενς Τοτ της Φράιμπουργκ ήταν ο εκλεκτός του Φογκτς, όμως τα προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Ο Κλίνσμαν αγωνίστηκε φανερά ανέτοιμος λόγω του μυικού προβλήματος στο δεξί πόδι που αποκόμισε στα προημιτελικά, ο Άιλτς αντικαταστάθηκε στο ημίχρονο λόγω τραυματισμού και οι Ζάμερ και Χέλμερ έβγαλαν κουτσαίνοντας το 90λεπτο.
Ο θρύλος λέει ότι ο Φογκτς έδωσε φανέλες κανονικού παίκτη στους δύο αναπληρωματικούς τερματοφύλακες, Καν και Όλιβερ Ρεκ, ώστε να κάνουν προθέρμανση στο 2ο ημίχρονο και να είναι ετοιμοπόλεμοι, σε περίπτωση που προκύψουν νέοι τραυματισμοί.
Η κατάρα των τραυματισμών ήταν έτοιμη να πλήξει τη Γερμανία. Στο 59ο λεπτό, ο Πάτρικ Μπέργκερ με πέναλτι έβαλε μπροστά στο σκορ τους Τσέχους, όμως η «χρυσή» αλλαγή του Φογκτς, ο Μπίρχοφ, ισοφάρισε στο 73ο λεπτό. Το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση και μοιάζει αμφίβολο το κατά πόσο θα άντεχε να βγάλει 30 λεπτά επιπλέον η γερμανική ομάδα.
Η λύτρωση ήρθε από την… UEFA, η οποία είχε εισαγάγει ήδη τον κανονισμό του «χρυσού» γκολ. Όταν ο Μπίρχοφ στο 5ο λεπτό της παράτασης σούταρε, με τον Πετρ Κούμπα να χάνει την μπάλα μέσα από τα χέρια του, η «νάτσιοναλμανσαφτ» εξασφάλιζε ότι δεν χρειαζόταν να αγωνιστεί ακόμα 25 λεπτά.
Αυτό το γκολ ήταν αρκετό για να της δώσει το τρόπαιο, να στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης για 3η και τελευταία φορά. Ήταν το μοναδικό φαβορί που κατάφερε να γλιτώσει από την… κατάρα του 1996.